20 Απριλίου 1944, ώρα 12.30 το μεσημέρι. Ο συνταγματάρχης Στάουφενμπεργκ εισέρχεται καθυστερημένος στο δωμάτιο του συμβουλίου, όπου τον περιμένει ο Χίτλερ με άλλους 23 υψηλόβαθμους αξιωματικούς των Ναζί. Κρατάει μια τσάντα γεμάτη με δυναμίτη και την ακουμπάει προσεχτικά ακριβώς δίπλα στον Χίτλερ. Περιμένει μερικά λεπτά, μέχρι που τον ειδοποιούν για ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα και εξέρχεται της αίθουσας. Σηκώνει το ακουστικό, μιλάει λίγο και αμέσως μετά βγαίνει από το κτήριο. Περπατά γρήγορα προς το αυτοκίνητο όπου τον περιμένει ο οδηγός του. Ο συνταγματάρχης δεν κρατά πια την τσάντα και δεν φορά τη ζώνη με το όπλο του, ενώ έχει ξεχάσει και το καπέλο του. Ο οδηγός τον ενημερώνει διακριτικά για την ατελή εμφάνισή του και ο Στάουφενμπεργκ, που έχει επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο μαζί με τον βοηθό του, απαντά: “Δεν είναι δική σου δουλειά αυτό. Ξεκίνα να οδηγείς”.
Ο Κλάους Φίλιπ Μαρία Σενκ Κόμης του Στάουφενμπεργκ , τρίτος γιος του κόμητα Άλφρεντ φον Στάουφενμπεργκ και της κόμισσας Καρολίν φον Ίξκιλ-Γκίλενμπαντ, γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1907 στο κάστρο Γκρίφστάιν της Σουαβίας, το πατρογονικό της οικογένειας , μεταξύ Ουλμ και Άουγκσμπουργκ. Η οικογένεια Στάουφενμπεργκ είναι μια από τις παλαιότερες και πλέον διακεκριμένες αριστοκρατικές - και Ρωμαιοκαθολικές το θρήσκευμα - οικογένειες της Γερμανίας. Όπως και για τους μεγαλύτερους αδελφούς του, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη μόρφωση του νεαρού Κλάους. Ο αρχικός του προσανατολισμός ήταν η φιλολογία και οι Καλές Τέχνες. Το 1926 οι αδελφοί Στάουφενμπεργκ γνώρισαν τον Γερμανό ποιητή Στέφαν Γκέοργκε (Stefan George) και εντάχθηκαν στον κύκλο του (γνωστό ως Georgekreis). Από τον κύκλο αυτόν αναδείχθηκαν αργότερα τα κυριότερα μέλη της αντίστασης απέναντι στο Ναζιστικό καθεστώς. Ωστόσο, ο Κλάους ήδη από τότε είχε στραφεί σε στρατιωτική καριέρα, αρχικά εντασσόμενος στην παραδοσιακή μονάδα της οικογενείας του (17ο Σύνταγμα Ιππικού) στη Βαμβέργη. Ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του σπουδές και ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός το 1930. Ο Κλάους προερχόταν από οικογένεια Καθολικών και η στάση του καθεστώτος απέναντι στους Καθολικούς ήταν μόλις και μετά βίας ανεκτική: Αν και είχε συναφθεί μια συμφωνία μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Κράτους (Reichskonkordat), το 1933, η ναζιστική κυβέρνηση την παραβίασε κατ' επανάληψη, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των Καθολικών επισκόπων και την παπική βούλα το 1937 . Σε αυτήν ο Πάπας Πίος ο XI ασκούσε ανοικτά κριτική στο Ναζιστικό καθεστώς. Ο νεαρός Κλάους δεν είχε επιδείξει, ως τότε, ιδιαίτερη συμπάθεια προς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, ωστόσο αυτή η παπική βούλα αύξησε την εχθρότητά του προς αυτό. Με την έναρξη του Πολέμου το Σύνταγμα του Στάουφενμπεργκ έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Πολωνίας το 1939. Εκεί ο Κλάους, ενώ αρχικά είχε εκφραστεί υπέρ της εκστρατείας και του αποικισμού της Πολωνίας από τη Γερμανία, είδε να διαπράττονται ωμότητες από ορισμένες γερμανικές μονάδες και, φυσικά, από τα SS. Αυτό κλόνισε ακόμη περισσότερο τις πεποιθήσεις που είχε αρχικά σχηματίσει σχετικά με τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη, τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο μόνον ως προς τις εθνικιστικές απόψεις τους. Είχε, όμως, έντονες διαφωνίες και ως προς τα υπόλοιπα σημεία τους και ως προς την πρακτική εφαρμογή τους, την οποία είχε αρχίσει να διαπιστώνει ήδη από το 1938, όταν έγινε σαφέστατα αντιληπτό από ολόκληρο τον Γερμανικό λαό η ρατσιστική πολιτική του καθεστώτος, με αποκορύφωμα την Νύχτα των Κρυστάλλων. Ωστόσο, ως στρατιώτης, συνέχισε την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων του.
Με την εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ, ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ εδραίωσε την πεποίθησή του ότι στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση υπήρχε σημαντική ανεπάρκεια, καθώς οι διαταγές που εκπορεύονταν από αυτήν ήταν από ανορθόδοξες έως ανεφάρμοστες. Αυτό οφειλόταν στο ότι ο Χίτλερ από το τέλος του 1941 είχε «παροπλίσει» τους Μπράουχιτς και Χάλντερ και είχε αναλάβει ο ίδιος την Ανωτάτη Διοίκηση. Παράλληλα, οι ωμότητες και οι βιαιοπραγίες τόσο κατά των Εβραίων όσο και κατά των αιχμαλώτων πολέμου προκαλούσαν αηδία στον νεαρό αξιωματικό. Όλα αυτά τον ώθησαν να έρθει σε άμεση επαφή (1942) με το αντιστασιακό κίνημα που είχαν αναπτύξει ορισμένοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, της μόνης ουσιαστικά δύναμης που είχε τη δυνατότητα να αποφεύγει τα τρομοκρατικά και αστυνομικά όργανα του Ναζιστικού καθεστώτος.Ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ δεν έχει ακόμη σχηματίσει την ιδέα μιας βίαιης ανατροπής του δικτάτορα - ο Χίτλερ, την εποχή αυτή, βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του. Οι αδελφοί του, όμως, Μπέρτολντ και Κλάους βρίσκονται ήδη σε επαφή με πρώην αξιωματικούς, τους οποίους ο Φύρερ έχει βίαια αποπέμψει, όπως ο Χαίπνερ και ο Μπεκ, ενώ διατηρούν επαφές και με σοσιαλιστές πολιτικούς, όπως ο Γιούλιους Λέμπερ. To 1943 ο Στάουφενμπεργκ προάγεται σε αντισυνταγματάρχη και αποστέλλεται στην Αφρική ως Πρώτος Αξιωματικός του Επιτελείου της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων . Στις 7 Απριλίου και ενώ ο νεαρός αξιωματικός εκτελεί αναγνώριση του εδάφους, το όχημά του υφίσταται επίθεση από αέρος και εισέρχεται σε ναρκοπέδιο. Το όχημα καταστρέφεται και ο Στάουφενμπεργκ τραυματίζεται σοβαρά. Μεταφέρεται στο Μόναχο, όπου νοσηλεύεται επί τρίμηνο στο νοσοκομείο, χάνοντας, τελικά, το αριστερό του μάτι, τον δεξιό του βραχίονα και δύο δάκτυλα από το αριστερό του χέρι. Αντιμετωπίζει με χιούμορ τον ακρωτηριασμό του, λέγοντας χαμογελαστά στους φίλους του ότι «ποτέ δεν ήξερε τι να κάνει τόσα πολλά δάκτυλα που διέθετε». Φυσικά, παρασημοφορείται με το Χρυσό Μετάλλιο Τραυματιών Πολέμου και με τον Χρυσό Σταυρό Ανδρείας , το 1943. Αποφασίζει την ένταξή του στην αντιστασιακή ομάδα, για την ύπαρξη της οποίας είναι ήδη ενήμερος. Κάνει αίτηση επανόδου και καταφέρνει να πείσει το αρμόδιο συμβούλιο ότι μπορεί να ασκήσει καθήκοντα αξιωματικού εν εφεδρεία. Τους λέει ότι έμαθε να γράφει με τα τρία δάκτυλα που του απέμειναν, ότι έτσι αποδεσμεύει έναν αρτιμελή αξιωματικό για το μέτωπο και, τελικά, επανεντάσσεται στο Στρατό και τοποθετείται στις Εσωτερικές Δυνάμεις (Ersatzheer) στο Βερολίνο (οδός Bentlerstrasse, σήμερα φέρει το όνομά του, Stauffenbergstrasse).
Το νέο του αξίωμα προέβλεπε τη συμμετοχή του σε ενημερώσεις του Χίτλερ για την πορεία των εξελίξεων, τόσο στο μέτωπο όσο και στη Γερμανία. Οι συνωμότες γνώριζαν ότι ο Στάουφενμπεργκ έτρεφε συμπάθειες απέναντι στο αντιχιτλερικό κίνημα που αναπτυσσόταν κρυφά στις τάξεις του γερμανικού στρατού. Ηδη από το 1939 ο νεαρός κόμης είχε δεχθεί κρούσεις για να ενταχθεί στις τάξεις των συνωμοτών, κάτι που τελικά συνέβη έπειτα από τρία χρόνια. Ο Εφεδρικός Στρατός θα ανελάμβανε το νευραλγικό έργο της εξουδετέρωσης των αξιωματούχων και των οργανισμών (όπως τα SS) που θωρούνταν πιστοί του Χίτλερ, προκειμένου να εδραιωθεί το κίνημα. Παράλληλα, ο Εφεδρικός Στρατός θα απέτρεπε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ή πολιτικής αναταραχής, φροντίζοντας να γίνει ομαλά η μετάβαση στη νέα κατάσταση. Η επιχείρηση αυτή ονομάστηκε «Βαλκυρία». Εξυπακούεται ότι το πιο δύσκολο μέρος του σχεδίου ήταν η φυσική εξόντωση του Χίτλερ. Η δολοφονία του φαινόταν υπόθεση ευκολότερη σε σχέση με την κατάληψη των κέντρων εξουσίας του Ράιχ από τους συνωμότες, αλλά μόνο εύκολη δεν ήταν. Οι δεκάδες απόπειρες που ώς τότε είχαν αποτύχει το επιβεβαίωναν. Εκτός από τύχη, χρειαζόταν και αποφασιστικότητα, αλλά και κάποιος αποφασισμένος ακόμη και να πεθάνει για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ο Στάουφενμπεργκ είχε αυτή τη θέληση, αλλά η τύχη πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια.
Στη «Φωλιά του Λύκου»
Πριν ακόμα προβεί στην κίνησή του ο Στάουφενμπεργκ πραγματοποιήθηκε άλλη μία απόπειρα εναντίον του Χίτλερ σε μία έκθεση νέων στρατιωτικών στολών κοντά στο Σάλτσμπουργκ, στις αρχές του 1944. Αν όλα πήγαιναν καλά, ένα μέλος από την ομάδα που επεδείκνυε τις στολές θα πυροδοτούσε ένα χαρτοφύλακα με εκρηκτικά, αλλά ο Χίτλερ -με τις απρόβλεπτες αλλαγές στο πρόγραμμά του- αρνήθηκε να ... συνεργαστεί. Τον Μάρτιο του 1944 ένας υπασπιστής του στρατάρχη Μπους προσπάθησε να δολοφονήσει τον Χίτλερ πυροβολώντας τον από κοντινή απόσταση. Ο επίδοξος δολοφόνος είχε την ευκαιρία του όταν ο Μπους εκλήθη να ενημερώσει τον «φίρερ», στο Μπέργκχοφ της Βαυαρίας. Οταν όμως πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη ενημέρωση, απαγορεύτηκε η είσοδος των υπασπιστών στη σύσκεψη και μοιραία το φιλόδοξο σχέδιο ναυάγησε. Ο Στάουφενμπεργκ αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες κατά τις πρώτες απόπειρές του να δολοφονήσει τον Χίτλερ. Στις 11 και στις 15 Ιουλίου έγιναν δύο συσκέψεις, στις οποίες συμμετείχε αλλά δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την αποστολή του γιατί στην πρώτη απουσίαζαν οι Γκέρινγκ και Χίμλερ, ενώ κατά τη διάρκεια της δεύτερης ο Χίτλερ αποχώρησε κάποια στιγμή χωρίς προειδοποίηση. Η τρίτη προσπάθεια θα ήταν και η μοιραία. Στις 20 Ιουλίου 1944 ο 37χρονος συνταγματάρχης έφθασε στη «Φωλιά του Λύκου», στο αρχηγείο του Χίτλερ στο Ράστενμπουργκ της Ανατολικής Πρωσίας κρατώντας ένα χαρτοφύλακα με δύο βόμβες. Το σχέδιο προέβλεπε να ενεργοποιήσει τις βόμβες, να τις αφήσει κοντά στον Χίτλερ στην αίθουσα των συσκέψεων και ύστερα να εξέλθει με πρόφαση ένα δήθεν επείγον τηλεφώνημα. Ακολούθως, θα αναχωρούσε αεροπορικώς για το Βερολίνο για την έναρξη της επιχείρησης «Βαλκυρία», αφού πρώτα ενημέρωνε τους συντρόφους του για τα αποτελέσματα της βομβιστικής επίθεσης. Ομως οι αναποδιές σημάδεψαν από την αρχή το σχέδιο του Στάουφενμπεργκ. Αρχικά κατόρθωσε να ενεργοποιήσει μόνο τη μία βόμβα, αλλά τουλάχιστον την τοποθέτησε κοντά στο «στόχο». Στη συνέχεια, όμως, κάποιος μετακίνησε τυχαία το χαρτοφύλακα με τα εκρηκτικά μακριά από τον Χίτλερ. Αλλά το χειρότερο για τους συνωμότες ήταν ότι η σύσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε, όπως προοριζόταν, σε κάποια υπόγεια αίθουσα με ενισχυμένους τοίχους, αλλά σε μία άλλη με παράθυρα. Αναπόφευκτα, τα αέρια της έκρηξης θα εκτονώνονταν από τα παράθυρα και δεν θα είχαν την καταστροφική δύναμη μιας έκρηξης σε ένα «τυφλό» υπόγειο. Οταν η βόμβα εξερράγη στις 12.50, ο Στάουφενμπεργκ ήταν σίγουρος ότι ο Χίτλερ σκοτώθηκε και πληροφόρησε σχετικά τους συντρόφους του. Στην πραγματικότητα είχαν σκοτωθεί δύο στρατηγοί, ένας συνταγματάρχης και ένας στενογράφος, αλλά ο Χίτλερ επέζησε με ελαφρά τραύματα και προβλήματα στην ακοή. Ο Στάουφενμπεργκ, πάντως, κατόρθωσε να διαφύγει πριν η φρουρά «σφραγίσει» το αρχηγείο.
Πριν ακόμα προβεί στην κίνησή του ο Στάουφενμπεργκ πραγματοποιήθηκε άλλη μία απόπειρα εναντίον του Χίτλερ σε μία έκθεση νέων στρατιωτικών στολών κοντά στο Σάλτσμπουργκ, στις αρχές του 1944. Αν όλα πήγαιναν καλά, ένα μέλος από την ομάδα που επεδείκνυε τις στολές θα πυροδοτούσε ένα χαρτοφύλακα με εκρηκτικά, αλλά ο Χίτλερ -με τις απρόβλεπτες αλλαγές στο πρόγραμμά του- αρνήθηκε να ... συνεργαστεί. Τον Μάρτιο του 1944 ένας υπασπιστής του στρατάρχη Μπους προσπάθησε να δολοφονήσει τον Χίτλερ πυροβολώντας τον από κοντινή απόσταση. Ο επίδοξος δολοφόνος είχε την ευκαιρία του όταν ο Μπους εκλήθη να ενημερώσει τον «φίρερ», στο Μπέργκχοφ της Βαυαρίας. Οταν όμως πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη ενημέρωση, απαγορεύτηκε η είσοδος των υπασπιστών στη σύσκεψη και μοιραία το φιλόδοξο σχέδιο ναυάγησε. Ο Στάουφενμπεργκ αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες κατά τις πρώτες απόπειρές του να δολοφονήσει τον Χίτλερ. Στις 11 και στις 15 Ιουλίου έγιναν δύο συσκέψεις, στις οποίες συμμετείχε αλλά δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την αποστολή του γιατί στην πρώτη απουσίαζαν οι Γκέρινγκ και Χίμλερ, ενώ κατά τη διάρκεια της δεύτερης ο Χίτλερ αποχώρησε κάποια στιγμή χωρίς προειδοποίηση. Η τρίτη προσπάθεια