Ιστορικό πρόσωπο τεράστιας καί μοναδικής ακτινοβολίας, διορατικός βασιλεύς καί μεγαλοφυής στρατηγός, αγαπήθηκε από πολλούς λαούς, ηρωοποιήθηκε ή Θεοποιήθηκε καί ενσωματώθηκε στίς παραδόσεις και στους μύθους τους. Η Ιστορία τού έδωσε τόν τίτλο τού Μεγάλου . Οι λαοί απ' όπου πέρασε, τον τίμησαν πολύ περισσότερο, μυθοποιώντας τον με θαυμασμό και δέος.
Ο μεγαλύτερος στρατηγός όλων των εποχών, ο σπουδαιότερος κατακτητής που το όνομά του έγινε θρύλος στους αιώνες, γεννήθηκε το 356π.Χ., γιος του Φίλιππου και της Ολυμπιάδας. Μεγάλωσε έχοντας δάσκαλο τον φιλόσοφο Αριστοτέλη και πρότυπό του τον ήρωα Αχιλλέα, που θεωρούσε πως ήταν πρόγονός του. Μικρός δάμασε τον Βουκεφάλα, ένα ατίθασο και άγριο άλογο που κανείς δεν μπορούσε να ημερέψει και που τον συνόδεψε στις κατακτήσεις του, μέχρι τα σύνορα της Ινδίας. Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 20 ετών το 336, μετά την δολοφονία του πατέρα του. Νωρίτερα, στην μάχη της Χαιρώνειας, το 338, είχε δείξει τα μεγάλα στρατιωτικά του προσόντα, ως αρχηγός του Μακεδονικού ιππικού. Ήταν παράτολμος στον χαρακτήρα, χωρίς προκαταλήψεις, με μεγάλο θάρρος και από πολύ μικρός έδειξε την ιδιοφυία του στην στρατιωτική τέχνη. Αυτό το κατάλαβαν αμέσως αρκετοί λαοί στα Βόρεια της Μακεδονίας που επαναστάτησαν μόλις έμαθαν τον θάνατο του Φιλίππου και τους οποίους αμέσως νίκησε και επανέφερε στην προηγούμενη κατάσταση. Όταν πολεμούσε στα Βόρεια της Μακεδονίας διαδόθηκε πως πέθανε και αμέσως οι Ελληνικές πόλεις, με την υποκίνηση του Δημοσθένη βρήκαν την ευκαιρία να επιχειρήσουν να αποκτήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους. Σαν αστραπή όμως, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ελλάδα, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Θήβα, εκτός από το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου, τρομάζοντας τους υπόλοιπους Έλληνες που αμέσως δήλωσαν υποταγή. Τότε ο Αλέξανδρος συγκάλεσε ξανά στην Κόρινθο το συνέδριο όλων των Ελλήνων, ανανέωσε την Πανελλήνια συμμαχία που είχε θεσπίσει ο Φίλιππος, και που σκοπό της είχε την εκστρατεία εναντίον των Περσών κι έλαβε τον τίτλο του υπέρτατου αρχηγού της αποστολής. Το 334π.Χ. αρχηγός ενός στρατού 45.000 περίπου στρατιωτών, που κατά το ένα τρίτο ήταν Μακεδόνες και το υπόλοιπο Έλληνες και μισθοφόροι, πέρασε στην Μ.Ασία, σαν αντιπρόσωπος και εκδικητής όλου του Ελληνισμού εναντίον των Περσών. Επισκέφθηκε τα ερείπια της Τροίας και θυσίασε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ αφιέρωσε τα όπλα του στην Αθήνα. Ύστερα βάδισε εναντίον του στρατού που είχε στείλει ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ ο Κομμοδανός, ένας άξιος βασιλιάς που είχε όμως την ατυχία να βασιλέψει σε ένα κράτος που είχε αδυνατίσει από τις συνεχείς εσωτερικές επαναστάσεις. Η σύγκρουση έγινε στις όχθες του ποταμού Γρανικού το 334π.Χ. και τελείωσε με την ολοκληρωτική νίκη του Αλέξανδρου, που έτσι έγινε κύριος της Δυτικής Μικράς Ασίας, απελευθερώνοντας τις πόλεις της Ιωνίας.
