Ο όρος «Χαρισματικοί και Ταλαντούχοι» (Gifted and Talented) έχει γίνει ευρέως αποδεκτός από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια και αφοράτα άτομα, που έχει διαπιστωθεί μετά από αξιολόγησή τους με έγκυρα εργαλεία αξιολόγησης χορηγούμενα από ειδικούς, ότι έχουν εξαιρετικές ικανότητες και είναι ικανοί για υψηλή επίδοση. Γι’ αυτούς τους μαθητές απαιτούνται διαφοροποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα και υπηρεσίες από αυτά που υπάρχουν στα κοινά σχολεία, με στόχο, τα προγράμματα αυτά, να τους βοηθήσουν στην ανάπτυξη του εαυτού τους και της κοινωνίας. Οι μαθητές αυτοί επιδεικνύουν ή έχουν την ικανότητα να επιδείξουν υψηλές επιδόσεις
α. στη γενική νοητική ικανότητα,
β. στην ειδική ακαδημαϊκή επίδοση,
γ. στο δημιουργικό ή παραγωγικό τρόπο σκέψης,
δ. στην ηγετική ικανότητα,
ε. στις τέχνες και
στ. στον ψυχοκινητικό τομέα.
Τα χαρισματικά παιδιά, όπως όλα τα παιδιά, χρειάζονται ένα δικό τους χώρο όπου να μπορούν να εκφράζονται ανεμπόδιστα και να είναι ο εαυτός τους. Να μπορούν δηλαδή να δείχνουν προς τα έξω τις πολλές και διαφορετικές εικόνες της προσωπικότητάς τους, όπως, για παράδειγμα, το να είναι ιδιαίτερα εγκεφαλικοί στις σχέσεις τους με τους άλλους, ανυπόμονοι, με τάση για επίδειξη, κυκλοθυμικοί, παρορμητικοί, παθιασμένοι με ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον, χαμένοι σε ένα “μυστήριο κόσμο”, αφηρημένοι και πολλά άλλα. Πολλοί μαθητές υψηλών ικανοτήτων κρύβουν, «αποσιωπούν» ή/και συγκαλύπτουν τις δυνατότητές τους, προκείμενου να βελτιώσουν τις πιθανότητες να γίνουν αγαπητοί ή έστω απλά αποδεκτοί ως "φυσιολογικοί" ανάμεσα στους συνομηλίκους τους. Όπως όλα τα παιδιά, έτσι και τα χαρισματικά, έχουν το δικαίωμα να λάβουν για τον εαυτό τους την καλύτερη εκπαίδευση. Χρειάζονται ευκαιρίες, ώστε να μάθουν με το δικό τους ρυθμό, να επεκτείνουν τις γνωστικές τους δομές, να ασχοληθούν με δραστηριότητες που τους ενδιαφέρουν πέρα από τις γνώσεις που ήδη κατέχουν, να μελετήσουν αφηρημένα δεδομένα που απαιτούν πιο δομημένη σκέψη, να εργαστούν με (όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά) συνομηλίκους που μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα και ικανότητες, να συμμετέχουν σε σχέδια εργασίας που συνδέουν τη μάθησή τους με τον "πραγματικό κόσμο". Την εποχή που θα φτάσουν στην τελευταία τους χρονιά στο Λύκειο, τα χαρισματικά παιδιά θα έχουν περάσει, όπως και κάθε άλλο παιδί, περισσότερες από 12.000 ώρες στο σχολείο˙ έχουν το δικαίωμα –και είναι υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει– τουλάχιστον κάποιες, αρκετές ή/και όλες από αυτές τις ώρες να είναι ενδιαφέρουσες, αποδοτικές, ενθαρρυντικές, εποικοδομητικές και με νόημα.
Αλλά η μαθησιακή διαδικασία, που είναι κατ’ ανάγκην προσαρμοσμένη στις ανάγκες του μέσου όρου των μαθητών, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για τα άτομα αυτά, που δεν εμπίπτουν σ’ αυτόν τον μαθησιακό μέσο όρο. Φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι τα παιδιά αυτά, λόγω της αυξημένης αντιληπτικής και αφομοιωτικής ικανότητάς τους, να μην ενδιαφέρονται πλέον για την μαθησιακή διαδικασία, η οποία δεν είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ικανότητες και νοητικές δεξιότητές τους, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ελκυστική γι’ αυτούς, να μην προκαλεί το ενδιαφέρον τους, να πλήττουν και τελικά να εκδηλώνουν αρνητικές ψυχοπαιδαγωγικές συμπεριφορές, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε μαθησιακή υστέρηση και, ενίοτε, σε ψυχοπαιδαγωγικές διαταραχές και σε μαθησιακό αποκλεισμό.
Ειδικότερα, έχει τεκμηριωθεί, μέσα από θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις αλλά και μέσα από διαπιστώσεις γονιών, παιδιών που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία ατόμων που έχουν ανάγκη από ειδική εκπαιδευτική προσέγγιση και φροντίδα, ότι το κοινό σχολείο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες τους και να τους παράσχει ισότιμη εκπαίδευση. Έτσι, η φοίτηση των παιδιών αυτής της κατηγορίας, στο κοινό σχολείο έχει σαν συνέπεια να παρεμποδίζεται η ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεών τους, με αποτέλεσμα να στερούνται τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
Στο κοινό σχολείο, δεν μπορούν να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν αρμονικά το πνεύμα, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Δεν μπορούν να αποκτήσουν, μέσα από τη σχολική αγωγή που τους παρέχεται στο κοινό σχολείο, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, και να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής εργασίας, αφού δεν τους παρέχεται η ισότιμη ευκαιρία γι’ αυτό. Παρεμποδίζεται η ανάπτυξη δημιουργικής και κριτικής σκέψης, η ανάληψη πρωτοβουλιών και η υπεύθυνη συμμετοχή τους, με όσες δυνάμεις διαθέτουν, σε συλλογικές προσπάθειες και συνεργασίες, με ενδεχόμενο κίνδυνο να αποκομίσουν την αίσθηση ότι η συμμετοχή τους όχι μόνο δε συντελεί στην πρόοδο των συμμαθητών τους, αλλά αντίθετα την παρεμποδίζει. Ο σεβασμός και η κατανόηση των ανθρώπινων αξιών, η αίσθηση της διαφύλαξης και προαγωγής του πολιτισμού, η ανάπτυξη του πνεύματος φιλίας και συνεργασίας εκπορεύονται από τις εμπειρίες τους στο πως αυτές οι έννοιες, σε ότι τα αφορούν, πραγματώνονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Όμως, η έλλειψη κατάρτισης των εκπαιδευτικών από τη μια, και τα αναλυτικά προγράμματα και τα λοιπά διδακτικά μέσα που είναι προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο από την άλλη, δεν εξασφαλίζουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αρμονικών διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολείο και στην τάξη με προφανές το έλλειμμα σεβασμού της προσωπικότητάς τους.
Τα αναλυτικά προγράμματα, προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο, δεν μπορούν να καλύψουν τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες αυτής της ιδιαίτερης ομάδας μαθητών, αφού η διδακτέα ύλη και το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν είναι ανάλογα και σύμμετρα προς τις αφομοιωτικές και αντιληπτικές ικανότητες και δυνατότητες των παιδιών. Έτσι, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η πολύπλευρη πνευματική ανάπτυξή τους και η βελτίωση της ψυχικής του υγείας, που είναι άλλωστε και ο ευρύτερος σκοπός της εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα παρεμποδίζεται.
