Ο Antonio Salieri (1750-1825) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες έργων όπερας στο τέλος του 18ου αιώνα. Τα έργα του, 39 όπερες και εκκλησιαστική μουσική, παίζονταν σε όλη την Ευρώπη, από τη Νεάπολη μέχρι την Κοπεγχάγη, από τη Λισσαβόνα μέχρι τη Μόσχα. Στο Παρίσι τον θεωρούσαν άξιο διάδοχο του Gluck. Η όπερα του Παρισιού πραγματοποίησε με έργα του τις καλύτερες εισπράξεις της εποχής. Για τη γενική αποδοχή του είναι χαρακτηριστικό ότι ο Salieri ήταν δημοφιλής στη Γαλλία πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη μεγάλη επανάσταση, αρκετό καιρό αφού οι Βουρβόνοι είχαν επανέλθει στο θρόνο. Στη Βιέννη, όπου ο Salieri εγκαταστάθηκε νέος και σπούδασε τη μουσική, έφτασε στη θέση του διευθυντή στην «Ιταλική Όπερα» του εθνικού θεάτρου και του διευθυντή της ορχήστρας της αυτοκρατορικής αυλής. Για πολλά χρόνια αποτελούσε κεντρική φυσιογνωμία της μουσικής ζωής της Βιέννης. Δημιούργησε σημαντική περιουσία από τα έσοδα που απέφερε η εργασία του, χρηματοδοτώντας σε μεγαλύτερη ηλικία άπορους μουσικούς της Βιέννης. Περιζήτητος δάσκαλος, είχε για μαθητές του μεταξύ άλλων τους Μπετόβεν, Σούμπερτ και Λιστ. Ο Salieri ήταν από τους σπουδαιότερους μουσικούς της εποχής του, φυσικά όχι του διαμετρήματος του Mozart, του Haydn ή του Beethoven .Κι όμως, το όνομά του έμεινε στην ιστορία, όχι για τη συνολική παρουσία του στη μουσική ζωή της Ευρώπης, αλλά ως αντίζηλος και προσωπικός εχθρός του Mozart, τον οποίο μάλιστα «δολοφόνησε» με δηλητήριο. Η φήμη αυτή κυκλοφορούσε ήδη όσο ζούσε ο Salieri. Στη Βιέννη διαδόθηκε μάλιστα περί το 1823, αφού ο Salieri εισήχθη με γεροντική άνοια στο νοσοκομείο, ότι ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε σε ένα ή δύο νοσοκόμους ότι πριν από 32 χρόνια είχε δολοφονήσει τον Mozart. Το 1830, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Salieri, έγραψε ο Ρώσος ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν ένα δράμα με τίτλο «Mozart και Salieri», αναπαράγοντας σ' αυτό την ιστορία της δολοφονίας. Ο Salieri ρίχνει επί σκηνής δηλητήριο στο ποτήρι του Mozart, από το οποίο αυτός πίνει κρασί. Αργότερα δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα στις εφημερίδες της Ευρώπης και κυκλοφόρησαν βιβλία με αποκλειστικό θέμα τη δολοφονία του Mozart από τον Salieri. Στις μέρες μας επιτάθηκε αυτός ο μύθος με ένα θεατρικό έργο του Peter Schaffer και ιδιαίτερα με την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Milos Forman στην ταινία Amadeus.
Ισως σ' αυτή την υστερία εναντίον του Salieri να έπαιξε ρόλο η ανθρώπινη αδυναμία, η αδυναμία του κοινού νου να κατανοήσει την «αδικία» να πεθάνει μία ιδιοφυΐα όπως ο Mozart, απρόσμενα σε ηλικία 35 ετών. Οι κατήγοροι του Salieri εκφράζουν με το έργο τους το συλλογικό υποσυνείδητο, δημιουργώντας ένα αποδιοπομπαίο τράγο, μια και η «ζωή», η «κακιά μοίρα» ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να κατηγορήσει κανείς για τον άδικο χαμό του Mozart, δεν είναι απτό. Αν εξετάσει κάποιος τα ιστορικά γεγονότα αντικειμενικά και αναζητήσει ερμηνείες γιαδιάφορα περιστατικά, θα διαπιστώσει ότι δεν τεκμηριώνεται, όχι δολοφονία του Mozart από τον Salieri, αλλά ούτε καν αντιζηλία, πέρα από τις συνήθεις τριβές που παρουσιάζονται σε χώρους εργασίας, ιδιαίτερα μεταξύ των καλλιτεχνών, όπου οι κρίσεις και τα πρότυπα είναι εκ των πραγμάτων υποκειμενικά και ρευστά. Σημειώνουμε ότι ο Mozart και ο Salieri ακολουθούσαν τελείως διαφορετικούς δρόμους μουσικής δημιουργίας: Ο Salieri έγραφε σχεδόν αποκλειστικά όπερες του τότε κλασικού τύπου και εκκλησιαστική μουσική. Ο Mozart συνέθετε συμφωνίες, κοντσέρτα για πιάνο, για βιολί και για πνευστά, μουσική για μικρότερα σύνολα, παλαιότερα στο Salzburg εκκλησιαστική μουσική και στη Βιέννη μερικές όπερες τελείως διαφορετικού στυλ από εκείνο του Salieri. Γι' αυτό δεν τεκμηριώνεται λόγος επαγγελματικής αντιζηλίας, πέρα από, όπως προαναφέρθηκε, τις συνήθεις τριβές μεταξύ των καλλιτεχνών - διεκδίκηση μιας θέσης ή ενός καλοπληρωτή μαθητή.
Στο θεατρικό έργο Amadeus του Peter Schaffer (1979) δεν υποστηρίζεται ότι ο Salieri δολοφόνησε τον Mozart. Κεντρικός πυρήνας του έργου είναι ο φθόνος του Βενετσιάνου απέναντι στο «θεϊκό» Mozart. Ο Salieri παρουσιάζεται στο έργο σαν μεταμορφωμένος εωσφόρος που παραγγέλνει στον Mozart μία επιμνημόσυνη ακολουθία, ένα Requiem, με απώτερο σκοπό να το εκτελέσει σαν δικό του στην κηδεία του Mozart. Βέβαια, ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η παραγγελία του Requiem είχε γίνει ανώνυμα από τον κόμη Franz Walsegg-Stuppach, ο οποίος, ερασιτέχνης μουσικός και φλαουτίστας ο ίδιος, ήθελε να εκτελέσει το Requiem στη μνήμη της πεθαμένης συζύγου του. Ο κόμης είχε ρωτήσει και παλαιότερα τον Mozart, φανερά όμως, πόσο θα κόστιζε να γράψει ο συνθέτης για λογαριασμό του ορισμένα κουαρτέτα. Λέγεται ότι είχε και σε άλλη περίπτωση παρουσιάσει έργο άλλου συνθέτη ως δικό του. Όταν, αρκετά μετά το θάνατο του Mozart θέλησε η χήρα του, Konstanze, να δημοσιεύσει την παρτιτούρα του Requiem, παρουσιάστηκε ο κόμης Walsegg και διεκδίκησε τα έσοδα από τη δημοσίευση, αφού αυτός είχε πληρώσει για το έργο και ήταν δικό του (πνευματικά δικαιώματα του καλλιτέχνη και των κληρονόμων στο έργο του με τη σημερινή έννοια ήταν άγνωστα τότε). Παρ' όλα αυτά, ο Schaffer παρουσιάζει τον Salieri ως σκοτεινό αγγελιοφόρο, ενώ αυτός αποδεδειγμένα δεν έχει καμία σχέση με αυτά τα γεγονότα. Ούτε στην ταινία Amadeus του Milos Forman (1983), στην οποία πρωταγωνιστεί ο Salieri και όχι ο Mozart, φαίνεται να δολοφονείται ο μεγάλος συνθέτης. Το έργο ξεκινάει με μία «αίτηση συγγνώμης» του Salieri, επειδή «σκότωσε» τον Mozart και με μία απόπειρα αυτοκτονίας του - αμφότερα τελείως φανταστικά περιστατικά. Στη συνέχεια προβάλλεται δε μία «ομολογία» του Salieri ότι είχε πρόθεση να δολοφονήσει τον αντίζηλό του και να οικειοποιηθεί το έργο του, χωρίς όμως να το πετύχει, αφού, όπως εξελίσσεται η πλοκή του έργου, ο Mozart πεθαίνει από φυσικά αίτια και η χήρα του βγάζει έξω από το σπίτι τον Salieri, απομακρύνοντάς τον από τις παρτιτούρες του Ρέκβιεμ.
| |
Η πρόσφατη ανακάλυψη ενός μουσικού έργου που έγραψαν από κοινού οι δύο συνθέτες έρχεται να ανατρέψει οριστικά τον μύθο της μεταξύ τους αντιπαλότητας
Η πρόσφατη ανακάλυψη της παρτιτούρας που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ και ο Σαλιέρι στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Πράγας, ήταν κατά κοινή ομολογία η καθοριστικότερη εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών ως προς την κατάρριψη ενός μύθου: ο λόγος για την περιώνυμη αντιπαλότητα των δύο συνθετών η οποία, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, έφτασε σε τέτοια επίπεδα ώστε ο δεύτερος εφέρετο να έχει προκαλέσει τον θάνατο του πρώτου σε ηλικία 35 μόλις ετών.Πρόκειται για μια καντάτα διάρκειας τεσσάρων λεπτών και είναι το μουσικό έργο που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ, ο Σαλιέρι αλλά και ένας ακόμη συνθέτης ονόματι Κορνέτι, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το κομμάτι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό παιγμένο σε τσέμπαλο, με την εκπρόσωπο του Μουσείου Σάρκα Σοκάλοβα να κάνει λόγο για «πραγματικά αξιόλογο έργο». Γράφτηκε το 1785, έξι χρόνια δηλαδή πριν από τον πρόωρο θάνατο του Μότσαρτ, και αποκτήθηκε από το Μουσείο της Πράγας στα μέσα του 20ού αιώνα, ενταγμένο σε κάποια συλλογή. Ο γερμανός μουσικολόγος Τίμο Χέρμαν κατάφερε να κάνει την ταύτιση μελετώντας τους καταλόγους του Μουσείου και, όπως δήλωσε, αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στους δύο συνθέτες. Παράλληλα εξέφρασε την απόλυτη βεβαιότητά του για τη γνησιότητα του χειρογράφου. Ο τίτλος της καντάτας είναι «Per la recuperata salute di Ophelia» («Για την αποκατασταθείσα υγεία της Οφηλίας») και γράφτηκε προκειμένου να τιμήσει την ανάρρωση μιας υψιφώνου της εποχής ύστερα από κάποια ασθένεια.
Η πρόσφατη ανακάλυψη της παρτιτούρας που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ και ο Σαλιέρι στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Πράγας, ήταν κατά κοινή ομολογία η καθοριστικότερη εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών ως προς την κατάρριψη ενός μύθου: ο λόγος για την περιώνυμη αντιπαλότητα των δύο συνθετών η οποία, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, έφτασε σε τέτοια επίπεδα ώστε ο δεύτερος εφέρετο να έχει προκαλέσει τον θάνατο του πρώτου σε ηλικία 35 μόλις ετών.Πρόκειται για μια καντάτα διάρκειας τεσσάρων λεπτών και είναι το μουσικό έργο που έγραψαν από κοινού ο Μότσαρτ, ο Σαλιέρι αλλά και ένας ακόμη συνθέτης ονόματι Κορνέτι, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το κομμάτι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό παιγμένο σε τσέμπαλο, με την εκπρόσωπο του Μουσείου Σάρκα Σοκάλοβα να κάνει λόγο για «πραγματικά αξιόλογο έργο». Γράφτηκε το 1785, έξι χρόνια δηλαδή πριν από τον πρόωρο θάνατο του Μότσαρτ, και αποκτήθηκε από το Μουσείο της Πράγας στα μέσα του 20ού αιώνα, ενταγμένο σε κάποια συλλογή. Ο γερμανός μουσικολόγος Τίμο Χέρμαν κατάφερε να κάνει την ταύτιση μελετώντας τους καταλόγους του Μουσείου και, όπως δήλωσε, αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στους δύο συνθέτες. Παράλληλα εξέφρασε την απόλυτη βεβαιότητά του για τη γνησιότητα του χειρογράφου. Ο τίτλος της καντάτας είναι «Per la recuperata salute di Ophelia» («Για την αποκατασταθείσα υγεία της Οφηλίας») και γράφτηκε προκειμένου να τιμήσει την ανάρρωση μιας υψιφώνου της εποχής ύστερα από κάποια ασθένεια.