Αρκετοί Πέρσες στρατηγοί, όπως ο μισθοφόρος ναύαρχος Μέμνων ο Ρόδιος, συμβούλευαν τον βασιλιά τους να μην αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο σε μάχη, αλλά να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό της Ασίας, καίγοντας τα πάντα πίσω τους, έτσι, ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να βρει ούτε τροφή, για τους στρατιώτες του και τα άλογα, ούτε ζώα για υποζύγια, ούτε καταφύγια. Κι όλα αυτά γιατί ο Αλέξανδρος είχε τρόφιμα μαζί του που επαρκούσαν για λίγες μόνο ημέρες, κι έτσι θα ‘χανε τον πόλεμο χωρίς οι Πέρσες να απολέσουν στρατιώτες και μέσα πολεμικά. Αυτή η ιδέα όμως φάνηκε ανάξια για το μεγαλείο της Περσίας και γι’ αυτό απορρίφθηκε, προκαλώντας μια σειρά από χαμένες μάχες για τον Δαρείο Γ΄ και την καταστροφή του βασιλείου του. Η επόμενη μάχη έγινε το 333, στην Ισσό της Κιλικίας. Αυτή τη φορά επικεφαλής του Περσικού στρατού ήταν ο ίδιος ο Δαρείος. Και πάλι όμως έχασε, παρ’ ότι ο στρατός του ήταν πολυάριθμος. Ο δυστυχής μονάρχης διέφυγε από το πεδίο της μάχης, αφήνοντας στον Αλέξανδρο αναρίθμητα λάφυρα κι ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, ανάμεσα στους οποίους η μητέρα του, η γυναίκα και η κόρη του, που ο νικητής μεταχειρίστηκε με μεγαλοψυχία. Αντί να προχωρήσει προς την Περσία, ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαφυλάξει τα νώτα του και να καταστρέψει τις ναυτικές βάσεις του εχθρού, που ήταν μια διαρκής απειλή για τον Μακεδονικό στρατό. Φθάνοντας στην Τύρο της Φοινίκης, τον πιο μεγάλο ναύσταθμο των Περσών, πολιόρκησε την πόλη με επιμονή επί 6 μήνες και παρά την πεισματώδη αντίσταση των Περσών στρατιωτών στο τέλος την εκπόρθησε και την κατέλαβε το 332. Σιγά-σιγά, όλα τα Περσικά πλοία παραδόθηκαν, γιατί έμειναν χωρίς βάσεις και ανεφοδιασμό. Στην συνέχεια στράφηκε προς την Αίγυπτο, που παραδόθηκε αυθόρμητα στον Αλέξανδρο, μετά από δύο αιώνες Περσικής κατοχής. Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε με γενναιοψυχία στους κατοίκους της, σεβάστηκε τα ήθη και της θρησκεία της περιοχής και οι ιερείς του μαντείου του Άμμωνα, τον ανακήρυξαν γιο του θεού και διάδοχο των αρχαίων Φαραώ. Τότε έκτισε και την Αλεξάνδρεια, που σε λίγα χρόνια θα γινόταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Μεσογείου. Το 331π.Χ. κινήθηκε ξανά εναντίον του Δαρείου, ο οποίος επικεφαλής ενός τεράστιου στρατού σε όγκο, είχε στρατοπεδεύσει στις όχθες του ποταμού Τίγρη, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων. Ο Αλέξανδρος ήταν ξανά ο νικητής κι αυτή τη φορά, ο δρόμος προς το κέντρο της Περσικής αυτοκρατορίας και τις μεγαλύτερες πόλεις της ήταν ανοικτός. Ο Δαρείος διέφυγε ξανά, αλλά λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από τον σατράπη Βήσσο. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα, τα Σούσα, την Περσέπολη και μαζί με αυτές τις πόλεις έγινε κύριος και αμύθητου πλούτου.
Έτσι ο σκοπός της Πανελλήνιας συμμαχίας είχε εκπληρωθεί και ο Μακεδόνας βασιλιάς απέλυσε με τιμές όλους τους Έλληνες κρατώντας μόνο τους συμπατριώτες του, με τους οποίους είχε σκοπό να προχωρήσει πέρα από την Περσική επικράτεια. Ίδρυσε πόλεις, αρκετές από τις οποίες ονόμασε Αλεξάνδρεια, έφτιαξε στρατιωτικούς δρόμους, αλλά και τότε άλλαξε την συμπεριφορά του, καθώς υιοθέτησε τον πλούτο και την χλιδή της Περσικής αυλής, αρκετές συνήθειες της ενώ παντρεύτηκε και την Ρωξάνη, κόρη ενός πρίγκιπα της Βακτριανής, δίνοντας έτσι το σύνθημα για την αφομοίωση νικητών και ηττημένων, που έγινε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής του. Ο ίδιος θεώρησε πως ήταν διάδοχος του Δαρείου, εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Βήσσο και το 327 άρχισε μια νέα εκστρατεία που τον έφερε μέχρι τις πύλες της Ινδίας, με την δικαιολογία πως ήθελε να ενώσει ξανά, κάτω από το σκήπτρο του, όλα τα εδάφη που παλιότερα είχαν υπό της εξουσία τους οι Πέρσες βασιλιάδες. Έτσι κατέλαβε το Αφγανιστάν, το σημερινό Πακιστάν φθάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό, και στην μάχη του Υδάσπη νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του όμως αρνήθηκαν να συνεχίσουν παραπέρα, λόγω του ζεστού κλίματος και του άγονου εδάφους κι έτσι ο Μακεδόνας βασιλιάς αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ένα μέρος του στρατού του επιβιβάστηκε σε πλοία και με ναύαρχο τον Νέαρχο έφθασε στην Αλεξάνδρεια του Περσικού Κόλπου, ενώ το υπόλοιπο μέρος υπό την αρχηγία του, διέσχισε τις καυτές ερήμους του σημερινού Βελουχιστάν (Γεδρωσία), της Περσίας μέχρι που το 325 επανήλθαν στα Σούσα. Η αχανής αυτοκρατορία του έπρεπε να οργανωθεί γρήγορα και ο Αλέξανδρος, χωρίς να χάσει καιρό, προσπάθησε να βρει τρόπους ειρηνικής συνύπαρξης με τους ηττημένους λαούς, των οποίων πάντα είχε σεβαστεί νόμους και έθιμα και τιμήσει θεούς και λατρεία. Έτσι στην Ελληνο-Ασιατική κοινότητα που είχε σχηματιστεί επεδίωκε να φαίνεται, όχι ως Μακεδόνας βασιλιάς, αλλά σαν μονάρχης με Ανατολικές επιρροές. Θέλησε να σβήσει κάθε διάκριση ανάμεσα στους ηττημένους και τους νικητές, να τους συμφιλιώσει και να τους κάνει ίσους μεταξύ τους, αλλά συγχρόνως να διαδώσει και τον Ελληνικό πολιτισμό στους απολίτιστους βάρβαρους. Έτσι διατήρησε τους Πέρσες διοικητές στις επαρχίες τους, παρότρυνε τους στρατιώτες του και τους αξιωματικούς του να παντρευτούν ντόπιες γυναίκες κι ο ίδιος, για να δώσει το παράδειγμα, παντρεύτηκε μια από τις κόρες του Δαρείου. Στρατολόγησε στον στρατό του νέους από τις κατακτημένες περιοχές, τους εκπαίδευσε σύμφωνα με τις Μακεδονικές συνήθειες και αφού τους εξόπλισε, τους έκανε πολεμιστές του. Τέλος έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα της Ασίας και επέβαλε σε όλους να τον προσκυνούν. Αυτά όλα προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και μια σειρά από σπουδαίους στρατιωτικούς, όπως ο Κλείτος, ο Παρμενίων και ο γιος του Φιλώτας, ο αδελφικός του φίλος Ηφαιστίωνας και ο επίσημος ιστορικός της εκστρατείας του, ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη εκτελέστηκαν κατά διαταγή του Αλεξάνδρου,με την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν εναντίον του. Η ιδέα της συνύπαρξης νικητών και ηττημένων είναι κάτι που δεν είχε ποτέ υπάρξει πριν, στο μυαλό κανενός κατακτητή. Αυτό και μόνο το γεγονός τοποθετεί τον Αλέξανδρο σε μια εξαιρετική θέση, μιας και ήταν σε ευθεία σύγκρουση με την νοοτροπία και με τις συνήθειες της εποχής του. Όπως λέει κι ο Πλούταρχος, ήθελε να κάνει όλους τους υπηκόους του πολίτες ενός και του ίδιου κράτους και μιας και μόνης κυβέρνησης. Σκόπευε να φθάσει στην παγκόσμια ειρήνη, στην ομόνοια, στην ένωση και στην επικοινωνία όλων των ανθρώπων και λαών. Έτσι δημιούργησε μια αυτοκρατορία που η Μακεδονία ήταν το πρότυπο για την στρατιωτική οργάνωση, η Περσία κράτησε την πολιτική και οικονομική της διοίκηση και η Ελλάδα έδινε τον τόνο στον πολιτισμό. Όλο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια, ο Αλέξανδρος γινόταν όλο και περισσότερο οξύθυμος και παράλογος, ίσως γιατί δεν έβρισκε κατανόηση στα σχέδιά του. Ενώ σκεπτόταν να αναλάβει μια εκστρατεία εναντίον της Δύσης, πέθανε ξαφνικά, το 323π.Χ., άλλοι λένε από ελονοσία ή τύφο, κι άλλοι λένε δηλητηριασμένος. Σύμφωνα με την επιθυμία του θέλησε να ταφεί στην πατρική του γη, αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί έως εκεί η σωρός του, τελικά ενταφιάστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο τάφος του αναζητείται μέχρι σήμερα και θα είναι μια από τις πιο συναρπαστικές αρχαιολογικές περιπέτειες.Το έργο του Αλέξανδρου, από την πολιτιστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική σκοπιά κι αν το δει κανείς είναι εξαιρετικό και θετικό. Η αφομοίωση μεταξύ τους διαφορετικών και μακρινών λαών, η συνάντηση ανάμεσα σε αντίθετους πολιτισμούς και αντιλήψεις που επεδίωκε, η διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας, της τέχνης, της επιστήμης της Ελλάδας είναι η αρχή μιας καινούργιας εποχής κατά την οποία οι αξίες του Ελληνισμού θα γίνουν κληρονομιά όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από φυλετικά και πολιτικά κριτήρια.
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του μελετάται ακόμη σε στρατιωτικές ακαδημίες. Από την πρώτη του νίκη, σε ηλικία 18 ετών, μέχρι και το θάνατό του, ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε ξακουστός για το αξιόμαχο του μακεδονικού στρατού και της φάλαγγας, που χρησιμοποιούσε το δόρυ σάρισα για να κρατά σε απόσταση τον εχθρό.
Οι τελευταίες μέρες του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Βρισκόμαστε στις 28 Μαΐου του 323π.Χ. Το ίδιο βράδυ, αφού έφυγαν οι στενοί του συνεργάτες από το δείπνο που τους είχε παραθέσει, ένας εταίρος Θεσσαλός, ο Μήδιος, τον κάλεσε στο σπίτι του. Ο Μήδιος ήταν αγαπητός και συμπαθής στον Αλέξανδρο και πράγματι του έφτιαξε την διάθεση. Την επόμενη ξαναπήγε στου Μήδιου και ήπιε υπερβολικά. Γύρισε αδιάθετος στα ανάκτορα, λούστηκε και έπεσε στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό.Το πρωί της 31ης Μαΐου, ένιωσε ακόμα χειρότερα. Όλες οι συγκινήσεις και οι περιπέτειες των τελευταίων ετών, τα απανωτά συμπόσια, τον είχαν εξασθενήσει. Μάλιστα τον πήγαν με το κρεβάτι του στο βωμό για την καθημερινή πρωινή θυσία. Ξαπλωμένος, κάλεσε τους αρχηγούς του στρατού και έδωσε εντολές για την εκστρατεία που θα ξεκινούσε στις 4 Ιουνίου. Το βράδυ τον κουβάλησαν πάλι πάνω στο κρεβάτι στον Ευφράτη και με πλοίο πέρασε απέναντι στο μεγάλο κήπο που δέσποζε εκεί. Έκανε μπάνιο έχοντας πυρετό και ρίγος. Την επόμενη έμεινε στην κάμαρά του με συντροφιά τον Μήδιο, που του έφτιαχνε το κέφι. Όμως, ο πυρετός δεν έπεφτε. Στις 2 Ιουνίου ζήτησε από τον Νέαρχο να αναβληθεί για μια μέρα η εκστρατεία μήπως και συνέλθει. Ο Νέαρχος του διηγιόταν το ταξίδι του στον Ωκεανό (Ινδικός) και ο Αλέξανδρος χαιρόταν που σε λίγο θα ζούσε και αυτός τέτοιες περιπέτειες. Στις 3 Ιουνίου θυσίασε και φώναξε τους αρχηγούς του ναυτικού, ζητώντας τους να είναι όλα έτοιμα για την επικείμενη αναχώρηση σε δυο μέρες. Όμως, ο πυρετός και η δυσφορία συνέχισαν να τον καταβάλουν και τις επόμενες δυο μέρες. Στις 5 Ιουνίου κάλεσε όλους τους στρατηγούς στα ανάκτορα. Τους αναγνώρισε όλους, αλλά δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει. Εν τω μεταξύ, σ’ όλη τη Βαβυλώνα μαθεύτηκε το γεγονός της αρρώστιας και οι Μακεδόνες στρατιώτες στριμώχνονταν στα ανάκτορα για να δουν τον βασιλιά τους. Φοβόντουσαν μήπως είχε κιόλας πεθάνει, ενώ έκλαιγαν και απειλούσαν για να τους ανοίξουν την πύλη. Τελικά, η πύλη άνοιξε και ο ένας πίσω απ’ τον άλλον πήγαιναν προς το κρεβάτι του. Ο Αλέξανδρος ανασήκωνε με κόπο το κεφάλι και λίγο το δεξί του χέρι και έγνεφε με το βλέμμα στους παλιούς του συμπολεμιστές. Στις 9 Ιουνίου, οι στρατηγοί Πείθων, Πευκέστας και Σέλευκος, πήγαν στο Σεράπειο ναό να ρωτήσουν τι ήταν καλύτερο να κάνουν, να μείνει στα ανάκτορα ή να τον μεταφέρουν κάπου αλλού. Ο «Θεός» τους έδωσε την απόκρισή του: «Να μείνει εκεί, καλύτερα θα είναι». Και την επόμενη μέρα, στις 10 Ιουνίου, ο Αλέξανδρος πέθανε. Θρήνος και οδυρμός αντήχησε στις χαοτικές αίθουσες των ανακτόρων. Έπειτα έπεσε σιωπή. Τους σκέπασε όλους η σκέψη τι θα γινόταν τώρα. Όλη η Βαβυλώνα βρέθηκε έξω από τα ανάκτορα και το μέλλον φαινόταν σκοτεινό και δυσοίωνο. Ακριβώς από τούτη τη στιγμή και για σαράντα περίπου χρόνια ξεκινά η περίφημη περιπέτεια της ιστορίας των διαδόχων του! Λέγανε πως έδωσε το δαχτυλίδι του, λίγο πριν πεθάνει, στον αρχαιότερο από τους εφτά σωματοφύλακές του, τον Περδίκκα, για να σφραγιστούν κάποια επίσημα έγγραφα, αλλά είναι αμφίβολο αν τον όρισε διάδοχο. Ο Αλέξανδρος εκείνες τις στερνές στιγμές του, ούτε μπορούσε να μιλήσει, ούτε είχε πνευματική διαύγεια για να προβεί σε μια τέτοια σημαντική απόφαση. Το θέμα είναι πως από την πρώτη μέρα του θανάτου του ξέσπασαν ταραχές ανάμεσα στις στρατιωτικές μονάδες των Μακεδόνων, ώσπου να επέλθει, έπειτα από λίγο καιρό, ένας συμβιβασμός, εύθραυστος όπως αποδείχτηκε: ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου και διανοητικά ασταθής (για να το πούμε κομψά), Φίλιππος Αρριδαίος και το αγέννητο παιδί του (εφόσον ήταν αγόρι), ορίστηκαν ως Βασιλείς του απέραντου πια μακεδονικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Αλέξανδρος είχε γραμμένα στα Υπομνήματά του πέντε σχέδια, τα οποία απορρίφθηκαν ως πολυδάπανα και ανεδαφικά από το συμβούλιο των στρατηγών. Το πιο σημαντικό ήταν η κατασκευή χιλίων πολεμικών πλοίων για την εκστρατεία στην Δύση. Το δεύτερο ήταν η κατασκευή έξι τεράστιων ναών: προς τιμή του Δία στο Δίον, της Αρτέμιδος στην Αμφίπολη, της Αθηνάς στο Κύρρο (ανάμεσα σε Πέλλα