Ως επίσημος ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας,ο Γκόγια πρόσφερε αφειδώς τις υπηρεσίες του στον μονάρχη, μη λησμονώντας όμως ταυτόχρονα τον λαό που στέναζε έξω από το παλάτι: με τρεις σειρές χαρακτικών σχολιάζει καυστικά τα δεινά του κόσμου, ριψοκινδυνεύοντας τόσο τη θέση του όσο και τη ζωή του. Ο παραγωγικότατος καλλιτέχνης θα άφηνε κληρονομιά στην ανθρωπότητα 700 πίνακες ζωγραφικής (ελαιογραφίες), περισσότερα από 300 χαρακτικά αλλά και πλήθος σχεδίων, εισάγοντας παράλληλα σχεδιαστικές καινοτομίες και προάγοντας τη ζωγραφική τεχνική σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται με ασφάλεια ένας από τους κορυφαίους «μαέστρους» του καμβά. Όσο για τις πολιτικές του ανησυχίες και την κοινωνική του ευαισθησία, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στον οπτικό σχολιασμό των συμφορών του πολέμου και του ηγεμονικού ζυγού, γεγονός που θα τον ανάγκαζε να αυτοεξοριστεί εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχε πλέον από το στέμμα...
Ο Γκόγια, κατά τον Γκαστόν, "ξεχωρίζει με το έργο του «για τον ρεαλισμό των αισθημάτων και οι εκφραστικές του καινοτομίες ανοίγουν δρόμο για τα ρεύματα του 19ου αιώνα. O Γκόγια απεικονίζει τη πραγματικότητα με ένα τρόπο που αναπλάθει τον κόσμο που ζει, και για αυτό τα έργα του αποκαλύπτουν περισσότερο την δική του εσωτερικότητα παρά των μοντέλων του». Το ίδιο και τα σύμβολα του, τα τέρατα του που εμφανίζονται σαν υπαρκτά όντα.
Ο Francisco de Goya γεννιέται στις 30 Μαρτίου 1746 στο Fuendetodos της Ισπανίας. Γιος επιχρυσωτή, ο Γκόγια θα περάσει την παιδική του ηλικία στη Σαραγόσα, όπου και ανακάλυψε την κλίση του στο σχέδιο. Σε ηλικία 14 ετών μάλιστα ξεκινά σπουδές ζωγραφικής με γνωστούς δασκάλους της εποχής, αντιγράφοντας έργα μεγάλων μετρ της τέχνης, όπως του Βελάσκεθ και του Ρέμπραντ.Λίγο αργότερα, ο Γκόγια θα βρεθεί στη Μαδρίτη, δουλεύοντας στο εργαστήριο ζωγραφικής των Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Θέλοντας να επεκτείνει τις γνώσεις του στο σχέδιο και τον χρωματισμό, θα ταξιδέψει στην Ιταλία το 1770 (ή το 1771) για να σπουδάσει τους κλασικούς από πρώτο χέρι. Ήταν στη Ρώμη λοιπόν που θα ερχόταν σε επαφή με νέες τεχνικές και παλιά μυστικά, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στον διαγωνισμό ζωγραφικής της περίφημης Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πάρμα: παρά το γεγονός ότι οι κριτές λάτρεψαν το έργο του, δεν του απένειμαν το πρώτο βραβείο...
