"Πολύ μικρός, είχε στιγμές γεμάτες από έκσταση. Τότε σκεπτόταν με ηδονή πως κάποια μέρα θα παρουσιαζόταν στις ωραίες γυναίκες του Παρισιού, θα έκανε να τον προσέξουν με κάποια παράξενη πράξη. Και γιατί να μην τον αγαπήσει κάποια απ' αυτές, όπως ο Βοναπάρτης, φτωχός ακόμα, αγαπήθηκε από την περίφημη κυρία ντε Μπωαρνέ; Από χρόνια ο Ιουλιανός δεν μπορούσε να περάσει ούτε μία ώρα ίσως της ζωής του χωρίς να συλλογιστεί πως ο Βοναπάρτης, ένας άσημος και φτωχός υπολοχαγός, κατάφερε να κατακτήσει όλον τον κόσμο με το σπαθί του."
Ο άνεμος της Ιστορίας που πνέει στο έργο, η γοργή ροή της αφήγησης, η ψυχολογική εμβάθυνση στους εμβληματικούς χαρακτήρες, που πλάθονται σαν πρόσωπα με σάρκα και οστά, η σύνδεση τους ηρώων με τον κοινωνικό τους περίγυρο, η ζωντανή απεικόνιση ενός ολόκληρου κόσμου σε όλες τις πτυχές του, καθιστούν το Κόκκινο και το Μαύρο μια ανεπανάληπτη αναγνωστική εμπειρία αλλά και ένα μέσο μύησης στη μεγάλη τέχνη του μυθιστορήματος.
Ο Ιουλιανός Σορέλ, γιος ξυλουργού απ' το Βερριέρ, άνθρωπος ευαίσθητος όσο και φιλόδοξος, απεχθάνεται (όπως ο δημιουργός του, ο Σταντάλ) τη γαλλική επαρχία και αναζήτα την τύχη του στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού, για να καταλήξει τέλος στη λαιμητόμο, θα μπορούσε ίσως να είχε μεγαλουργήσει στα στρατεύματα του Ναπολέοντα (το κόκκινο), θρεμμένος καθώς ήταν με τα ιδανικά της δημοκρατίας. Σε μιαν εποχή, ωστόσο, που μόνον η Εκκλησία (το μαύρο) παρέχει σ' έναν φτωχό και ταπεινής καταγωγής νέο τις δυνατότητες για κοινωνική αναρρίχηση, ο Σορέλ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, ακόμη και τον έρωτα, για να πετύχει. Ο μόνος τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να γίνει παπάς και έτσι από μικρός βρίσκεται κοντά στον παπά του χωριού του, μαθαίνει λατινικά, μελετάει την Αγία Γραφή και προσπαθεί να είναι όσο πιο συνεπής και σοβαρός γίνεται σε αυτή του την ενασχόληση. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου, η συμπεριφορά του Ζυλιέν δεν είναι ποτέ αυθόρμητη και ειλικρινής, υπαγορεύεται πάντα από τους στόχους που έχει θέσει στον εαυτό του και γενικά χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα μακιαβελισμού.Ο Ζυλιέν βέβαια δεν είναι τίποτα άλλο από ένα τέκνο της εποχής του, ένα παιδί δηλαδή μεγαλωμένο μέσα στην υποκρισία και τον ωφελιμισμό της γαλλικής επαρχίας, τα οποία ζωγραφίζονται ανάγλυφα από τον Σταντάλ. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ήρωα και τις περιπέτειές του γνωρίζουμε από μέσα τον κλήρο και τις ραδιουργίες του αλλά και τα μεγάλα σαλόνια του Παρισιού, στα οποία ο Ζυλιέν καταφέρνει να μπει. Δούκες, μαρκήσιοι, υπουργοί, όλη η αφρόκρεμα της γαλλικής κοινωνίας βρίσκεται μέσα στο μυθιστόρημα αυτό, για να καυτηριαστεί και να τονιστεί η ματαιοδοξία της, ο ωφελιμισμός της, η απανθρωπιά της, η ρηχότητά της. Ο Σταντάλ δεν αφήνει όρθιο θεσμό για θεσμό, μιλάει για όλους και για όλα, και όπως έχουν τονίσει πολλοί σχολιαστές του βιβλίου, γράφει ένα προφητικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που κανείς δεν το κατάλαβε στην εποχή του, αλλά που στο πέρασμα των χρόνων μοιάζει να αντανακλά στις σελίδες του όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Μέσα από την ιστορία του Ιουλιανού Σορέλ, που συμπυκνώνει στο πρόσωπό του όλες τις αντιφάσεις της εποχής του, το πραγματικό πάθος με την υποκρισία, το υπερήφανο ήθος του επαναστάτη με την ευελιξία του τυχοδιώκτη, ο Σταντάλ σκηνοθετεί τη γαλλική κοινωνία την εποχή της Παλινάρθωσης (1814-1830).
