Ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτέλεσε ίσως τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Εκατό και χρόνια μετά τη γέννησή του ,εξακολουθεί να συναρπάζει παλιού και νεότερους παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως οι μεγάλοι της τέχνης: έκανε το ρεμπέτικο τέχνη και προχώρησε σε συνειδητή ρήξη με την παράδοση, εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας, καινοτόμησε στο στίχο με την απομάκρυνσή του από παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση. Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
| |
Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα. Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων. Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Το 1941 ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή της δυσβάσταχτης πείνας και φτώχειας που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τους Γερμανούς. Για να επιβιώσει, ο Τσιτσάνης άνοιξε το 1942 ένα μαγαζί. Σε συνεργασία με τον κουνιάδο του, Ανδρέα, αγόρασε ένα κτίριο στην οδό Παύλου Μελά, στο οποίο έδωσε το όνομα «Ουζερί Τσιτσάνης». Ήταν μικρό και λιτό. Χωρούσε μόλις 10 τραπέζια, τα οποία όμως γέμιζαν κάθε βράδυ που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης...Στο μαγαζί του σέρβιρε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα, τα αποθέματα το οποίων ήταν λιγοστά. Δεν μπορούσε φυσικά να ανταγωνιστεί τα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα, που ανήκαν σε πλούσιους συνεργάτες των Γερμανών και στα οποία σύχναζαν μαυραγορίτες και δοσίλογοι. Οι Γερμανοί, ίσως επειδή δεν ήταν συνηθισμένοι στην ελληνική μουσική, δεν επισκέπτονταν το κέντρο του. Περνούσαν μόνο για λίγα λεπτά, να σιγουρευτούν ότι όλα κυλούσαν ήρεμα, να πιουν μια κερασμένη μπύρα και μετά έφευγαν.Μέσα σε αυτό το μαγαζί, ακούστηκαν για πρώτη φορά ορισμένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Τσιτσάνη, εμπνευσμένα από τις αγωνίες και τη δύσκολη ζωή των καθημερινών ανθρώπων..
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979). Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα... Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Μερικά πράγματα που ίσως δεν γνωρίζετε για τον Βασίλη Τσιτσάνη:
- Γεννήθηκε την ίδια ημέρα που πέθανε: στις 18 Ιανουαρίου. Το 1915 ήταν το έτος γέννησής του και το 1984 το έτος θανάτου του.
- Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση
- Οι πρώτες του επιρροές ήταν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τον σπουδαίο - αλλά αδικημένο από την Ιστορία - τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια
- Επί δικτατορίας Μεταξά με τα ρεμπέτικα να μπαίνουν στο περιθώριο, ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες.
- Τον Μάρτιο του 1938 υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνούσε στην ώρα του, γεγονός που εξόργιζε τους διοικητές του. Περνούσε πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου έγραψε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα».
- Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης», το οποίο έγινε διάσημο. Εκεί, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου.
- Μερικές από τις νέες φωνές που έφερε στο προσκήνιο και δέθηκαν μαζί του ήταν η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας.
- Ο Τσιτσάνης πρωτοείδε την Μαρίκα Νίκου το 1949 και όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του στον Κ. Χατζηδουλή «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ' άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (...)» ΄Εγιναν ζευγάρι, έζησαν και χώρισαν επεισοδιακά τη δεκαετία του '50 εξαιτίας περιοδείας στη Νέα Υόρκη. «Δεν θα πας» της είπε ο Τσιτσάνης. «Θα πάω» απάντησε η Νίνου. Και πήγε μόνη της. Κάποτε ξαναγύρισε. Ήταν άρρωστη. «Ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσοκομείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε...», έχει πει ο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
- Ηταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της χώρας, και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο ακόμη και όταν η ομάδα του έπαιζε μακριά από τα Τρίκαλα