Ο Γκόγια στην ισπανική βασιλική αυλή
Με τη βοήθεια του περίφημου γερμανού ζωγράφου Άντον Μενγκς, ο Γκόγια έρχεται σε επαφή με την ηγεμονική οικογένεια της Ισπανίας και αρχίζει σταδιακά να δημιουργεί έργα κατά παραγγελία. Ξεκινά ταπεινά, φιλοτεχνώντας ταπισερί που λειτουργούσαν ως μοντέλο για υφαντές ταπετσαρίες, τις οποίες κατασκεύαζαν γυναίκες σε εργαστήριο της Μαδρίτης. Τα έργα αυτά απεικόνιζαν σκηνές της καθημερινότητας, όπως «Το Αλεξήλιο» (1777) και ο «Πωλητής Κεραμικών» (1779). Μέχρι το 1779, ο Γκόγια είχε αποκτήσει μια μικρή φήμη, γεγονός που θα του εξασφάλιζε την προαγωγή του σε ζωγράφο της βασιλικής αυλής. Συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία, γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο τον επόμενο χρόνο, εμβαθύνοντας σε τεχνικές προσωπογραφίας. Αποφοιτώντας, ήταν πλέον έτοιμος να εγκαθιδρύσει τη φήμη του ως ζωγράφος πορτρέτων, αναλαμβάνοντας πολυάριθμες παραγγελίες από τους αριστοκρατικούς κύκλους της ισπανικής αυλής. Έργα όπως το «Ο δούκας και η δούκισσα Οσούνα και τα παιδιά τους» (1787-1788) απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχεδιαστική δεινότητα του Γκόγια αλλά και την έμφαση που έδινε στη λεπτομέρεια. Αποτυπώνει με μαεστρία ακόμα και τα παραμικρά χαρακτηριστικά του προσώπου και των ενδυμάτων της αριστοκρατικής οικογένειας!
Ο Γκόγια στην ισπανική βασιλική αυλή
Με τη βοήθεια του περίφημου γερμανού ζωγράφου Άντον Μενγκς, ο Γκόγια έρχεται σε επαφή με την ηγεμονική οικογένεια της Ισπανίας και αρχίζει σταδιακά να δημιουργεί έργα κατά παραγγελία. Ξεκινά ταπεινά, φιλοτεχνώντας ταπισερί που λειτουργούσαν ως μοντέλο για υφαντές ταπετσαρίες, τις οποίες κατασκεύαζαν γυναίκες σε εργαστήριο της Μαδρίτης. Τα έργα αυτά απεικόνιζαν σκηνές της καθημερινότητας, όπως «Το Αλεξήλιο» (1777) και ο «Πωλητής Κεραμικών» (1779). Μέχρι το 1779, ο Γκόγια είχε αποκτήσει μια μικρή φήμη, γεγονός που θα του εξασφάλιζε την προαγωγή του σε ζωγράφο της βασιλικής αυλής. Συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία, γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο τον επόμενο χρόνο, εμβαθύνοντας σε τεχνικές προσωπογραφίας. Αποφοιτώντας, ήταν πλέον έτοιμος να εγκαθιδρύσει τη φήμη του ως ζωγράφος πορτρέτων, αναλαμβάνοντας πολυάριθμες παραγγελίες από τους αριστοκρατικούς κύκλους της ισπανικής αυλής. Έργα όπως το «Ο δούκας και η δούκισσα Οσούνα και τα παιδιά τους» (1787-1788) απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχεδιαστική δεινότητα του Γκόγια αλλά και την έμφαση που έδινε στη λεπτομέρεια. Αποτυπώνει με μαεστρία ακόμα και τα παραμικρά χαρακτηριστικά του προσώπου και των ενδυμάτων της αριστοκρατικής οικογένειας!
Ασθένεια
Το 1792 ο Γκόγια, υποφέροντας από άγνωστη πάθηση, θα χάσει πλήρως την ακοή του. Η ταραγμένη προσωπική περίοδος της ανάρρωσης θα τον ωθήσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: αρχίζει να ζωγραφίζει για το κέφι του, πίνακες δηλαδή που δεν του είχαν παραγγείλει και δεν επρόκειτο να πληρωθεί γι' αυτούς, δίνοντας έμφαση σε πορτρέτα γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ζωγραφικό του ύφος υπόκειται επίσης σε ευρείες αλλαγές. Παρά τις νέες πινελιές που εισήγαγε στην τέχνη του, ο Γκόγια συνεχίζει να ανθεί οικονομικά και επαγγελματικά, εξαργυρώνοντας τη φήμη του το 1795 όταν και ανέλαβε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας.