θα ήταν και η μοιραία. Στις 20 Ιουλίου 1944 ο 37χρονος συνταγματάρχης έφθασε στη «Φωλιά του Λύκου», στο αρχηγείο του Χίτλερ στο Ράστενμπουργκ της Ανατολικής Πρωσίας κρατώντας ένα χαρτοφύλακα με δύο βόμβες. Το σχέδιο προέβλεπε να ενεργοποιήσει τις βόμβες, να τις αφήσει κοντά στον Χίτλερ στην αίθουσα των συσκέψεων και ύστερα να εξέλθει με πρόφαση ένα δήθεν επείγον τηλεφώνημα. Ακολούθως, θα αναχωρούσε αεροπορικώς για το Βερολίνο για την έναρξη της επιχείρησης «Βαλκυρία», αφού πρώτα ενημέρωνε τους συντρόφους του για τα αποτελέσματα της βομβιστικής επίθεσης. Ομως οι αναποδιές σημάδεψαν από την αρχή το σχέδιο του Στάουφενμπεργκ. Αρχικά κατόρθωσε να ενεργοποιήσει μόνο τη μία βόμβα, αλλά τουλάχιστον την τοποθέτησε κοντά στο «στόχο». Στη συνέχεια, όμως, κάποιος μετακίνησε τυχαία το χαρτοφύλακα με τα εκρηκτικά μακριά από τον Χίτλερ. Αλλά το χειρότερο για τους συνωμότες ήταν ότι η σύσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε, όπως προοριζόταν, σε κάποια υπόγεια αίθουσα με ενισχυμένους τοίχους, αλλά σε μία άλλη με παράθυρα. Αναπόφευκτα, τα αέρια της έκρηξης θα εκτονώνονταν από τα παράθυρα και δεν θα είχαν την καταστροφική δύναμη μιας έκρηξης σε ένα «τυφλό» υπόγειο. Οταν η βόμβα εξερράγη στις 12.50, ο Στάουφενμπεργκ ήταν σίγουρος ότι ο Χίτλερ σκοτώθηκε και πληροφόρησε σχετικά τους συντρόφους του. Στην πραγματικότητα είχαν σκοτωθεί δύο στρατηγοί, ένας συνταγματάρχης και ένας στενογράφος, αλλά ο Χίτλερ επέζησε με ελαφρά τραύματα και προβλήματα στην ακοή. Ο Στάουφενμπεργκ, πάντως, κατόρθωσε να διαφύγει πριν η φρουρά «σφραγίσει» το αρχηγείο.
Κάποιοι ερευνητές διατείνονται ότι, αν ο Στάουφενμπεργκ είχε τοποθετήσει σε διαφορετικό σημείο τον χαρτοφύλακα με την βόμβα (όχι τόσο κοντά στο χοντρό πόδι του δρύινου τραπεζιού), το ωστικό κύμα της βόμβας θα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, σκοτώνοντας τον Χίτλερ. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί όσοι βρίσκονταν κοντά στον Χίτλερ με την έκρηξη της βόμβας είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίσθηκαν πολύ σοβαρά. Η μόνη εξήγηση του ελαφρού τραυματισμού του Χίτλερ (έσπασε το τύμπανο σε ένα από τα αυτιά του και τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο) βρίσκεται στην προστασία του από το δρύινο τραπέζι. Διατείνονται, επίσης, ότι αν ο Στάουφενμπεργκ είχε φέρει μαζί του και τη δεύτερη βόμβα (την είχε αφήσει στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του) έστω και όχι οπλισμένη, η έκρηξη της πρώτης θα πυροδοτούσε και την δεύτερη, με αποτέλεσμα να μην μείνει κανείς ζωντανός στο Καταφύγιο. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων δυνατόν, καθώς ο Στάουφενμπεργκ ήταν πλέον μονόχειρ και δεν θα του ήταν δυνατό να μεταφέρει δύο χαρτοφύλακες με ένα - ακρωτηριασμένο - χέρι.
Τραγικός επίλογος με εκτελέσεις και αυτοκτονίες
Στο Βερολίνο οι συνωμότες προχώρησαν σε συλλήψεις σημαινόντων ναζί και ανθρώπων των SS και της Γκεστάπο. Παράλληλα, προσέγγισαν ανώτατους αξιωματικούς που δεν ήταν μυημένοι στο κίνημα και προσπάθησαν να κερδίσουν την υποστήριξή τους. Οι περισσότεροι δεν είχαν αντίρρηση, εφόσον υπήρχαν απτές αποδείξεις ότι ο Χίτλερ πέθανε. Ομως ο Χίτλερ ζούσε και ο μηχανισμός προπαγάνδας του Γκέμπελς έδρασε αστραπιαία και ενημέρωσε αμέσως τα κέντρα εξουσίας ότι ο «φίρερ» ζει. Οι συνωμότες έχασαν το πιο δυνατό χαρτί τους και σταδιακά όλοι οι ουδέτεροι πήραν αποστάσεις από το κίνημα. Ο Στάουφενμπεργκ και οι σύντροφοί του τερμάτισαν με τραγικό τέλος τη ζωή τους. Ο ίδιος εκτελέστηκε μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς στην αυλή του Αρχηγείου Στρατού, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 20ής - 21ης Ιουλίου 1944. Αλλοι αυτοκτόνησαν και άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Μπέρτχολντ, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Ορισμένοι καταδικασθέντες στραγγαλίστηκαν με χορδές πιάνου και οι εκτελέσεις κινηματογραφήθηκαν για να τις απολαύσει αργότερα ο Χίτλερ. Πάνω από 200 άνθρωποι εκτελέστηκαν εξαιτίας της ανάμειξής τους στη συνωμοσία εναντίον του «φίρερ». Ακολούθησε πογκρόμ διώξεων εντός κι εκτός στρατεύματος. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν ή οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για να ικανοποιηθεί η ναζιστική μανία για εκδίκηση. Ούτε ο διάσημος στρατάρχης Ρόμελ γλίτωσε από τις διώξεις. Οι άνθρωποι του καθεστώτος έθεσαν στην «Αλεπού της Ερήμου» το δίλημμα: δίκη - παρωδία και ατίμωση ή αυτοκτονία. Προτίμησε το δεύτερο για να εξασφαλίσει την υστεροφημία του και την επιβίωση της οικογένειάς του. Ενα εξάμηνο μετά, το οικοδόμημα του Γ' Ράιχ κατέρρευσε με εκκωφαντικό τρόπο. Σκληρά αντίποινα περιμένουν και ολόκληρη την οικογένεια Στάουφενμπεργκ: Συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα της τα μέλη (μεταξύ των οποίων και τα τρία ανήλικα παιδιά του Κλάους) και ο Φύρερ διατάσσει την εξάλειψη του ονόματος αυτού "από όλα τα ληξιαρχεία του Ράιχ". Μερικές ώρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ διατείνεται ότι ήταν η θεία Πρόνοια που τον εφύλαξε.Η σύζυγος του Κλάους, Νίνα (πατρικό όνομα Νίνα Φράιιν φον Λέρχενφελντ), με την οποία είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ήταν έγκυος. Αδιαφορώντας γι' αυτό, την κλείνουν στο Στρατόπεδο του Στούτχοφ, όπου και γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, η Κοστάντσε (Kostanze). Τα υπόλοιπα παιδιά τους, Μπέρτχολντ, Χάιμεραν, Φραντς-Λούντβιχ και Βάλερι υποχρεώνονται σε κατ' οίκον περιορισμό, χωρίς να τους ανακοινωθεί γιατί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα υποχρεώνουν, επίσης, να αλλάξουν το επώνυμό τους, καθώς με εντολή του Χίτλερ, το όνομα Στάουφενμπεργκ είναι πλέον μη αποδεκτό σε όλο το Ράιχ. Η Νίνα απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 92 ετών. Ο Μπέρτχολντ έγινε Στρατηγός του Δυτικογερμανικού Στρατού ενώ ο Φραντς-Λούντβιχ διετέλεσε βουλευτής τόσο στο Γερμανικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στο