Εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα. Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνούς της Έλληνες ιστορικούς και απομνηματογράφους, που αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα. Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό (1760-1842), η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα». Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο (29 Δεκεμβρίου 1821, σύμφωνα με τον Κασομούλη) και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823). Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ (1773-1838). Από τις ελληνικές πηγές προκύπτει ότι το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων. Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες τής Γαλλίας και της Αγγλίας, κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη. Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ (1779 - 1832), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.
Η αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Υψηλάντη ότι θα τη νυμφευόταν, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την ηρωίδα. Ενεργώντας απερίσκεπτα υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα - κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Όπως μας πληροφορεί ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στις «Ιστορικές Αναμνήσεις του: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς». Το υπόμνημα της Μαυτογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης. Νέα σχετική αναφορά υπέβαλε λίγες μέρες μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια (1η Φεβρουαρίου 1828). Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση. Εγκαθίσταται στη Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Στην Παροικιά υπάρχει ένας μόνο γιατρός και αυτός πρακτικός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, που στο παρελθόν είχε δουλέψει στην Ιταλία ως βοηθός φαρμακοποιού. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1840 η ηρωίδα θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, σχεδόν λησμονημένη απ’ όλους.
Μαντώ Μαυρογένους – Δημήτριος Υψηλάντης: Ο έρωτας στα χρόνια της επανάστασης...
Mετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Μαντώ θα γνωρίσει όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς, φιλόδοξους ηγέτες του Αγώνα. Στο Ναύπλιο – όπου παίρνει μέρος σε πολλές μάχες – συναντά και τον Δημήτριο Υψηλάντη, σημαντικό πολιτικό πρόσωπο, στρατιωτικό, αδελφό του πρίγκηπα Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εκείνη, τότε είναι γύρω στα 25, εκείνος πλησιάζει τα 30 – δεινός πολεμιστής αλλά κοντός, μάλλον ευτραφής όχι ιδιαίτερα όμορφος. Ωστόσο η Μαντώ τον ερωτεύεται και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει τη σχέση τους. Στο στρατόπεδο μένει στη σκηνή του, προκαλώντας τα πικρόχολα σχόλια των αντρών που λένε πως ο Υψηλάντης «τρέχει πίσω από τα φουστάνια της φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισας». Μαθαίνοντάς τα, η Μαντώ θα ζητήσει από τον Υψηλάντη να παντρευτούν. Εκείνος, της εξηγεί πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. στο μέσο μιας πολεμικής αναμέτρησης – δέχεται όμως να της δώσει έγγραφη υπόσχεση γάμου, γι’αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επιτρέψουν. Μόνο που αυτός ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ. Ο δεσμός τους διαλύεται. Υπεύθυνος γι’αυτό, ο μέγας συνωμότης Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος πιθανόν σκέφτηκε, πως μια τέτοια ένωση θα βοηθούσε και την πολιτική ανέλιξη του Υψηλάντη, φράζοντας το δικό του δρόμο προς την εξουσία. Για να τον εμποδίσει, προσεγγίζει τους σωματοφύλακες και τους φίλους του Υψηλάντη και τους πείθει πως η εύθραυστη υγεία του αρχηγού τους κινδυνεύει, λόγω της σχέσης του με την Μαντώ. Και πως, εξαιτίας της το όνομα και η τιμή του στρατηγού τους διασύρονται στο λαό του Ναυπλίου.Από τον βουλευτή Μ.Γ. Κοζάκη Τυπάλδο, μαθαίνουμε την συνέχεια της ιστορίας - η αφήγηση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τ.Blancard « Ο οίκος των Μαυρογένη», που πρωτοεκδόθηκε το 1896. « Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του. Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».
Mετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Μαντώ θα γνωρίσει όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς, φιλόδοξους ηγέτες του Αγώνα. Στο Ναύπλιο – όπου παίρνει μέρος σε πολλές μάχες – συναντά και τον Δημήτριο Υψηλάντη, σημαντικό πολιτικό πρόσωπο, στρατιωτικό, αδελφό του πρίγκηπα Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εκείνη, τότε είναι γύρω στα 25, εκείνος πλησιάζει τα 30 – δεινός πολεμιστής αλλά κοντός, μάλλον ευτραφής όχι ιδιαίτερα όμορφος. Ωστόσο η Μαντώ τον ερωτεύεται και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει τη σχέση τους. Στο στρατόπεδο μένει στη σκηνή του, προκαλώντας τα πικρόχολα σχόλια των αντρών που λένε πως ο Υψηλάντης «τρέχει πίσω από τα φουστάνια της φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισας». Μαθαίνοντάς τα, η Μαντώ θα ζητήσει από τον Υψηλάντη να παντρευτούν. Εκείνος, της εξηγεί πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. στο μέσο μιας πολεμικής αναμέτρησης – δέχεται όμως να της δώσει έγγραφη υπόσχεση γάμου, γι’αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επιτρέψουν. Μόνο που αυτός ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ. Ο δεσμός τους διαλύεται. Υπεύθυνος γι’αυτό, ο μέγας συνωμότης Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος πιθανόν σκέφτηκε, πως μια τέτοια ένωση θα βοηθούσε και την πολιτική ανέλιξη του Υψηλάντη, φράζοντας το δικό του δρόμο προς την εξουσία. Για να τον εμποδίσει, προσεγγίζει τους σωματοφύλακες και τους φίλους του Υψηλάντη και τους πείθει πως η εύθραυστη υγεία του αρχηγού τους κινδυνεύει, λόγω της σχέσης του με την Μαντώ. Και πως, εξαιτίας της το όνομα και η τιμή του στρατηγού τους διασύρονται στο λαό του Ναυπλίου.Από τον βουλευτή Μ.Γ. Κοζάκη Τυπάλδο, μαθαίνουμε την συνέχεια της ιστορίας - η αφήγηση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τ.Blancard « Ο οίκος των Μαυρογένη», που πρωτοεκδόθηκε το 1896. « Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του. Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, όταν ο Υψηλάντης επέστρεψε στην πόλη και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, έστειλε επιστολή στην Μαντώ, με την οποία την καλούσε κοντά του, παρακαλώντας την να συγχωρήσει την απερισκεψία των ανδρών του – πράγμα που έγινε. Τότε ο Κωλέττης, έβαλε σε εφαρμογή άλλο σχέδιο. Έστειλε στη Μαντώ, τους δυο προσωπικούς του γιατρούς, τον Χορτάκη και τον Ολύμπιο, για να την πείσουν πως η υγεία του αγαπημένου της κινδύνευε αν δεν τον αποχωριζόταν, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει και πάλι το Ναύπλιο. Επιπλέον διέδωσε ότι η Μαντώ είχε σχέση και με τον Άγγλο φιλέλληνα Edward Blaquiere, (τον «Βλακέρο», όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες , που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα). Όταν το έμαθε ο Υψηλάντης , πικράθηκε πολύ και αποφάσισε να πάρει τον λόγο του πίσω. Οργισμένη, προδομένη, εξευτελισμένη η Μαντώ, διψά για εκδίκηση. Τον Μάιο του 1827, όταν συνεδριάζει στην Τροιζήνα η πιο δραματική συνέλευση του αγώνα, η «Τρίτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», καταφτάνει στην Πελοπόννησο. Εκεί, συντάσσει μια αναφορά στην οποία θέτει ανοιχτά σε όλους τους Έλληνες αξιωματούχους, το ζήτημα της «ανέντιμης συμπεριφοράς» του αρχιστράτηγου Δημήτριου Υψηλάντη, ζητώντας, λίγο πολύ, να τον υποχρεώσουν να την παντρευτεί. Παρά τις επίμονες προσπάθειές της, το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης, για να αποφύγει το σκάνδαλο θα αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτημά της – για την ακρίβεια, η αναφορά της δεν διαβάστηκε ποτέ και η ίδια αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία…Το τι περιείχε ακριβώς το υπόμνημα, είναι άγνωστο. Αλλά η γνωμοδότηση του Γεννάτου είχε ως εξής: «Εάν τω όντι έχει ομολογίαν ένεκα της οποίας ο κύριος Δ. Υψηλάντης δέχεται να πληρώσει όσα ζητήσει η κυρία Μαντώ, εάν μετά την αποκατάστασιν της Ελλάδος δεν τη νυμφευθεί, οποία δικαιώματα δύνανται εξ αυτής να πηγάσουν; Να την νυμφευθεί; Και η Εκκλησιαστική Αρχή δύναται να βιάσει γάμον; Εάν δεν είναι απλή συμφωνία αλλά συνοδεύεται από την πράξιν της παρθενοφθορίας, ποίαν δύναμιν έχει η Εκκλησιαστική Αρχή;». Στην ουσία το υπόμνημα της Μαντώς, απορρίφθηκε. Ο Κωλέττης είχε νικήσει. Η άγραφη Ιστορία, λέει πως η Μαντώ δεν ξεπέρασε ποτέ της αυτή την προσβολή. Μέχρι το τέλος της ζωής της μισούσε και κατηγορούσε τον Υψηλάντη για τη στάση του. Συνέχισε να μένει κοντά στο σπίτι του, στο Ναύπλιο – στο σπίτι όπου οι δυο τους είχαν μοιραστεί πολλές ευτυχισμένες, ερωτικές στιγμές – αλλά δεν του ξαναμίλησε. Ακόμα και όταν εκείνος ήταν στα τελευταία του, δεν επεδίωξε να τον δει. Ο Υψηλάντης πέθανε τον Αύγουστο του 1832 – από λοίμωξη του αναπνευστικού, συνέπεια μιας βαριάς μυϊκής δυστροφίας. Ήταν 38 χρονών. Όταν η Μαντώ το έμαθε, πήγε, τον νεκροστόλισε, τον μοιρολόγησε και ακολούθησε βουβή και μαυροντυμένη τη σορό του, ως την τελευταία του κατοικία. Μια τραγική, ανύπαντρη «χήρα».