Το κοινό σχολείο δεν βοηθά αυτά τα παιδιά να διευρύνουν και να αναδιατάσσουν τις σχέσεις της δημιουργικής τους δραστηριότητας με τα πράγματα, τις καταστάσεις και τα φαινόμενα που μελετούν και παρεμποδίζει την οικοδόμηση των μηχανισμών που συμβάλλουν στην αφομοίωση της γνώσης. Παρεμποδίζει την απόκτηση της ικανότητας της αναγωγής από τα δεδομένα των αισθήσεων στην περιοχή της αφηρημένης σκέψης, αλλά και την απόκτηση της ικανότητας ορθής χρήσης του προφορικού και γραπτού λόγου, αφού τα παιδιά υποχρεώνονται στην ενάσκηση του λόγου όχι σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνατότητές τους αλλά σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνατότητες της χρονολογικής ηλικίας, της δικής τους και των συμμαθητών του.
Ωστόσο, η σχέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με την επιμέρους εκπαίδευση των χαρισματικών και ταλαντούχων βασίζεται σε μια έννοια ιδιότυπης εξομοίωσης-ισότητας, η οποία έχει επηρεάσει και την εκπαιδευτική πολιτική απέναντι στους ταλαντούχους και χαρισματικούς μαθητές. Αν και πολλές φορές, γονείς, εκπαιδευτικοί, πολίτες, εκτιμούν και θαυμάζουν το εξαιρετικά ευφυές ή δημιουργικό παιδί, παραμένουν ωστόσο -και σε κάποιες περιπτώσεις προκλητικά- προσκολλημένοι, στην άποψη ότι “αυτοί οι μαθητές ό,τι και να κάνουν θα πετύχουν έτσι κι αλλιώς, επομένως πρέπει να δοθεί βοήθεια σε αυτούς που πραγματικά τη χρειάζονται”. Έτσι, όλοι οι χαρισματικοί και ταλαντούχοι μαθητές, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, φοιτούν στις τάξεις που αντιστοιχούν χρονολογικά, χωρίς να αναγνωρίζονται οι δυνατότητές τους και χωρίς να καλύπτονται οι ανάγκες τους. Αρκετοί από αυτούς εμφανίζουν υποεπίδοση. Διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των χαρισματικών και ταλαντούχων μαθητών εμφανίζουν αναντιστοιχία μεταξύ της διαγνωσμένης ικανότητάς τους και της επίδοσής τους στο σχολείο, ενώ αρκετοί εγκαταλείπουν το σχολείο (10-20% από αυτούς που εγκαταλείπουν το Λύκειο ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία).
α. στη γενική νοητική ικανότητα,
β. στην ειδική ακαδημαϊκή επίδοση,
γ. στο δημιουργικό ή παραγωγικό τρόπο σκέψης,
δ. στην ηγετική ικανότητα,
ε. στις τέχνες και
στ. στον ψυχοκινητικό τομέα.
Τα χαρισματικά παιδιά, όπως όλα τα παιδιά, χρειάζονται ένα δικό τους χώρο όπου να μπορούν να εκφράζονται ανεμπόδιστα και να είναι ο εαυτός τους. Να μπορούν δηλαδή να δείχνουν προς τα έξω τις πολλές και διαφορετικές εικόνες της προσωπικότητάς τους, όπως, για παράδειγμα, το να είναι ιδιαίτερα εγκεφαλικοί στις σχέσεις τους με τους άλλους, ανυπόμονοι, με τάση για επίδειξη, κυκλοθυμικοί, παρορμητικοί, παθιασμένοι με ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον, χαμένοι σε ένα “μυστήριο κόσμο”, αφηρημένοι και πολλά άλλα. Πολλοί μαθητές υψηλών ικανοτήτων κρύβουν, «αποσιωπούν» ή/και συγκαλύπτουν τις δυνατότητές τους, προκείμενου να βελτιώσουν τις πιθανότητες να γίνουν αγαπητοί ή έστω απλά αποδεκτοί ως "φυσιολογικοί" ανάμεσα στους συνομηλίκους τους. Όπως όλα τα παιδιά, έτσι και τα χαρισματικά, έχουν το δικαίωμα να λάβουν για τον εαυτό τους την καλύτερη εκπαίδευση. Χρειάζονται ευκαιρίες, ώστε να μάθουν με το δικό τους ρυθμό, να επεκτείνουν τις γνωστικές τους δομές, να ασχοληθούν με δραστηριότητες που τους ενδιαφέρουν πέρα από τις γνώσεις που ήδη κατέχουν, να μελετήσουν αφηρημένα δεδομένα που απαιτούν πιο δομημένη σκέψη, να εργαστούν με (όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά) συνομηλίκους που μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα και ικανότητες, να συμμετέχουν σε σχέδια εργασίας που συνδέουν τη μάθησή τους με τον "πραγματικό κόσμο". Την εποχή που θα φτάσουν στην τελευταία τους χρονιά στο Λύκειο, τα χαρισματικά παιδιά θα έχουν περάσει, όπως και κάθε άλλο παιδί, περισσότερες από 12.000 ώρες στο σχολείο˙ έχουν το δικαίωμα –και είναι υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει– τουλάχιστον κάποιες, αρκετές ή/και όλες από αυτές τις ώρες να είναι ενδιαφέρουσες, αποδοτικές, ενθαρρυντικές, εποικοδομητικές και με νόημα.