Ευφυής και φιλόδοξος, ιδεαλιστής και μέγας υποκριτής, φύση επαναστατική και στυγνός οπορτουνιστής,ο Σορέλ, θα χτίσει τη θριαμβευτική του καριέρα εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τον κώδικα της κοινωνικής υποκρισίας, ώστε από την ταπεινή επαρχιακή Βεριέρ να βρεθεί στα σαλόνια του Παρισιού, κατακτώντας την καρδιά της όμορφης και ευγενικής κυρίας Ντε Ρενάλ, συζύγου του πρώτου εργοδότη του, και ύστερα της αριστοκρατικής και αλαζονικής Ματθίλδης. Όσο όμως μετεωρική είναι η άνοδός του τόσο απότομη και σκληρή θα είναι η πτώση του.
Ο Σταντάλ είναι πολύ σαρκαστικός με τους ανθρώπους της εποχής του και τα ήθη τους. Όχι μόνο με την επαρχία αλλά και με το Παρίσι. Επίσης είναι ένας αφηγητής που είναι πανταχού παρών μέσα στο κείμενο, δε μας αφήνει να τον ξεχάσουμε, αυτοσαρκάζεται. Η υποκρισία βρίσκεται στο κέντρο όλων των σημαντικών γεγονότων. Οι άνθρωποι φέρονται σαν ερωτευμένοι ενώ δεν είναι κι όταν ερωτεύονται πραγματικά προσπαθούν να μην το δείξουν. Η εκκλησία εκφοβίζει (όπως πάντα άλλωστε), θεωρεί αμάρτημα τη σκέψη, εξαφανίζει όσους είναι πραγματικά πιστοί και δεν παίρνουν μέρος σε συνομωσίες, εφαρμόζει τις αρχές του μάρκετινγκ. Η χρονική περίοδος είναι αυτή που αποκαλείται Παλινόρθωση, μια περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων και πολιτικών διεργασιών. Οι αριστοκράτες επιθυμούν την επαναφορά της απολυταρχίας αλλά η ανερχόμενη αστική τάξη επιθυμεί μια συνταγματική μοναρχία. Ο Ζυλιέν, ο πρωταγωνιστής έχει ως πρότυπο το Ναπολέοντα και εμπνέεται από τη ζωή του. Εκείνος ξεκίνησε από φτωχός λοχαγός και κατάφερες να γίνει αυτοκράτορας. Ο Ζυλιέν μόνο στην εκκλησία θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει πια. Όταν πια φτάνει στο Παρίσι δε γίνεται ποτές αποδεκτός από την αριστοκρατία που τον βλέπει πάντα ως ένα φτωχό διανοούμενο. Το παράδοξο όμως είναι ότι ο Ζυλιέν θα διακινδυνεύσει τη ζωή του για ένα σκοπό εντελώς αντίθετο με αυτά που πιστεύει. Όταν μιλάμε για ειρωνεία και σύγχυση… Τί είναι τελικά το κόκκινο και το μαύρο; Διίστανται οι απόψεις. Άλλοι μελετητές λένε ότι αναφέρεται στο κόκκινο των στολών του στρατού και στο μαύρο του κλήρου. Άλλοι στο πάθος και στο πένθος, μια τρίτη ερμηνεία είναι το κόκκινο και το μαύρο της ρουλέτας.

