Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο -, αλλά και για την συνάντησή τους, πού σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, που μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…
Ο Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896, χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων των νεότερων χρόνων. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός και ως εκ τούτου συχνά άλλαζαν τόπο διαμονής. Το 1917 απεφοίτησε από την νομική σχολή δικηγόρος, επάγγελμα που δεν άσκησε ποτέ ελλείψει πελατείας. Αναγκαστικά λοιπόν έγινε δημόσιος υπάλληλος, για βιοποριστικούς λόγους, επάγγελμα που απεχθανόταν και έχει καυτηριάσει και στα ποιήματά του. Από το 1919 έως το 1927 εκδίδει τρεις ποιητικές συλλογές οι οποίες τον καθιερώνουν ανάμεσα στους κορυφαίους, αν και στην αρχή τον δέχθηκαν με επιφύλαξη. Έγραψε πεζά και άλλα ανέκδοτα ποιήματα. Οι ποιητικές συλλογές που έκδωσε κατά σειρά είναι: «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων», «Νηπενθή», «Ελέγεια και Σάτιρες». Όλα δείχνουν τον μεγάλο ποιητή, με τα βαθιά φιλοσοφικά και υπαρξιακά νοήματα. Όλα του τα έργα αποπνέουν μελαγχολία και απαισιοδοξία. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι σκοτεινή και καταραμένη, όπως των ποιητών που αγάπησε «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλαίρ που εζήσανε νεκροί». «Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση. Όσοι μέσα από τους στίχους του ένιωσαν τι θα πει «νηπενθές» του έδωσαν μια θέση δίπλα στους ήρωές του.
Η Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας ήταν καθηγητής και δεν είχαν μια μόνιμη κατοικία στα παιδικά της χρόνια. Το 1918 διορίσθηκε υπάλληλος στην νομαρχία Καλαμάτας. Το 1920 και σε διάστημα ενός μηνός πεθαίνει ο πατέρας της και η μητέρα της. Το 1921 παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, ενώ παράλληλα γράφεται στην νομική, που ποτέ δεν θα τελειώσει. Εκεί στο γραφείο θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη και δεν θα αργήσει ανάμεσά τους να αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα σημαδέψει οριστικά και ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή του. Η Πολυδούρη δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: "Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ' αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν."
Η Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας ήταν καθηγητής και δεν είχαν μια μόνιμη κατοικία στα παιδικά της χρόνια. Το 1918 διορίσθηκε υπάλληλος στην νομαρχία Καλαμάτας. Το 1920 και σε διάστημα ενός μηνός πεθαίνει ο πατέρας της και η μητέρα της. Το 1921 παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, ενώ παράλληλα γράφεται στην νομική, που ποτέ δεν θα τελειώσει. Εκεί στο γραφείο θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη και δεν θα αργήσει ανάμεσά τους να αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα σημαδέψει οριστικά και ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή του. Η Πολυδούρη δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: "Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ' αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν."
«Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει», γράφει για αυτήν η Λιλή Ζωγράφου.
Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη δεν κατάφεραν να βρουν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους. Βρήκαν και οι δύο τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα. Ο Καρυωτάκης ήταν ένας μελαγχολικός νέος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του και είχε πολλές ανασφάλειες. Ζούσε ήσυχα και παράλληλα με το επάγγελμά του, έγραφε ποιήματα. Αντίθετα, η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή. Έκανε παρέα με άντρες, πράγμα απαράδεκτο για μια κοπέλα της γενιάς της και συμμετείχε στις συζητήσεις τους σαν ίση. Η σκέψη και η ποίηση του Καρυωτάκη γοήτευσε τη νεαρή ποιήτρια, ενώ εκείνος από την πλευρά του, ερωτεύτηκε την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο συνεσταλμένος νέος δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της αγαπημένης του. Η μποέμικη ζωή της Πολυδούρη κινδύνευε να στιγματίσει τον ποιητή στα μάτια του κόσμου. Η απελευθερωμένη κοπέλα, έφτασε σε σημείο να κάνει ακόμα και πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Ο ποιητής, αν και όπως φάνηκε από ποιήματά του, που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, αγαπούσε την Πολυδούρη, αρνήθηκε τον έρωτά της. Αρχικά χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση και όταν δέχτηκε την επίσημη πρόταση από την αγαπημένη του, δεν τόλμησε να την παντρευτεί, γιατί όπως της είπε, έπασχε από αφροδίσιο νόσημα. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν μια δικαιολογία για να χωρίσουν.
Το 1924 γνωρίζει τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν νέο, όμορφο και πλούσιο δικηγόρο εκ Παρισίων με τον οποίο και αρραβωνιάζεται το 1925. Το έτος αυτό θα φέρει πολλες αλλαγές στην ζωή της. Απολύεται λόγω της ασυνέπειας της στην εργασία από την Νομαρχία Αθηνών, εγκαταλείπει την Νομική Σχόλη, στην οποία φοιτά από την εποχή που πρωτοέφτασε στην πρωτεύουσα και γράφεται στην Σχολή Θεάτρου του Εθνικού και μετέπειτα στην Δραματική Σχολή Κουναλάκη. Τίποτα όμως απ όλα αυτά δεν μπορούν να γιατρέψουν τον καημό που έχει στην καρδιά της για τον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Καρυωτάκη. Το 1926 διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου και παρακολουθεί μαθήματα υψηλής ραπτικής στην σχολή Εκόλ Πιζιέ.
Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» ( το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από την ασθένεια. Παρά την αρνητική του απάντηση, ο Καρυωτάκης πρότεινε στην Πολυδούρη να συνεχίσουν τη φιλία τους. Εκείνη δέχτηκε, αλλά οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό άρχισαν να αραιώνουν. Η κοπέλα πληγώθηκε πολύ και ένιωσε προδομένη και ταπεινωμένη. Αργότερα έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε την αντισυμβατική ζωή. Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν αντρικές παρέες. Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε με φυματίωση και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Ο ποιητής είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει τη γαλήνη. Αυτοκτόνησε με πιστόλι σε μια παραλία του Αμβρακικού, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα. Στην τελευταία του εξομολόγηση ανέφερε ότι πριν δοκιμάσει το πιστόλι, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ήξερε καλό κολύμπι. Αν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του, ίσως εκείνη κατάφερνε να διώξει το «κοράκι», αλλά αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας. Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Η άλλοτε δυναμική γυναίκα κατέρρευσε. Ο χρόνος και για εκείνη μέτραγε πια αντίστροφα. Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της....
Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους, κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μένουν μόνο τα ποιήματά τους, για να θυμίζουν τη μεγάλη τους αγάπη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
Μαρία Πολυδούρη...
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
Μαρία Πολυδούρη...
| |
Όπως και να χει, για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι, ή όπως η ίδια γράφει στην μπαλάντα της, «στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία κι η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές». Ήταν δύο νέοι άνθρωποι, με πολύ ταλέντο, που από διαφορετικούς δρόμους αγγίξανε την ευτυχία, καταξιωμένοι ποιητές και ερωτευμένοι. Η συνάντηση των δύο ποιητών στη ζωή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στον θάνατο. Ο Γ. Κορωναίος σε άρθρο του στη δεκαετία του ‘50 αναφέρει σχετικά: «Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσα μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο». Αδιαμφισβήτητα οι δύο μεγάλοι ποιητές του έρωτα και του θανάτου, έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και το έργο τους δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα.