Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί .Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη).
Ο Ηλίας Βενέζης διηγείται πώς γινόταν το “ξάφρισμα”, δηλαδή η επιλογή αιχμαλώτων για εκτέλεση, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους:
Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο αρκουδάκι, τη σεληνοφώτιστη νύχτα, ψηλά στα Κιμιντένια. Άκουγε το μικρό με ξαφνιασμένα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του κόσμου.
“Τι γίνανε οι άλλες αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;” ρώτησε.
‘Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ’ το χέρι του”.
“Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;”
Η μεγάλη αρκούδα θα ‘θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:
“Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κι οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε”, είπε. “Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κι ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε”.
“Γιατί;”
“Ο άνθρωπος!”, είπε η μάνα. “Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!”
Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να ‘ναι αυτό, “ο άνθρωπος”, συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να ‘χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ’ το Λίβανο ίσαμε το Καζ – Νταγ και τα Κιμιντένια!
“Τι έχει μ’ εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;”
“Του μοιάζουμε”, είπε η μεγάλη αρκούδα. “Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως κι αυτός να σηκώσουμε αλύσίδες. Του μοιάζουμε”.
“Και μ’ αυτό τι;”
“Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν”, είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. “Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του”.
“Αχ!” στενάζει το αρκουδάκι, κι είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ’ το στόμα του στον κόσμο. “Τι καλά που θα ‘ταν να μην ήταν ο άνθρωπος”.
“Τι καλά που θα ‘ταν”, είπε η μεγάλη αρκούδα.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
__________________________________________________________________________________________________________________
Αλλά οι Τούρκοι, όταν το “Νούμερο 31.328″ μεταφράσθηκε σε ξένες γλώσσες και το διάβασαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τάβαλαν μαζί μου ότι τους προσβάλλω. Ήθελαν να καταγράψω αγγελικά τα συμβάντα κατά τη μικρασιατική καταστροφή: τις πυρπολήσεις, τον “λευκό θάνατο” των ομήρων και τις σφαγές – στα οποία ήμουν αυτόπτης. Επαναλαμβάνω: μπόρεσα να γράψω το χρονικό αυτό χωρίς μίσος. Και, καθώς φαίνεται, νέος τότε ήλπιζα ότι η λογοτεχνία μπορεί να εξημερώνη, να βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, με το να τους υπενθυμίζη το τι συμβαίνει όταν αποχαλίνωνται τα ένστικτα. Η αγριότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μας έβγαλε απ’ αυτές τις αφελείς αυταπάτες. Κατερείπωσε και αυτά τα όνειρα.
Οι Τούρκοι μετά την έκδοση του “Νούμερο 31.328″ στην Ευρώπη μου έχουν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα τους. Δεν θα πάω στην Ανατολή, δεν πρόκειται. Θα βλέπω από μακριά, απ’ την Εφταλού, τα βουνά της πατρίδας μου, της Ίδης, του Ιλίου. Και θα σκέπτομαι ότι και αυτό είναι ένα προνόμιο: Εκατομμύρια ξερριζωμένων ανθρώπων του εκπληκτικού διαστημικού αιώνα μας δεν το έχουν, ούτε αυτό. Το από μακριά.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “Οι Τούρκοι και ένας Έλληνας συγγραφέας”
εφημερίδα ”ΤΟ ΒΗΜΑ”, 30/3/1971 - από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
“Τι γίνανε οι άλλες αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;” ρώτησε.
‘Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ’ το χέρι του”.
“Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;”
Η μεγάλη αρκούδα θα ‘θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:
“Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κι οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε”, είπε. “Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κι ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε”.
“Γιατί;”
“Ο άνθρωπος!”, είπε η μάνα. “Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!”
Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να ‘ναι αυτό, “ο άνθρωπος”, συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να ‘χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ’ το Λίβανο ίσαμε το Καζ – Νταγ και τα Κιμιντένια!
“Τι έχει μ’ εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;”
“Του μοιάζουμε”, είπε η μεγάλη αρκούδα. “Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως κι αυτός να σηκώσουμε αλύσίδες. Του μοιάζουμε”.
“Και μ’ αυτό τι;”
“Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν”, είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. “Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του”.
“Αχ!” στενάζει το αρκουδάκι, κι είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ’ το στόμα του στον κόσμο. “Τι καλά που θα ‘ταν να μην ήταν ο άνθρωπος”.
“Τι καλά που θα ‘ταν”, είπε η μεγάλη αρκούδα.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
__________________________________________________________________________________________________________________
Αλλά οι Τούρκοι, όταν το “Νούμερο 31.328″ μεταφράσθηκε σε ξένες γλώσσες και το διάβασαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τάβαλαν μαζί μου ότι τους προσβάλλω. Ήθελαν να καταγράψω αγγελικά τα συμβάντα κατά τη μικρασιατική καταστροφή: τις πυρπολήσεις, τον “λευκό θάνατο” των ομήρων και τις σφαγές – στα οποία ήμουν αυτόπτης. Επαναλαμβάνω: μπόρεσα να γράψω το χρονικό αυτό χωρίς μίσος. Και, καθώς φαίνεται, νέος τότε ήλπιζα ότι η λογοτεχνία μπορεί να εξημερώνη, να βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, με το να τους υπενθυμίζη το τι συμβαίνει όταν αποχαλίνωνται τα ένστικτα. Η αγριότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μας έβγαλε απ’ αυτές τις αφελείς αυταπάτες. Κατερείπωσε και αυτά τα όνειρα.
