Η πολιτισμική ανάπτυξη της Βαρκελώνης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ξεχωριστή ιδιοφυΐα του Αντόνιο Γκαουντί. Έγινε ο καμβάς του διάσημου Καταλανού αρχιτέκτονα.Τα τέσσερα πάθη του: η αρχιτεκτονική μοναδικά συνδυασμένη με τη γλυπτική, η φύση, η θρησκεία και η αγάπη του για την Καταλονία, είναι εμφανέστατα στο έργο του, που είναι διάσπαρτο στην πόλη. Ο Γκαουντί υπήρξε ένας άνθρωπος ιδιόρρυθμος, παράδοξος, αντιφατικός και ταυτόχρονα παραδοσιακός. Ήταν ένας καλλιτέχνης που μόνο οριακά θα μπορούσε να ενταχθεί σε σχολές και κινήματα. Η μοναδικότητά του έχει να κάνει με την τόλμη του να προχωρήσει μία έκφραση που δεν είχε προηγούμενο και να μην βρίσκει αποδέκτες των μηνυμάτων του. Για πολλά χρόνια, μόνο μια ελίτ εκτιμούσε τα κτίρια του. Στέκονταν στην αισθητική ανάγνωση με εργαλείο τη συμβατική αντίληψη της αρχιτεκτονικής. Δεν έβλεπαν την ειρωνεία, το παιχνίδι και την εξύψωση στο μη ρεαλιστικό.
Ο Αντόνι Γκαουντί γεννιέται στην Καταλονία (η ακριβής τοποθεσία παραμένει άγνωστη), στις μεσογειακές ακτές της Ισπανίας, στις 25 Ιουνίου 1852 ως το νεότερο από τα 5 παιδιά της οικογένειας, με τον πατέρα του να εργάζεται ως βιομηχανικός χαλκουργός. Ο μικρός Αντόνι χτυπιέται από την ασθένεια, με την κακή κατάσταση της υγείας του να τον κάνει επιφυλακτικό ως άνθρωπο. Ωστόσο, ήδη από τα σχολικά του χρόνια αποκαλύπτει το ταλέντο του στο σχέδιο, κερδίζοντας μάλιστα μπόλικους σχολικούς διαγωνισμούς ζωγραφικής. Το 1868 θα τον βρει στη Βαρκελώνη, όπου πήγε για να σπουδάσει διδακτική. Την εποχή αυτή αναπτύσσει ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, με τη Βαρκελώνη να είναι η πιο μοντέρνα πόλη της Ισπανίας εκείνη την περίοδο. Από το 1875-1878 θα υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό, η κακή κατάσταση της υγείας του ωστόσο δεν του επιτρέπει να συμμετέχει στα πολεμικά γεγονότα της Ισπανίας. Οι πολυάριθμες άδειες που θα πάρει μάλιστα θα του επιτρέψουν να συνεχίσει τις σπουδές του σχεδόν απρόσκοπτα, με τον ίδιο να έχει ήδη εγγραφεί στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνης. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, φτιάχνει μακέτες και προσχέδια για εγνωσμένης αξίας αρχιτέκτονες της πόλης, ερχόμενος έτσι σε επαφή με τον μοντερνισμό που άρχισε σιγά-σιγά να ξεπροβάλει. Το 1878 ολοκληρώνει τις σπουδές του, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα οικονομικών, φιλοσοφίας, ιστορίας και αισθητικής, με τους βαθμούς του ωστόσο να κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα. Ο διευθυντής της σχολής θα σχολιάσει μάλιστα: «Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτό τίτλο ή σε έναν ανόητο ή σε μια διάνοια. Ο χρόνος θα δείξει»...
Επαγγελματίας αρχιτέκτονας
Μετά την αποφοίτησή του, για την οποία θα σχολιάσει στον φίλο του «κοίτα, λένε ότι είμαι αρχιτέκτονας τώρα!», ο Γκαουντί ακολουθεί την πεπατημένη καλλιτεχνική οδό της εποχής, δουλεύοντας πάνω σε μερικά δικά του σχέδια, σύντομα ωστόσο θα αναπτύξει το ιδιαίτερο και πρωτοποριακό του στιλ, που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου. Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές του συνθέτονται στη βάση των αντιπαραθέσεων των γεωμετρικών φορμών, με τις επιφάνειες να φιλοτεχνούνται με πέτρα ή τούβλο, έντονα κεραμικά πλακάκια και μεταλλοτεχνίες ερπετών ή άνθινων μοτίβων. Η σαλαμάνδρα στο Πάρκο Güell, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική της τεχνοτροπίας του, η οποία παραείναι αναγνωρίσιμη! Η πρώτη του σημαντική αρχιτεκτονική δουλειά είναι η περίφημη Casa Vicens στη Βαρκελώνη, αρχιτεκτόνημα που θα του φέρει αναγνωρισιμότητα και φήμη. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης αυτής αρχιτεκτονικής περιόδου, ο Γκαουντί εκθέτει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1878 ένα έργο του, το οποίο θα εντυπωσιάσει έναν πάτρονα της τέχνης, τον καταλανό βιομήχανο Eusebi Güell, ο οποίος θα αναθέσει στον νεαρό αρχιτέκτονα τη δουλειά στην Έπαυλη Güell και το Παλάτι Güell, ανάμεσα σε άλλα έργα, όπως το περίφημο Πάρκο Güell!
Επαγγελματίας αρχιτέκτονας
Μετά την αποφοίτησή του, για την οποία θα σχολιάσει στον φίλο του «κοίτα, λένε ότι είμαι αρχιτέκτονας τώρα!», ο Γκαουντί ακολουθεί την πεπατημένη καλλιτεχνική οδό της εποχής, δουλεύοντας πάνω σε μερικά δικά του σχέδια, σύντομα ωστόσο θα αναπτύξει το ιδιαίτερο και πρωτοποριακό του στιλ, που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου. Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές του συνθέτονται στη βάση των αντιπαραθέσεων των γεωμετρικών φορμών, με τις επιφάνειες να φιλοτεχνούνται με πέτρα ή τούβλο, έντονα κεραμικά πλακάκια και μεταλλοτεχνίες ερπετών ή άνθινων μοτίβων. Η σαλαμάνδρα στο Πάρκο Güell, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική της τεχνοτροπίας του, η οποία παραείναι αναγνωρίσιμη! Η πρώτη του σημαντική αρχιτεκτονική δουλειά είναι η περίφημη Casa Vicens στη Βαρκελώνη, αρχιτεκτόνημα που θα του φέρει αναγνωρισιμότητα και φήμη. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης αυτής αρχιτεκτονικής περιόδου, ο Γκαουντί εκθέτει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1878 ένα έργο του, το οποίο θα εντυπωσιάσει έναν πάτρονα της τέχνης, τον καταλανό βιομήχανο Eusebi Güell, ο οποίος θα αναθέσει στον νεαρό αρχιτέκτονα τη δουλειά στην Έπαυλη Güell και το Παλάτι Güell, ανάμεσα σε άλλα έργα, όπως το περίφημο Πάρκο Güell!
«Θέλετε να μάθετε που αντλώ τα τις ιδέες μου» είπε κάποτε σε έναν επισκέπτη στο εργαστήριό του. «Ένα όρθιο δέντρο, διακλαδίζεται σε κλαδιά και αυτά με την σειρά τους σε μικρότερα κλαδάκια και αυτά με την σειρά τους στα φύλλα. Και κάθε ιδιαίτερο ξεχωριστό κομμάτι του δέντρου αναπτύσσεται αρμονικά, θαυμάσια όπως ο Θεός ο τεχνίτης το δημιούργησε.»
Το 1883, ο Γκαουντί επιφορτίζεται με την ανέγερση του καθεδρικού ναού της Βαρκελώνης, την περίφημη σήμερα Basilica i Temple Expiatori de la Sagrada Familia. Τα σχέδια για την εκκλησία ήταν έτοιμα και οι εργασίες κατασκευής είχαν ήδη αρχίσει όταν ανέλαβε ο Γκαουντί το έργο, ο οποίος ωστόσο άλλαξε εντελώς τον σχεδιασμό, σφραγίζοντάς τον με το μνημειώδες στιλ του. Από το 1915 μέχρι και τον θάνατό του, ο ιδιόρρυθμος αρχιτέκτονας θα αφιερωθεί αποκλειστικά στην ανέγερση του ναού, με τις πολυάριθμες παραγγελίες που λάμβανε να εκτελούνται πλέον από τη δημιουργική του ομάδα (κάτω βέβαια από την άμεση επίβλεψή του), τα μέλη της οποίας θα γίνονταν κατόπιν γνωστοί αρχιτέκτονες. Το 1885 ο Γκαουντί εγκαταλείπει τη Βαρκελώνη για να γλιτώσει από την επιδημία χολέρας που έπληξε την πόλη και εγκαθίσταται στο σπίτι φίλου του στην καταλανική ύπαιθρο. Η Διεθνής Έκθεση του 1888 θα τον φέρει ωστόσο πίσω στη Βαρκελώνη, με τον ίδιο να εκθέτει εκεί και η φήμη του να εξαπλώνεται σε όλη την Ισπανία: λαμβάνει πολυάριθμες παραγγελίες, τις περισσότερες ωστόσο τις αφήνει ημιτελείς. Ο κορυφαίος αρχιτέκτονας δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πειραματιστεί ευρέως με ιστορικά αρχιτεκτονικά μοτίβα: ασχολείται με τη γοτθική τέχνη στο Επισκοπικό Παλάτι (1887-1893) και στην Casa de los Botines (1892-1894), αμφότερα εκτός Βαρκελώνης, ενώ χτίζει την Casa Calvet (1898-1904) σε ρυθμό που έχει συγγένειες με το μπαρόκ, για την οποία μάλιστα λαμβάνει το βραβείο του καλύτερου κτιρίου της χρονιάς.
Ώριμος καλλιτέχνης
Στη στροφή του 20ού αιώνα, ο Γκαουντί εργαζόταν πυρετωδώς πάνω σε πολυάριθμα σχέδια. Από το 1902 και μετά, ο αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός αρχίζει να αψηφά τη συμβατική υφολογική κατάταξη, την ίδια στιγμή που δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική δομή που μπορούσε να σταθεί όρθια χωρίς εσωτερική ή εξωτερική αντιστήριξη! Δύο αξιοσημείωτα οικοδομήματα που είναι χτισμένα με τον νέο αυτό τρόπο δόμησης είναι η Casa Batlló (1904-1906) και η Casa Milà (1905-1910), που ενσαρκώνουν αμφότερες το εμβληματικό στιλ του Γκαουντί. Στην πρώτη αυτή δεκαετία του 20ού αιώνα, αφιερώνεται επίσης στην Casa Figueras και στο Πάρκο Güell, ενώ αναλαμβάνει και την αποκατάσταση του καθεδρικού ναού της Μαγιόρκα, για τις ανάγκες του οποίου θα επισκεφτεί την περιοχή πολυάριθμες φορές. Το 1906 εγκαθίσταται τελικά σε σπίτι μέσα στο Πάρκο Güell, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Γκαουντί. Εκεί έζησε με τον πατέρα του και την ανιψιά του -η μητέρα του είχε ήθη πεθάνει- μέχρι το 1925, λίγους μήνες δηλαδή πριν από τον θάνατό του, όταν και μετακόμισε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Família.
