Μια ταινία που μας οδηγεί σε μια άγρια διαδρομή που εξερευνά τη σύγχρονη κουλτούρα των media και της ενημέρωσης, αλλά βουτάει την ίδια στιγμή, βαθιά, στα πιο σκοτεινά μέρη των ανθρώπινων σχέσεων και του γάμου, εκεί όπου η μαύρη κωμωδία αντλεί τη θεματολογία της . Ο Ντέιβιντ Φίντσερ μεταφέρει αριστοτεχνικά το best seller της Τζίλιαν Φλιν, εμπλουτίζοντας το ψυχολογικό θρίλερ της εξαφάνισης μιας όμορφης γυναίκας με μια εξόχως σατιρική ματιά στην εμμονή με τα media.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο 52ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης και κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 3 Οκτωβρίου 2014. Απέσπασε εξαιρετικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία με τα συνολικά έσοδα να φτάνουν τα 368 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, μεταξύ των οποίων για Καλύτερη Σκηνοθεσία και Α' Γυναικείου Ρόλου - Δράμα για την ερμηνεία της Πάικ.Η Πάικ έλαβε επίσης υποψηφιότητα για BAFTA και Screen Actors Guild Award Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο και για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.
Στο επίκεντρο βρίσκονται ο Νικ και η Έιμι, ένα ωραίο ζευγάρι, φαινομενικά ευτυχισμένο, που διάγει συνηθισμένο βίο στο άνετο σπίτι τους, μακριά από την αστική πίεση και τις περιττές υποχρεώσεις – ένας λόγος παραπάνω να έρθουν πιο κοντά ή να απομακρυνθούν, ελλείψει εξωτερικών ερεθισμάτων. Στην πέμπτη επέτειο του γάμου τους η Έιμι εξαφανίζεται μυστηριωδώς και σταδιακά ξεδιπλώνεται η ιστορία του ζευγαριού. Οι οπτικές γωνίες είναι τρεις: η προσωπική, η αστυνομική και η κοινωνική. Ο Φίντσερ αφηγείται τα στάδια της γνωριμίας και του γάμου σαν σε όνειρο, με την απατηλά γλυκιά μουσική υπόκρουση των Άτικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ να υπογραμμίζει ότι κάτι δεν πάει καλά. Η Έιμι, μοναχοκόρη πλούσιων διανοούμενων, είναι ήδη γνωστή από την ομώνυμη ηρωίδα παιδικής λογοτεχνίας, από μια σειρά επιτυχημένων βιβλίων με τίτλο The Amazing Amy, και για χάρη του επίσης συγγραφέα, αλλά δημιουργικά άσφαιρου Νικ, αναγκάζεται να εξοριστεί σε μια άχαρη περιοχή, σε βαρετό σπίτι, με αδιάφορους γείτονες και μηδενική κοινωνική ζωή, κάπου στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, επειδή ο Νικ έπρεπε να είναι κοντά στην άρρωστη μητέρα του, ξαναβρίσκοντας τη δίδυμη αδελφή του. Ο γάμος του Νικ και της Έιμι μπαίνει αναδρομικά στο μικροσκόπιο, καθώς η εξαφάνιση δεν είναι τόσο αθώα ή μυστηριώδης, σύμφωνα με μερικά ίχνη που κινούν υποψίες. Οι Αρχές, δηλαδή μια επίμονη, αλλά δίκαιη ντετέκτιβ και ο εκνευριστικά πρόχειρος συνάδελφός της, επεμβαίνουν ακολουθώντας τα σωστά βήματα, αλλά η κουλτούρα των social media παρεμβαίνει ετσιθελικά και κλιμακώνει την προκατάληψη εναντίον ενός άνδρα που μάλλον ευθύνεται για την εξαφάνιση, φτάνοντας να τον κατηγορήσουν για φόνο, με την αρωγή της «κίτρινης» τηλεόρασης.
