Χαρισματικός στρατηγός, πολιτικός, νομοθέτης,ρήτορας και ιστορικός υπήρξε από τις επιφανέστερες μορφές του αρχαίου κόσμου. Ήταν ο πολιτικός που πρωταγωνίστησε στον μετασχηματισμό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ως ισόβιος ύπατος και δικτάτορας από τον Μάρτη του 44 π.Χ.,κατείχε όλες τις εξουσίες, όντας μέγας ποντίφικας (αρχηγός της θρησκείας) από το 63 π.Χ. και praefectus των ηθών από το 46 π.Χ. Γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες οικογένειες της Ρώμης, έσπασε όλους τους συγγενικούς δεσμούς και η άμετρη φιλοδοξία του οδήγησε στην ένταξή του στη δημοκρατική μερίδα. Έχοντας ανάγκη από χρήματα, αναγκάστηκε να καταφύγει για δανεισμό στον Κράσσο που τον βοηθούσε, γιατί διέβλεπε την οργανωτική ικανότητα και τη στρατηγική ευφυία του. Όταν ο Πομπήιος, επιστρέφοντας στη Ρώμη, συνάντησε την άρνηση της Συγκλήτου να επικυρώσει τις πράξεις του, υπογράφει μαζί με τον Κράσσο και τον Καίσαρα πολιτική συμφωνία διαμερισμού της εξουσίας. Έτσι, δημιουργήθηκε η πρώτη τριανδρία (60 π.Χ.). Το 59 π.Χ. ο Καίσαρας εκλέχτηκε ύπατος και αναχωρεί για την επαρχία του, όπου, μετά από μακρόχρονους αγώνες (58 - 50),κατορθώνει να υποτάξει την πέρα από τις Άλπεις Γαλατία, που εκτός από τη σημερινή Γαλλία, περιελάμβανε και μεγάλο μέρος της Ελβετίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Μετά το θάνατο του Κράσσου, που φονεύτηκε πολεμώντας εναντίον των Πάρθων, ο Πομπήιος, κύριος της κατάστασης στη Ρώμη, ανακαλεί τον Καίσαρα με σκοπό να τον εκμηδενίσει. Ο Καίσαρας μαθαίνοντας τα σχέδια, οργανώνει το στρατό του στο Ρουβίκωνα ποταμό, εξού και η φράση διέβη τον Ρουβίκωνα και βαδίζει εναντίον της Ρώμης. Ο Ρουβίκωνας είναι ένας μικρός ποταμός, κοντά στο Ρίμινι της Ιταλίας, το όριο που χώριζε την Ιταλία από τη Γαλατία. Όποιος τολμούσε να τον περάσει, ήταν εχθρός της Ρώμης και θα εκτελούνταν. Ο νόμος αυτός ονομαζόταν «imperium» και προστάτευε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία από στρατιωτικά πραξικοπήματα. Ο Καίσαρας διέσχισε τον Ρουβίκωνα μαζί με τη 13η Λεγεώνα και μπήκε ένοπλος στη Ρώμη. Στις 10 Ιανουαρίου του 49 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό Ρουβίκωνα και κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και του πρώην συμμάχου του, Πομπήιου. Τελικά η σύγκρουση έγινε στα Φάρσαλα, το 48 π.Χ. Ο Καίσαρας νίκησε κι ανάγκασε τον Πομπήιο να καταφύγει στην Αίγυπτο, για να φονευτεί από το βασιλιά της Πτολεμαίο ΙΓ'.