και Έδεσσα, νότια του χωριού Αραβησσός), στη Δήλο, στη Δωδώνη και στους Δελφούς. Το τρίτο σχέδιο μιλούσε για το στήσιμο μιας γιγαντιαίας πυράς στη Βαβυλώνα με κόστος πολλά τάλαντα, για να τιμηθεί η μνήμη του Ηφαιστίωνα. Το τέταρτο σχέδιο αφορούσε την κατασκευή μιας πυραμίδας, μεγαλύτερης και από αυτές της Αιγύπτου, προς τιμήν του πατέρα του, του Φιλίππου. Το τελευταίο είχε ως σκοπό ανταλλαγές και μετακινήσεις πληθυσμών ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, ώστε να επιτευχθεί αυτός ο συγκερασμός, που προσδοκούσε ο Αλέξανδρος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ωστόσο, ο Αρριανός, που είναι η πιο αξιόπιστη πηγή, αφού άντλησε από τις σημειώσεις του Πτολεμαίου και του Αριστόβουλου, οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα δίπλα στον Αλέξανδρο, γράφει: «Προσωπικά, δε μπορώ να πω με ακρίβεια τι σχέδια είχε ο Αλέξανδρος ούτε και μ’ ενδιαφέρει να υποθέσω. Εκείνο όμως που μου φαίνεται ότι μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε τίποτα μικρό ή ασήμαντο στο μυαλό του· ούτε θα έμενε ήσυχος στις περιοχές που είχε ήδη κατακτήσει, ακόμη και αν πρόσθετε την Ευρώπη στην Ασία και τα Βρετανικά Νησιά. Πέρα και απ’ αυτά, θα ζητούσε να βρει κάτι άγνωστο ακόμα, ερίζοντας όχι με κανέναν άλλον, αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό». Αρριανός, Ζ:1
Βρισκόμαστε στις 28 Μαΐου του 323π.Χ. Το ίδιο βράδυ, αφού έφυγαν οι στενοί του συνεργάτες από το δείπνο που τους είχε παραθέσει, ένας εταίρος Θεσσαλός, ο Μήδιος, τον κάλεσε στο σπίτι του. Ο Μήδιος ήταν αγαπητός και συμπαθής στον Αλέξανδρο και πράγματι του έφτιαξε την διάθεση. Την επόμενη ξαναπήγε στου Μήδιου και ήπιε υπερβολικά. Γύρισε αδιάθετος στα ανάκτορα, λούστηκε και έπεσε στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό.Το πρωί της 31ης Μαΐου, ένιωσε ακόμα χειρότερα. Όλες οι συγκινήσεις και οι περιπέτειες των τελευταίων ετών, τα απανωτά συμπόσια, τον είχαν εξασθενήσει. Μάλιστα τον πήγαν με το κρεβάτι του στο βωμό για την καθημερινή πρωινή θυσία. Ξαπλωμένος, κάλεσε τους αρχηγούς του στρατού και έδωσε εντολές για την εκστρατεία που θα ξεκινούσε στις 4 Ιουνίου. Το βράδυ τον κουβάλησαν πάλι πάνω στο κρεβάτι στον Ευφράτη και με πλοίο πέρασε απέναντι στο μεγάλο κήπο που δέσποζε εκεί. Έκανε μπάνιο έχοντας πυρετό και ρίγος. Την επόμενη έμεινε στην κάμαρά του με συντροφιά τον Μήδιο, που του έφτιαχνε το κέφι. Όμως, ο πυρετός δεν έπεφτε. Στις 2 Ιουνίου ζήτησε από τον Νέαρχο να αναβληθεί για μια μέρα η εκστρατεία μήπως και συνέλθει. Ο Νέαρχος του διηγιόταν το ταξίδι του στον Ωκεανό (Ινδικός) και ο Αλέξανδρος χαιρόταν που σε λίγο θα ζούσε και αυτός τέτοιες περιπέτειες. Στις 3 Ιουνίου θυσίασε και φώναξε τους αρχηγούς του ναυτικού, ζητώντας τους να είναι όλα έτοιμα για την επικείμενη αναχώρηση σε δυο μέρες. Όμως, ο πυρετός και η δυσφορία συνέχισαν να τον καταβάλουν και τις επόμενες δυο μέρες. Στις 5 Ιουνίου κάλεσε όλους τους στρατηγούς στα ανάκτορα. Τους αναγνώρισε όλους, αλλά δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει. Εν τω μεταξύ, σ’ όλη τη Βαβυλώνα μαθεύτηκε το γεγονός της αρρώστιας και οι Μακεδόνες στρατιώτες στριμώχνονταν στα ανάκτορα για να δουν τον βασιλιά τους. Φοβόντουσαν μήπως είχε κιόλας πεθάνει, ενώ έκλαιγαν και απειλούσαν για να τους ανοίξουν την πύλη. Τελικά, η πύλη άνοιξε και ο ένας πίσω απ’ τον άλλον πήγαιναν προς το κρεβάτι του. Ο Αλέξανδρος ανασήκωνε με κόπο το κεφάλι και λίγο το δεξί του χέρι και έγνεφε με το βλέμμα στους παλιούς του συμπολεμιστές. Στις 9 Ιουνίου, οι στρατηγοί Πείθων, Πευκέστας και Σέλευκος, πήγαν στο Σεράπειο ναό να ρωτήσουν τι ήταν καλύτερο να κάνουν, να μείνει στα ανάκτορα ή να τον μεταφέρουν κάπου αλλού. Ο «Θεός» τους έδωσε την απόκρισή του: «Να μείνει εκεί, καλύτερα θα είναι». Και την επόμενη μέρα, στις 10 Ιουνίου, ο Αλέξανδρος πέθανε. Θρήνος και οδυρμός αντήχησε στις χαοτικές αίθουσες των ανακτόρων. Έπειτα έπεσε σιωπή. Τους σκέπασε όλους η σκέψη τι θα γινόταν τώρα. Όλη η Βαβυλώνα βρέθηκε έξω από τα ανάκτορα και το μέλλον φαινόταν σκοτεινό και δυσοίωνο. Ακριβώς από τούτη τη στιγμή και για σαράντα περίπου χρόνια ξεκινά η