Το κόκκινο και το μαύρο(αποσπάσματα)
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ της Παλινόρθωσης ο κ. ντε Ρενάλ, βασιλόφρων δήμαρχος της μικρής πόλης Βεριέρ στη Φρανς-Κοντέ, αποφασίζει να προσλάβει ως δάσκαλο των μικρών αγοριών του το νεαρό Ζυλιέν Σορέλ. Ο Ζυλιέν είναι γιος ενός ξυλουργού και προορίζεται να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο δήμαρχος είχε κάνει την πρόταση στον πατέρα του νεαρού, τον ξυλουργό Σορέλ, ο οποίος πάει να συναντήσει το γιο του στο πριονιστήριο, για να του ανακοινώσει τη συμφωνία. Βρίσκει το Ζυλιέν να διαβάζει κουρνιασμένος κάτω από τη στέγη: αντί να επιβλέπει τη λειτουργία των μηχανών, ο νεαρός διάβαζε. (Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ την τέχνη με την οποία ο Σταντάλ, την κατάλληλη στιγμή, βάζει σε δράση τον ήρωά του. Η σκηνή στο πριονιστήριο, η παρουσίαση του Ζυλιέν, ο διάλογος ανάμεσα στον πατέρα και στο γιο, όλα συντελούν στο να δώσουν μια κυρίαρχη εντύπωση: ο Ζυλιέν Σορέλ είναι διαφορετικός από το περιβάλλον του. Και θα είναι έτσι σε όλα τα περιβάλλοντα όπου θα βρεθεί.)
*Μάταια φώναξε δυο τρεις φορές το Ζυλιέν. Η προσοχή που έδινε ο νεαρός στο βιβλίο του τον εμπόδιζε, περισσότερο κι από το θόρυβο του πριονιού, ν' ακούσει την τρομερή φωνή του πατέρα του.Τελικά, παρ' όλη την ηλικία του, εκείνος πήδηξε με μεγάλη ευκινησία πάνω στον κορμό που έκοβε το πριόνι του κι από κει στο μεγάλο δοκάρι που στήριζε τη στέγη. Ένα δυνατό χτύπημα έκαμε το βιβλίο που κρατούσε ο Ζυλιέν να βρεθεί στο ποτάμι, ένα δεύτερο χτύπημα, το ίδιο δυνατά, στο κεφάλι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Θα έπεφτε από ύψος δώδεκα ποδιών, ανάμεσα στους μοχλούς της μηχανής που δούλευε, και θα γινόταν κομμάτια, αν ο πατέρας του δεν τον έπιανε με το αριστερό του χέρι την ώρα που έπεφτε.
— Έτσι λοιπόν, ακαμάτη! θα διαβάζεις τα καταραμένα βιβλία σου την ώρα που σε βάζω να φυλάς το πριόνι; Διάβασ' τα τουλάχιστον το βράδυ, όταν χάνεις τον καιρό σου στο σπίτι του εφημέριου.
Ο Ζυλιέν ζαλισμένος από το χτύπημα και γεμάτος αίματα, πλησίασε στη θέση που του είχαν ορίσει, δίπλα στο πριόνι. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, όχι τόσο από το σωματικό πόνο όσο για το χάσιμο του βιβλίου του που το λάτρευε.
«Κατέβα ζώον, να σου μιλήσω». Ο θόρυβος της μηχανής εμπόδισε το Ζυλιέν ν' ακούσει κι αυτή την εντολή. Ο πατέρας του που είχε κατέβει από τη στέγη, μη θέλοντας να ξανακάνει τον κόπο ν' ανεβεί στο μηχάνημα, πήγε και βρήκε ένα μακρύ κοντάρι που το είχε για να κατεβάζει τα καρύδια από το δέντρο και τον χτύπησε μ' αυτό στον ώμο. Μόλις κατέβηκε ο Ζυλιέν, ο γέρο Σορέλ, — κυνηγώντας τον, τον έσπρωξε προς το σπίτι.