Βερολίνο οι συνωμότες προχώρησαν σε συλλήψεις σημαινόντων ναζί και ανθρώπων των SS και της Γκεστάπο. Παράλληλα, προσέγγισαν ανώτατους αξιωματικούς που δεν ήταν μυημένοι στο κίνημα και προσπάθησαν να κερδίσουν την υποστήριξή τους. Οι περισσότεροι δεν είχαν αντίρρηση, εφόσον υπήρχαν απτές αποδείξεις ότι ο Χίτλερ πέθανε. Ομως ο Χίτλερ ζούσε και ο μηχανισμός προπαγάνδας του Γκέμπελς έδρασε αστραπιαία και ενημέρωσε αμέσως τα κέντρα εξουσίας ότι ο «φίρερ» ζει. Οι συνωμότες έχασαν το πιο δυνατό χαρτί τους και σταδιακά όλοι οι ουδέτεροι πήραν αποστάσεις από το κίνημα. Ο Στάουφενμπεργκ και οι σύντροφοί του τερμάτισαν με τραγικό τέλος τη ζωή τους. Ο ίδιος εκτελέστηκε μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς στην αυλή του Αρχηγείου Στρατού, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 20ής - 21ης Ιουλίου 1944. Αλλοι αυτοκτόνησαν και άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Μπέρτχολντ, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Ορισμένοι καταδικασθέντες στραγγαλίστηκαν με χορδές πιάνου και οι εκτελέσεις κινηματογραφήθηκαν για να τις απολαύσει αργότερα ο Χίτλερ. Πάνω από 200 άνθρωποι εκτελέστηκαν εξαιτίας της ανάμειξής τους στη συνωμοσία εναντίον του «φίρερ». Ακολούθησε πογκρόμ διώξεων εντός κι εκτός στρατεύματος. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν ή οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για να ικανοποιηθεί η ναζιστική μανία για εκδίκηση. Ούτε ο διάσημος στρατάρχης Ρόμελ γλίτωσε από τις διώξεις. Οι άνθρωποι του καθεστώτος έθεσαν στην «Αλεπού της Ερήμου» το δίλημμα: δίκη - παρωδία και ατίμωση ή αυτοκτονία. Προτίμησε το δεύτερο για να εξασφαλίσει την υστεροφημία του και την επιβίωση της οικογένειάς του. Ενα εξάμηνο μετά, το οικοδόμημα του Γ' Ράιχ κατέρρευσε με εκκωφαντικό τρόπο. Σκληρά αντίποινα περιμένουν και ολόκληρη την οικογένεια Στάουφενμπεργκ: Συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα της τα μέλη (μεταξύ των οποίων και τα τρία ανήλικα παιδιά του Κλάους) και ο Φύρερ διατάσσει την εξάλειψη του ονόματος αυτού "από όλα τα ληξιαρχεία του Ράιχ". Μερικές ώρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ διατείνεται ότι ήταν η θεία Πρόνοια που τον εφύλαξε.Η σύζυγος του Κλάους, Νίνα (πατρικό όνομα Νίνα Φράιιν φον Λέρχενφελντ), με την οποία είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ήταν έγκυος. Αδιαφορώντας γι' αυτό, την κλείνουν στο Στρατόπεδο του Στούτχοφ, όπου και γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, η Κοστάντσε (Kostanze). Τα υπόλοιπα παιδιά τους, Μπέρτχολντ, Χάιμεραν, Φραντς-Λούντβιχ και Βάλερι υποχρεώνονται σε κατ' οίκον περιορισμό, χωρίς να τους ανακοινωθεί γιατί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα υποχρεώνουν, επίσης, να αλλάξουν το επώνυμό τους, καθώς με εντολή του Χίτλερ, το όνομα Στάουφενμπεργκ είναι πλέον μη αποδεκτό σε όλο το Ράιχ. Η Νίνα απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 92 ετών. Ο Μπέρτχολντ έγινε Στρατηγός του Δυτικογερμανικού Στρατού ενώ ο Φραντς-Λούντβιχ διετέλεσε βουλευτής τόσο στο Γερμανικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.