Ο κοσμοπολίτης αστός διέτρεξε τον χώρο μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μασσαλίας, έγινε πάμπλουτος, αναμείχθηκε με τον πολιτικό κόσμο και επέκτεινε τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητές του από την Κωνσταντινούπολη ως την Αθήνα, γινόμενος ορόσημο της στροφής των ελλήνων κεφαλαιοκρατών προς το εσωτερικό του νεοελληνικού κράτους μετά το 1870. Η επιχειρηματική ηθική που εγκαθίδρυσε έμελλε να αφήσει γερή παρακαταθήκη στα οικονομικά ήθη του 20ού αιώνα, καθώς ο Συγγρός ήταν ένας από τους πρώτους καπιταλιστές που απέφυγε δαιμόνια τις εμπορικές δραστηριότητες και τις βιομηχανικές επενδύσεις, επιδιδόμενος στον κρατικό δανεισμό και τις τραπεζικές εργασίες!
Ο Ανδρέας Τσιγγρός, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (Συγγρός είναι εξευγενισμένη μορφή του, που υιοθέτησε αργότερα) γεννήθηκε στη συνοικία Σταυροδρόμι (Πέρα) της Κωνσταντινούπολης στις 12 Οκτωβρίου του 1830 και ήταν γιος του Χιώτη γιατρού Δομένικου Τσιγγρού και της Μονδινής Νομικού. Φοίτησε στην περίφημη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ερμούπολη της Σύρου το 1845. Ο πατέρας του επιθυμούσε να τον καμαρώσει γιατρό, αλλά ο νεαρός Συγγρός είχε ακαταμάχητη έφεση για το επιχειρείν. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος στο κατάστημα του Χιώτη εμπόρου Θεόδωρου Ροδοκανάκη στην Ερμούπολη και μέσα στον ίδιο χρόνο συνέχισε ως βοηθός λογιστή στο κατάστημα του φίλου του πατέρα του Νικολάου Δαμιανού στην Κωνσταντινούπολη. Ταχύτατα ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας και το 1849 έγινε διευθυντικό στέλεχος της νεοσύστατης εταιρείας Βούρος, Δαμιανός και Σία, η οποία πραγματοποιούσε εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων προς και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και αργότερα συνεταίρος με τα πρώην αφεντικά του. Το 1863 άρχισε να ασχολείται με τραπεζιτικές εργασίες και γρήγορα σχημάτισε μία αξιοσέβαστη περιουσία. Τον ίδιο χρόνο δάνεισε το ελληνικό κράτος με 6.000.000 δραχμές. Συνεταιρίστηκε με τον τραπεζίτη Γεώργιο Κορωνιό στην ετερόρρυθμη εταιρεία Συγγρός, Κορωνιός και Σία και το 1867 αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στην Αθήνα. Το 1871 παραλίγο να χρεοκοπήσει, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που προκλήθηκε από τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870-1871 και την κατακόρυφη πτώση των τουρκικών χρεογράφων. Με μια σειρά ριψοκίνδυνων χρηματιστηριακών ελιγμών διέσωσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του και μαζί με τους Γεώργιο Κορωνιό, Στέφανο Σκουλούδη και Αντώνιο Βλαστό, ίδρυσε την Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Εκμεταλλευόμενος τις πατρικές γνωριμίες με την Υψηλή Πύλη, καθιερώνεται εμπορικά, επεκτείνει τη δράση του στις κρατικές προμήθειες της αυτοκρατορίας και μέσα σε λίγα χρόνια έχει μαζέψει ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομπόδεμα. Τέτοιο που του δίνει πια τη δυνατότητα να δανείζει με υπέρογκο τόκο στον σουλτάνο, καθώς η αφερεγγυότητα της Υψηλής Πύλης έκανε τον κρατικό δανεισμό της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις αδύνατο.
Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα και μαζί με τον Ιωάννη Σκαλτσούνη ίδρυσε τη Γενική Πιστωτική Τράπεζα, ενώ τον επόμενο χρόνο αγόρασε το κτήμα των Ρου-Σερπιέρη στο Λαύριο και ίδρυσε την Ελληνική Λαυρίου. Για να αντιμετωπισθεί η δαπάνη της εξαγοράς της γαλλοϊταλικής μεταλλευτικής εταιρείας προχώρησε σε μετοχοποίησή της. Η διακύμανση της μετοχής ήταν τέτοια, που οδήγησε σε πτώχευση πολλούς επενδυτές που είχαν εμπιστευθεί τις οικονομίες τους στον Συγγρό. Ήταν το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Ελλάδα, σε μια εποχή που δεν υπήρχε χρηματιστήριο στη χώρα μας και οι συναλλαγές γίνονταν στο καφενείο Η Ωραία Ελλάς στην Ομόνοια. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου στο Ελληνικό Κράτος (1881), ο Συγγρός μαζί με άλλους κεφαλαιούχους ίδρυσε την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η οποία έδρευε στον Βόλο και είχε το εκδοτικό προνόμιο για τις Νέες Χώρες. Η δραστηριότητά της δεν κράτησε για πολύ, καθώς έπαθε μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 και δύο χρόνια αργότερα συγχωνεύτηκε με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Πιστός στη ρήση του «Άμα μυρισθώ επικερδή επιχείρησιν δεν αντέχω», συμμετείχε σε πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων, όπως ο σιδηρόδρομος Αθηνών - Λαυρίου, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η ίδρυση της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας, η αποξήρανση της Στυμφαλίας, και η Εταιρεία σιδηροδρόμων Αθηνών - Πειραιώς. Οι τράπεζές του συμμετείχαν στη σύναψη των δανείων του ελληνικού κράτους και λέγεται ότι συνέβαλε στη χρεωκοπία της Ελλάδας το 1893, προκειμένου να αποκτήσει την Εθνική Τράπεζα.