Αλλά η μαθησιακή διαδικασία, που είναι κατ’ ανάγκην προσαρμοσμένη στις ανάγκες του μέσου όρου των μαθητών, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για τα άτομα αυτά, που δεν εμπίπτουν σ’ αυτόν τον μαθησιακό μέσο όρο. Φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι τα παιδιά αυτά, λόγω της αυξημένης αντιληπτικής και αφομοιωτικής ικανότητάς τους, να μην ενδιαφέρονται πλέον για την μαθησιακή διαδικασία, η οποία δεν είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ικανότητες και νοητικές δεξιότητές τους, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ελκυστική γι’ αυτούς, να μην προκαλεί το ενδιαφέρον τους, να πλήττουν και τελικά να εκδηλώνουν αρνητικές ψυχοπαιδαγωγικές συμπεριφορές, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε μαθησιακή υστέρηση και, ενίοτε, σε ψυχοπαιδαγωγικές διαταραχές και σε μαθησιακό αποκλεισμό.
Ειδικότερα, έχει τεκμηριωθεί, μέσα από θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις αλλά και μέσα από διαπιστώσεις γονιών, παιδιών που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία ατόμων που έχουν ανάγκη από ειδική εκπαιδευτική προσέγγιση και φροντίδα, ότι το κοινό σχολείο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες τους και να τους παράσχει ισότιμη εκπαίδευση. Έτσι, η φοίτηση των παιδιών αυτής της κατηγορίας, στο κοινό σχολείο έχει σαν συνέπεια να παρεμποδίζεται η ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεών τους, με αποτέλεσμα να στερούνται τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
Στο κοινό σχολείο, δεν μπορούν να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν αρμονικά το πνεύμα, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Δεν μπορούν να αποκτήσουν, μέσα από τη σχολική αγωγή που τους παρέχεται στο κοινό σχολείο, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, και να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής εργασίας, αφού δεν τους παρέχεται η ισότιμη ευκαιρία γι’ αυτό. Παρεμποδίζεται η ανάπτυξη δημιουργικής και κριτικής σκέψης, η ανάληψη πρωτοβουλιών και η υπεύθυνη συμμετοχή τους, με όσες δυνάμεις διαθέτουν, σε συλλογικές προσπάθειες και συνεργασίες, με ενδεχόμενο κίνδυνο να αποκομίσουν την αίσθηση ότι η συμμετοχή τους όχι μόνο δε συντελεί στην πρόοδο των συμμαθητών τους, αλλά αντίθετα την παρεμποδίζει. Ο σεβασμός και η κατανόηση των ανθρώπινων αξιών, η αίσθηση της διαφύλαξης και προαγωγής του πολιτισμού, η ανάπτυξη του πνεύματος φιλίας και συνεργασίας εκπορεύονται από τις εμπειρίες τους στο πως αυτές οι έννοιες, σε ότι τα αφορούν, πραγματώνονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Όμως, η έλλειψη κατάρτισης των εκπαιδευτικών από τη μια, και τα αναλυτικά προγράμματα και τα λοιπά διδακτικά μέσα που είναι προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο από την άλλη, δεν εξασφαλίζουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αρμονικών διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολείο και στην τάξη με προφανές το έλλειμμα σεβασμού της προσωπικότητάς τους.