Τελευταίες δουλειές και θάνατος
Το 1910 οργανώνεται μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στο Grand Palais του Παρισιού, με τη Γαλλία να γοητεύεται από την αισθητική του προσέγγιση. Η έκθεση θα μεταφερθεί την επόμενη χρονιά στη Μαδρίτη, επεκτείνοντας κι άλλο τη φήμη του. Η δεκαετία ωστόσο που ξεκινούσε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον ίδιο: σημειώνονται οι θάνατοι της ανιψιάς του, του βασικού βοηθού του, αλλά και του μαικήνα Eusebi Güell. Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση του 1915 παρέλυσε τις εργασίες ανέγερσης της Sagrada Familia. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο ανέκαθεν ευσεβής και σκληροπυρηνικός καθολικός Γκαουντί αφιερώνει πλέον τη ζωή του (1915) στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού της Βαρκελώνης, εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως κάθε άλλη παραγγελία. Ο «ναός των φτωχών», όπως τον ήθελε η λαϊκή παράδοση, είχε αρχίσει να χτίζεται ήδη από το 1883, με τον Γκαουντί να βρίσκει στο εσωτερικό του τη γαλήνη που αναζητούσε: διέμενε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Familia, το οποίο αρνιόταν να εγκαταλείψει πεισματωδώς. Ο μόνος λόγος για να βγει από την εκκλησία ήταν η καθημερινή θρησκευτική του ρουτίνα: απολάμβανε έναν περίπατο μέχρι τη γειτονική εκκλησία, όπου προσευχόταν κάθε πρωί. Άλλαξε συμπεριφορά καθώς δούλευε στην πρόσοψη της Γεννήσεως στην εκκλησία της Σαγράδα Φαμίλια. Τότε λέγεται ότι «είδε το πρόσωπο του Χριστού». Σιγά-σιγά ο βίος του έγινε λιτός, ανιδιοτελής, τρομερά ασκητικός. Ζούσε σε κρύπτη κάτω από τον ναό, ντυνόταν σαν φραγκισκανός μοναχός και τρεφόταν με μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο γάλα. Στα 40 του παραλίγο να πεθάνει από ασιτία λόγω νηστείας. Άρχισε να ξανατρώει όταν ένας παπάς τού θύμισε την αποστολή του να χτίσει τη Σαγράδα Φαμίλια. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, κάτι που μάλλον δεν είχε σχέση με τη θρησκεία - όσοι τον γνώριζαν στα νιάτα του, έλεγαν ότι απλά ήταν άτυχος στον έρωτα. Οταν τον χτύπησε το τραμ, στον δρόμο για την Εξομολόγηση, ήταν τόσο ισχνός και ντυμένος με κουρέλια που πίστεψαν ότι ο αφηρημένος γεράκος με τη μακριά λευκή γενειάδα ήταν ζητιάνος. Όντας αναίσθητος για πολλές ώρες, μεταφέρθηκε τελικά -και σχετικά απρόθυμα- στο νοσοκομείο, με την κατάσταση της υγείας του να είναι ωστόσο μη αναστρέψιμη. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας πέθανε στις 10 Ιουνίου 1926, σε ηλικία 73 ετών, με τον ενταφιασμό του να λαμβάνει χώρα δύο μέρες αργότερα, με ένα μεγάλο πλήθος να συγκεντρώνεται για να αποχαιρετίσει μια για πάντα τον άνθρωπο που αναμόρφωσε αισθητικά τη Βαρκελώνη, με το έργο της ζωής του ωστόσο, τη Sagrada Familia, να παραμένει ημιτελές. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2026, για να συμπέσει με τα 100 χρόνια από τον θάνατό του..
Ώριμος καλλιτέχνης
Στη στροφή του 20ού αιώνα, ο Γκαουντί εργαζόταν πυρετωδώς πάνω σε πολυάριθμα σχέδια. Από το 1902 και μετά, ο αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός αρχίζει να αψηφά τη συμβατική υφολογική κατάταξη, την ίδια στιγμή που δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική δομή που μπορούσε να σταθεί όρθια χωρίς εσωτερική ή εξωτερική αντιστήριξη! Δύο αξιοσημείωτα οικοδομήματα που είναι χτισμένα με τον νέο αυτό τρόπο δόμησης είναι η Casa Batlló (1904-1906) και η Casa Milà (1905-1910), που ενσαρκώνουν αμφότερες το εμβληματικό στιλ του Γκαουντί. Στην πρώτη αυτή δεκαετία του 20ού αιώνα, αφιερώνεται επίσης στην Casa Figueras και στο Πάρκο Güell, ενώ αναλαμβάνει και την αποκατάσταση του καθεδρικού ναού της Μαγιόρκα, για τις ανάγκες του οποίου θα επισκεφτεί την περιοχή πολυάριθμες φορές. Το 1906 εγκαθίσταται τελικά σε σπίτι μέσα στο Πάρκο Güell, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Γκαουντί. Εκεί έζησε με τον πατέρα του και την ανιψιά του -η μητέρα του είχε ήθη πεθάνει- μέχρι το 1925, λίγους μήνες δηλαδή πριν από τον θάνατό του, όταν και μετακόμισε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Família.
Τελευταίες δουλειές και θάνατος
Το 1910 οργανώνεται μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στο Grand Palais του Παρισιού, με τη Γαλλία να γοητεύεται από την αισθητική του προσέγγιση. Η έκθεση θα μεταφερθεί την επόμενη χρονιά στη Μαδρίτη, επεκτείνοντας κι άλλο τη φήμη του. Η δεκαετία ωστόσο που ξεκινούσε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον ίδιο: σημειώνονται οι θάνατοι της ανιψιάς του, του βασικού βοηθού του, αλλά και του μαικήνα Eusebi Güell. Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση του 1915 παρέλυσε τις εργασίες ανέγερσης της Sagrada Familia. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο ανέκαθεν ευσεβής και σκληροπυρηνικός καθολικός Γκαουντί αφιερώνει πλέον τη ζωή του (1915) στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού της Βαρκελώνης, εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως κάθε άλλη παραγγελία. Ο «ναός των φτωχών», όπως τον ήθελε η λαϊκή παράδοση, είχε αρχίσει να χτίζεται ήδη από το 1883, με τον Γκαουντί να βρίσκει στο εσωτερικό του τη γαλήνη που αναζητούσε: διέμενε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Familia, το οποίο αρνιόταν να εγκαταλείψει πεισματωδώς. Ο μόνος λόγος για να βγει από την εκκλησία ήταν η καθημερινή θρησκευτική του ρουτίνα: απολάμβανε έναν περίπατο μέχρι τη γειτονική εκκλησία, όπου προσευχόταν κάθε πρωί. Άλλαξε συμπεριφορά καθώς δούλευε στην πρόσοψη της Γεννήσεως στην εκκλησία της Σαγράδα Φαμίλια. Τότε λέγεται ότι «είδε το πρόσωπο του Χριστού». Σιγά-σιγά ο βίος του έγινε λιτός, ανιδιοτελής, τρομερά ασκητικός. Ζούσε σε κρύπτη κάτω από τον ναό, ντυνόταν σαν φραγκισκανός μοναχός και τρεφόταν με μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο γάλα. Στα 40 του παραλίγο να πεθάνει από ασιτία λόγω νηστείας. Άρχισε να ξανατρώει όταν ένας παπάς τού θύμισε την αποστολή του να χτίσει τη Σαγράδα Φαμίλια. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, κάτι που μάλλον δεν είχε σχέση με τη θρησκεία - όσοι τον γνώριζαν στα νιάτα του, έλεγαν ότι απλά ήταν άτυχος στον έρωτα. Οταν τον χτύπησε το τραμ, στον δρόμο για την Εξομολόγηση, ήταν τόσο ισχνός και ντυμένος με κουρέλια που πίστεψαν ότι ο αφηρημένος γεράκος με τη μακριά λευκή γενειάδα ήταν ζητιάνος. Όντας αναίσθητος για πολλές ώρες, μεταφέρθηκε τελικά -και σχετικά απρόθυμα- στο νοσοκομείο, με την κατάσταση της υγείας του να είναι ωστόσο μη αναστρέψιμη. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας πέθανε στις 10 Ιουνίου 1926, σε ηλικία 73 ετών, με τον ενταφιασμό του να λαμβάνει χώρα δύο μέρες αργότερα, με ένα μεγάλο πλήθος να συγκεντρώνεται για να αποχαιρετίσει μια για πάντα τον άνθρωπο που αναμόρφωσε αισθητικά τη Βαρκελώνη, με το έργο της ζωής του ωστόσο, τη Sagrada Familia, να παραμένει ημιτελές. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2026, για να συμπέσει με τα 100 χρόνια από τον θάνατό του..
Μελέτησε τα καλλιτεχνικά ρεύματα του παρελθόντος, την ισλαμική και τη γοτθική αρχιτεκτονική η οποία μάλιστα εκείνη την εποχή αναβίωνε. Δέχτηκε την επιρροή του Viollet-le-Duc, των John Ruskin και Richard Wagner και μέσα από το έργο του θέλησε να ανανεώσει την τοπική αρχιτεκτονική έκφραση επεξεργαζόμενος νέες φόρμες. Χαρακτηριστικό της τεχνικής του είναι τα κομμάτια από κεραμικά πλακάκια που χρησιμοποιούσε για να διακοσμήσει τα έργα του. Το έργο του μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους: Η πρώτη εποχή ή νεογοτθική, περιλαμβάνει κτίρια που πραγματοποίησε μέχρι το 1900 και ανήκουν στον γοτθικό ρυθμό. Χαρακτηριστικό τους είναι το σαν να βγήκαν μέσα από παραμύθι και παραπέμπουν στο στυλ του Γκαουντί.
Η δεύτερη περίοδος, ονομαζόμενη «της Πληρότητας», ξεκινάει από το 1900 και φτάνει έως το 1926 όπου παίρνει στοιχεία από τη φύση, χρώματα, μορφές και σχήματα σχεδόν οραματικά, για να δημιουργήσει κτήρια μοναδικά. Ο Γκαουντί θέτει την πιο σύγχρονη τεχνολογία στην υπηρεσία των αισθήσεων και των πεποιθήσεων του, για να δημιουργήσει έργα απόλυτα διαφορετικά.
Η δεύτερη περίοδος, ονομαζόμενη «της Πληρότητας», ξεκινάει από το 1900 και φτάνει έως το 1926 όπου παίρνει στοιχεία από τη φύση, χρώματα, μορφές και σχήματα σχεδόν οραματικά, για να δημιουργήσει κτήρια μοναδικά. Ο Γκαουντί θέτει την πιο σύγχρονη τεχνολογία στην υπηρεσία των αισθήσεων και των πεποιθήσεων του, για να δημιουργήσει έργα απόλυτα διαφορετικά.
Η Sagrada Familia είναι γεμάτη θρησκευτικούς συμβολισμούς! Ξεχωρίζουν οι τρεις όψεις, με διαφορετικό προσανατολισμό η κάθε μια, που σχετίζονται με τη ζωή του Χριστού. Η Γέννηση ανατολικά, τα Πάθη δυτικά και η Ανάσταση και η Δόξα στο νότιο μέρος. Καθώς επίσης και οι τρεις πύλες εισόδου που συμβολίζουν την πίστη, την ελπίδα και την φιλανθρωπία. Οι πύργοι επίσης είναι συμβολικοί: δώδεκα πύργοι για τους δώδεκα αποστόλους, ένας πύργος επάνω στο βωμό για την Παρθένο Μαρία και πέντε πύργοι στο κέντρο, ο ένας αντιπροσωπεύει το Χριστό και οι άλλοι τέσσερις τους Ευαγγελιστές. Γενικότερα όλο το έργο αποτελείται από γλυπτά, επειδή ο Γκαουντί ήθελε να μετατραπεί σε ένα «ζωντανό δάσος προσευχής». Σήμερα, ο ημιτελής Καθεδρικός εξακολουθεί να χτίζεται και υπολογίζεται, πως, ακόμη και με τα πλέον σύγχρονα τεχνικά μέσα κατασκευής, θα ολοκληρωθεί το 2026.
