Η Διπολική Διαταραχή αποτελεί μια χρόνια, σοβαρή, με αρκετές υποτροπές ψυχική διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού. Μολονότι αποτελεί μια ψυχική κατάσταση που χρειάζεται προσοχή και φροντίδα του ατόμου που υποφέρει υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να μπορέσει κανείς να την αντιμετωπίσει και να μειώσει τις επιπτώσεις της. Η σοβαρότητα της δυσκολίας έγκειται στο ψυχικό βάρος που συνοδεύει το άτομο, την οικογένειά του αλλά και το εύρυτερο κοινωνικό περιβάλλον, δεδομένου ότι συχνά περιλαμβάνει νοσηλείες και απώλεια λειτουργικότητας του ατόμου σε επίπεδο επαγγελματικό (χάνει δουλειές, δεν είναι παραγωγικό στο εργασιακό του περιβάλλον, κλπ). Το κύριο χαρακτηριστικό της διπολικής διαταραχής είναι η συναισθηματική αστάθεια και η αλλαγή της διάθεσης. Το άτομο μπορεί να διανύσει μια περίοδο μεγάλης, και όχι απαραίτητη κατανοητής από το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον, ευφορίας που συνοδεύεται από υπερβολική ενεργητικότητα ή δραστηριότητα, καθώς και μεγάλη ευερεθιστότητα, την οποία μπορεί να ακολουθήσει μια καταθλιπτική περίοδος. Κατά την πρώη μανιακή περίοδο το άτομο μπορεί να έχει υπερβολική αυτοεκτίμηση, αισθήματα ανωτερότητας που πολλές φορές είναι παραληρηματικά, μειωμένη διάθεση για ύπνο και κατ’ επέκταση συναισθήματα κόπωσης, έντονη και ασταμάτητη λογόρροια καθώς και γρήγορες και συνεχόμενες σκέψεις, σε βαθμό που και το ίδιο το άτομο διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Συχνά μπορεί να εμπλακεί σε επικίνδυνες δραστηριότητες ή να βρίσκεται σε ψυχοκινητική διέγερση. Σε αυτή τη φάση το άτομο παρουσιάζει και σοβαρή δυσκολία να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του δραστηριότητες ή επαφές με τους οικείους του.
Πιο ήπια θεωρείται η φάση της υπομανίας όπου παρατηρούνται πραγματικά μανιακά επεισόδια αλλά ο περιορισμός της δραστηριότητας του ατόμου δεν είναι τόσο μεγάλος και ίσως να μην κριθεί αναγκαία μια νοσηλεία, καθώς μπορεί να μην κινδυνεύει άμεσα να κάνει κακό στον εαυτό του (για παράδειγμα, μέσα από την εμπλοκή σε επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές πράξεις μια διαφορετικά άτομα και χωρίς να προστατεύει τον εαυτό του). Η ευφορία είναι πιο ήπια και η κοινωνικότητα και η ανάγκη για λεκτική επικοινωνία αυξημένες. Τα παραληρηματικά συμπτώματα απουσιάζουν, ενώ η διάρκεια είναι μικρότερη.
Τις φάσεις της μανίας ή υπομανίας διαδέχεται η καταθλιπτική φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από απάθεια και θλίψη, ψυχοκινητική επιβράδυνση και υπνηλία σε αντίθεση με την αϋπνία που συνήθως υπάρχει στην κατάθλιψη (Dunner, 1980). Επίσης, υπάρχει η πιθανότητα ανάπτυξης ψυχωτικών συμπτωμάτων, τα οποία συνδέονται με τη διάθεση. Επίσης, είναι λιγότερο συχνή η έλλειψη όρεξης και η απώλεια βάρους. Τέλος, υπάρχει και η μικτή φάση, που χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη ύπαρξη μανιακών και καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε διαφορετικούς συνδυασμούς, που εξαρτώνται από τις αλλαγές της διάθεσης και παρουσιάζουν συμπεριφορικές αλλαγές Αξίζει να τονιστεί ότι τα συμπτώματα της διπολικής διαταραχής δεν είναι περιστασιακά αλλά συνεχιζόμενα και επιδρούν σοβαρά στη λειτουργικότητα του ατόμου σε καθημερινό επίπεδο. Πολλές φορές ένα άτομο μπορεί να βιώνει αλλαγές στη διάθεσή του κατά τη διάρκεια της μέρας, τη εβδομάδας ή του μήνα αλλά να λειτουργεί κανονικά σε επίπεδο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό. Είναι, επομένως, σημαντικό να είναι κάποιος προσεκτικός στον τρόπο που αξιολογεί και ερμηνεύει τις αλλαγές της διάθεσης ενός ατόμου.
Το άτομο που υποφέρει από διπολική διαταραχή επίσης, μολονότι μπορεί να μπαίνει σε φάσεις υποτροπής, είναι εφικτό να πάρει μεγάλη βοήθεια για να αντιμετωπίσει τη δυσκολία του μέσα από διάφορες μεθόδους. Κάποιες από αυτές είναι η ψυχοεκπαίδευση του ίδιου και της οικογένειάς του, η ψυχοκοινωνική παρέμβαση μέσα από αντίστοιχες κοινοτικές δομές, καθώς φυσικά και η ψυχοθεραπεία και η συστηματική λήψη φαρμακευτικής αγωγής που στοχεύει στη διαχείριση των συμπτωμάτων ώστε να μπορέσει το άτομο να ανακτήσει πάλι τη λειτουργικότητά του.
Πιο ήπια θεωρείται η φάση της υπομανίας όπου παρατηρούνται πραγματικά μανιακά επεισόδια αλλά ο περιορισμός της δραστηριότητας του ατόμου δεν είναι τόσο μεγάλος και ίσως να μην κριθεί αναγκαία μια νοσηλεία, καθώς μπορεί να μην κινδυνεύει άμεσα να κάνει κακό στον εαυτό του (για παράδειγμα, μέσα από την εμπλοκή σε επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές πράξεις μια διαφορετικά άτομα και χωρίς να προστατεύει τον εαυτό του). Η ευφορία είναι πιο ήπια και η κοινωνικότητα και η ανάγκη για λεκτική επικοινωνία αυξημένες. Τα παραληρηματικά συμπτώματα απουσιάζουν, ενώ η διάρκεια είναι μικρότερη.
Τις φάσεις της μανίας ή υπομανίας διαδέχεται η καταθλιπτική φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από απάθεια και θλίψη, ψυχοκινητική επιβράδυνση και υπνηλία σε αντίθεση με την αϋπνία που συνήθως υπάρχει στην κατάθλιψη (Dunner, 1980). Επίσης, υπάρχει η πιθανότητα ανάπτυξης ψυχωτικών συμπτωμάτων, τα οποία συνδέονται με τη διάθεση. Επίσης, είναι λιγότερο συχνή η έλλειψη όρεξης και η απώλεια βάρους. Τέλος, υπάρχει και η μικτή φάση, που χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη ύπαρξη μανιακών και καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε διαφορετικούς συνδυασμούς, που εξαρτώνται από τις αλλαγές της διάθεσης και παρουσιάζουν συμπεριφορικές αλλαγές Αξίζει να τονιστεί ότι τα συμπτώματα της διπολικής διαταραχής δεν είναι περιστασιακά αλλά συνεχιζόμενα και επιδρούν σοβαρά στη λειτουργικότητα του ατόμου σε καθημερινό επίπεδο. Πολλές φορές ένα άτομο μπορεί να βιώνει αλλαγές στη διάθεσή του κατά τη διάρκεια της μέρας, τη εβδομάδας ή του μήνα αλλά να λειτουργεί κανονικά σε επίπεδο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό. Είναι, επομένως, σημαντικό να είναι κάποιος προσεκτικός στον τρόπο που αξιολογεί και ερμηνεύει τις αλλαγές της διάθεσης ενός ατόμου.
Το άτομο που υποφέρει από διπολική διαταραχή επίσης, μολονότι μπορεί να μπαίνει σε φάσεις υποτροπής, είναι εφικτό να πάρει μεγάλη βοήθεια για να αντιμετωπίσει τη δυσκολία του μέσα από διάφορες μεθόδους. Κάποιες από αυτές είναι η ψυχοεκπαίδευση του ίδιου και της οικογένειάς του, η ψυχοκοινωνική παρέμβαση μέσα από αντίστοιχες κοινοτικές δομές, καθώς φυσικά και η ψυχοθεραπεία και η συστηματική λήψη φαρμακευτικής αγωγής που στοχεύει στη διαχείριση των συμπτωμάτων ώστε να μπορέσει το άτομο να ανακτήσει πάλι τη λειτουργικότητά του.