Οι Τούρκοι μετά την έκδοση του “Νούμερο 31.328″ στην Ευρώπη μου έχουν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα τους. Δεν θα πάω στην Ανατολή, δεν πρόκειται. Θα βλέπω από μακριά, απ’ την Εφταλού, τα βουνά της πατρίδας μου, της Ίδης, του Ιλίου. Και θα σκέπτομαι ότι και αυτό είναι ένα προνόμιο: Εκατομμύρια ξερριζωμένων ανθρώπων του εκπληκτικού διαστημικού αιώνα μας δεν το έχουν, ούτε αυτό. Το από μακριά.
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “Οι Τούρκοι και ένας Έλληνας συγγραφέας”
εφημερίδα ”ΤΟ ΒΗΜΑ”, 30/3/1971 - από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Ερωτημένος στα 1970 σε μιαν εκρηκτική φιλολογική συνέντευξή του με τον Β. Ψυρράκη των “Σημερινών” (29/10/1970) αν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτό που έδωσε ως συγγραφέας, απάντησε απερίφραστα από το ύψος που είχε ανεβεί: “Συνήθως σε παρόμοια ερωτήματα δίνεται απάντηση με επιδεικτική μετριοφροσύνη. Εγώ θα σας απαντήσω με ευθύτητα. Αγρύπνησα σ’ όλη τη ζωή μου δουλεύοντας βιοποριστικά στην Τράπεζα και γράφοντας τις νύχτες βιβλία. Τα βιβλία αυτά αποτελούν μια μικρή βιβλιοθήκη. Διαβάστηκαν και διαβάζονται όσο ελάχιστα. Θα πρέπει να μεταδίδουν κάποια ευχαρίστηση, κάποια συγκίνηση. Τα βιβλία αυτά είχαν και μιαν άλλη καλή μοίρα: μεταφράστηκαν και εκυκλοφόρησαν σχεδόν σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και στην Αμερική. Για το συγγραφέα που γράφει σε μια γλώσσα την οποία μιλούν ελάχιστα εκατομμύρια ανθρώπων, το να βλέπει το έργο του σε τόσες γλώσσες, στα χέρια τόσου ξένου κόσμου είναι μια σπάνια και δυνατή χαρά. Γιατί λοιπόν να σας πω οτιδήποτε που δεν είναι αληθινό; Μάλιστα, είμαι ευγνώμων στη Μοίρα που μου προορίστηκε ως Έλληνος συγγραφέως.
___________________________________________________________________________________________________________________
Το γυρισμό του στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία, περιγράφει σε μια συνέντευξή του (Απογευματινή 5/6/1969). “Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη…”
Τότε τον πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε:
-Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
-Να ξεχάσω! είπα απλά.
-Πρέπει να τα γράψεις όλα.
-Όλα! ρώτησα με αγωνία.
-Όλα.
Δίσταζα, δεν ήθελα να γράψω, δεν μπορούσα να γράψω.
-Άκου, μου λέει ο φίλος μου. Είμαι κι εγώ λίγο συγγραφέας. Δημοσιεύω ένα δικό μου μυθιστόρημα στην “Καμπάνα”. Είναι μια καλή εφημερίδα. Όταν τελειώσω το δικό μου, κοίτα να έχεις έτοιμο το δικό σου… Η “Ζωή εν τάφω” τέλειωσε σε μερικές εβδομάδες. Ο Μυριβήλης διάβαζε τα χειρόγραφά μου και κινούσε το κεφάλι. “Καλά πας”, μου ‘λεγε. “Γράφε”.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ, “Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΡΙΑΜΒΙΚΟΣ ΑΝΗΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ”
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ - τεύχος 1139 Χριστούγεννα 1974
___________________________________________________________________________________________________________________
Το γυρισμό του στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία, περιγράφει σε μια συνέντευξή του (Απογευματινή 5/6/1969). “Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη…”
Τότε τον πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε:
-Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
-Να ξεχάσω! είπα απλά.
-Πρέπει να τα γράψεις όλα.
-Όλα! ρώτησα με αγωνία.
-Όλα.
Δίσταζα, δεν ήθελα να γράψω, δεν μπορούσα να γράψω.
-Άκου, μου λέει ο φίλος μου. Είμαι κι εγώ λίγο συγγραφέας. Δημοσιεύω ένα δικό μου μυθιστόρημα στην “Καμπάνα”. Είναι μια καλή εφημερίδα. Όταν τελειώσω το δικό μου, κοίτα να έχεις έτοιμο το δικό σου… Η “Ζωή εν τάφω” τέλειωσε σε μερικές εβδομάδες. Ο Μυριβήλης διάβαζε τα χειρόγραφά μου και κινούσε το κεφάλι. “Καλά πας”, μου ‘λεγε. “Γράφε”.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ, “Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΡΙΑΜΒΙΚΟΣ ΑΝΗΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ”
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ - τεύχος 1139 Χριστούγεννα 1974