Ο Salvador Dali είπε για τον Γκαουντί:
«Ο Γκαουντί έχει κτίσει ένα σπίτι από την μορφή της θάλασσας, αναπαριστάνοντας πολυβασανισμένα κύματα. Άλλο σπίτι έχει φτιαχτεί από το ήρεμο νερό μιας λίμνης. Αυτά δεν είναι κατασκευάσματα απατηλών αλληγοριών ή ψεύτικων ιστοριών αλλά αυτά τα σπίτια πραγματικά υπάρχουν, αληθινά κτήρια, πραγματικά γλυπτά που δείχνουν ανακλάσεις του λυκόφωτος των σύννεφων στο νερό, μέσα από τεράστια τρελά έργα ζωγράφου του πουαντιγισμού, λάμποντας με μύρια χρώματα»…
«Ο Γκαουντί έχει κτίσει ένα σπίτι από την μορφή της θάλασσας, αναπαριστάνοντας πολυβασανισμένα κύματα. Άλλο σπίτι έχει φτιαχτεί από το ήρεμο νερό μιας λίμνης. Αυτά δεν είναι κατασκευάσματα απατηλών αλληγοριών ή ψεύτικων ιστοριών αλλά αυτά τα σπίτια πραγματικά υπάρχουν, αληθινά κτήρια, πραγματικά γλυπτά που δείχνουν ανακλάσεις του λυκόφωτος των σύννεφων στο νερό, μέσα από τεράστια τρελά έργα ζωγράφου του πουαντιγισμού, λάμποντας με μύρια χρώματα»…
Το πάρκο του Γκουέλ (ο κόμης Eουσέμπι Γκουέλ ήταν φίλος του Γκαουντί και χρηματοδότησε πολλά έργα του), βρίσκεται στον λόφο «El Carmel» στην συνοικία Gràcia της Βαρκελώνης και είναι γνωστό για την Art Νοuveau αρχιτεκτονική του. Έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Σταλακτίτες, κυματιστές κατασκευές, δωρικοί στύλοι ή σκαλιστοί κορμοί δέντρων, φτιαγμένοι με σπαστά κεραμικά, διαμορφώνουν ένα χώρο άνετο, λουσμένο με διάφορες αποχρώσεις.
Διάδρομοι για ονειρικούς περιπάτους…
Διάδρομοι για ονειρικούς περιπάτους…
Casa Milá («La Pedrera» δηλ. «το λατομείο»): Πρόκειται για ένα συγκρότημα κατοικιών, στο οποίο ο Γκαουντί έθεσε τις πιο σύγχρονες τεχνικές μεταλλικών δομών για να υλοποιήσει μια ιδέα σχεδόν ποιητική. Τα στοιχεία του μετάλλου, τα χρώματα και οι καμινάδες που ξεχωρίζουν συνθέτουν ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα, καθώς η αρχική ιδέα του Casa Milá ήταν να φαίνεται σαν ένας τεράστιος βράχος πάνω στον οποίο θα τοποθετούνταν ένα άγαλμα της Παναγίας του Rosario, που τελικά δεν τοποθετήθηκε και γι αυτό το λόγο θεωρήθηκε ανολοκλήρωτο έργο από τον ίδιο τον Γκαουντί. Όταν βλέπει κανείς το έργο αυτό από μακριά του έρχονται στο μυαλό εικόνες όπως οι πτυχές που σχηματίζονται από τον άνεμο πάνω στην άμμο της θάλασσας ή οι κυψέλες που φτιάχνουν οι μέλισσες…
Casa Calvet: Οι καμπύλες, το διπλό αέτωμα στη κορυφή, η ανατολίτικη προβολή στην είσοδο, καθώς κι μεμονωμένες μικρολεπτομέρειες που κατάφερε να συνδυάσει ο Γκαουντί «παντρεύουν» το μοντέρνο στυλ με το μπαρόκ.
Το Casa Battlo αποτελεί μέρος ενός συμπλέγματος κτιρίων. Έχει μείνει ξακουστό με την ονομασία,«Μanzana De La Discordia» που σημαίνει «Σύμπλεγμα Ασυμφωνίας», λόγω των διαφορετικών αρχιτεκτονικών ρυθμών μεταξύ των κτιρίων του. Προσέξτε την οροφή που θυμίζει την ραχοκοκαλιά ενός τεράστιου δεινόσαυρου (ο Γκαουντί εμπνέεται πολύ συχνά από τους σκελετούς των ζώων).