Κοινωνικές ευαισθησίες
Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ενεργό μέλος της ηγεμονικής αυλής και υπεύθυνος της Βασιλικής Ακαδημίας, ο Γκόγια δεν ξέχασε ποτέ τα δεινά του λαού της Ισπανίας: αποφασίζει λοιπό να τα απαθανατίσει ως κοινωνικό σχόλιο.Στρέφεται στη χαρακτική και φιλοτεχνεί το 1799 μια σειρά από έργα («Los Caprichos») που σχολιάζουν τη διαφθορά, την απληστία και την καταπίεση του λαού με καυστικό τρόπο: τα 80 χαρακτικά λειτουργούν ως γροθιά στο στομάχι για την άρχουσα τάξη, μιλώντας ανοιχτά για κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά τεκταινόμενα. Ακόμα όμως και στο επίσημο corpus των έργων του, ο Γκόγια δεν χαρίστηκε στον βασιλικό μαικήνα του: έβλεπε πάντα με κριτικό μάτι τις παραγγελίες που του δίνονταν από την αριστοκρατία, βάζοντας τη δική του καυστική πινελιά σε όσα θεωρούσε κακώς κείμενα. Περίφημο παράδειγμα είναι εδώ το έργο που φιλοτέχνησε για την οικογένεια του βασιλιά Καρόλου Δ' (γύρω στα 1800), το οποίο παραμένει ένα από τους γνωστότερους πίνακές του, παρά το γεγονός ότι απεικόνισε τα μέλη της οικογένειας περισσότερο σαν καρικατούρες παρά σαν αληθινούς ανθρώπους! Είναι σίγουρο ότι ο μεγάλος δάσκαλος θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τις μορφές (το είχε ξανακάνει άλλωστε με μοναδική επιτυχία!), προφανώς όμως δεν ήθελε (ή έτσι τουλάχιστον υποθέτουν οι ιστορικοί τέχνης).
Το 1792 ο Γκόγια, υποφέροντας από άγνωστη πάθηση, θα χάσει πλήρως την ακοή του. Η ταραγμένη προσωπική περίοδος της ανάρρωσης θα τον ωθήσει να ξεδιπλώσει το ταλέντο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: αρχίζει να ζωγραφίζει για το κέφι του, πίνακες δηλαδή που δεν του είχαν παραγγείλει και δεν επρόκειτο να πληρωθεί γι' αυτούς, δίνοντας έμφαση σε πορτρέτα γυναικών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ζωγραφικό του ύφος υπόκειται επίσης σε ευρείες αλλαγές. Παρά τις νέες πινελιές που εισήγαγε στην τέχνη του, ο Γκόγια συνεχίζει να ανθεί οικονομικά και επαγγελματικά, εξαργυρώνοντας τη φήμη του το 1795 όταν και ανέλαβε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας.
Κοινωνικές ευαισθησίες
Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ενεργό μέλος της ηγεμονικής αυλής και υπεύθυνος της Βασιλικής Ακαδημίας, ο Γκόγια δεν ξέχασε ποτέ τα δεινά του λαού της Ισπανίας: αποφασίζει λοιπό να τα απαθανατίσει ως κοινωνικό σχόλιο.Στρέφεται στη χαρακτική και φιλοτεχνεί το 1799 μια σειρά από έργα («Los Caprichos») που σχολιάζουν τη διαφθορά, την απληστία και την καταπίεση του λαού με καυστικό τρόπο: τα 80 χαρακτικά λειτουργούν ως γροθιά στο στομάχι για την άρχουσα τάξη, μιλώντας ανοιχτά για κοινωνικά γεγονότα και πολιτικά τεκταινόμενα. Ακόμα όμως και στο επίσημο corpus των έργων του, ο Γκόγια δεν χαρίστηκε στον βασιλικό μαικήνα του: έβλεπε πάντα με κριτικό μάτι τις παραγγελίες που του δίνονταν από την αριστοκρατία, βάζοντας τη δική του καυστική πινελιά σε όσα θεωρούσε κακώς κείμενα. Περίφημο παράδειγμα είναι εδώ το έργο που φιλοτέχνησε για την οικογένεια του βασιλιά Καρόλου Δ' (γύρω στα 1800), το οποίο παραμένει ένα από τους γνωστότερους πίνακές του, παρά το γεγονός ότι απεικόνισε τα μέλη της οικογένειας περισσότερο σαν καρικατούρες παρά σαν αληθινούς ανθρώπους! Είναι σίγουρο ότι ο μεγάλος δάσκαλος θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τις μορφές (το είχε ξανακάνει άλλωστε με μοναδική επιτυχία!), προφανώς όμως δεν ήθελε (ή έτσι τουλάχιστον υποθέτουν οι ιστορικοί τέχνης).
Ο Γκόγια, σε αντίθεση με τους περισσότερους βασιλικούς ζωγράφους, απεικόνιζε τους αριστοκράτες και τους βασιλιάδες χωρίς ίχνος ωραιοποίησης. Πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα τα έργα του είναι το «Η Οικογένεια του Καρόλου Δ’», στο οποίο εμφανίζεται όλη η βασιλική οικογένεια. Ο Γάλλος ποιητής Θεόφιλος Γκωτιέ σχολίασε ότι τα πρόσωπα μοιάζουν περισσότερο με τον τοπικό φούρναρη και την οικογένειά του, που κέρδισαν τη λοταρία. Σχολιάστηκε ακόμα και η τοποθέτηση των ανθρώπων. Η βασίλισσα Λουίζα βρίσκεται επίτηδες στο κέντρο του πίνακα, γιατί στην πραγματικότητα αυτή ήταν που κινούσε τα πολιτικά νήματα της χώρας και ασκούσε εξουσία. Ο Γκόγια έκανε κάτι περισσότερο από ένα οικογενειακό πίνακα. «Ζωγράφισε» την αλήθεια....
Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ένας πίνακας του Γκόγια γοήτευσε τον πνευματικό κόσμο της εποχής και εξόργισε την Ιερά Εξέταση. Πρόκειται για το έργο με τίτλο «Η Γυμνή Μάχα», που απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα που ξαπλώνει νωχελικά σε ένα ντιβάνι. «Μάχα» αποκαλούνταν οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στην Ισπανία, που ντύνονταν με έντονα χρώματα, γλεντούσαν και μπλέκονταν συχνά σε καβγάδες. Ο πίνακας είναι η πρώτη απεικόνιση γυμνής γυναίκας, συγκεκριμένα το τριχωτό της ήβης, στη δυτική τέχνη, χωρίς να υπάρχει κάποια αναφορά σε μυθολογικά στοιχεία, απ’ όπου αντλούσαν πολλοί κλασσικοί ζωγράφοι την έμπνευσή τους. Ο πίνακας ήταν παραγγελία του υπουργού Μανουέλ Γοδόι, αλλά η ταυτότητα του μοντέλου παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα....
Ο Γκόγια χρησιμοποίησε επίσης την ιδιαίτερη παλέτα του για να καταγράψει (εν είδει χρονικογράφου) την ταραγμένη ιστορία της χώρας του και των καιρών του. Το 1808 η Γαλλία εισβάλει στην Ισπανία, με τον Ναπολέων Βοναπάρτη στο τιμόνι. Ο γάλλος αυτοκράτορας εγκαθιδρύει τον αδελφό του στον θρόνο της Ισπανίας, με τον περίφημο ζωγράφο Γκόγια να παραμένει ωστόσο στις υπηρεσίες και της νέας αυλής. Αυτό βέβαια δεν θα του στερούσε τη δυνατότητα να φιλοτεχνήσει μια νέα σειρά από χαρακτικά που θα αποτύπωναν τις φρικαλεότητες του πολέμου. Κι όταν ο ισπανός μονάρχης θα ξανακέρδιζε τον θρόνο του το 1814, θα ερχόταν το πιο περίφημο ενδεχομένως έργο του Γκόγια, το βαθύτατα αντιπολεμικό «3η Μαρτίου». Ο πίνακας αναπαριστά την ισπανική εξέγερση στη Μαδρίτη κατά των γαλλικών δυνάμεων κατοχής, μιλά όμως σαφώς για την ανθρώπινη απώλεια του πολέμου...
Κατοπινά χρόνια
Με τον Φερδινάνδο Ζ' στον βασιλικό θρόνο της Ισπανίας, ο Γκόγια κράτησε τη θέση του στην ισπανική αυλή παρά το γεγονός ότι είχε εργαστεί -τυπικά- για τον γάλλο κατακτητή Ιωσήφ Βοναπάρτη. Ο βασιλιάς φέρεται να του λέει: «Θα σου άξιζε να αποκεφαλιστείς, είσαι όμως σπουδαίος καλλιτέχνης, οπότε σε συγχωρούμε!». Άλλοι βέβαια δεν θα ήταν εξίσου τυχεροί με τον Γκόγια, καθώς ο βασιλιάς βάλθηκε να ξεκάνει τους φιλελεύθερους που ονειρεύονταν συνταγματικό κράτος. Ο Γκόγια, παρά το ακραίο προσωπικό ρίσκο που έπαιρνε, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ζυγό του Φερδινάνδου με μια νέα σειρά χαρακτικών («Los disparates»), που απεικονίζουν τον παραλογισμό των καιρών διερευνώντας τις έννοιες της λαγνείας, της τρέλας, της τρίτης ηλικίας, του θανάτου και πολλών ακόμα εκρηκτικών κοινωνικών θεμάτων, πάντα υπό το πρίσμα του γκροτέσκου. Μετακομίζει στο Μπορντό της Γαλλίας, όπου και περνά τα τελευταία του χρόνια, συνεχίζοντας πάντα τη ζωγραφική. Τα έργα της τελευταίας αυτής περιόδου παρουσιάζουν τα πορτρέτα φίλων του που αναγκάστηκαν επίσης να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Ο Γκόγια ήταν παντρεμένος με την Josefa Bayeu y Subías, την αδελφή των παλιών δασκάλων του Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί, τον Xavier...
Κατοπινά χρόνια
Με τον Φερδινάνδο Ζ' στον βασιλικό θρόνο της Ισπανίας, ο Γκόγια κράτησε τη θέση του στην ισπανική αυλή παρά το γεγονός ότι είχε εργαστεί -τυπικά- για τον γάλλο κατακτητή Ιωσήφ Βοναπάρτη. Ο βασιλιάς φέρεται να του λέει: «Θα σου άξιζε να αποκεφαλιστείς, είσαι όμως σπουδαίος καλλιτέχνης, οπότε σε συγχωρούμε!». Άλλοι βέβαια δεν θα ήταν εξίσου τυχεροί με τον Γκόγια, καθώς ο βασιλιάς βάλθηκε να ξεκάνει τους φιλελεύθερους που ονειρεύονταν συνταγματικό κράτος. Ο Γκόγια, παρά το ακραίο προσωπικό ρίσκο που έπαιρνε, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ζυγό του Φερδινάνδου με μια νέα σειρά χαρακτικών («Los disparates»), που απεικονίζουν τον παραλογισμό των καιρών διερευνώντας τις έννοιες της λαγνείας, της τρέλας, της τρίτης ηλικίας, του θανάτου και πολλών ακόμα εκρηκτικών κοινωνικών θεμάτων, πάντα υπό το πρίσμα του γκροτέσκου. Μετακομίζει στο Μπορντό της Γαλλίας, όπου και περνά τα τελευταία του χρόνια, συνεχίζοντας πάντα τη ζωγραφική. Τα έργα της τελευταίας αυτής περιόδου παρουσιάζουν τα πορτρέτα φίλων του που αναγκάστηκαν επίσης να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Ο Γκόγια ήταν παντρεμένος με την Josefa Bayeu y Subías, την αδελφή των παλιών δασκάλων του Francisco και Ramοn Bayeu y Subías. Το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί, τον Xavier...