περίφημη περιπέτεια της ιστορίας των διαδόχων του! Λέγανε πως έδωσε το δαχτυλίδι του, λίγο πριν πεθάνει, στον αρχαιότερο από τους εφτά σωματοφύλακές του, τον Περδίκκα, για να σφραγιστούν κάποια επίσημα έγγραφα, αλλά είναι αμφίβολο αν τον όρισε διάδοχο. Ο Αλέξανδρος εκείνες τις στερνές στιγμές του, ούτε μπορούσε να μιλήσει, ούτε είχε πνευματική διαύγεια για να προβεί σε μια τέτοια σημαντική απόφαση. Το θέμα είναι πως από την πρώτη μέρα του θανάτου του ξέσπασαν ταραχές ανάμεσα στις στρατιωτικές μονάδες των Μακεδόνων, ώσπου να επέλθει, έπειτα από λίγο καιρό, ένας συμβιβασμός, εύθραυστος όπως αποδείχτηκε: ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου και διανοητικά ασταθής (για να το πούμε κομψά), Φίλιππος Αρριδαίος και το αγέννητο παιδί του (εφόσον ήταν αγόρι), ορίστηκαν ως Βασιλείς του απέραντου πια μακεδονικού κράτους.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Αλέξανδρος είχε γραμμένα στα Υπομνήματά του πέντε σχέδια, τα οποία απορρίφθηκαν ως πολυδάπανα και ανεδαφικά από το συμβούλιο των στρατηγών. Το πιο σημαντικό ήταν η κατασκευή χιλίων πολεμικών πλοίων για την εκστρατεία στην Δύση. Το δεύτερο ήταν η κατασκευή έξι τεράστιων ναών: προς τιμή του Δία στο Δίον, της Αρτέμιδος στην Αμφίπολη, της Αθηνάς στο Κύρρο (ανάμεσα σε Πέλλα και Έδεσσα, νότια του χωριού Αραβησσός), στη Δήλο, στη Δωδώνη και στους Δελφούς. Το τρίτο σχέδιο μιλούσε για το στήσιμο μιας γιγαντιαίας πυράς στη Βαβυλώνα με κόστος πολλά τάλαντα, για να τιμηθεί η μνήμη του Ηφαιστίωνα. Το τέταρτο σχέδιο αφορούσε την κατασκευή μιας πυραμίδας, μεγαλύτερης και από αυτές της Αιγύπτου, προς τιμήν του πατέρα του, του Φιλίππου. Το τελευταίο είχε ως σκοπό ανταλλαγές και μετακινήσεις πληθυσμών ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, ώστε να επιτευχθεί αυτός ο συγκερασμός, που προσδοκούσε ο Αλέξανδρος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ωστόσο, ο Αρριανός, που είναι η πιο αξιόπιστη πηγή, αφού άντλησε από τις σημειώσεις του Πτολεμαίου και του Αριστόβουλου, οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα δίπλα στον Αλέξανδρο, γράφει: «Προσωπικά, δε μπορώ να πω με ακρίβεια τι σχέδια είχε ο Αλέξανδρος ούτε και μ’ ενδιαφέρει να υποθέσω. Εκείνο όμως που μου φαίνεται ότι μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε τίποτα μικρό ή ασήμαντο στο μυαλό του· ούτε θα έμενε ήσυχος στις περιοχές που είχε ήδη κατακτήσει, ακόμη και αν πρόσθετε την Ευρώπη στην Ασία και τα Βρετανικά Νησιά. Πέρα και απ’ αυτά, θα ζητούσε να βρει κάτι άγνωστο ακόμα, ερίζοντας όχι με κανέναν άλλον, αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό». Αρριανός, Ζ:1
Που είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος;
Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και συγκεκριμένα η αναζήτηση και ο εντοπισμός της τοποθεσίας του, αποτελεί ένα διαρκές αρχαιολογικό και ιστορικό αίνιγμα, με τις έρευνες να είναι συνεχείς από την ύστερη αρχαιότητα όταν και τα ίχνη του χάθηκαν. Ο θάνατος του το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, η μεταφορά και η ταρίχευσή του σώματός του στη Μέμφιδα και η επίσκεψη Ρωμαίων αυτοκρατόρων περιγράφονται από αξιόπιστους αρχαίους συγγραφείς. Κανένας όμως δεν ήταν σύγχρονος του Αλεξάνδρου, ούτε είχε εισέλθει στον τάφο. Μερικοί μόνο είχαν δει την ευρύτερη περιοχή γνωστή ως «Σώμα» ή «Σήμα». Σύμφωνα με τον Ψευδοκαλλισθένη το σώμα του, μέσα σε μολύβδινη σαρκοφάγο γεμάτη μέλι για να διατηρηθεί, μεταφέρθηκε στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Ο Στράβων πρώτος έγραψε ότι όταν επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια, το σώμα του Αλεξάνδρου δεν ήταν στην αρχική χρυσή σαρκοφάγο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σημειώνει ότι μεταφέρθηκε από τη Βαβυλώνα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Μάλιστα καθ’ οδόν στη Συρία, έγινε μάχη μεταξύ επιγόνων όπου επικράτησε ο Πτολεμαίος. Ήταν γνωστή η προφητεία του Αρίστανδρου, ότι «η πόλη που θα είχε το σώμα του Αλεξάνδρου θα γνώριζε μεγάλη ευημερία». Για αυτό ο Πτολεμαίος αποφάσισε να μην ταφεί στο ναό του Άμμωνος Διός στη Σίβα, αλλά στην Αλεξάνδρεια.