Χάρη στη φήμη του επιτυχημένου επιχειρηματία, μπαίνει εύκολα στα μεγάλα σαλόνια, εγκαθιδρύει σχέσεις με τον πολιτικό κόσμο και το παλάτι και σαγηνεύει ιδιαιτέρως τον βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος θαμπώθηκε από το κοφτερό μυαλό του Κωνσταντινουπολίτη εμπόρου. Ο Συγγρός αρχίζει να αγοράζει τεράστιες εκτάσεις στην Αττική, τόσο μέσα στην Αθήνα όσο και στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Αποκτά επίσης ένα οικόπεδο στην αρχή της σημερινής Βασιλίσσης Σοφίας, ώστε να χτίσει το μεγαλοπρεπές μέγαρό του ακριβώς απέναντι από το παλάτι! Ταυτοχρόνως, ιδρύει άλλη μια τράπεζα, τη Γενική Πιστωτική Τράπεζα, ενώ το 1873 αγοράζει το κτήμα των Ρου-Σερπιέρη στο Λαύριο και ιδρύει την Ελληνική Λαυρίου, κάτι που θα κατέληγε σε ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά σκάνδαλα του τόπου μας!
Ο Ανδρέας Συγγρός άφησε εποχή για το φιλανθρωπικό του έργο και αναδείχθηκε σε μέγα εθνικό ευεργέτη. Έχει υπολογισθεί ότι οι δωρεές του ξεπερνούσαν τα 5.000.000 δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή εκείνη, που τον φέρνει στην πρώτη θέση των Εθνικών Ευεργετών. Για τη φιλανθρωπική του δράση είχε τιμηθεί με τα ανώτατα μετάλλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας. Ανάμεσα στα έργα που χρηματοδότησε και στις δωρεές του εν ζωή και αιτία θανάτου ξεχωρίζουν:
Το λεγόμενο «Κτήμα Συγγρού» μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς.
Το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθήσεων «Ανδρέας Συγγρός» στην Αθήνα.
Μία πτέρυγα του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα.
Το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά (έχει κατεδαφιστεί).
Οι Φυλακές Συγγρού στην Αθήνα (εκεί που βρίσκονται σήμερα οι εργατικές πολυκατοικίες του Ταύρου) .
Τα αρχαιολογικά Μουσεία Δελφών και Ολυμπίας.
Το Μέγαρο Συγγρού (Πρόκειται για την οικία του στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όπου σήμερα στεγάζεται η κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών).
Η χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της οδού Φαλήρου (νυν Λεωφόρος Συγγρού).Θαυμαστής του Χαρίλαου Τρικούπη, συμπορεύτηκε μαζί του πολιτικά. Εξελέγη βουλευτής Σύρου (1885-1886, 1892-1895), Αττικοβοιωτίας (1890-1892) και Αττικής (1899). Παρά τις προτάσεις που του έγιναν από τον Χαρίλαο Τρικούπη, αρνήθηκε να αναλάβει υπουργικό αξίωμα. Το 1887 εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, επειδή δεν ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους.
Το λεγόμενο «Κτήμα Συγγρού» μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς.
Το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθήσεων «Ανδρέας Συγγρός» στην Αθήνα.
Μία πτέρυγα του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα.
Το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά (έχει κατεδαφιστεί).
Οι Φυλακές Συγγρού στην Αθήνα (εκεί που βρίσκονται σήμερα οι εργατικές πολυκατοικίες του Ταύρου) .
Τα αρχαιολογικά Μουσεία Δελφών και Ολυμπίας.
Το Μέγαρο Συγγρού (Πρόκειται για την οικία του στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όπου σήμερα στεγάζεται η κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών).
Η χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της οδού Φαλήρου (νυν Λεωφόρος Συγγρού).Θαυμαστής του Χαρίλαου Τρικούπη, συμπορεύτηκε μαζί του πολιτικά. Εξελέγη βουλευτής Σύρου (1885-1886, 1892-1895), Αττικοβοιωτίας (1890-1892) και Αττικής (1899). Παρά τις προτάσεις που του έγιναν από τον Χαρίλαο Τρικούπη, αρνήθηκε να αναλάβει υπουργικό αξίωμα. Το 1887 εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, επειδή δεν ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους.