«Ο Θεός ξέρει τι έχει να μου κάνει!» σκεφτόταν ο νεαρός. Περνώντας, κοίταξε θλιμμένα το ποτάμι όπου είχε πέσει το βιβλίο του· ήταν αυτό που αγαπούσε περισσότερο: Το «Ημερολόγιο της εξορίας του Ναπολέοντος στην Αγία Ελένη». Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και είχε κατεβασμένα τα μάτια. Ήταν ένα παλικάρι δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, αδύνατο με χαρακτηριστικά ακανόνιστα, αλλά λεπτά και μύτη γαμψή. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του που, σε στιγμές γαλήνης πρόδιναν στοχαστικότητα και φλόγα, έλαμπαν τη στιγμή αυτή από την έκφραση άγριου μίσους. Σκούρα καστανά μαλλιά που φύτρωναν πολύ χαμηλά τού μίκραιναν το μέτωπο και σε στιγμές θυμού τού έδιναν ύφος γεμάτο κακία. Ανάμεσα στις αμέτρητες ποικιλίες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας δεν υπάρχει ίσως άλλη που να ξεχώριζε με πιο έντονη ιδιομορφία. Το σβέλτο και καλοσχηματισμένο κορμί του πρόδινε περισσότερη ευκινησία παρά ευρωστία. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια το εξαιρετικά στοχαστικό του ύφος και η μεγάλη χλομάδα του έκαναν τον πατέρα του να νομίζει πως δεν θα ζούσε ή πως θα ζούσε για να είναι βάρος στην οικογένειά του. Αντικείμενο περιφρονήσεως για όλους μέσα στο σπίτι, μισούσε τ' αδέλφια του και τον πατέρα του· στα κυριακάτικα παιχνίδια στην πλατεία, πάντα έτρωγε ξύλο. Δεν ήταν ούτε χρόνος που το ωραίο του πρόσωπο άρχιζε να κερδίζει συμπάθειες στα κορίτσια. Περιφρονημένος απ' όλο τον κόσμο, σαν πλάσμα ασθενικό, ο Ζυλιέν είχε νιώσει λατρεία για το γέρο στρατιωτικό χειρουργό που μια μέρα τόλμησε να μιλήσει στο δήμαρχο για τα πλατάνια. Ο χειρουργός αυτός πλήρωνε πότε πότε στο γέρο Σορέλ το μεροκάματο του γιου του και του μάθαινε λατινικά και ιστορία, δηλαδή ό,τι ήξερε από ιστορία: την εκστρατεία του 1796 στην Ιταλία. Πεθαίνοντας του άφησε το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, τα καθυστερούμενα της συντάξεώς του και καμιά σαρανταριά βιβλία που το πολυτιμότερο είχε πηδήξει στο ποταμάκι που με τις γνωριμίες του ο κ. Δήμαρχος του είχε αλλάξει κοίτη. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι, κι ο Ζυλιέν αισθάνθηκε να τον πιάνει απ' τον ώμο το στιβαρό χέρι του πατέρα του· έτρεμε περιμένοντας κάμποσο ξύλο.
- Απάντησέ μου χωρίς ψευτιές, του φώναξε στ' αυτί η τραχιά φωνή του γερο-χωρικού, ενώ το χέρι του τον γύριζε απότομα προς το μέρος του όπως το χέρι ενός παιδιού γυρίζει ένα μολυβένιο στρατιωτάκι.
Τα μεγάλα μαύρα μάτια του Ζυλιέν, γεμάτα δάκρυα βρέθηκαν αντικριστά με τα μικρά γκρίζα και κακά μάτια του γερο-ξυλουργού, που φαινόταν να ήθελε να διαβάσει ως τα κατάβαθα της ψυχής του.
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ της Παλινόρθωσης ο κ. ντε Ρενάλ, βασιλόφρων δήμαρχος της μικρής πόλης Βεριέρ στη Φρανς-Κοντέ, αποφασίζει να προσλάβει ως δάσκαλο των μικρών αγοριών του το νεαρό Ζυλιέν Σορέλ. Ο Ζυλιέν είναι γιος ενός ξυλουργού και προορίζεται να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο δήμαρχος είχε κάνει την πρόταση στον πατέρα του νεαρού, τον ξυλουργό Σορέλ, ο οποίος πάει να συναντήσει το γιο του στο πριονιστήριο, για να του ανακοινώσει τη συμφωνία. Βρίσκει το Ζυλιέν να διαβάζει κουρνιασμένος κάτω από τη στέγη: αντί να επιβλέπει τη λειτουργία των μηχανών, ο νεαρός διάβαζε. (Μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ την τέχνη με την οποία ο Σταντάλ, την κατάλληλη στιγμή, βάζει σε δράση τον ήρωά του. Η σκηνή στο πριονιστήριο, η παρουσίαση του Ζυλιέν, ο διάλογος ανάμεσα στον πατέρα και στο γιο, όλα συντελούν στο να δώσουν μια κυρίαρχη εντύπωση: ο Ζυλιέν Σορέλ είναι διαφορετικός από το περιβάλλον του. Και θα είναι έτσι σε όλα τα περιβάλλοντα όπου θα βρεθεί.)
*Μάταια φώναξε δυο τρεις φορές το Ζυλιέν. Η προσοχή που έδινε ο νεαρός στο βιβλίο του τον εμπόδιζε, περισσότερο κι από το θόρυβο του πριονιού, ν' ακούσει την τρομερή φωνή του πατέρα του.Τελικά, παρ' όλη την ηλικία του, εκείνος πήδηξε με μεγάλη ευκινησία πάνω στον κορμό που έκοβε το πριόνι του κι από κει στο μεγάλο δοκάρι που στήριζε τη στέγη. Ένα δυνατό χτύπημα έκαμε το βιβλίο που κρατούσε ο Ζυλιέν να βρεθεί στο ποτάμι, ένα δεύτερο χτύπημα, το ίδιο δυνατά, στο κεφάλι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Θα έπεφτε από ύψος δώδεκα ποδιών, ανάμεσα στους μοχλούς της μηχανής που δούλευε, και θα γινόταν κομμάτια, αν ο πατέρας του δεν τον έπιανε με το αριστερό του χέρι την ώρα που έπεφτε.
— Έτσι λοιπόν, ακαμάτη! θα διαβάζεις τα καταραμένα βιβλία σου την ώρα που σε βάζω να φυλάς το πριόνι; Διάβασ' τα τουλάχιστον το βράδυ, όταν χάνεις τον καιρό σου στο σπίτι του εφημέριου.
Ο Ζυλιέν ζαλισμένος από το χτύπημα και γεμάτος αίματα, πλησίασε στη θέση που του είχαν ορίσει, δίπλα στο πριόνι. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, όχι τόσο από το σωματικό πόνο όσο για το χάσιμο του βιβλίου του που το λάτρευε.
«Κατέβα ζώον, να σου μιλήσω». Ο θόρυβος της μηχανής εμπόδισε το Ζυλιέν ν' ακούσει κι αυτή την εντολή. Ο πατέρας του που είχε κατέβει από τη στέγη, μη θέλοντας να ξανακάνει τον κόπο ν' ανεβεί στο μηχάνημα, πήγε και βρήκε ένα μακρύ κοντάρι που το είχε για να κατεβάζει τα καρύδια από το δέντρο και τον χτύπησε μ' αυτό στον ώμο. Μόλις κατέβηκε ο Ζυλιέν, ο γέρο Σορέλ, — κυνηγώντας τον, τον έσπρωξε προς το σπίτι.
«Ο Θεός ξέρει τι έχει να μου κάνει!» σκεφτόταν ο νεαρός. Περνώντας, κοίταξε θλιμμένα το ποτάμι όπου είχε πέσει το βιβλίο του· ήταν αυτό που αγαπούσε περισσότερο: Το «Ημερολόγιο της εξορίας του Ναπολέοντος στην Αγία Ελένη». Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και είχε κατεβασμένα τα μάτια. Ήταν ένα παλικάρι δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονών, αδύνατο με χαρακτηριστικά ακανόνιστα, αλλά λεπτά και μύτη γαμψή. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του που, σε στιγμές γαλήνης πρόδιναν στοχαστικότητα και φλόγα, έλαμπαν τη στιγμή αυτή από την έκφραση άγριου μίσους. Σκούρα καστανά μαλλιά που φύτρωναν πολύ χαμηλά τού μίκραιναν το μέτωπο και σε στιγμές θυμού τού έδιναν ύφος γεμάτο κακία. Ανάμεσα στις αμέτρητες ποικιλίες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας δεν υπάρχει ίσως άλλη που να ξεχώριζε με πιο έντονη ιδιομορφία. Το σβέλτο και καλοσχηματισμένο κορμί του πρόδινε περισσότερη ευκινησία παρά ευρωστία. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια το εξαιρετικά στοχαστικό του ύφος και η μεγάλη χλομάδα του έκαναν τον πατέρα του να νομίζει πως δεν θα ζούσε ή πως θα ζούσε για να είναι βάρος στην οικογένειά του. Αντικείμενο περιφρονήσεως για όλους μέσα στο σπίτι, μισούσε τ' αδέλφια του και τον πατέρα του· στα κυριακάτικα παιχνίδια στην πλατεία, πάντα έτρωγε ξύλο. Δεν ήταν ούτε χρόνος που το ωραίο του πρόσωπο άρχιζε να κερδίζει συμπάθειες στα κορίτσια. Περιφρονημένος απ' όλο τον κόσμο, σαν πλάσμα ασθενικό, ο Ζυλιέν είχε νιώσει λατρεία για το γέρο στρατιωτικό χειρουργό που μια μέρα τόλμησε να μιλήσει στο δήμαρχο για τα πλατάνια. Ο χειρουργός αυτός πλήρωνε πότε πότε στο γέρο Σορέλ το μεροκάματο του γιου του και του μάθαινε λατινικά και ιστορία, δηλαδή ό,τι ήξερε από ιστορία: την εκστρατεία του 1796 στην Ιταλία. Πεθαίνοντας του άφησε το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, τα καθυστερούμενα της συντάξεώς του και καμιά σαρανταριά βιβλία που το πολυτιμότερο είχε πηδήξει στο ποταμάκι που με τις γνωριμίες του ο κ. Δήμαρχος του είχε αλλάξει κοίτη. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι, κι ο Ζυλιέν αισθάνθηκε να τον πιάνει απ' τον ώμο το στιβαρό χέρι του πατέρα του· έτρεμε περιμένοντας κάμποσο ξύλο.
- Απάντησέ μου χωρίς ψευτιές, του φώναξε στ' αυτί η τραχιά φωνή του γερο-χωρικού, ενώ το χέρι του τον γύριζε απότομα προς το μέρος του όπως το χέρι ενός παιδιού γυρίζει ένα μολυβένιο στρατιωτάκι.
Τα μεγάλα μαύρα μάτια του Ζυλιέν, γεμάτα δάκρυα βρέθηκαν αντικριστά με τα μικρά γκρίζα και κακά μάτια του γερο-ξυλουργού, που φαινόταν να ήθελε να διαβάσει ως τα κατάβαθα της ψυχής του.
— Απάντησέ μου χωρίς ψευτιές, αν είσαι άξιος, βρωμοποντικέ των βιβλίων· από πού γνωρίζεις την κ. ντε Ρενάλ, πότε της μίλησες;
— Δεν της μίλησα ποτέ, απάντησε ο Ζυλιέν, δεν είδα αυτή την κυρία παρά μόνο στην εκκλησία.
— Και δεν την κοίταξες αδιάντροπα ποτέ;
— Ποτέ! Ξέρετε πως στην εκκλησία δε βλέπω παρά μόνο το Θεό, πρόσθεσε ο Ζυλιέν, μ' ένα ύφος ελαφρά υποκριτικό, κατάλληλο, κατά τη γνώμη του, ν' απομακρύνει τις κατακεφαλιές.
— Ωστόσο κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο πονηρός χωρικός και σώπασε για μια στιγμή· μα δε θα μάθω τίποτε από σένα καταραμένε υποκριτή. Η ουσία είναι πως θα απαλλαγώ από σένα και το πριόνι μου θα δουλεύει έτσι καλύτερα. Κατάφερες τον αιδεσιμότατο ή κάποιον άλλο και σου βρήκε μια καλή θέση. Ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και θα σε πάω στον κ. ντε Ρενάλ, όπου θα γίνεις δάσκαλος των παιδιών του.