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του, ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ έπρεπε να παντρευτεί και να συμβασιλεύσει με την αδελφή του Κλεοπάτρα. Ο Ποθεινός όμως την είχε αναγκάσει να φύγει από την Αλεξάνδρεια -η συμπεριφορά του προς τον Καίσαρα ήταν εχθρική. Εχθρική επίσης ήταν η συμπεριφορά της ρωμαϊκής φρουράς που η Σύγκλητος είχε από πολύν καιρό εγκαταστήσει στην Αλεξάνδρεια, δεδομένου ότι η Αίγυπτος είχε περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Επιζητώντας τη συμμαχία της Κλεοπάτρας, ο Καίσαρ την κάλεσε στην Αλεξάνδρεια. Ένας υπηρέτης έφτασε φορτωμένος με ένα χαλί ή κάλυμμα στρώματος, το άνοιξε στα πόδια του Καίσαρα και εμφανίστηκε η Κλεοπάτρα. Η εμφάνιση της επέσπευσε τις εξελίξεις. Ο Ποθεινός και ο στρατηγός Αχιλλάς αποφάσισαν την εξόντωση του Καίσαρα. Αυτός το πληροφορήθηκε και θανάτωσε τον Ποθεινό, ο Αχιλλάς όμως διέφυγε και πολιόρκησε τον Καίσαρα στα ανάκτορα βοηθούμενος από τη ρωμαϊκή φρουρά. Ο Καίσαρ μετέτρεψε τα ανάκτορα και το γειτονικό θέατρο σε φρούριο, έστειλε για ενισχύσεις στη Μικρά Ασία και στη Ρόδο κι έκαψε τα πλοία του για να μη πέσουν στα χέρια των επαναστατών. Τότε κάηκε ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας. Ο Καίσαρ κινδύνεψε σοβαρά πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της πολιορκίας κι ο Πτολεμαίος, πιστεύοντας ότι οι Αιγύπτιοι ήταν νικητές, διέφυγε από τα ανάκτορα αλλά από τότε δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτόν. Όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, ο Καίσαρ επιβλήθηκε και εγκατέστησε την Κλεοπάτρα στον θρόνο με συμβασιλέα τον νεώτερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ΄. Έμεινε εννέα μήνες στην Αίγυπτο, σαγηνευμένος από τη βασίλισσα, άλλωστε, η συμμαχία τους απέφερε πλην των άλλων και ένα γιο, τον Πτολεμαίο ΙΕ΄, τον αποκαλούμενο Καισαρίωνα -ή τουλάχιστον αυτό διατεινόταν η Κλεοπάτρα. Όταν έμαθε ότι ο γιος του Μιθριδάτη Φαρνάκης ενεργούσε κατά των Ρωμαίων στην Ασία, εξεστράτευσε εναντίον του τον Ιούνιο του 47, κινήθηκε με την ταχύτητα που τον χαρακτήριζε από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο και νίκησε τον Φαρνάκη στη Ζέλα. Στη Ρώμη έγραψε «veni, vidi, vici» (ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα).
Το χρονικό της δολοφονίας
Τα γεγονότα της ημέρας της δολοφονίας του Καίσαρα αναφέρονται από διάφορες πηγές και παρουσιάζουν τις τελευταίες δραματικές στιγμές του Ρωμαίου ηγέτη σαν να είναι βγαλμένες από σαιξπηρικό έργο, ενώ κάποιες λεπτομέρειες που αναφέρονται κάνουν δύσκολη της επαλήθευση τους από τους ιστορικούς. Σε ένα αγώνα προειδοποιήσεων, από μέρους των φίλων του Καίσαρα και αποφασιστικότητας και αντοχής από μέρους των συνωμοτών, αυτή η ταραχώδης μέρα σηματοδότησε τόσο συμβολικά όσο και θεσμικά το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι συνωμότες έστησαν το σκηνικό της δολοφονίας στη συνεδρίαση της συγκλήτου στις 15 Μαρτίου..