Ο Λουκανός περιγράφει τον τάφο ως μια πυραμιδοειδή κατασκευή, ο Ζηνόβιος έλεγε ότι μεταφέρθηκε σε νέα ομαδική βασιλική ταφή και το «Σώμα» έμεινε άδειο.Ο Παυσανίας έγραφε ότι τον λάτρευαν ως θεό και ο Δίων ο Κάσσιος μνημονεύει ότι όταν ο Οκταβιανός θέλησε να δει το σώμα του Αλεξάνδρου, άγγιξε τη μύτη του και την κατέστρεψε εν μέρει. Οι αιώνες περνούσαν αλλά η φήμη του Αλεξάνδρου παρέμενε ζωντανή. Ο Ισκάντερ, όπως τον αποκαλούσαν, είχε μετατραπεί σε θρύλο ενώ από αιώνες λατρευόταν σαν μεγάλος προφήτης. Ο περιηγητής Μασούντι το 944 γράφει για ένα παρεκκλήσι όπου εικάζεται ότι ήταν ο τάφος του Ισκάντερ και εκεί ο κόσμος προσευχόταν. Ανάλογη ιστορία αφηγείται ο Λέων ο Αφρικανός 500 χρόνια αργότερα. Άλλοι αναφέρουν ένα κτίσμα κοντά στο τζαμί Ατταρίν ή την παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Η βασιλική νεκρόπολη και το «Σώμα» δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί και τα ίχνη χάθηκαν στο βάθος του χρόνου.Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι που ανέσκαψαν έως το 1960, πίστευαν ότι το «Σώμα» βρισκόταν κοντά στο τζαμί Νάμπι Ντανιέλ. Ο Ερρίκος Σλήμαν που ανακάλυψε την Τροία και τις Μυκήνες είχε ζητήσει το 1887 άδεια την οποία όμως δεν έλαβε».Το 2014 ανασκάφηκε από την ομάδα της αρχαιολόγου Κατερίνας Περιστέρη, μεγάλο και πολυτελές ταφικό μνημείο στον τύμβο Καστά της Μεσολακκιάς Σερρών, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. και η τοποθεσία αντιστοιχεί στην αρχαία Αμφίπολη. Τα εντυπωσιακά ευρήματα και το μέγεθος του μνημείου, μαζί με την τακτική ενημέρωση της πορείας των ανασκαφών, έκανε τους κατοίκους της περιοχής και ομάδες ερασιτεχνών ερευνητών, που παρακολουθούσε και ερμήνευε τις εξελίξεις και ευρήματα, να θεωρεί τον Αλέξανδρο ως ένα από τους πιθανούς υποψήφιους για τον οποίο κτίστηκε ο τάφος. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 2015 και σύμφωνα με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ανασκαφικής ομάδας στον Τύμβο Καστά ως προς τις έρευνες που διεξήγαγαν από το 2012 έως το 2014, το μνημείο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον Ηφαιστίωνα
Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και συγκεκριμένα η αναζήτηση και ο εντοπισμός της τοποθεσίας του, αποτελεί ένα διαρκές αρχαιολογικό και ιστορικό αίνιγμα, με τις έρευνες να είναι συνεχείς από την ύστερη αρχαιότητα όταν και τα ίχνη του χάθηκαν. Ο θάνατος του το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, η μεταφορά και η ταρίχευσή του σώματός του στη Μέμφιδα και η επίσκεψη Ρωμαίων αυτοκρατόρων περιγράφονται από αξιόπιστους αρχαίους συγγραφείς. Κανένας όμως δεν ήταν σύγχρονος του Αλεξάνδρου, ούτε είχε εισέλθει στον τάφο. Μερικοί μόνο είχαν δει την ευρύτερη περιοχή γνωστή ως «Σώμα» ή «Σήμα». Σύμφωνα με τον Ψευδοκαλλισθένη το σώμα του, μέσα σε μολύβδινη σαρκοφάγο γεμάτη μέλι για να διατηρηθεί, μεταφέρθηκε στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Ο Στράβων πρώτος έγραψε ότι όταν επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια, το σώμα του Αλεξάνδρου δεν ήταν στην αρχική χρυσή σαρκοφάγο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σημειώνει ότι μεταφέρθηκε από τη Βαβυλώνα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Μάλιστα καθ’ οδόν στη Συρία, έγινε μάχη μεταξύ επιγόνων όπου επικράτησε ο Πτολεμαίος. Ήταν γνωστή η προφητεία του Αρίστανδρου, ότι «η πόλη που θα είχε το σώμα του Αλεξάνδρου θα γνώριζε μεγάλη ευημερία». Για αυτό ο Πτολεμαίος αποφάσισε να μην ταφεί στο ναό του Άμμωνος Διός στη Σίβα, αλλά στην Αλεξάνδρεια.