— Και τι θα παίρνω γι' αυτή τη δουλειά;
— Τροφή, ρούχα και τριακόσια φράγκα μισθό.
-- Δε θέλω να είμαι υπηρέτης.
— Και ποιος σου είπε, βρε ζώον, πως θα είσαι υπηρέτης; Νομίζεις πως θα 'θελα εγώ να γίνει ο γιος μου υπηρέτης;
— Ναι, αλλά με ποιον θα τρώω στο τραπέζι;
Η ερώτηση αυτή έφερε σε αμηχανία το γερο-Σορέλ, κατάλαβε πως αν μιλούσε μπορεί να έκανε καμιά απερισκεψία· εξοργίστηκε με το Ζυλιέν, τον φόρτωσε βρισιές, κατηγορώντας τον για λαίμαργο και τον παράτησε για να πάει να συμβουλευθεί τους άλλους γιους του. Ο Ζυλιέν τους είδε σε λίγο, ακουμπισμένους στο τσεκούρι τους να κάνουν συμβούλιο. Αφού τους κοίταξε για πολύ, ο Ζυλιέν, βλέποντας πως δεν μπορούσε να μαντέψει τίποτα, πήγε και κάθισε στην άλλη πλευρά της πριονομηχανής για να μην τον προσέξουν. Ήθελε να σκεφτεί την απρόοπτη αυτή είδηση που άλλαζε την τύχη του, όμως ένιωσε πως ήταν ανίκανος για σκέψεις συνετές. Η φαντασία του ήταν ολοκληρωτικά προσηλωμένη σ' όσα πράματα λογάριαζε πως θα έβλεπε στο ωραίο σπίτι του κ. ντε Ρενάλ.
— Πρέπει να τ' απαρνηθώ όλα αυτά, σκέφτηκε, προκειμένου ν' αφήσω να με υποχρεώσουν να τρώω με τους υπηρέτες. Ο πατέρας μου θα θελήσει να μ' αναγκάσει να δεχτώ· καλύτερα να πεθάνω. Έχω βάλει κατά μέρος δέκα πέντε φράγκα κι ογδόντα λεπτά, θα το σκάσω τη νύχτα· σε δυο μέρες, κόβοντας δρόμο από μονοπάτια όπου δεν έχω φόβο να συναντήσω χωροφύλακα, θα είμαι στην Μπεζανσόν· εκεί κατατάσσομαι στο στρατό κι αν χρειαστεί περνάω στην Ελβετία. Τότε όμως πάει η εξέλιξή μου, πάνε οι φιλοδοξίες μου, ούτε σκέψη πια για το ωραίο εκκλησιαστικό στάδιο που οδηγεί στα πάντα.
Η επιλογή και η επεξεργασία των αποσπασμάτων βασίστηκε στο γαλλικό βιβλίο: Collection Litteraire Lagarde & Michard, Bordas, Paris, 1969
— Δεν της μίλησα ποτέ, απάντησε ο Ζυλιέν, δεν είδα αυτή την κυρία παρά μόνο στην εκκλησία.
— Και δεν την κοίταξες αδιάντροπα ποτέ;
— Ποτέ! Ξέρετε πως στην εκκλησία δε βλέπω παρά μόνο το Θεό, πρόσθεσε ο Ζυλιέν, μ' ένα ύφος ελαφρά υποκριτικό, κατάλληλο, κατά τη γνώμη του, ν' απομακρύνει τις κατακεφαλιές.
— Ωστόσο κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο πονηρός χωρικός και σώπασε για μια στιγμή· μα δε θα μάθω τίποτε από σένα καταραμένε υποκριτή. Η ουσία είναι πως θα απαλλαγώ από σένα και το πριόνι μου θα δουλεύει έτσι καλύτερα. Κατάφερες τον αιδεσιμότατο ή κάποιον άλλο και σου βρήκε μια καλή θέση. Ετοίμασε τα μπογαλάκια σου και θα σε πάω στον κ. ντε Ρενάλ, όπου θα γίνεις δάσκαλος των παιδιών του.
