Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα. Δυναμικός, έξυπνος, ευρηματικός και από τη φύση του ανήσυχο πνεύμα, δημιούργησε εκείνη ακριβώς την εποχή την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ» και έγινε δημοφιλής χάρις στα γεμάτα αισθήματα, ρομαντισμό, γλυκύτητα, πάθος και νοσταλγία τραγούδια του.
Ο Κλέων Τριανταφύλλου υπήρξε ένας από τους κύριους εκφραστές του ρομαντικού ελληνικού τραγουδιού. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο την 1η Απριλίου 1885. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη, ανήκε στην αστική τάξη. Ο πατέρας του Δημήτριος Τριανταφύλλου, ήταν ένας πλούσιος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου με καταγωγή από το Βόλο. Η μητέρα του, η Εριθέλγη, ήταν Κυθήρια, κόρη του Κυθήριου ριζοσπάστη βουλευτή Δημήτριου Ραπτάκη και της Κλεοπάτρας Κορωναίου αδελφής του στρατηγού Πάνου Κορωναίου. Η Εριθέλγη είχε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα, τις τέχνες και τη μουσική. Μιλούσε ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, αραβικά και ιταλικά. Με το Δημήτριο Τριανταφύλλου απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, τον Κίμωνα, τον Κλέωνα, την Κορίνα και τη Νόρα. Ο Δημήτριος Τριανταφύλλου πέθανε το 1893 στην Αίγυπτο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1902, η οικογένεια Τριανταφύλλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Αττίκ από πολύ μικρός έκλεινε προς τη μουσική και διδασκόμενος μαθήματα πιάνου και φλάουτου άρχισε πολύ γρήγορα να ξεδιπλώνει το ταλέντο του. Μεγαλώνοντας, αφού τελείωσε τις νομικές σπουδές του στην Αθήνα, όπως και ο αδελφός του, πήγανε μαζί το 1907 στο Παρίσι. Εκεί επρόκειτο να σπουδάσουν πολιτικές επιστήμες, αφού προορίζονταν για μία λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία. Όμως αντί γι αυτό οι δύο νέοι ενεγράφησαν στο φημισμένο Conservatoire de Paris. Εκεί ο Κλέωνας γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες συνθέτοντας και ερμηνεύοντας μουσική μπροστά στο κοινό του Παρισιού. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε αρκετές χώρες δίνοντας συναυλίες. Όσο ο Αττίκ προχωρούσε από επιτυχία σε επιτυχία, η οικογένειά του στην Αθήνα, άρχιζε να αντιμετωπίζει αρκετά οικονομικά προβλήματα. Επέστρεψε στην Αθήνα για να βρεθεί κοντά στους δικούς του, τη στιγμή μάλιστα που η αδελφή του Νόρα είχε μία σοβαρή ασθένεια. Στην Αθήνα ο Αττίκ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και η «Μάνδρα», το κέντρο που ίδρυσε το καλοκαίρι του 1930 και στο οποίο τραγουδούσε και έπαιζε μουσική, ήταν πάντα κατάμεστο.
Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρί – Ελέν (παντρεύτηκαν το 1909) πέθανε έξι μήνες μετά το θάνατο του μοναδικού παιδιού τους σε ηλικία περίπου ενός έτους, αφού δεν μπόρεσε να αντέξει την απώλεια αυτή. Αμέσως μετά ο Αττίκ συνδέθηκε και παντρεύτηκε με την Μαρίκα Φιλιππίδου, η οποία ήταν ηθοποιός, πολύ όμορφη γυναίκα. Αργότερα, το 1914 χώρισε τον Αττίκ για να παντρευτεί τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη. Μετά τη Φιλιππίδου ο Αττίκ παντρεύτηκε με τη Ρωσίδα Σούρα και έζησε μαζί της μέχρι και το θάνατό του. Ο Αττίκ είχε γράψει το εκπληκτικό τραγούδι «Είδα μάτια» για τη Μαρίκα Φιλιππίδου. Λίγο μετά τον χωρισμό τους, η πανέμορφη Μαρίκα επισκέφτηκε τη «Μάνδρα» συνοδευόμενη από το νέο σύζυγό της. Οι παρευρισκόμενοι αντιλαμβανόμενοι τον ερχομό της Φιλιππίδου στο κέντρο, για να πειράξουν τον Αττίκ, του ζήτησαν φωνάζοντας ρυθμικά να πει το βαλσάκι «Είδα μάτια». Εκείνος, αντικρίζοντας στις πρώτες θέσεις την πρώην γυναίκα του και μη μπορώντας να αντέξει την συναισθηματική πίεση αποσύρθηκε στο καμαρίνι του. Μετά από μόλις δέκα λεπτά επέστρεψε στο πιάνο του και ερμήνευσε το τραγούδι – απάντηση που είχε συνθέσει και γράψει σε αυτά τα δέκα λεπτά. Το τραγούδι αυτό ήταν το «Ζητάτε να σας πω» το οποίο έγινε τεράστιο σουξέ και ακόμη και σήμερα το ακούμε στα περισσότερα ελληνικά ραδιόφωνα. Η Μαρίκα Φιλιππίδου ακούγοντας το τραγούδι, αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια. Το δεινό μουσικό και συνθετικό ταλέντο του Αττίκ φάνηκε περίτρανα σε μία από τις πιο ευαίσθητες στιγμές της ζωής του και μάλιστα συγκίνησε όλο τον κόσμο που βρισκόταν μέσα στη «Μάντρα» εκείνο το βράδυ. Στις 28 Αυγούστου του 1944, ενώ η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη υπό γερμανική κατοχή, ο Αττίκ περπατώντας στο δρόμο σκόνταψε πάνω σε ένα Γερμανό στρατιώτη. Αυτός εκνευρίστηκε τόσο πολύ που άρχισε να ξυλοκοπεί τον μικρόσωμο Αττίκ. Ο Αττίκ επέστρεψε αιμόφυρτος στο σπίτι του. Το τελευταίο διάστημα ο Αττίκ έπαιρνε ηρεμιστικά βερονάλ για να κοιμηθεί. Εκείνη τη νύχτα, μετά το συμβάν, ο περήφανος Αττίκ δεν άντεξε, πήρε μεγαλύτερη ποσότητα ηρεμιστικού και δεν ξύπνησε ξανά. Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του Αττίκ είναι: η παπαρούνα, της μιας δραχμής τα γιασεμιά, είδα μάτια, ζητάτε να σας πω, μαραμένα τα γιούλια, τα καημένα τα νιάτα. Το τραγούδι «τρεχαντήρι» ο Αττίκ το εμπνεύστηκε στο Καψάλι το 1920, όπου παραθέριζε και διέμενε στον πίσω γιαλό, στο σπίτι Μαρή. Ο Αττίκ πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία γυρίστηκε το 1944, λίγο πριν πεθάνει. Ήταν μια σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία για τον Αττίκ, η οποία διασώζεται μέχρι τις μέρες μας.
| |
| |
Το διάσημο τραγούδι που έγραψε ο Αττίκ, όταν η τρίτη σύζυγός του έπαθε τύφο. Δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει επειδή του έλειπε μια λέξη, που βρήκε ένας άγνωστος κατά τη διάρκειας μιας συγκινητικής παράστασης...
Το τραγούδι του Αττίκ «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, που έχει γνωρίσει αρκετές επανεκτελέσεις. Το έγραψε όταν η τρίτη του σύζυγος, η Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, στα χρόνια της δεκαετίας του ’30, αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά. Ο Αττίκ βαθιά θλιμμένος από το γεγονός, άρχισε να το γράφει, όμως δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει, γιατί δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη που να ταιριάζει σε μια στροφή του ρεφρέν. Το δούλεψε αρκετές μέρες, έγραψε τη μουσική και τους στίχους στα κουπλέ του. Όμως το ρεφρέν του τραγουδιού ήταν ελλιπές. Στη συνέχεια, και ενώ η σύζυγός του βρισκόταν στην ανάρρωση, εκείνος έφυγε με τους συνεργάτες του σε προγραμματισμένη περιοδεία σε κάποιο νησί, στη Σάμο ή στη Μυτιλήνη. Ο Αττίκ στην περιοδεία αυτή συνέχισε να ψάχνει το τραγούδι. Ο στίχος του ρεφρέν έλεγε «μαραμένα τα γιούλια και οι…» Εκεί σταματούσε, δεν του έβγαινε και γυρνούσε πέρα δώθε σπάζοντας το κεφάλι του να βρει την κατάλληλη λέξη, ένα δισύλλαβο λουλούδι. Ένα βράδυ σε μια από τις παραστάσεις, ο Αττίκ, που συνήθιζε να κουβεντιάζει με το κοινό του, σιγοψιθύρισε το τραγούδι παίζοντάς το στο πιάνο και όταν έφτασε στο «μαραμένα τα γιούλια και οι …» απευθύνθηκε στο κοινό και με ένα γλυκό παράπονο, τους εξήγησε ότι προσπαθεί μάταια να βρει το κατάλληλο λουλούδι για να ταιριάξει στον στίχο, που να είναι δισύλλαβο και στον πληθυντικό....
Το τραγούδι του Αττίκ «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, που έχει γνωρίσει αρκετές επανεκτελέσεις. Το έγραψε όταν η τρίτη του σύζυγος, η Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, στα χρόνια της δεκαετίας του ’30, αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά. Ο Αττίκ βαθιά θλιμμένος από το γεγονός, άρχισε να το γράφει, όμως δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει, γιατί δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη που να ταιριάζει σε μια στροφή του ρεφρέν. Το δούλεψε αρκετές μέρες, έγραψε τη μουσική και τους στίχους στα κουπλέ του. Όμως το ρεφρέν του τραγουδιού ήταν ελλιπές. Στη συνέχεια, και ενώ η σύζυγός του βρισκόταν στην ανάρρωση, εκείνος έφυγε με τους συνεργάτες του σε προγραμματισμένη περιοδεία σε κάποιο νησί, στη Σάμο ή στη Μυτιλήνη. Ο Αττίκ στην περιοδεία αυτή συνέχισε να ψάχνει το τραγούδι. Ο στίχος του ρεφρέν έλεγε «μαραμένα τα γιούλια και οι…» Εκεί σταματούσε, δεν του έβγαινε και γυρνούσε πέρα δώθε σπάζοντας το κεφάλι του να βρει την κατάλληλη λέξη, ένα δισύλλαβο λουλούδι. Ένα βράδυ σε μια από τις παραστάσεις, ο Αττίκ, που συνήθιζε να κουβεντιάζει με το κοινό του, σιγοψιθύρισε το τραγούδι παίζοντάς το στο πιάνο και όταν έφτασε στο «μαραμένα τα γιούλια και οι …» απευθύνθηκε στο κοινό και με ένα γλυκό παράπονο, τους εξήγησε ότι προσπαθεί μάταια να βρει το κατάλληλο λουλούδι για να ταιριάξει στον στίχο, που να είναι δισύλλαβο και στον πληθυντικό....
Οι ψίθυροι του κόσμου πλημμύρισαν τότε το θέατρο. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν την κατάλληλη λέξη. Κάποια στιγμή από το βάθος της αίθουσας ακούστηκε μια φωνή: «και οι βιόλες και οι βιόλες». Ο Αττίκ πέταξε από τη χαρά του. Οι βιόλες έδεσαν τόσο όμορφα με «τις ελπίδες μου όλες» που ακολουθούσαν και το τραγούδι ήταν έτοιμο. Τότε το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και ιαχές, όχι μόνο για τον Αττίκ, αλλά και για τον συμπατριώτη τους, που είχε βοηθήσει τόσο πολύ στην ολοκλήρωση του εξαίρετου τραγουδιού. Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1935 με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη, ενώ αργότερα το τραγούδησαν οι Ελίζα Μαρέλη και η Δανάση Στρατηγοπούλου. Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη από θλίψη για σε περισσή, πήγα μόνος να δω τι απομένει, απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ. Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει, μήπως ξένος κανείς την διαβεί κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει, τη βρυσούλα που μένει πια βουβή. Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες ,στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά. ..
Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, που αναδείχθηκε μέσω των τραγουδιών του Αττίκ, ενώ είχε εμφανισθεί μαζί του στις περίφημες Μάντρες του, στο βιβλίο της με τίτλο Αττίκ (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986) παρουσιάζει κάποιες εικόνες του Κλέωνος Τριανταφύλλου.
«Ηταν ευπατρίδης. Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει – το ίδιο κάνει – την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής (...). Ενας “τέλειος ιππότης στον καιρό μας (...)”».
«Τρεις γυναίκες παντρεύτηκε ο Αττίκ. Και οι τρεις πανέμορφες. Και οι τρεις φτωχές. Μιας όμως η ομορφιά τραγουδήθηκε, όπως καμίας άλλης Ελληνίδας: της δεύτερης, της μελαχρινής γαλανομάτας Μαρίκας Φιλιππίδη, αδερφής του πρωταγωνιστή της οπερέτας Μάνου Φιλιππίδη».
«Τι ήταν η πρώτη Μάντρα; (σ.σ.: απαντά ο Αττίκ στη Δανάη την 24η Ιουνίου 1944). Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα-είσοδος. Στον δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο, που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο, και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι και δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα... μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν τη σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω, ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες»..
Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου, που αναδείχθηκε μέσω των τραγουδιών του Αττίκ, ενώ είχε εμφανισθεί μαζί του στις περίφημες Μάντρες του, στο βιβλίο της με τίτλο Αττίκ (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986) παρουσιάζει κάποιες εικόνες του Κλέωνος Τριανταφύλλου.
«Ηταν ευπατρίδης. Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει – το ίδιο κάνει – την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής (...). Ενας “τέλειος ιππότης στον καιρό μας (...)”».
«Τρεις γυναίκες παντρεύτηκε ο Αττίκ. Και οι τρεις πανέμορφες. Και οι τρεις φτωχές. Μιας όμως η ομορφιά τραγουδήθηκε, όπως καμίας άλλης Ελληνίδας: της δεύτερης, της μελαχρινής γαλανομάτας Μαρίκας Φιλιππίδη, αδερφής του πρωταγωνιστή της οπερέτας Μάνου Φιλιππίδη».
«Τι ήταν η πρώτη Μάντρα; (σ.σ.: απαντά ο Αττίκ στη Δανάη την 24η Ιουνίου 1944). Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα-είσοδος. Στον δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο, που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο, και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι και δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα... μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν τη σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω, ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες»..