| |
Ανάμεσα στη δημόσια κατακραυγή και στα πραγματικά γεγονότα, ο Ντέιβιντ Φίντσερ μιλάει για τον γάμο ως παραβολή μιας κοινής, ιδιωτικής ζωής αμετάκλητα και επικίνδυνα εκτεθειμένης στην κλειδαρότρυπα, της γειτονιάς, του μικρόκοσμου, και πλέον, αλίμονο, των social media, που επιβάλλονται με πιεστικές και αστραπιαίες διαδικασίες και προδιαθέτουν όχι μόνο την έξωθεν μαρτυρία αλλά το πραγματικό modus vivendi, από τη συμπεριφορά ως τον ψυχισμό. Στα χέρια ενός αναμφισβήτητου τεχνίτη με ικανότητες του ακτινολόγου χαρακτήρων, το Κορίτσι που εξαφανίστηκε ισορροπεί με ακρίβεια τα θριλερικά του στοιχεία με τη μαύρη κωμωδία. Βασισμένο στο ομότιτλο best-seller της Τζίλιαν Φλιν και αλλαγμένο στην κινηματογραφική του διασκευή από την ίδια τη συγγραφέα, το σενάριο ακολουθεί τρεις διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές: ο Νικ μάς εισάγει στο μυστήριο του παρόντος και τον εφιάλτη που βιώνει, το ημερολόγιο της Εϊμι μας επιστρέφει στο παρελθόν, στην αρχή της ειδυλλιακής σχέσης και στη σταδιακή φθορά του γάμου, και, μετά όταν όλα ανατρέπονται, οι δυο φωνές συναντιούνται, ή μάλλον συγκρούονται μετωπικά, επιτρέποντάς μας να δούμε το σύνολο της τρομακτικής εικόνας. Η Φλιν έχει υφάνει ένα σφιχτό αστυνομικό who-done-it μυστήριο, έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μας με μία ευρηματική ανατροπή, έχει εισάγει κατάμαυρο χιούμορ στην προσέγγιση της διαδικής ευθύνης σ' ένα γάμο και μάς έχει αφήσει παραζαλισμένους μπροστά σ' ένα εγκεφαλικό παζλ που ακόμα προσπαθούμε να αποσαφηνίσουμε.
Για τον σκηνοθέτη, η ζωή του ζευγαριού είναι ένα ατέρμονο, ευφυέστατο και βάθια αρρωστημένο παιχνίδι ρόλων. Ακόμη και η πιο ρομαντική σκηνή, το φιλί μέσα στο σύννεφο από ζάχαρη, αποκτά μια απειλητική ρετροσπεκτίβα, μεταμορφώνοντας την αγάπη -που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ- σε μίασμα. “Είμαστε τόσο χαριτωμένοι, που θέλω να μας χτυπήσω στο πρόσωπο” λέει η κάποια στιγμή η Έιμυ εκφράζοντας μια απελπισμένη δυστυχία κάτω από την αψεγάδιαστη τελειότητα.
Οσο οι πτυχές του σεναρίου ξεδιπλώνονται, τόσο ο Φίντσερ υφαίνει κάτι που ξεπερνά το παιχνίδι του μυαλού και εξελίσσεται σε ανατομία της ανθρώπινης φύσης, μελέτη των κοινωνικών συμβάσεων και ψυχολογική διατριβή: πώς μπορούμε να εξαφανιστούμε σ' ένα γάμο, πώς μπορούμε να χάσουμε το δρόμο, τον εαυτό μας, τη χαρά μας; Πώς όταν όλα ξεκινούν τόσο ιδανικά (ο Νικ και η Εϊμι δεν είχαν μόνο χημεία, είχαν γνήσιο σεβασμό ο ένας για τον άλλον, ήταν ισότιμοι στην εγκεφαλική και συναισθηματική τους νοημοσύνη) καταλήγεις να είσαι εν δυνάμει δολοφόνος του συντρόφου σου – κυριολεκτικά και συμβολικά; Πότε παύεις να υπάρχεις και ποια είναι η αρχή του νήματος: την πρώτη φορά που προσποιήθηκες ότι κάτι δεν σε ενοχλεί, τη δεύτερη φορά που έπαιξες έναν πιο αρεστό ρόλο, ή όταν παγιώθηκε ότι μπροστά στον άλλον θα φοράς τη μάσκα που ερωτεύτηκε, γιατί κι εσύ αγάπησες τον εαυτό σου μέσα από το δικό του βλέμμα; Πότε όλο αυτό καταρρέει; Καταρρέει με κρότο, ή γίνεται αθόρυβα – σαν η αγάπη, απλά, να... εξαφανίστηκε; Και μετά, τι; Συμβιβάζεσαι; Φεύγεις ή επιστρέφεις; Είναι βολικό να είσαι το φάντασμα του εαυτού σου, της σχέσης σου;
To “Gone Girl” είναι η ταινία που επιβεβαιώνει την σκηνοθετική διάνοια του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τις καλλιτεχνικές του επιρροές, τα τρικ και τις μεθόδους του, την διάθεση για πειραματισμό και ρεβιζιονισμό αλλά παράλληλα, την σχεδόν ευλαβική διατήρηση στοιχείων που φέρνουν στο μυαλό μνήμες από δημιουργίες αξέχαστες, θεμέλιους λίθους του ψυχολογικού θρίλερ ή καλύτερα των ταινιών αγωνιάς. Η πρόσμιξη, το μέστωμα της σχέσης με το αναπάντεχο, το ξαφνικό, συγκροτείται με τέτοιο τρόπο στο μυαλό του σκηνοθέτη που εισβάλλει σχεδόν αβίαστα στην καρδιά πρωτίστως των ηθοποιών του και δευτερευόντως του κοινού. Πέρα από μικρές εξαιρέσεις, ίσως διαλείμματα του κινηματογραφικού του ειρμού (Το κορίτσι με το τατουάζ, άλλα κυρίως, Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον) ο σκηνοθέτης μένει πιστός στην εικονογράφηση, την αφήγηση και την απόδοση του θεματικού πυρήνα των δημιουργιών του που έχει να κάνει με την υποκειμενικότητα, την αγωνιώδη άλλα πολλές φορές ατελέσφορη ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον έλεγχο και τον εθισμό πάνω στην ψευδαίσθηση που αυτός κρύβει. Όλοι οι χαρακτήρες των έργων του Φίντσερ αργά ή γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με την αλήθεια, όχι ως κομμάτι μιας φυσιολογικής απόρροιας των πράξεων τους, άλλα ως εν το βάθη συναίσθηση της απωλείας του ελέγχου . Μιας αλήθειας, ή μάλλον μιας υπόνοιας της αληθείας, που βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από όλους, που υποκρύπτει εσκεμμένα τρόμο, απόγνωση, ερωτική έλξη, θάνατο. Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, βγαλμένη από τις σελίδες του ημερολόγιου της Έιμυ οδηγώντας σε αναδρομές στο παρελθόν του ζευγαριού, μοιάζει να προσπαθεί να εξουσιάσει την πλοκή, η οποία όμως γρήγορα ξεγλιστρά και μεταβάλλεται σε κάτι νέο, και μετά πάλι σε κάτι διαφορετικό, αλλάζοντας συνεχώς σχήμα και ύφη. Εκεί λοιπόν έγκειται και η ομορφιά αυτού του αφοσιωμένου, η καλύτερα εθισμένου στη σκηνοθεσία φιλμ. Στο επαναλαμβανόμενο στοιχειίο της έκπληξης, άλλα και της μεθόδευσης, που μοιάζει να έχει ανορθόδοξη προέλευση, όμως σαν βέλος διατρυπά πέρα ως πέρα τον πάντοτε δυσδιάκριτο κινούμενο στόχο του σασπένς.
Ερμηνευμένο απόλυτα από τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του (εξαιρετικός ο Άφλεκ, άλλα το δίχως άλλο την παράσταση κλέβει η παγωμένη Ρόουζμουντ Πάικ), στελεχωμένο από εξαιρετικούς υποστηρικτικούς ρόλους (ξεχωρίζει ο Τάιλερ Πέρι υποδυόμενος τον δικηγόρο υπεράσπισης του Νικ), η ταινία γεννά τρομακτικές σκέψεις γύρω από τη χειραγώγηση της καθημερινότητας, τη διαπόμπευση και την εκμετάλλευση του πόνου, την ποδηγέτηση των μαζών, τον εγκλωβισμό στη λαμπερή, απαστράπτουσα βιτρίνα του προσποιητού υπέροχου. Πέρα από αυτά όμως, το “Κορίτσι που εξαφανίστηκε” μιλά για τον εκτροχιασμό μιας χαμένης σχέσης, βουτώντας στα άδυτα της διχασμένης συμπεριφοράς, ψάχνοντας τα χαμένα κομμάτια ενός παζλ του φόβου, ισορροπώντας ανάμεσα σε δυο ασύνδετους και αντιμαχόμενους κόσμους και την ένταση που αυτό δημιουργεί. Ένα φιλμ που ξέρει πολύ κάλα τι είναι και αυτό το κάνει να αποδίδει σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα χορτασμένος, πλήρης, μην μπορώντας να κάνεις διαφορετικά, πάρα να ενώσεις μια για πάντα αυτές τις βασανισμένες δίδυμες φιγούρες, ακατάλυτα περιπλεγμένες σε μια δίνη αγάπης, εκμετάλλευσης και τρόμου.