— Και τι θα παίρνω γι' αυτή τη δουλειά;
— Τροφή, ρούχα και τριακόσια φράγκα μισθό.
-- Δε θέλω να είμαι υπηρέτης.
— Και ποιος σου είπε, βρε ζώον, πως θα είσαι υπηρέτης; Νομίζεις πως θα 'θελα εγώ να γίνει ο γιος μου υπηρέτης;
— Ναι, αλλά με ποιον θα τρώω στο τραπέζι;
Η ερώτηση αυτή έφερε σε αμηχανία το γερο-Σορέλ, κατάλαβε πως αν μιλούσε μπορεί να έκανε καμιά απερισκεψία· εξοργίστηκε με το Ζυλιέν, τον φόρτωσε βρισιές, κατηγορώντας τον για λαίμαργο και τον παράτησε για να πάει να συμβουλευθεί τους άλλους γιους του. Ο Ζυλιέν τους είδε σε λίγο, ακουμπισμένους στο τσεκούρι τους να κάνουν συμβούλιο. Αφού τους κοίταξε για πολύ, ο Ζυλιέν, βλέποντας πως δεν μπορούσε να μαντέψει τίποτα, πήγε και κάθισε στην άλλη πλευρά της πριονομηχανής για να μην τον προσέξουν. Ήθελε να σκεφτεί την απρόοπτη αυτή είδηση που άλλαζε την τύχη του, όμως ένιωσε πως ήταν ανίκανος για σκέψεις συνετές. Η φαντασία του ήταν ολοκληρωτικά προσηλωμένη σ' όσα πράματα λογάριαζε πως θα έβλεπε στο ωραίο σπίτι του κ. ντε Ρενάλ.
— Πρέπει να τ' απαρνηθώ όλα αυτά, σκέφτηκε, προκειμένου ν' αφήσω να με υποχρεώσουν να τρώω με τους υπηρέτες. Ο πατέρας μου θα θελήσει να μ' αναγκάσει να δεχτώ· καλύτερα να πεθάνω. Έχω βάλει κατά μέρος δέκα πέντε φράγκα κι ογδόντα λεπτά, θα το σκάσω τη νύχτα· σε δυο μέρες, κόβοντας δρόμο από μονοπάτια όπου δεν έχω φόβο να συναντήσω χωροφύλακα, θα είμαι στην Μπεζανσόν· εκεί κατατάσσομαι στο στρατό κι αν χρειαστεί περνάω στην Ελβετία. Τότε όμως πάει η εξέλιξή μου, πάνε οι φιλοδοξίες μου, ούτε σκέψη πια για το ωραίο εκκλησιαστικό στάδιο που οδηγεί στα πάντα.
Η επιλογή και η επεξεργασία των αποσπασμάτων βασίστηκε στο γαλλικό βιβλίο: Collection Litteraire Lagarde & Michard, Bordas, Paris, 1969
Ο Σταντάλ (ψευδώνυμο του Henri Beyle) γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ το 1783 και σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας του ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηματίας. Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από την πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα τον Μάιο του 1800 και έλαβε μέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Το 1815, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, εγκαθίσταται στην Ιταλία, από όπου απελαύνεται ύστερα από επτά χρόνια ως ύποπτος κατασκοπείας. Επιστρέφει στο Παρίσι και διαμένει εκεί ως το 1831, οπότε επανέρχεται στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώμη. Πέθανε στις 23 Μαρτίου του 1842, σε έναν δρόμο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει με αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει την επιτύμβια επιγραφή του: «Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα». Η ζωή του ήταν γεμάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Έμαθε να ζωγραφίζει και φιλοτέχνησε αίθουσες στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, βιβλίο για την ιταλική ζωγραφική, βιογραφίες του Χάιντν και του Μότσαρτ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στο αριστούργημα του «Το Κόκκινο και το Μαύρο», η Ιστορία συνδέεται με τις προσωπικές ιστορίες εμβληματικών χαρακτήρων. Έχει χαρακτηρισθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και είναι η πρώτη πραγματεία για την «επιτυχία», την καινούργια κοινωνική θεότητα.