Ήδη την προηγούμενη μέρα της δολοφονίας, στις 14 του Μαρτίου, σε ένα συμπόσιο που παρευρέθηκε ο Καίσαρας, είχε ερωτηθεί ποιο θάνατο θα προτιμούσε. Ο Ρωμαίος ηγέτης τότε απάντησε: «Έναν απροσδόκητο», χωρίς βέβαια να υποψιάζεται τι τον περίμενε την μέρα που θα ξημέρωνε. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη προειδοποίηση που έγινε στον Καίσαρα από φίλους του, που ίσως είχαν πληροφορηθεί ή προέβλεψαν την επερχόμενη συνωμοσία. Το πρωί της τραγικής μέρας, η γυναίκα του Καίσαρα Καλπουρνία, του διηγήθηκε πως το προηγούμενο βράδυ ονειρεύτηκε πως τον αγκάλιαζε όντας δολοφονημένος και είδε ότι κατέρρευσε η οροφή του σπιτιού. Ο Καίσαρας, αν και δεν συνήθιζε να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τέτοιου είδους σημάδια ως προειδοποιήσεις, θορυβήθηκε εξαιτίας της ανησυχίας της γυναίκας του και κάλεσε οιωνοσκόπους να του εξηγήσουν τους οιωνούς εκείνης της μέρας. Όλοι συμφώνησαν πως οι θυσίες έδειξαν πως οι οιωνοί ήταν καθόλα αρνητικοί. Εκείνο το πρωί όλα θύμιζαν την προειδοποίηση του οιωνοσκόπου Σπουρίννα πριν από κάποιες μέρες, όταν είχε ανακοινώσει στον Καίσαρα έναν κίνδυνο όχι μετά από τις ειδούς του Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη ο Καίσαρας θα ξαναντάμωνε με τον Σπουρίννα. Ο Καίσαρας, κυρίως εξαιτίας πιέσεων που δέχτηκε από τη γυναίκα του, σκέφτηκε να στείλει τον Αντώνιο να ειδοποιήσει τους συγκλητικούς πως η συνάντηση θα ακυρωνόταν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο σπίτι του ο Δέκιμος Βρούτος, ο οποίος αφού περιγέλασε τους οιωνοσκόπους, τον καθησύχασε λέγοντας του πως θα ήταν πιο σωστό προς τους συγκλητικούς, αν ήθελε να ακυρώσει τη συνεδρίαση, να παραβρεθεί και να το ανακοινώσει ο ίδιος. Τελικά, αφού του φόρεσε τα υποδήματα, πήρε τον Καίσαρα από το χέρι και τον συνόδευσε μέχρι τη Σύγκλητο. Ο Βρούτος, εκείνο το πρωί, ξεκίνησε οπλισμένος από το σπίτι του για την οικία του Καίσαρα, ενώ οι άλλοι συνωμότες μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο σπίτι του Κάσσιου και μετά κατευθύνθηκαν στον χώρο συνάντησης στη Στοά του Πομπηίου. Μόλις ξεκίνησε ο Καίσαρας με τον Βρούτο για το χώρο της συνάντησης, ένας σκλάβος έτρεξε αμέσως στο σπίτι του Καίσαρα και ζήτησε να μείνει εκεί μέχρι την επιστροφή του Καίσαρα γιατί είχε κάτι πολύ σημαντικό να του ανακοινώσει. Θεωρείται πως αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση, εκείνη τη μέρα για τη συνωμοσία και την επερχόμενη δολοφονία του Ρωμαίου ηγέτη..Στην πορεία τους προς τη ρωμαϊκή Γερουσία (κουρία) το πλήθος ήθελε να προσεγγίσει τον Καίσαρα καθώς ήταν αγαπητός και σαφώς ο πιο δημοφιλής άνδρας της Ρώμης, αλλά και για να του ζητήσει χάρες και διάφορα αιτήματα....
Τα γεγονότα της ημέρας της δολοφονίας του Καίσαρα αναφέρονται από διάφορες πηγές και παρουσιάζουν τις τελευταίες δραματικές στιγμές του Ρωμαίου ηγέτη σαν να είναι βγαλμένες από σαιξπηρικό έργο, ενώ κάποιες λεπτομέρειες που αναφέρονται κάνουν δύσκολη της επαλήθευση τους από τους ιστορικούς. Σε ένα αγώνα προειδοποιήσεων, από μέρους των φίλων του Καίσαρα και αποφασιστικότητας και αντοχής από μέρους των συνωμοτών, αυτή η ταραχώδης μέρα σηματοδότησε τόσο συμβολικά όσο και θεσμικά το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι συνωμότες έστησαν το σκηνικό της δολοφονίας στη συνεδρίαση της συγκλήτου στις 15 Μαρτίου..Ήδη την προηγούμενη μέρα της δολοφονίας, στις 14 του Μαρτίου, σε ένα συμπόσιο που παρευρέθηκε ο Καίσαρας, είχε ερωτηθεί ποιο θάνατο θα προτιμούσε. Ο Ρωμαίος ηγέτης τότε απάντησε: «Έναν απροσδόκητο», χωρίς βέβαια να υποψιάζεται τι τον περίμενε την μέρα που θα ξημέρωνε. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη προειδοποίηση που έγινε στον Καίσαρα από φίλους του, που ίσως είχαν πληροφορηθεί ή προέβλεψαν την επερχόμενη συνωμοσία. Το πρωί της τραγικής μέρας, η γυναίκα του Καίσαρα Καλπουρνία, του διηγήθηκε πως το προηγούμενο βράδυ ονειρεύτηκε πως τον αγκάλιαζε όντας δολοφονημένος και είδε ότι κατέρρευσε η οροφή του σπιτιού. Ο Καίσαρας, αν και δεν συνήθιζε να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τέτοιου είδους σημάδια ως προειδοποιήσεις, θορυβήθηκε εξαιτίας της ανησυχίας της γυναίκας του και κάλεσε οιωνοσκόπους να του εξηγήσουν τους οιωνούς εκείνης της μέρας. Όλοι συμφώνησαν πως οι θυσίες έδειξαν πως οι οιωνοί ήταν καθόλα αρνητικοί. Εκείνο το πρωί όλα θύμιζαν την προειδοποίηση του οιωνοσκόπου Σπουρίννα πριν από κάποιες μέρες, όταν είχε ανακοινώσει στον Καίσαρα έναν κίνδυνο όχι μετά από τις ειδούς του Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη ο Καίσαρας θα ξαναντάμωνε με τον Σπουρίννα. Ο Καίσαρας, κυρίως εξαιτίας πιέσεων που δέχτηκε από τη γυναίκα του, σκέφτηκε να στείλει τον Αντώνιο να ειδοποιήσει τους συγκλητικούς πως η συνάντηση θα ακυρωνόταν. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο σπίτι του ο Δέκιμος Βρούτος, ο οποίος αφού περιγέλασε τους οιωνοσκόπους, τον καθησύχασε λέγοντας του πως θα ήταν πιο σωστό προς τους συγκλητικούς, αν ήθελε να ακυρώσει τη συνεδρίαση, να παραβρεθεί και να το ανακοινώσει ο ίδιος. Τελικά, αφού του φόρεσε τα υποδήματα, πήρε τον Καίσαρα από το χέρι και τον συνόδευσε μέχρι τη Σύγκλητο. Ο Βρούτος, εκείνο το πρωί, ξεκίνησε οπλισμένος από το σπίτι του για την οικία του Καίσαρα, ενώ οι άλλοι συνωμότες μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο σπίτι του Κάσσιου και μετά κατευθύνθηκαν στον χώρο συνάντησης στη Στοά του Πομπηίου. Μόλις ξεκίνησε ο Καίσαρας με τον Βρούτο για το χώρο της συνάντησης, ένας σκλάβος έτρεξε αμέσως στο σπίτι του Καίσαρα και ζήτησε να μείνει εκεί μέχρι την επιστροφή του Καίσαρα γιατί είχε κάτι πολύ σημαντικό να του ανακοινώσει. Θεωρείται πως αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση, εκείνη τη μέρα για τη συνωμοσία και την επερχόμενη δολοφονία του Ρωμαίου ηγέτη..Στην πορεία τους προς τη ρωμαϊκή Γερουσία (κουρία) το πλήθος ήθελε να προσεγγίσει τον Καίσαρα καθώς ήταν αγαπητός και σαφώς ο πιο δημοφιλής άνδρας της Ρώμης, αλλά και για να του ζητήσει χάρες και διάφορα αιτήματα....
Μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο, ο Ελληνας σοφιστής και δάσκαλος ελληνικών Αρτεμίδωρος, ο Κνίδιος (γιός του Θεόπομπου από την Κνίδο) χάρη στον οποίο μετά την μάχη στα Φάρσαλα ο Καίσαρας ανακήρυξε την πόλη ελεύθερη, καταφέρνει να πλησιάσει τον Καίσαρα και του παραδίδει ένα σημείωμα που πληροφορούσε για τη συνωμοσία εναντίον του! Ο Αππιανός, αντίθετα με τον Πλούταρχο που παραθέτει την πιο πάνω πληροφορία, αναφέρει πως ο Αρτεμίδωρος έφτασε μετά τη δολοφονία του Ρωμαίου ηγέτη. Ο Καίσαρας μέσα στον συνωστισμό δεν πρόλαβε ποτέ να διαβάσει το σημείωμα και όταν μπήκε μέσα στην κουρία με τον Βρούτο, τον Κάσσιο, τον Κάσκα και τους άλλους συνωμότες, είχε το σημείωμα ακόμα μαζί του. Μέσα από το πλήθος, ο Καίσαρας ξεχώρισε και τον οιωνοσκόπο Σπουρίννα που τον είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που του επιφύλασσαν οι ειδοί του Μαρτίου. Τότε ο Καίσαρας απευθύνθηκε στον οιωνοσκόπο και θέλοντας να τον κοροϊδέψει του είπε: «Είναι οι ειδοί του Μαρτίου και ακόμα δεν μου έχει συμβεί τίποτα!».Ο Σπουρίννας του απάντησε: «Ναι αλλά δεν έχουν ακόμα περάσει!». Λίγο μετά, ο συγκλητικός Ποπίλιος Λένας πλησίασε τον Κάσκα και τον Βρούτο και τους είπε με χαμηλή φωνή πως προσεύχεται μαζί τους για να αποπερατώσουν το έργο που έχουν στο μυαλό τους. Τους προέτρεψε επίσης να κάνουν γρήγορα γιατί πλέον η συνωμοσία είχε γίνει γνωστή....
Σαν να μην έφτανε η ανησυχία που προκάλεσε ο Ποπίλιος Λένας, ένας δούλος από την οικία του Βρούτου, κατέφθασε τρέχοντας για να ανακοινώσει στον αφέντη του πως η γυναίκα του Πορκία πέθαινε. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, η Πορκία πανικοβλημένη από την τρομερή ανησυχία για το σχέδιο που θα συμμετείχε και ο Βρούτος, ξαφνιαζόταν από τον παραμικρό θόρυβο, έβγαινε έξω από το σπίτι και ρωτούσε τους περαστικούς να μάθει τι κάνει ο Βρούτος και έστελνε ανθρώπους στο Φόρο για να μάθουν αν είχε συμβεί κάτι. Εξαιτίας αυτής της ξέφρενης κατάστασης της, η Πορκία κατέρρευσε κάνοντας τους υπηρέτες να πιστέψουν πως θα πέθαινε. Σε αυτή την είδηση ο Βρούτος δεν αντέδρασε καθόλου παρόλο τον πόνο και την ανησυχία για τη γυναίκα του. Ήξερε πως η εγκατάλειψη του σχεδίου σε αυτή τη στιγμή πιθανότατα να εξελισσόταν μοιραία για όλους. Μέσα στη σύγκλητο, οι αρχαίοι συγγραφείς προσπάθησαν να αποδώσουν με λεπτομέρεια τα τραγικά συμβάντα και τις τελευταίες στιγμές του Καίσαρα. Οι σημαντικότερες πληροφορίες για το συμβάν στη Σύγκλητο προέρχονται από τον Πλούταρχο και τον Σουητώνιο. Μόλις μπήκε ο Καίσαρας στο αίθριο, οι συνωμότες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, η μια μαζεύτηκε γύρω από το έδρανο που κάθισε ο Καίσαρας και η άλλη στάθηκε μπροστά του. Μόνο ο Βρούτος Αλβίνος έμεινε έξω από την αίθουσα για να σταματήσει τον Αντώνιο, όταν θα ερχόταν στην κουρία. Όταν ο Καίσαρας κατευθύνθηκε προς το έδρανο του, ο Τίλλιος Κίμβρος έπεσε στα πόδια του και μαζί με άλλους συγκλητικούς τον παρακαλούσε να ανακαλέσει στην πατρίδα τον αδερφό του που βρισκόταν στην εξορία. Την παράκληση του Τίλλιου Κίμβρου υποστήριξαν επίμονα και άλλοι συγκλητικοί, φιλώντας κάποιοι τα χέρια και άλλοι το στήθος του πανίσχυρου ηγέτη....
Ο Καίσαρας απέρριψε τις παρακλήσεις τους και εξαιτίας της ασφυχτικής πίεσης που δεχόταν άρχισε να δείχνει την αγανάκτηση και τον θυμό του προς στους συγκλητικούς. Εκείνη τη στιγμή ο Τίλλιος Κίμβρος τράβηξε με τα δύο του χέρια την τήβεννο του Καίσαρα κατεβάζοντας τον κάτω από το λαιμό. Αυτό ήταν το σύνθημα για να αρχίσει η φονική επίθεση. Την πρώτη μαχαιριά την εξαπέλυσε ο Κάσκας στο λαιμό του δικτάτορα αλλά το τραύμα δεν ήταν θανάσιμο. Ο Καίσαρας ξαφνιασμένος άρπαξε το μαχαίρι και φώναξε στα Λατινικά «Επικατάρατε Κάσκα, τι κάνεις?» και ο Κάσκας τρομαγμένος φώναξε στα Ελληνικά «Αδερφέ βοήθεια!». Όλοι οι συνωμότες είχαν μαζί τους ένα μαχαίρι και άρχισαν να χτυπάνε τον δικτάτορα παντού, στο πρόσωπο και τα μάτια. Ο Καίσαρας από τον πόνο και την αγωνία προσπαθούσε να ξεφύγει από τους δήμιούς του, αλλά όπου γύριζε έβρισκε μπροστά του έναν ακόμα συγκλητικό που έριχνε μαχαιριά. Όλοι οι συγκλητικοί συνωμότες έπρεπε να τον μαχαιρώσουν για να λάβουν όλοι μέρος στη δολοφονία. Ο Βρούτος, πιστός ακόλουθος του Καίσαρα και πιθανότατα πατέρας του, τον μαχαίρωσε στη βουβωνική χώρα. Συνολικά μαχαιρώθηκε 23 φορές. Όσον αφορά στη διάσημη τελευταία φράση του Καίσαρα: «Και σύ τέκνον Βρούτε?», ο Πλούταρχος στον βίο του Καίσαρα δεν την αναφέρει, ενώ αντίθετα, η φράση τονίζεται στο Βίο του Βρούτου όπου ο συνωμότης είναι το κεντρικό πρόσωπο της βιογραφίας και επομένως τονίζεται με δραματικό τρόπο η συμμετοχή του στη δολοφονία του Καίσαρα. Ο Σουητώνιος από την άλλη, αποδίδει στον Καίσαρα την φράση και: «Σύ τέκνον» αντικρούοντας προηγούμενη αναφορά του ότι ο δικτάτορας πριν από τον θάνατο του έβγαλε μόνο ένα βογγητό και δεν είπε καμιά λέξη. Ο διάσημος γιατρός Αντίστιος εξέτασε το πτώμα του και κατέληξε πως από τις 23 μαχαιριές, μόνο μία ήταν θανάσιμη, η δεύτερη που χτύπησε τον Καίσαρα στο στήθος. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Καίσαρας ξεψύχησε κάτω από το άγαλμα του Πομπηίου, είτε γιατί ρίχθηκε εκεί από τους συνωμότες είτε επειδή σύρθηκε τυχαία ο ίδιος εκεί την ώρα που ξεψυχούσε. Ο βιογράφος από τη Χαιρώνεια τονίζει πως όλη η σκηνή της συνωμοσίας εκτυλίχθηκε μπροστά από το άγαλμα του Πομπηίου, σαν να νομιμοποιούσε ο ίδιος τη συνωμοσία και να έπαιρνε τελικά την εκδίκηση του από τον Καίσαρα με ένα είδος αιματηρής θυσίας....