Τα αναλυτικά προγράμματα, προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο, δεν μπορούν να καλύψουν τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες αυτής της ιδιαίτερης ομάδας μαθητών, αφού η διδακτέα ύλη και το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν είναι ανάλογα και σύμμετρα προς τις αφομοιωτικές και αντιληπτικές ικανότητες και δυνατότητες των παιδιών. Έτσι, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η πολύπλευρη πνευματική ανάπτυξή τους και η βελτίωση της ψυχικής του υγείας, που είναι άλλωστε και ο ευρύτερος σκοπός της εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα παρεμποδίζεται.
Το κοινό σχολείο δεν βοηθά αυτά τα παιδιά να διευρύνουν και να αναδιατάσσουν τις σχέσεις της δημιουργικής τους δραστηριότητας με τα πράγματα, τις καταστάσεις και τα φαινόμενα που μελετούν και παρεμποδίζει την οικοδόμηση των μηχανισμών που συμβάλλουν στην αφομοίωση της γνώσης. Παρεμποδίζει την απόκτηση της ικανότητας της αναγωγής από τα δεδομένα των αισθήσεων στην περιοχή της αφηρημένης σκέψης, αλλά και την απόκτηση της ικανότητας ορθής χρήσης του προφορικού και γραπτού λόγου, αφού τα παιδιά υποχρεώνονται στην ενάσκηση του λόγου όχι σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνατότητές τους αλλά σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνατότητες της χρονολογικής ηλικίας, της δικής τους και των συμμαθητών του.
Ωστόσο, η σχέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με την επιμέρους εκπαίδευση των χαρισματικών και ταλαντούχων βασίζεται σε μια έννοια ιδιότυπης εξομοίωσης-ισότητας, η οποία έχει επηρεάσει και την εκπαιδευτική πολιτική απέναντι στους ταλαντούχους και χαρισματικούς μαθητές. Αν και πολλές φορές, γονείς, εκπαιδευτικοί, πολίτες, εκτιμούν και θαυμάζουν το εξαιρετικά ευφυές ή δημιουργικό παιδί, παραμένουν ωστόσο -και σε κάποιες περιπτώσεις προκλητικά- προσκολλημένοι, στην άποψη ότι “αυτοί οι μαθητές ό,τι και να κάνουν θα πετύχουν έτσι κι αλλιώς, επομένως πρέπει να δοθεί βοήθεια σε αυτούς που πραγματικά τη χρειάζονται”. Έτσι, όλοι οι χαρισματικοί και ταλαντούχοι μαθητές, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, φοιτούν στις τάξεις που αντιστοιχούν χρονολογικά, χωρίς να αναγνωρίζονται οι δυνατότητές τους και χωρίς να καλύπτονται οι ανάγκες τους. Αρκετοί από αυτούς εμφανίζουν υποεπίδοση. Διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των χαρισματικών και ταλαντούχων μαθητών εμφανίζουν αναντιστοιχία μεταξύ της διαγνωσμένης ικανότητάς τους και της επίδοσής τους στο σχολείο, ενώ αρκετοί εγκαταλείπουν το σχολείο (10-20% από αυτούς που εγκαταλείπουν το Λύκειο ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία).