Το διαβόητο ζευγάρι κακοποιών έδρασε στις κεντρικές ΗΠΑ, στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης (1931-1935). Λήστεψαν αρκετές τράπεζες και σκότωσαν εννέα αστυνομικούς και πολίτες, που βρέθηκαν στον διάβα τους. Τον Απρίλιο του 1933, πέντε αστυνομικοί έκαναν έφοδο σε ένα γκαράζ στο Μιζούρι, αναζητώντας λαθρεμπόρους. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένα ολόκληρο οπλοστάσιο άρχισε να βάλλει εναντίον τους. Ανάμεσα στο πιστολίδι, τους καπνούς και τις εκρήξεις, τα μέλη της συμμορίας που κρύβονταν στο γκαράζ διέφυγαν, αφήνοντας πίσω τους δύο νεκρούς αστυνομικούς και αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητά τους: Ένα φωτογραφικό φιλμ, που δεν είχαν προλάβει να εμφανίσουν. Οι φωτογραφίες που εμφανίστηκαν, γιγάντωσαν τον μύθο των δύο κακοποιών....
Οταν ήταν παιδί, μέλος μιας φτωχής οικογένειας αγροτών, μεγάλη αγάπη του Κλάιντ Μπάροου, ήταν η μουσική. Αγαπημένη του ασχολία ήταν το να κάθεται να τραγουδά, παίζοντας μελωδίες σε μια παλιά κιθάρα. Εμαθε μόνος του πώς να παίζει σαξόφωνο και ονειρευόταν να κάνει καριέρα και να γίνει διάσημος στη μουσική σκηνή. Η κακή επιρροή του αδερφού του ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες, που σύντομα έστρεψαν το ενδιαφέρον του νεαρού από τη μουσική στις κλοπές αυτοκινήτων. Ανάλογα παιδικά όνειρα είχε και η μικρή Μπόνι Πάρκερ τα χρόνια που μεγάλωνε στο δυτικό Τέξας. Αγαπούσε τη σκηνή κι όπως ήταν όμορφη και πνευματώδης, συμμετείχε σε πάσης φύσεως σχολικούς διαγωνισμούς και τάλεντ σόου, τραγουδώντας αγαπημένες επιτυχίες από τα μιούζικαλ της εποχής. Φίλοι εκείνοι της εποχής έχουν δηλώσει ότι όνειρό της ήταν να δει μια μέρα το όνομά της σε επιγραφές με φωτεινά γράμματα και τον εαυτό της στην οθόνη. Η εξέλιξη της ζωής έχει μερικές φορές παράξενο «χιούμορ» απέναντι στα παιδικά όνειρα. Ο Κλάιντ έγινε διάσημος με την εγκληματική δράση του να γίνεται πρωτοσέλιδο και η Μπόνι είδε τον εαυτό της στην οθόνη των τηλεοπτικών ειδήσεων ως ηγετικό μέλος εγκληματικής συμμορίας. Η δόξα τους ήταν τέτοια που στο δρόμο θα μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν οι πάντες, γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή τους και τους επέβαλλε να κρύβονται.
Ήταν, ομως,, η Μπόνι και ο Κλάιντ ήταν ένα ζευγάρι που περνούσε τη ζωή του, ληστεύοντας τράπεζες και ζώντας πλουσιοπάροχα από τα χρήματα που εξοικονομούσε από αυτές; Η αλήθεια απέχει αρκετά από το μύθο. Αφ' ενός σε ό,τι αφορά τις ληστείες, το ζευγάρι συμμετείχε σε λιγότερες από 15, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, έφευγαν με πάρα πολύ λίγα χρήματα -σε μια από τις εφόδους τους σε τράπεζα, έφυγαν με λιγότερα από 80 δολάρια! Η μόνη συμμετοχή της Μπόνι σε κάποιες από αυτές ήταν ότι απλώς οδηγούσε το αυτοκίνητο -στις περισσότερες δεν συμμετείχε καθόλου. Γι' αυτούς οι τράπεζες ήταν κάτι συμπληρωματικό, πρωτοβουλία συνήθως των συμμοριτών τους. Οταν ήταν οι δυο τους, σπανίως «χτυπούσαν» τράπεζες, προτιμούσαν μικρά παντοπωλεία και βενζινάδικα, όπου το ρίσκο ήταν μικρότερο όπως βεβαίως και τα κέρδη. Επομένως, η ζωή τους δεν ήταν τόσο λαμπερή ούτε και πολυδάπανη. Δεν ζούσαν στη χλιδή, επενδύοντας σε ταξίδια και κομψά ρούχα, αλλά είχαν μια σκληρή καθημερινότητα, γεμάτη δραματικές αποδράσεις, τραυματισμούς, φυλακή και έγκλημα.Η Μπόνι ήταν καπνίστρια τσιγάρων όπως και ο Κλάιντ (τα Camel ήταν η αγαπημένη τους μάρκα). Επίσης, της άρεσε να πίνει ουίσκι και υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που έχουν καταθέσει ότι την είχαν δει μεθυσμένη. Αντιθέτως, ο Κλάιντ απέφευγε το αλκοόλ, γιατί θεωρούσε σημαντικό να είναι σε ετοιμότητα, σε περίπτωση που χρειαζόταν να τραπούν σε άμεση διαφυγή.
Και ο Κλάιντ και η Μπόνι αντιμετώπιζαν προβλήματα με το βάδισμά τους. Ο Κλάιντ προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του το πρόβλημα -ακρωτηριάζοντας ελαφρά τη φτέρνα του- προκειμένου να αποφύγει την παραμονή στην εξαιρετικά σκληρή φυλακή – φάρμα καταναγκαστικών έργων του Eastham όπου είχε καταδικαστεί για κλοπές αυτοκινήτων και καταστημάτων (το '30) για 14 χρόνια. Κατά τους 17 μήνες που έμεινε εκεί, υπέφερε από ασιτία, κακοποίηση από τους δεσμοφύλακες και έπεσε θύμα επαναλαμβανόμενων βιασμών από συγκρατούμενο, τον οποίο μετά την αποφυλάκιση του Κλάιντ σκότωσε έτερος κρατούμενος. Μετά τον ακρωτηριασμό, ο Κλάιντ κούτσαινε ελαφρά από το ένα πόδι και δεν μπορούσε να οδηγήσει με τα παπούτσια -μόνο με κάλτσες. Το πρόβλημα της Μπόνι ήταν μεταγενέστερο και πολύ πιο σοβαρό και αποδίδεται εν πολλοίς στην πολύ γρήγορη οδήγηση που συνήθιζε ο Κλάιντ. Το 1933, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν έφυγε σε μια στροφή και ντεραπάρισε. Υγρά μπαταρίας εκτοξεύτηκαν και έκαψαν το δεξί πόδι της. Με δεδομένο ότι ήταν ήδη καταζητούμενοι, δεν κατέστη δυνατή η μεταφορά της σε νοσοκομείο. Οι μόνες πρώτες βοήθειες που της δόθηκαν ήταν η τοποθέτηση μαγειρικής σόδας στην πληγή. Το τραύμα επουλώθηκε, όμως, έκτοτε απέκτησε ένα μόνιμο πρόβλημα στο βάδισμα, που είχε αποτέλεσμα συχνά ο Κλάιντ να τη μεταφέρει στην αγκαλιά του.
Κατά τη διάρκεια της εγκληματικής δραστηριότητάς τους, η Μπόνι και ο Κλάιντ έκαναν συχνά ταξίδια στο δυτικό Ντάλας, όπου ζούσαν οι οικογένειές τους για να κρατήσουν επαφή μαζί τους (πολλές φορές το μήνα). Η κλασική μέθοδος αυτών των επισκέψεων ήταν η εξής: Ο Κλάιντ οδηγούσε με ταχύτητα έξω από το πατρικό σπίτι του και πετούσε από το παράθυρο ένα άδειο μπουκάλι Κόκα Κόλα, το οποίο περιείχε σημείωμα με οδηγίες για το πού θα συναντηθούν. Αρκετά μέλη της οικογένειας του Κλάιντ συνελήφθησαν επειδή βοήθησαν το ζευγάρι, ενώ λίγο πριν τους βρει ο θάνατος, και η Μπόνι και ο Κλάιντ προσπαθούσαν να αγοράσουν γη στη Λουιζιάνα στα ονόματα των γονιών τους. Η αίσθηση της αφοσίωσης απέναντι στην οικογένεια στάθηκε μια από τις αιτίες που τους οδήγησε στην ενέδρα. Το μέλος της συμμορίας, Χένρι Μεθβάιν, ζήτησε να επισκεφτεί την οικογένειά του. Εκτιμώντας την αφοσίωση, του το επέτρεψαν. Οταν, όμως, γύρισαν να τον πάρουν, ο Μεθβάιν σε συνεννόηση με τον πατέρα του, είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, που τους έστησε τη δολοφονική παγίδα.Οταν η αστυνομία τους κυνηγούσε και οι εφημερίδες τους έκαναν πρωτοσέλιδο, η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος τους, κυρίως εξαιτίας των μαρτυριών ομήρων που αποκάλυπταν ότι τους απελευθέρωναν σώους και αβλαβείς -σε μερικούς μάλιστα ο Κλάιντ έδινε λεφτά ως ηθική βλάβη! Η μεγάλη μεταστροφή έγινε μετά τη δολοφονία δύο αστυνομικών την Κυριακή του Πάσχα του 1934. Δύο αστυνομικοί σταμάτησαν το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο Κλάιντ μαζί με τον Μεθβάιν, ο οποίος άνοιξε αμέσως πυρά εναντίον του πρώτου! Ο Κλάιντ σκότωσε τον δεύτερο, έναν νεαρό, ο οποίος έκανε την πρώτη περιπολία του! Στην κηδεία του, τα βλέμματα εστιάστηκαν στο δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι η αρραβωνιαστικιά του. Εκτοτε, η κοινή γνώμη που σε μεγάλο βαθμό «χειροκροτούσε» το θρυλικό ζευγάρι παρανόμων, απαίτησε πια να συλληφθούν -ζωντανοί ή νεκροί.
Η ενέδρα στήθηκε στις 23 Μαΐου 1934. Το αυτοκίνητο του Κλάιντ σταμάτησε για να βοηθήσει το φορτηγό του πατέρα του μέλους της συμμορίας, Χένρι Μεθβάιν, ο οποίος βρισκόταν σε συνεννόηση με την αστυνομία. Πριν τους διαβάσουν τα δικαιώματά τους, ομάδα της χωροφυλακής της Λουιζιάνα γάζωσε το αυτοκίνητό τους με 187 σφαίρες. Δεν απάντησαν ούτε μισή φορά, αφού τα όπλα τους ήταν στο πορτ μπαγκάζ. Ο επικεφαλής, μάλιστα, πλησίασε και συνέχισε να αδειάζει το όπλο του πάνω στο -νεκρό ήδη- κορμί της Μπόνι. Το χέρι της κρατούσε ακόμα ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης που δημοσιοποίησαν οι εφημερίδες, στο σώμα του Κλάιντ υπήρχαν 17 και σε αυτό της Μπόνι 26 τρύπες από σφαίρες. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπαλλήλων του γραφείου κηδειών όπου μεταφέρθηκαν, τα τραύματα από τις σφαίρες ήταν πολύ περισσότερα. Κι εδώ υπάρχει άλλη μια μυθιστορηματική λεπτομέρεια: στην προετοιμασία των κορμιών για την κηδεία τους συμμετείχε ο Ντίλαρντ Ντάρμπι, πρόσωπο το οποίο είχαν απαγάγει ένα χρόνο πριν. Πριν τον αφήσουν ελεύθερο, η Μπόνι είχε ρωτήσει τι δουλειά κάνει, κι όταν εκείνος απάντησε πως δουλεύει σε γραφείο κηδειών, ο Κλάιντ του έδωσε χρήματα και του είπε: «Ελπίζω να μας περιποιηθείς καλά, όταν πεθάνουμε...».
Αποσπάσματα από τα ποιήματα της Μπόνυ που βρήκε η αστυνομία και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες έδειξαν ότι δεν έτρεφε αυταπάτες για το μέλλον που τους περίμενε. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα με τίτλο «The end of the line», οι στίχοι του οποίου αναφέρουν:
«They don’t think they’re too smart or desperate
They know the law always wins;
They’ve been shot at before
But they do not ignore
That death is the wages of sin» («Δεν πιστεύουν ότι είναι ιδιαίτερα έξυπνοι, ούτε απελπισμένοι. Ξέρουν ότι ο νόμος κερδίζει πάντα. Εχουν πυροβοληθεί στο παρελθόν, αλλά δεν αγνοούν ότι ο θάνατος είναι το τίμημα της αμαρτίας...»).
Το ποίημα κατέληγε στην πρόβλεψη:
«Some day they’ll go down together
And they’ll bury them side by side,
To a few it’ll be grief
— To the law a relief--
But it’s death for Bonnie and Clyde» (Κάποια μέρα θα πέσουν μαζί και θα ταφούν πλάι πλάι. Για κάποιους θα είναι πένθος, για το νόμο ανακούφιση. Θα είναι είναι ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ...)
Ακριβώς έτσι τους βρήκε ο θάνατος, με το κεφάλι εκείνης ακουμπισμένο στον ώμο του, τάφηκαν, όμως, χωριστά, Στην επιτύμβια πλάκα της Μπόνι υπάρχει η επιγραφή: «Οπως τα λουλούδια γίνονται πιο όμορφα από τον ήλιο και τη δροσιά, έτσι αυτός ο παλιός κόσμος έγινε πιο λαμπερός από τις ζωές ανθρώπων σαν κι εσάς...». Στην αντίστοιχη επιγραφή στον τάφο του Κλάιντ υπάρχει το πιο λιτό: «Εφυγε, αλλά δεν ξεχάστηκε...».
«They don’t think they’re too smart or desperate
They know the law always wins;
They’ve been shot at before
But they do not ignore
That death is the wages of sin» («Δεν πιστεύουν ότι είναι ιδιαίτερα έξυπνοι, ούτε απελπισμένοι. Ξέρουν ότι ο νόμος κερδίζει πάντα. Εχουν πυροβοληθεί στο παρελθόν, αλλά δεν αγνοούν ότι ο θάνατος είναι το τίμημα της αμαρτίας...»).
Το ποίημα κατέληγε στην πρόβλεψη:
«Some day they’ll go down together
And they’ll bury them side by side,
To a few it’ll be grief
— To the law a relief--
But it’s death for Bonnie and Clyde» (Κάποια μέρα θα πέσουν μαζί και θα ταφούν πλάι πλάι. Για κάποιους θα είναι πένθος, για το νόμο ανακούφιση. Θα είναι είναι ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ...)
Ακριβώς έτσι τους βρήκε ο θάνατος, με το κεφάλι εκείνης ακουμπισμένο στον ώμο του, τάφηκαν, όμως, χωριστά, Στην επιτύμβια πλάκα της Μπόνι υπάρχει η επιγραφή: «Οπως τα λουλούδια γίνονται πιο όμορφα από τον ήλιο και τη δροσιά, έτσι αυτός ο παλιός κόσμος έγινε πιο λαμπερός από τις ζωές ανθρώπων σαν κι εσάς...». Στην αντίστοιχη επιγραφή στον τάφο του Κλάιντ υπάρχει το πιο λιτό: «Εφυγε, αλλά δεν ξεχάστηκε...».