Οι Μαύροι Πίνακες Pinturas negras είναι μία σειρά δεκατεσσάρων έργων του Φρανθίσκο Γκόγια τα οποία ζωγράφισε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατά τη χρονική περίοδο (1819-1823). Απεικονίζουν έντονα, στοιχειωμένα θέματα, τα οποία αντανακλούν το φόβο της παράνοιας και την οπτική γωνία της ανθρωπότητας που είχε ο καλλιτέχνης.
Η κώφωση, η απόγνωση και οι «μαύροι» πίνακες
Το 1793, ο Γκόγια έχασε την ακοή του και σταδιακά άρχισε να εξασθενεί και η ψυχική του υγεία. Δεν είναι γνωστό ποια ασθένεια προκάλεσε την απώλεια ακοής, αλλά μελετητές υποστηρίζουν ότι έπασχε είτε από ιογενή εγκεφαλίτιδα είτε έπαθε συνεχόμενα, μικρά εγκεφαλικά. Πολύ πιθανό είναι να δηλητηριάστηκε από το μόλυβδο που περιείχαν οι μπογιές που χρησιμοποιούσε. Παρά την κώφωσή του, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται και να δημιουργεί αριστούργηματα. Όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο ζωγράφος άρχισε να εμφανίζει ψυχολογικά προβλήματα που κορυφώθηκαν το 1819. Ο Γκόγια είχε χάσει τη γυναίκα του, έξι από τα επτά παιδιά του ήταν νεκρά και ο ηλικιωμένος ζωγράφος αναζητούσε την πλήρη απομόνωση. Αγόρασε ένα σπίτι έξω από τη Μαδρίτη, που έγινε γνωστό ως το «Σπίτι του Κουφού». Εκεί ζούσε αποκλεισμένος απ’ τον κόσμο, με μοναδική συντροφιά την υπηρέτριά του και την κόρη της. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Γκόγια διατηρούσε δεσμό με την υπηρέτρια και ότι αυτός ήταν ο πραγματικός πατέρας της κόρης της. Στο «Σπίτι του Κουφού», ο Γκόγια δημιούργησε τους λεγόμενους «μαύρους» πίνακες, μια σειρά από τοιχογραφίες που ζωγράφισε πάνω στους τοίχους του σπιτιού του. Τα έργα, εξέφραζαν την φρίκη και την απόγνωση που βασάνιζαν τον ζωγράφο. Το πιο γνωστό είναι το έργο με τίτλο «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του». Ο Γκόγια δεν σκόπευε να τα εκθέσει και μόλις το 1874, δηλαδή 50 χρόνια μετά τον θάνατό του, τα αποκόλλησαν απ’ τον τοίχο, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα έργα. Ο Φρανσίσκο Γκόγια πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 σε ηλικία 82 ετών, μακριά απ’ την αγαπημένη του Ισπανία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Μπορντό της Γαλλίας, απογοητευμένος με τους νέους μονάρχες της πατρίδας του....
Το 1793, ο Γκόγια έχασε την ακοή του και σταδιακά άρχισε να εξασθενεί και η ψυχική του υγεία. Δεν είναι γνωστό ποια ασθένεια προκάλεσε την απώλεια ακοής, αλλά μελετητές υποστηρίζουν ότι έπασχε είτε από ιογενή εγκεφαλίτιδα είτε έπαθε συνεχόμενα, μικρά εγκεφαλικά. Πολύ πιθανό είναι να δηλητηριάστηκε από το μόλυβδο που περιείχαν οι μπογιές που χρησιμοποιούσε. Παρά την κώφωσή του, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται και να δημιουργεί αριστούργηματα. Όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο ζωγράφος άρχισε να εμφανίζει ψυχολογικά προβλήματα που κορυφώθηκαν το 1819. Ο Γκόγια είχε χάσει τη γυναίκα του, έξι από τα επτά παιδιά του ήταν νεκρά και ο ηλικιωμένος ζωγράφος αναζητούσε την πλήρη απομόνωση. Αγόρασε ένα σπίτι έξω από τη Μαδρίτη, που έγινε γνωστό ως το «Σπίτι του Κουφού». Εκεί ζούσε αποκλεισμένος απ’ τον κόσμο, με μοναδική συντροφιά την υπηρέτριά του και την κόρη της. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Γκόγια διατηρούσε δεσμό με την υπηρέτρια και ότι αυτός ήταν ο πραγματικός πατέρας της κόρης της. Στο «Σπίτι του Κουφού», ο Γκόγια δημιούργησε τους λεγόμενους «μαύρους» πίνακες, μια σειρά από τοιχογραφίες που ζωγράφισε πάνω στους τοίχους του σπιτιού του. Τα έργα, εξέφραζαν την φρίκη και την απόγνωση που βασάνιζαν τον ζωγράφο. Το πιο γνωστό είναι το έργο με τίτλο «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του». Ο Γκόγια δεν σκόπευε να τα εκθέσει και μόλις το 1874, δηλαδή 50 χρόνια μετά τον θάνατό του, τα αποκόλλησαν απ’ τον τοίχο, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα έργα. Ο Φρανσίσκο Γκόγια πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 σε ηλικία 82 ετών, μακριά απ’ την αγαπημένη του Ισπανία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Μπορντό της Γαλλίας, απογοητευμένος με τους νέους μονάρχες της πατρίδας του....
Οι Μαύροι Πίνακες (1819-1823)
- Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του (Saturno devorando a un hijo), 143,5 × 81,4 εκ.
- Ο Σκύλος (Perro semihundido), 131,5 × 79,3 εκ.
- Ασμοδαίος/Φανταστικό όραμα (Vision fantástica/Asmodea), 121,5 × 261,7 εκ.
- Το Σάββατο των Μαγισσών/Ο Μέγας Τραγόμορφος (El Gran Cabrón/Aquelarre), 140,5 × 43,5 εκ.
- Προσκύνημα στο Σαν Ισίδρο (La romería de San Isidro), 138,5 × 43,6 εκ.
- Δύο γέροι τρώνε σούπα(Dos viejos comiendo sopa), 49,3 × 83,4 εκ.
- Άντρες που διαβάζουν(Hombres leyendo), 125,3 × 65,2
- Λεοκαντία (Una manola/La Leocadia), 145,7 × 129,4 εκ.
- Μάχη με ρόπαλα (Duelo a garrotazos), 125,1 × 261 εκ.
- Γυναίκες που γελάνε(Mujeres riendo), 125,4 × 65,4 εκ.
- Δύο γέροι (Dos viejos/Un viejo y un fraile), 49,3 × 83,4 εκ.
- Peregrinación a la fuente de San Isidro/Procesión del Santo Oficio, 127 × 263 εκ.
- Ιουδήθ και Ολοφέρνης(Judith y Holofernes), 143 × 81,4 εκ.
- Άτροπος/ Οι Μοίρες(Átropos/Las Parcas), 123 × 266 εκ.
- Cabezas en un paisaje (Πιθανώς ο δέκατος πέμπτος μαύρος πίνακας)