Τα κατορθώματα του βασιλιά Αρθούρου αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους «εθνικούς» θρύλους της Βρετανίας. Τα ανδραγαθήματα των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, το λαμπερό Κάμελοτ, ο ευγενής και φιλάνθρωπος βασιλιάς του και η ευλογημένη βασιλεία του, η βασίλισσα του, Γκουίνεβήρ, οι Ιππότες του, Λάνσελοτ, αποτελούν πλέον κτήμα της παγκόσμιας πολιτισμικής παράδοσης. Πέρα από τη ρομαντική υστερο-μεσαιωνική ατμόσφαιρα που προσέδωσε ο Τζέφρυ του Μόνμουθ στον Αρθούριο θρύλο, τον οποίο ιστόρησε στο σύγγραμμα του «Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας» (12ος αι.), η ιστορική πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
Το 407 μ.Χ. η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απέσυρε τους τελευταίους τακτικούς στρατιώτες της από τις βρετανικές κτήσεις της. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας συμβούλευσε τους Βρετανούς να μεριμνήσουν οι ίδιοι για την άμυνα τους έναντι των Αγγλοσαξόνων, Πίκτων (της Καληδονίας-Σκωτίας) και Ιρλανδών επιδρομέων που λυμαίνονταν την περιοχή τους. Οι Βρετανοί πολέμαρχοι ακολούθησαν τη συμβουλή του και εξέλεξαν έναν στρατιωτικό ηγέτη (δούκα), πιθανώς με τον τίτλο του ανώτατου ηγεμόνα, ο οποίος καθοδηγούσε την πολεμική προσπάθεια τους και επέλυε τις διαφορές τους. Ο Βόρτιγκερν (Vortigern), Βρετανός ανώτατος ηγεμόνας του 5ου αι., στηρίχθηκε σε Αγγλοσάξονες μισθοφόρους προκειμένου να αποκρούσει τους ομοεθνείς τους και να επιβάλει την αρχή του. Ο όρος «Αγγλοσάξονες» αποτελεί τη συμβατική ονομασία ενός συνόλου Γερμανών (και λίγων Σλάβων) εισβολέων στη Βρετανία, προερχόμενων κυρίως από τις σύγχρονες Βόρεια Γερμανία, Ολλανδία, Γιουτλάνδη (Δανία) και λίγο αργότερα και από τη Νορβηγία. Το σύνολο περιελάμβανε Σάξονες, Άγγλους (Ιγκλίνους), Φρισίους, Ιούτους, Πρωτο-νορβηγούς, Αγγριβάριους, Βεστφαλούς, Φράγκους, Θουριγγούς, Βαγγριους κ.ά. Οι πολυπληθέστεροι ανάμεσα τους ήταν οι Σάξονες, γι’ αυτό ή συνολική αγγλοσαξονική ομάδα αποκαλείται συχνά μόνο με το δικό τους εθνωνύμιο. Ωστόσο, το έθνος που σχηματίσθηκε από την αγγλοσαξονική βάση, οι σύγχρονοι Άγγλοι, έλαβε αυτήν την ονομασία επειδή οι ηγεμόνες της ανήκαν κυρίως στο ομώνυμο φύλο.Σύμφωνα με τις βρετανικές πηγές, ο Βόρτιγκερν προσέλαβε ως μισθοφόρους τους Σάξονες αδερφούς Χόρσα («άλογο» στην παλαιο-γερμανική) και Χένγκιστ («επιβητορας») και την πολεμική ομάδα τους. Η σαξονική ομάδα κατέφθασε με τρεις λέμβους και εγκαταστάθηκε στο σύγχρονο Κεντ (περίπου 442-449 μ.X.). Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, ο Βόρτιγκερν αδυνατούσε να πληρώσει τους μισθούς των βαρβάρων, πιθανώς λόγω μιας επιδημίας πανώλης η οποία θέριζε τον βρετανικό πληθυσμό. Οι δυσαρεστημένοι Σάξονες εξεγέρθηκαν εναντίον του εργοδότη τους. Με ορμητήριο την περιοχή που τους παραχωρήθηκε, διενήργησαν επιδρομές εναντίον των Κελτών, ενώ ταυτόχρονα κάλεσαν πλήθη ομοεθνών τους από την κοιτίδα τους, που αποβιβάστηκαν στις νοτιοανατολικές βρετανικές ακτές. Το 456, οι Αγγλοσάξονες πέτυχαν συντριπτική νίκη επί των Κελτών στο Κρέκανφορντ (Crecanford), η οποία εξασφάλισε την παραμονή τους στη νήσο. Οι Βρετανοί υποχώρησαν στο Λονδίνιο, το οποίο σύντομα κατακτήθηκε από τους εισβολείς. Σε μερικές δεκαετίες οι βάρβαροι κατέκτησαν το νοτιοανατολικό τμήμα της Βρετανίας. Περί το 477 κατέφθασε με τους σκληροτράχηλους πολεμιστές του, ο Σάξονας πολέμαρχος Αέλλε (Aelle), ο οποίος ίδρυσε μια ισχυρή ηγεμονία στο σύγχρονο Σάσσεξ. Ο Αέλλε αποδείχθηκε κορυφαία αγγλοσαξονική προσωπικότητα. Το 500 μ.Χ. ανακηρύχθηκε από τους ομοεθνείς του στη Βρετανία, «Μπρετουάλντα» (Bretwalda), δηλαδή ανώτατος Αγγλοσάξονας ηγεμόνας. Ο Αέλλε αποτέλεσε τον ισχυρότερο αντίπαλο του συγχρόνου του, ανώτατου ηγεμόνα των Βρετανών, του θρυλικού Αρθούρου.
Οι Βρετανοί είχαν περάσει στην αντεπίθεση εναντίον των εισβολέων υπό την ηγεσία του Βοτεπόριγα, του Αμβρόσιου Αυρηλιανού και στη συνέχεια υπό την εμπνευσμένη αρχηγία της αινιγματικής προσωπικότητας του Αρθούρου, ο οποίος αντιμετώπισε αποτελεσματικά τους βαρβάρους. Κατά το πιθανότερο ο Αρθούρος ήταν ιστορικό πρόσωπο, μάλλον από τον λαό των Δουμνονίων και είχε την έδρα του στη σύγχρονη νοτιοδυτική Βρετανία, πιθανώς στο βασιλικό οχυρό που ανασκάφηκε στο Κάντμπερυ. Από εκεί επεξέτεινε τη δράση του σε όλες τις κελτικές περιοχές έως το παλαιό Τείχος του Αντωνίνου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αναχαίτισε την αγγλοσαξονική προέλαση. Νίκησε τους Σάξονες σε δώδεκα μεγάλες μάχες, εξοντώνοντας πολλούς. Ο Αρθούρος απέκρουσε και τους Πίκτους και Ιρλανδούς επιδρομείς. Πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του στον οχυρό λόφο Μπαντόνικους (Mount Badon, περί το 516) επί των Αγγλοσαξόνων. Τότε η πολιτική επιρροή του επεκτάθηκε και σε μερικούς αρχηγούς τους, καθώς και στους Βρετόνους της Αρμορίκης. Οι τελευταίοι κατάγονταν από Βρετανούς πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη γαλατική χερσόνησο, όπου ενώθηκαν με τους ομοφύλους τους Αρμορικανούς Κέλτες και μερικούς Αλανούς. Η αρχαιολογία επιβεβαιώνει τις βρετανικές νίκες περί το 500 μ.Χ.: το πρώτο μισό του 6ου αιώνα η σαξονική προώθηση διακόπηκε, οι ταφές των βαρβάρων πολεμιστών αυξήθηκαν απότομα, ενώ μεγάλες ομάδες Αγγλοσαξόνων επέστρεψαν στη Γερμανία, προφανώς απογοητευμένοι από τις κελτικές επιτυχίες. Το προβάδισμα του βρετανικού στρατού έναντι των εισβολέων, οφειλόταν στο θωρακισμένο ιππικό του. Αντίθετα οι Σάξονες ήταν σχεδόν εξολοκλήρου πεζοί. Όσοι σύγχρονοι ερευνητές αμφισβητούν την ιστορικότητα του Αρθούρου, επικαλούνται κυρίως το γεγονός ότι ο μεγάλος πολέμαρχος δεν αναφέρεται στην κύρια πηγή του 6ου αιώνα, το χρονικό του Βρετανού εκκλησιαστικού Γκίλντας (Gildas), «Η Συντριβή και η Κατάκτηση της Βρετανίας», στο οποίο περιγράφει τα γεγονότα της αγγλοσαξονικής εισβολής. Επίσης, κατά την άποψη τους, ο Αρθούρος δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη σύγχρονη πηγή. Σχετικά με τη σιωπή του Γκίλντας για τον Αρθούρο, αυτή έχει αποδοθεί, εύλογα, στην αντιπάθεια του για αυτόν, επειδή όπως πληροφορούμαστε από άλλη πηγή, ο δεύτερος χρησιμοποιούσε τα εισοδήματα της βρετανικής εκκλησίας προκειμένου να χρηματοδοτεί τους πολέμους του, τα οποία δεν αποσπούσε με τη συγκατάθεση των εκκλησιαστικών. Εξάλλου, το πιθανότερο είναι ότι ο Αρθούρος δεν ήταν χριστιανός.

Εντούτοις, δεν είναι βέβαιο ότι οι πηγές της εποχής του δεν τον αναφέρουν. Ο Τζ. Ας, ένας από τους ειδικότερους μελετητές στο «αίνιγμα» του Αρθούρου, εντόπισε ένα σημαντικό στοιχείο σε ένα χρονικό του 6ου αι., την «Ιστορία των Γότθων». Το 467, ο Ανθέμιος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Δυτικής Αυτοκρατορίας και σκόπευε να ανακτήσει τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι βάρβαροι, ξεκινώντας από τη Γαλατία. Γι’ αυτό ζήτησε τη στρατιωτική βοήθεια ενός Βρετανού βασιλιά, του Ριοθάμου (Riothamus). Ο Ριόθαμος δέχθηκε, διαβλέποντας ίσως μια ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή του στη Γαλατία και να ενισχυθεί με τις δυνάμεις της για να εκδιώξει τους Σάξονες από τη Βρετανία. Εξάλλου, η Αρμορίκη κατοικείτο ήδη από Βρετανούς πρόσφυγες. Το 469 αποβιβάστηκε στη βόρεια Γαλατία, επικεφαλής 12.000 ανδρών (στην πραγματικότητα οι πολεμιστές του θα ήταν πολύ λιγότεροι). Ο Ριόθαμος έδωσε μερικές μάχες εναντίον των Βησιγότθων και αφού προδόθηκε από τον τοπικό Ρωμαίο έπαρχο, εισήλθε στην ασφαλή επικράτεια των Βουργουνδών σύμμαχων του (περί το 470). Η φιλολογική πηγή δεν αναφέρει τίποτα για την τύχη του. Η δράση του Ριοθάμου έχει πολλά κοινά με τη διήγηση του Τζέφφρυ του Μόνμουθ σχετικά με μια εκστρατεία του Αρθούρου στη Γαλατία. Στην εξιστόρηση της, ο Τζέφφρυ αναφέρει κάποιον Λέοντα ως αυτοκράτορα της Ανατολικής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, ο οποίος είναι μάλλον ο Λέων Α΄ (457-474), ενώ μνημονεύει τον Πάπα Σουλπίκιο, που έχει ταυτιστεί με τον Πάπα Σιμπλίκιο (468-483), επειδή ο συγγραφέας αρεσκόταν στον ελαφρύ μετασχηματισμό των ονομάτων των ιστορικών προσώπων. Δεν μνημονεύει τον αυτοκράτορα της Δυτικής Αυτοκρατορίας, όμως αναφέρει ότι ο Αρθούρος αντιμετώπισε τον Ρωμαίο άρχοντα Λούκιο (Lucius, Λεύκιος). Μερικοί ερευνητές έχουν ταυτίσει τον τελευταίο με τον Λουκέριο, έναν σφετεριστή αυτοκράτορα που κατέλαβε τον θρόνο της Ραβέννας για ένα διάστημα κατά το 469-470. Από τις χρονολογήσεις των τριών προαναφερόμενων ιστορικών προσωπικοτήτων, συμπεραίνεται ότι η δράση του Αρθούρου στη Γαλατία, σύμφωνα με τον Τζέφφρυ, εντοπίζεται χρονικά ακριβώς στο ίδιο διάστημα με την εκστρατεία του Βρετανού βασιλιά Ριοθάμου στην ίδια χώρα. Επίσης, παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Ριόθαμος έζησε στο βασιλικό οχυρό του Κάντμπερυ (την υποθετική έδρα του Αρθούρου), η χρονολογία της δράσης του συμπίπτει με την εποχή της επανοχύρωσης του φρουρίου, κατά τη χρονολόγηση των αρχαιολόγων. Ο Ριόθαμος έδρασε τότε και ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να το επανοχυρώσει. Ένας λόγος για τον οποίο αρκετοί μελετητές αρνούνται την ταύτιση του Ριοθάμου με τον Αρθούρο, είναι τα διαφορετικά ονόματα τους. Ο Γάλλος Fleuriot πρότεινε μια θεωρία, που δίνει ενδεχομένως την εξήγηση για τις διαφορετικές ονομασίες της ίδιας πιθανώς ιστορικής προσωπικότητας: το «Ριόθαμος» δεν είναι ανθρωπωνύμιο αλλά τίτλος αξιώματος, επειδή αναλύεται ως «Ριγό-ταμος» (Rigo-tamos) στη βρυθονική κελτική. Το πρώτο συνθετικό “Rigo-“, είναι η λέξη για τον βασιλιά («ρήγας»), ενώ το δεύτερο “-tamos” δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό. Επομένως, «Ριγόταμος-Ριόθαμος» σημαίνει στην πραγματικότητα «Ανώτατος Βασιλιάς» ή πιο ορθά «Ανώτατος Ηγεμόνας», ο οποίος τίτλος είναι ακριβώς αυτός που αποδίδεται από τον Νέννιο και άλλες μεσαιωνικές πηγές στον Αρθούρο και στους άλλους Βρετανούς δούκες.Ενώ τα προαναφερόμενα στοιχεία δείχνουν να συμφωνούν, υπάρχει το πρόβλημα της χρονολογίας των μαχών του Αρθούρου.
Τα «Χρονικά της Ουαλίας» αναφέρουν μερικές από τις μάχες που έδωσε, παρέχοντας και στοιχεία για τη χρονολόγηση τους. Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι ταυτοποίησαν δύο από τις μάχες του Αρθούρου στη Δέβα της Κορνοβίας και στην Πεδινή Σκωτία, με συγκρούσεις οι οποίες έγιναν περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Όμως, η ίδια πηγή χρονολογεί τη νίκη του ήρωα στο Μπαντόνικους, στο έτος 519 και τη μάχη του Κάμλανν (Camlann), κατά την οποία σκοτώθηκε ο Αρθούρος, στο 537 ή πιθανότερα στο 539. Υπάρχει μια «χρονική απόσταση» 90 ετών μεταξύ των αναφερόμενων μαχών και μια χρονική διαφορά 70 ετών ανάμεσα στην εκστρατεία του Ριοθάμου-Αρθούρου στη Γαλατία και στη μάχη του Κάμλανν, κατάσταση ασύμβατη. Προκειμένου να υπερκερασθεί το πρόβλημα, προτάθηκε η νέα θεωρία για την ύπαρξη δύο ή περισσότερων ανωτάτων ηγεμόνων με το όνομα «Αρθούρος», οι οποίοι είχαν μάλλον συγγενική σχέση. Με το πέρασμα των αιώνων, η λαϊκή παράδοση πιθανώς απέδωσε τα κατορθώματα τους σε μια κοινή προσωπικότητα με αυτό το ανθρωπωνύμιο. Επίσης, υπάρχει η άποψη, υποστηριζόμενη από ικανά επιχειρήματα, πως ο Ριόθαμος ήταν ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός, δούκας της Βρετανίας πριν τον Αρθούρο, και πατέρας του σύμφωνα με μια πιθανή εκδοχή.Τα μόνιμα κελτικά ελαττώματα της διχόνοιας και της απειθαρχίας ενίσχυσαν τους Αγγλοσάξονες. Οι αναφορές για τον Αρθούρο δείχνουν ότι πολλοί Βρετανοί πολέμαρχοι φθόνησαν τη δύναμη του, ήταν απείθαρχοι στις εντολές του και συχνά εξεγείρονταν και μάχονταν εναντίον του ή μεταξύ τους. Ο Αρθούρος, κατά το πιθανότερο προδομένος από πολλούς Βρετανούς αρχηγούς, αντιμετώπισε τους Σάξονες ή κάποιον σφετεριστή συγγενή του σε μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε (μάλλον στη μάχη του Κάμλανν, 537 ή 539). Σύντομα, οι Κέλτες αντιμετώπισαν νέα συμφορά. Ο νέος λοιμός πανώλης που είχε εμφανισθεί στην Μεσόγειο (περί το 542), έφθασε στη Βρετανία μέσω του θαλασσίου εμπορίου. Οι Βρετανοί είχαν περισσότερα θύματα από τους Αγγλοσάξονες, επειδή διατηρούσαν εμπορικές επαφές με τις μεσογειακές χώρες. Αντίθετα, δεν είχαν επαφές με τους Γερμανούς εισβολείς οι οποίοι δεν εκτέθηκαν πολύ στη μόλυνση. Ο θάνατος του Αρθούρου και η επιδημία εξουθένωσαν την κελτική αντίσταση. Το 660, έναν αιώνα αργότερα, οι προελαύνοντες Σάξονες είχαν κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο το έδαφος της σύγχρονης Αγγλίας.