Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας.
Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε πιθανότατα το 285 μ.Χ. στη Ναΐσσό (σημερινή Νίς) της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν γιος του Ιλλυριού Κωνσταντίνου του Χλωρού και της ανεπίσημης συζύγου του Ελένης, που ήταν Χριστιανή. Από νεαρή ηλικία ο Κωνσταντίνος ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, στο οποίο διέπρεψε. Όταν το 305 μ.Χ. οι δυο πρώτοι Αύγουστοι της Ρώμης, Μαξιμιανός και Διοκλητιανός, παραιτήθηκαν από το αξίωμα τους, νέοι Αύγουστοι ανακηρύχτηκαν, στην Ανατολή ο Γαλέριος και στη Δύση ο Κωνστάντιος. Το επόμενο έτος (306) ο Κωνστάντιος πέθανε στη Βρετανία και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο στη Δύση τον Κωνσταντίνο. Ο γάμος του με τη Φούστα, κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του κατοπινού Αύγουστου Μαξέντιου, τον διευκόλυνε από πολιτικής πλευράς σ' αυτό. Πραγματικά την ίδια εποχή μια επανάσταση στη Ρώμη από το λαό και στρατό ανέτρεψε το Γαλέριο και ανακήρυξε Αύγουστο το Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού που είχε παραιτηθεί. Ο Μαξιμιανός ενώθηκε με το γιο του και πήρε πάλι το αυτοκρατορικό αξίωμα. Ο Γαλέριος στο μεταξύ είχε αναγνωρίσει ως νέο Αύγουστο της Ανατολής το Λικίνιο. Ακολουθεί μια περίοδος εμφύλιου πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Γαλέριος και ο Μαξιμιανός πέθαναν. Ο Κωνσταντίνος τότε έκλεισε συμμαχία με το Λικίνιο και νίκησε το Μαξέντιο σε αποφασιστική μάχη κοντά στη Ρώμη, το 312 μ.Χ. Ο Μαξέντιος, προσπαθώντας ν' αποφύγει την αιχμαλωσία του, πνίγηκε στον Τίβερη. Οι δυο νικητές Κωνσταντίνος και Λικίνιος συναντήθηκαν στο Μεδιόλανο (Μιλάνο), όπου υπέγραψαν το περίφημο «"Εδικτον των Μεδιολάνων» (Διάταγμα του Μιλάνου)
Ο Κωνσταντίνος βαρύνεται και με δυο μεγάλα εγκλήματα: Κατηγορείται ως συζυγοκτόνος και παιδοκτόνος. Γύρω απ’ τα εγκλήματα αυτά γράφτηκαν πολλά από τους χριστιανούς Πατέρες και χρονογράφους καθώς και τους εθνικούς. Ο Φιλοστόργιος είναι ο πρώτος που αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος σκότωσε το γιο του Κρίσπο και τη γυναίκα του Φαύστα. Πρώτα, λέει, πως θανατώθηκε ο Κρίσπος, γιατί συκοφαντήθηκε από τη Φαύστα και αργότερα είχε την ίδια τύχη και η Φαύστα, γιατί την έπιασαν να συνουσιάζεται με έναν δούλο του παλατιού. Γι αυτό πρόσταξε να τη θανατώσουν στο λουτρό της με ζεματιστό νερό. Αργότερα ο Σιδώνιος Απολινάριος, σε μια επιστολή του γράφει πως με τον τρόπο αυτόν θανατώθηκε η Φαύστα, ενώ ο Κρίσπος δηλητηριάστηκε. Όμως άλλες προγενέστερες πηγές λένε πως ο Κρίσπος θανατώθηκε με ξίφος. Ο Ζώσιμος πάλι ιστορεί πως ο Κωνσταντίνος επειδή υποπτεύτηκε πως ο Κρίσπος είχε ερωτικές σχέσεις με τη μητριά του Φαύστα, πρόσταξε να τον σκοτώσουν. Δεν έχει φυσικά σημασία αν με τον ένα ή άλλο τρόπο ο Κωνσταντίνος θανάτωσε τη γυναίκα του και το γιο του, σημασία έχει πως τα δυο αυτά εγκλήματα τον βαρύνουν.
Ωστόσο, οι ειρηνικές σχέσεις ανάμεσα στους δυο Αύγουστους δεν κράτησαν πολύ. Ο αγώνας άρχισε μεταξύ τους και κατέληξε σε ολοκληρωτική νίκη του Κωνσταντίνου του 324 μ.Χ., στο θάνατο του Λικίνιου και στην ανάδειξη του Κωνσταντίνου ως μοναδικού αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του Κωνσταντίνου επηρέασε σημαντικά τη μελλοντική ιστορία, όχι μόνο της αυτοκρατορίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου.
Οι λόγοι της μεταστροφής του Κωνσταντίνου
Γιατί όμως ο Κωνσταντίνος ευνόησε το Χριστιανισμό, που μέχρι τότε ήταν σε διωγμό και σε παρανομία; Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκαν τόσο ιστορικοί όσο και θεολόγοι. Πολλά ερωτηματικά είχαν γεννηθεί όπως:
- Η εύνοια αυτή πρέπει να θεωρηθεί σαν απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας;
- Θεώρησε το Χριστιανισμό απλώς ως μέσον επιτυχίας των πολιτικών του σκοπών;
- Στην απόφαση του μήπως συνέβαλαν και οι δυο αυτοί παράγοντες (δηλ. πολιτικοί και πνευματικοί);
Η λύση του προβλήματος παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία, εξαιτίας των εντελώς αντίθετων πληροφοριών που δίνουν οι πηγές. Ο Επίσκοπος Ευσέβιος, για παράδειγμα, περιγράφει έναν Κωνσταντίνο που είναι τελείως αλλιώτικος απ' αυτόν που μας δίνει ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Έτσι οι ιστορικοί βρήκαν μια διέξοδο, να δίνουν δηλ. απαντήσεις στο πολύπλοκο αυτό πρόβλημα σύμφωνα με τις προσωπικές τους απόψεις.
Οι λόγοι της μεταστροφής του Κωνσταντίνου
Γιατί όμως ο Κωνσταντίνος ευνόησε το Χριστιανισμό, που μέχρι τότε ήταν σε διωγμό και σε παρανομία; Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκαν τόσο ιστορικοί όσο και θεολόγοι. Πολλά ερωτηματικά είχαν γεννηθεί όπως:
- Η εύνοια αυτή πρέπει να θεωρηθεί σαν απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας;
- Θεώρησε το Χριστιανισμό απλώς ως μέσον επιτυχίας των πολιτικών του σκοπών;
- Στην απόφαση του μήπως συνέβαλαν και οι δυο αυτοί παράγοντες (δηλ. πολιτικοί και πνευματικοί);
Η λύση του προβλήματος παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία, εξαιτίας των εντελώς αντίθετων πληροφοριών που δίνουν οι πηγές. Ο Επίσκοπος Ευσέβιος, για παράδειγμα, περιγράφει έναν Κωνσταντίνο που είναι τελείως αλλιώτικος απ' αυτόν που μας δίνει ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Έτσι οι ιστορικοί βρήκαν μια διέξοδο, να δίνουν δηλ. απαντήσεις στο πολύπλοκο αυτό πρόβλημα σύμφωνα με τις προσωπικές τους απόψεις.
Ο Γάλλος ιστορικός Boissier γράφει σχετικά στο βιβλίο του «Η πτώση του Ειδωλολατρισμού»: «Δυστυχώς, όταν ασχολούμεθα με μεγάλους άνδρες, που έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην ιστορία και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπάνια είμαστε ικανοποιημένοι κι από τις πιο φυσικές εξηγήσεις.Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες, πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τους αποδίδουμε μια λεπτότητα και ένα βάθος σκέψεως ή απιστίας, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί.' Όλα αυτά έχουν την εφαρμογή τους στην περίπτωση του Κωνσταντίνου. Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του. στις θρησκευτικές υποθέσεις, που τον πρόβαλλαν σαν ένα γνήσιο πιστό, τόσο πιο βάσιμες γίνονταν οι προσπάθειες μας ν' αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε ένας σκεπτικιστής, που στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία1 εκείνη που τον ευνοούσε περισσότερο». Στο έργο του Α. Vasiliev Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίσκει κανείς ένα μεγάλο αριθμό απόψεων ιστορικών και θεολόγων όλων των εποχών για τα αίτια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου υπέρ του Χριστιανισμού. Είναι απόψεις από όμοιες ή παραπλήσιες μέχρι εντελώς αντίθετες, παράδοξες, αφύσικες, που είναι ολοφάνερο πως απηχούν εντελώς προσωπικές εκτιμήσεις, ανάλογα με το αν το θέμα εξετάζεται με γνώμονα την πολιτική οξυδέρκεια και σκοπιμότητα ή τη θρησκευτική και πνευματική πεποίθηση του αυτοκράτορα.
Ωστόσο, μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του οπωσδήποτε επηρέασε βαθύτατα τη νέα θρησκεία, η οποία τον εξυπηρετούσε από πολλές απόψεις. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θ' αποτελούσε την κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας και θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της, μέσα από μια ενοποίηση της Εκκλησίας. Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου συνήθως σχετίζεται με το «δράμα» που είδε κατά τη διάρκεια του πολέμου του με το Μαξέντιο, που ήταν ένας φωτεινός Σταυρός στον ουρανό με τις λέξεις «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές εκδοχές γύρω απ' αυτό το περιστατικό.
Ωστόσο, μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του οπωσδήποτε επηρέασε βαθύτατα τη νέα θρησκεία, η οποία τον εξυπηρετούσε από πολλές απόψεις. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θ' αποτελούσε την κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας και θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της, μέσα από μια ενοποίηση της Εκκλησίας. Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου συνήθως σχετίζεται με το «δράμα» που είδε κατά τη διάρκεια του πολέμου του με το Μαξέντιο, που ήταν ένας φωτεινός Σταυρός στον ουρανό με τις λέξεις «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές εκδοχές γύρω απ' αυτό το περιστατικό.
- Η πρώτη περιγραφή του θαύματος αυτού ανήκει στο σύγχρονο του Κωνσταντίνου και χριστιανό Λακτάνιο, ο οποίος μίλησε όχι για όραμα αλλά για όνειρο, στο βιβλίο του «Ό θάνατος των Διωκτών» (DE MORTIBUS PERSECOTORUM) και τονίζει ότι μ' αυτό ο Κωνσταντίνος πήρε θεϊκό μήνυμα να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του θεϊκού σημείου του Σταυρού.
- Ο Ευσέβιος, σύγχρονος κι αυτός του Κωνσταντίνου, αναφέρεται σε δυο έργα του στα σχετικά με τη νίκη κατά του Μαξέντιου: Στο παλιότερο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» γράφει μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας εναντίον της Ρώμης, «προσευχήθηκε στο θεό του ουρανού και στο Λόγο του, τον Ιησού Χριστό, το Λυτρωτή του Σύμπαντος», χωρίς ν' αναφέρει τίποτε για όραμα ή όνειρο. Σ' ένα νεότερο κατά 25 χρόνια έργο του «Ή ζωή του Κωνσταντίνου» αναφέρει ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε με όρκο το γνωστό περιστατικό του οράματος με το Σταυρό, που κατατρόμαξε και τον ίδιο και το στρατό του. Την επόμενη νύχτα είδε σε όνειρο το Χριστό, που τον συμβούλεψε να κατασκευάσει ομοίωμα του Σταυρού και μ' αυτό επικεφαλής να βαδίσει εναντίον των εχθρών του. Την επόμενη μέρα, πραγματικά ο Κωνσταντίνος κάλεσε τους συμβούλους του και τους διοικητές του στρατού του, τους περιέγραψε το όνειρο και διέταξε την κατασκευή μιας σημαίας, γνωστής ως «Λάβαρον». Αυτό ήταν ένας μεγάλος Σταυρός, σε σχήμα κονταριού. Από το εγκάρσιο τμήμα του κρεμόταν ένα μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με χρυσάφι και διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες, που πάνω του είχε τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δυο παιδιών του. Στην άκρη του Σταυρού, γύρω από το μονόγραμμα του Χριστού, υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι. Το Λάβαρο αυτό από τότε έγινε η Σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν κι άλλες ακόμα μαρτυρίες και πληροφορίες για το θείο όραμα σε συγγράμματα άλλων συγγραφέων, που όμως διαφέρουν τόσο μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν ν' αποτελέσουν ιστορικό υλικό. Ο Χριστιανισμός επί βασιλείας του Μεγ. Κωνσταντίνου απόκτησε επίσημα το δικαίωμα να υπάρχει και να διαδίδεται. Ωστόσο, το πρώτο Διάταγμα υπέρ των Χριστιανών εκδόθηκε το 311 μ.Χ. από το Γαλέριο, που ήταν ένας από τους τρομερότερους διώκτες του. Με το Διάταγμα αυτό επιτρεπόταν στους Χριστιανούς να υπάρχουν νόμιμα και συγχωρούσε την αντίσταση τους να γίνουν ειδωλολάτρες, όπως διέταζε η Κυβέρνηση.
- Ο Ευσέβιος, σύγχρονος κι αυτός του Κωνσταντίνου, αναφέρεται σε δυο έργα του στα σχετικά με τη νίκη κατά του Μαξέντιου: Στο παλιότερο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» γράφει μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας εναντίον της Ρώμης, «προσευχήθηκε στο θεό του ουρανού και στο Λόγο του, τον Ιησού Χριστό, το Λυτρωτή του Σύμπαντος», χωρίς ν' αναφέρει τίποτε για όραμα ή όνειρο. Σ' ένα νεότερο κατά 25 χρόνια έργο του «Ή ζωή του Κωνσταντίνου» αναφέρει ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε με όρκο το γνωστό περιστατικό του οράματος με το Σταυρό, που κατατρόμαξε και τον ίδιο και το στρατό του. Την επόμενη νύχτα είδε σε όνειρο το Χριστό, που τον συμβούλεψε να κατασκευάσει ομοίωμα του Σταυρού και μ' αυτό επικεφαλής να βαδίσει εναντίον των εχθρών του. Την επόμενη μέρα, πραγματικά ο Κωνσταντίνος κάλεσε τους συμβούλους του και τους διοικητές του στρατού του, τους περιέγραψε το όνειρο και διέταξε την κατασκευή μιας σημαίας, γνωστής ως «Λάβαρον». Αυτό ήταν ένας μεγάλος Σταυρός, σε σχήμα κονταριού. Από το εγκάρσιο τμήμα του κρεμόταν ένα μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με χρυσάφι και διακοσμημένο με πολύτιμες πέτρες, που πάνω του είχε τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δυο παιδιών του. Στην άκρη του Σταυρού, γύρω από το μονόγραμμα του Χριστού, υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι. Το Λάβαρο αυτό από τότε έγινε η Σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν κι άλλες ακόμα μαρτυρίες και πληροφορίες για το θείο όραμα σε συγγράμματα άλλων συγγραφέων, που όμως διαφέρουν τόσο μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν ν' αποτελέσουν ιστορικό υλικό. Ο Χριστιανισμός επί βασιλείας του Μεγ. Κωνσταντίνου απόκτησε επίσημα το δικαίωμα να υπάρχει και να διαδίδεται. Ωστόσο, το πρώτο Διάταγμα υπέρ των Χριστιανών εκδόθηκε το 311 μ.Χ. από το Γαλέριο, που ήταν ένας από τους τρομερότερους διώκτες του. Με το Διάταγμα αυτό επιτρεπόταν στους Χριστιανούς να υπάρχουν νόμιμα και συγχωρούσε την αντίσταση τους να γίνουν ειδωλολάτρες, όπως διέταζε η Κυβέρνηση.
Το 325 συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικουμενική Σύνοδο, που καθόρισε το δόγμα του Χριστιανισμού (“Πιστεύω”). Ο Μ. Κωνσταντίνος μετά τη Σύνοδο της Νικαίας αποφάσισε να χτίσει νέα πρωτεύουσα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και μετά από πολλές σκέψεις κατέληξε στην εκλογή του αρχαίου Βυζαντίου στο Βόσπορο. Τίμησε τη νέα πόλη με πολυάριθμες Εκκλησίες. Τους ναούς αυτούς προίκισε με τα αναγκαία για τη λατρεία ιερά βιβλία και το έργο αυτό ανέθεσε στο φίλο του Επίσκοπο Καισαρείας. Τα σύμβολα της νέας Πίστεως στόλιζαν με πολλούς τρόπους τη νέα πόλη και τα ανάκτορα της. Παράλληλα φρόντισε να συγκεντρώσει σ' αυτήν πολλά από τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης και θρησκείας, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε άδικα. Γιατί αν εξετάσουμε με προσοχή αυτά που ο Κωνσταντίνος μετέφερε στη νέα πόλη από τις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα δούμε ότι και λίγα ήταν και τα πιο εγκαταλειμμένα, που οπωσδήποτε θα χάνονταν. Ούτε από την Αθήνα, ούτε από την Ολυμπία, ούτε από τους Δελφούς μετακίνησε τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης. Μόνο στον Ιππόδρομο στήθηκε τότε ο «χρυσούς τρίπους των Δελφών» με τον τρικέφαλο χάλκινο όφι. Από τα άλλα αναφέρουμε τις εικόνες των Ελικωνίδων Μουσών (από την κορυφή του Ελικώνα), που κόσμησαν τα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης. Τα εγκαίνια, έγιναν στις 11 Μαίου 330 μ.Χ. με μεγαλοπρέπεια και η πόλη αφιερώθηκε στην ιδιαίτερη προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, Υπερμάχου Στρατηγού της Πόλεως. Οι γιορτές κράτησαν 40 μέρες κι επαναλαμβάνονταν για πολλούς αιώνες. Εκεί οικοδομήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εκεί παρέμεινε η έδρα του μέχρι σήμερα. Η ιερή πόλη έχει συνδέσει το όνομα της με τη βυζαντινή δόξα, με τους αγώνες και τις θυσίες του Ελληνισμού κατά των απειράριθμων εχθρών του.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε την 22α Μαΐου του 337 μ.Χ. κοντά στη Νικομήδεια; σε ηλικία 63 χρονών, αφού βασίλεψε για 30 χρόνια. Λίγο πριν από το θάνατο του βαφτίστηκε από τον Επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο. Ο Κωνσταντίνος πέθανε σχετικά νέος, ενώ η μητέρα του έζησε πάνω από 80 χρόνια. Τα παιδιά του, ωστόσο, τα είχε βαφτίσει χριστιανούς από μικρή ηλικία. Τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος εκτιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από πολλές πλευρές. Αν και μπορούμε να πούμε ότι ο Κωνσταντίνος πέθανε χωρίς να έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα του, ωστόσο άφησε πίσω του ένα αξιόλογο έργο, τόσο στον πολιτικό όσο και στο θρησκευτικό τομέα:
- Πραγματοποίησε την ενότητα του Κράτους.
- Πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ενότητα του Χριστιανισμού.
- Περιόρισε τους κινδύνους από τους εξωτερικούς εχθρούς.
- Δημιούργησε τη νέα πρωτεύουσα, που θ' αποτελέσει την εστία αναβιώσεως του Ελληνισμού, με το Βυζάντιο και το κέντρο της Ορθοδοξίας. Για όλες αυτές τις προσφορές του η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός του 4. αι. μ.Χ. Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο, η ιστορία τον ονόμασε «Μέγα» και η Εκκλησία αυτόν μαζί με τη μητέρα του Ελένη τους ανακήρυξε «Αγίους και Ισαποστόλους». Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί παρομοίωσαν τον Κωνσταντίνο με το Μ. Πέτρο της Ρωσίας και τον Μ. Ναπολέοντα της Γαλλίας. Ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικών του Κωνσταντίνου», με σκοπό να δοξολογήσει το θρίαμβο του Χριστιανισμού, που έθεσε τέρμα στα δημιουργήματα του Σατανά-τους ψεύτικους θεούς-και που εξαφάνισε την ειδωλόλατρεία. Γράφει σχετικά: «Ένας θεός κηρύχτηκε σ' όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο θεό, σαν δυο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν για το καλό των ανθρώπων η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Χριστιανική ευσέβεια. Δυο παντοδύναμες δυνάμεις, ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία, για να ενωθούν τελικά σε μια έκφραση καθαρά ελληνική, το Βυζάντιο».
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε την 22α Μαΐου του 337 μ.Χ. κοντά στη Νικομήδεια; σε ηλικία 63 χρονών, αφού βασίλεψε για 30 χρόνια. Λίγο πριν από το θάνατο του βαφτίστηκε από τον Επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο. Ο Κωνσταντίνος πέθανε σχετικά νέος, ενώ η μητέρα του έζησε πάνω από 80 χρόνια. Τα παιδιά του, ωστόσο, τα είχε βαφτίσει χριστιανούς από μικρή ηλικία. Τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος εκτιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από πολλές πλευρές. Αν και μπορούμε να πούμε ότι ο Κωνσταντίνος πέθανε χωρίς να έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα του, ωστόσο άφησε πίσω του ένα αξιόλογο έργο, τόσο στον πολιτικό όσο και στο θρησκευτικό τομέα:
- Πραγματοποίησε την ενότητα του Κράτους.
- Πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ενότητα του Χριστιανισμού.
- Περιόρισε τους κινδύνους από τους εξωτερικούς εχθρούς.
- Δημιούργησε τη νέα πρωτεύουσα, που θ' αποτελέσει την εστία αναβιώσεως του Ελληνισμού, με το Βυζάντιο και το κέντρο της Ορθοδοξίας. Για όλες αυτές τις προσφορές του η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός του 4. αι. μ.Χ. Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο, η ιστορία τον ονόμασε «Μέγα» και η Εκκλησία αυτόν μαζί με τη μητέρα του Ελένη τους ανακήρυξε «Αγίους και Ισαποστόλους». Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί παρομοίωσαν τον Κωνσταντίνο με το Μ. Πέτρο της Ρωσίας και τον Μ. Ναπολέοντα της Γαλλίας. Ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικών του Κωνσταντίνου», με σκοπό να δοξολογήσει το θρίαμβο του Χριστιανισμού, που έθεσε τέρμα στα δημιουργήματα του Σατανά-τους ψεύτικους θεούς-και που εξαφάνισε την ειδωλόλατρεία. Γράφει σχετικά: «Ένας θεός κηρύχτηκε σ' όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο θεό, σαν δυο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν για το καλό των ανθρώπων η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Χριστιανική ευσέβεια. Δυο παντοδύναμες δυνάμεις, ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία, για να ενωθούν τελικά σε μια έκφραση καθαρά ελληνική, το Βυζάντιο».