Ο Λουκανός περιγράφει τον τάφο ως μια πυραμιδοειδή κατασκευή, ο Ζηνόβιος έλεγε ότι μεταφέρθηκε σε νέα ομαδική βασιλική ταφή και το «Σώμα» έμεινε άδειο.Ο Παυσανίας έγραφε ότι τον λάτρευαν ως θεό και ο Δίων ο Κάσσιος μνημονεύει ότι όταν ο Οκταβιανός θέλησε να δει το σώμα του Αλεξάνδρου, άγγιξε τη μύτη του και την κατέστρεψε εν μέρει. Οι αιώνες περνούσαν αλλά η φήμη του Αλεξάνδρου παρέμενε ζωντανή. Ο Ισκάντερ, όπως τον αποκαλούσαν, είχε μετατραπεί σε θρύλο ενώ από αιώνες λατρευόταν σαν μεγάλος προφήτης. Ο περιηγητής Μασούντι το 944 γράφει για ένα παρεκκλήσι όπου εικάζεται ότι ήταν ο τάφος του Ισκάντερ και εκεί ο κόσμος προσευχόταν. Ανάλογη ιστορία αφηγείται ο Λέων ο Αφρικανός 500 χρόνια αργότερα. Άλλοι αναφέρουν ένα κτίσμα κοντά στο τζαμί Ατταρίν ή την παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Η βασιλική νεκρόπολη και το «Σώμα» δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί και τα ίχνη χάθηκαν στο βάθος του χρόνου.Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι που ανέσκαψαν έως το 1960, πίστευαν ότι το «Σώμα» βρισκόταν κοντά στο τζαμί Νάμπι Ντανιέλ. Ο Ερρίκος Σλήμαν που ανακάλυψε την Τροία και τις Μυκήνες είχε ζητήσει το 1887 άδεια την οποία όμως δεν έλαβε».Το 2014 ανασκάφηκε από την ομάδα της αρχαιολόγου Κατερίνας Περιστέρη, μεγάλο και πολυτελές ταφικό μνημείο στον τύμβο Καστά της Μεσολακκιάς Σερρών, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. και η τοποθεσία αντιστοιχεί στην αρχαία Αμφίπολη. Τα εντυπωσιακά ευρήματα και το μέγεθος του μνημείου, μαζί με την τακτική ενημέρωση της πορείας των ανασκαφών, έκανε τους κατοίκους της περιοχής και ομάδες ερασιτεχνών ερευνητών, που παρακολουθούσε και ερμήνευε τις εξελίξεις και ευρήματα, να θεωρεί τον Αλέξανδρο ως ένα από τους πιθανούς υποψήφιους για τον οποίο κτίστηκε ο τάφος. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 2015 και σύμφωνα με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ανασκαφικής ομάδας στον Τύμβο Καστά ως προς τις έρευνες που διεξήγαγαν από το 2012 έως το 2014, το μνημείο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον Ηφαιστίωνα
Τι 323π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά αφού κατανάλωσε ένα μπολ με κρασί. Δύο βδομάδες αργότερα, ο 32 ετών στρατηλάτης άφηνε την τελευταία του πνοή. Οι υποψίες για δηλητηρίαση ήταν έντονες, δεδομένου και του τρόπου με τον οποίο πέθανε και ο πατέρας του, από την ίδια του τη φρουρά. Οι σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν το θάνατό του σε μαλάρια, λοίμωξη του αναπνευστικού, ηπατική ανεπάρκεια ή τύφο. Σύμφωνα με τις αναφορές του Πλουτάρχου, το άψυχο σώμα του Μέγα Αλέξανδρου ανέλαβαν Αιγύπτιοι ταριχευτές. Αντίθετα, ο Αιγυπτιολόγος της βικτοριανής εποχής Γουάλις Μπατζ ισχυρίζεται πως το σώμα του βυθίστηκε σε μέλι, προκειμένου να αποτραπεί έτσι η αποσύνθεσή του. Ένα ή δύο χρόνια μετά το θάνατό του, το σώμα του μετακινήθηκε με προορισμό τη Μακεδονία, με τον Πτολεμαίο να το αρπάζει και να το φέρνει στην Αίγυπτο. Οι πηγές αναφέρουν πως ήθελε να έχει το σώμα του στρατηλάτη, ώστε να τον λογίζουν ως διάδοχο της αυτοκρατορίας.