Ο ασίγαστος Συγγρός συμμετείχε σε πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων και ανακατεύτηκε με όλα τα μεγάλα δημόσια έργα, όπως ο Σιδηρόδρομος Αθηνών-Λαυρίου, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η ίδρυση της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας, η αποξήρανση της Στυμφαλίας και η Εταιρεία Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς. Οι τράπεζές του έδιναν αβέρτα δάνεια στο ταλαίπωρο ελληνικό κράτος και η προσωπική εμπλοκή του Συγγρού στη χρεωκοπία της χώρας μας το 1893 (προκειμένου να αποκτήσει την Εθνική Τράπεζα, όπως λεγόταν) αποτελεί ακόμα και σήμερα αντικείμενο ιστορικών διαξιφισμών.Τον Ανδρέα Συγγρό τον μνημονεύουμε σήμερα ως μεγάλο ευεργέτη και όχι άδικα, αφού άφησε εποχή για το φιλανθρωπικό του έργο. Υπολογίζεται ότι οι δωρεές του ξεπερνούσαν τα 5 εκατ. δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή που τον έστειλε στην πρώτη θέση των εθνικών ευεργετών!
Ο Ανδρέας Συγγρός πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Φεβρουαρίου του 1899 από καρδιακό επεισόδιο. Την επομένη έγινε η κηδεία του στην Αθήνα και ήταν «πάνδημος, εκτάκτως πολυτελής και πρωτοφανής δια την Ελλάδα», όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής. Στην τελευταία του κατοικία στο Α' Νεκροταφείο τον συνόδευσαν ο Βασιλιάς, σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, το διπλωματικό σώμα και χιλιάδες κόσμου. «Τοσούτον πλήθος ουδέποτε συνώδευσε νεκρόν εν τη νεωτέρα Ελλάδι, αλλά και ουδέποτε η νεωτέρα Ελλάς έσχε τόσω μέγαν νεκρόν να κηδεύση, διότι ‘οι τοιούτοι άνδρες’ όπως προσφυέστατα είπε κάποιος συγγραφεύς δεν είνε απλά άτομα, αλλά “αποτελούν ανθρωπότητας εν σμικρώ”!» έγραψε μια εφημερίδα την επαύριο της κηδείας του. Σε ένδειξη πένθους, τα σχολεία παρέμειναν κλειστά επί τριήμερο, ενώ ματαιώθηκαν οι εκδηλώσεις της Αποκριάς. Το φιλανθρωπικό έργο του Συγγρού συνέχισε η χήρα του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου (1842-1921), με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Το 1908 εκδόθηκαν τα «Απομνημονεύματα» σε τρεις τόμους, με την επιμέλεια του Δημητρίου Βικέλα και τουΓεώργιου Δροσίνη. Η πληθωρική προσωπικότητα του Ανδρέα Συγγρού διχάζει τους ιστορικούς. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης γράφει: «Ήτο προικισμένος με τα προσόντα του μεγάλου επιχειρηματίου. Ήτο κυνικός εις τας διαπιστώσεις του, αλλά πάντοτε μέσα στα πράγματα. Και μόνον η επιγραμματική φράσις, με την οποίαν έκρινε τον Τρικούπην, όταν εκήρυξε την πτώχευσιν, αρκεί δια να χαρακτηρίση τον τρόπον του σκέπτεσθαι του ανδρός. Ηρκέσθη να είπη τότε λακωνικότατα, ότι και η πτώχευσις εχει την τέχνην της. Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Συγγρό «μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη», ενώ ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι παρίστανε τον εθνικό ευεργέτη για να εξαγοράσει τις αμαρτίες του.
Η πλούσια δράση του εδώ περιλαμβάνει το «Κτήμα Συγγρού» (μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς), το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθήσεων «Ανδρέας Συγγρός» στην Αθήνα (πρωτολειτούργησε το 1910), μια νέα πτέρυγα στο αθηναϊκό νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», το κατεδαφισμένο πια Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά, τις φυλακές Συγγρού στην Αθήνα (στον Ταύρο), τα αρχαιολογικά μουσεία Δελφών και Ολυμπίας, τον εκσυγχρονισμό της Οδού Φαλήρου (σημερινή Λεωφόρος Συγγρού), την ανέγερση των κατεστραμμένων Παπαφείων Νοσοκομείων στη Θεσσαλονίκη (1892) και την κατασκευή πεζοδρομίων στην πρωτεύουσα.Το φιλανθρωπικό έργο του Συγγρού συνέχισε η σύζυγός του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Για τη φιλανθρωπική του δράση τιμήθηκε με ανώτατα μετάλλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του Βασιλείου της Ελλάδας. Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ο Συγγρός συμπορεύτηκε πολιτικά με τον Χαρίλαο Τρικούπη και εκλέχτηκε αρκετές φορές βουλευτής (Σύρου το 1885-1886 και το 1892-1895, Αττικοβοιωτίας το 1890-1892 και Αττικής το 1899), αν και αρνήθηκε να αναλάβει υπουργικά αξιώματα. Το 1887 κατάφερε να εκλεγεί δήμαρχος Αθηναίων, η εκλογή του ακυρώθηκε ωστόσο για τυπικούς λόγους, καθώς δεν ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της πρωτεύουσας.