Ο Ντάρεν Αρονόφσκι κάνει μια σπουδή στυλιζαρισμένη και μελοδραματική, για την ουτοπία της τελειοθηρίας και τις τραγικές επιπτώσεις της - τα Κόκκινα Παπούτσια, με τον κυνικό χορογράφο στη θέση του μοχθηρού ιμπρεσάριου. Παρά τις επιρροές, από την «Αποστροφή» του Πολάνσκι μέχρι τον λογοτεχνικό «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι, ο Αρονόφκσι κατορθώνει να φτιάξει μια συναρπαστική περιπέτεια με (στροβιλιστικά εντυπωσιακό) άξονα την πειθαρχημένη υστερία της Νάταλι Πόρτμαν, στην ερμηνεία της καριέρας της.
Η Νίνα είναι μια μπαλαρίνα στην Νέα Υόρκη και ο χορός παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της, όπως γίνεται συνήθως στα επαγγέλματα αυτά. Ζει με την ψυχαναγκαστική πρώην μπαλαρίνα μητέρα της, η οποία της ασκεί ασφυκτική πίεση. Όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής Τόμας Λίροϊ αποφασίζει να αντικαταστήσει την πρίμα μπαλαρίνα για την παράσταση "Η Λίμνη των Κύκνων", η Νίνα είναι η πρώτη επιλαχούσα. Η Νίνα θα πρέπει να αποδείξει πως είναι ικανή να ενσαρκώσει, πέρα από τον Λευκό Κύκνο, και τον Μαύρο Κύκνο. Η Λίλι είναι νέα στην ομάδα χορού του Λίροϊ και αποτελεί την σημαντικότερη ανταγωνίστρια της Νίνα για τον περιζήτητο πρωταγωνιστικό ρόλο. Καθώς αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη φιλία ανάμεσα στις δύο αντίπαλες χορεύτριες, η Νίνα έρχεται όλο και περισσότερο σε επαφή με την σκοτεινή της πλευρά…
Σε αντίθεση με τα κλασικά θρίλερ που έχουν ως φόντο τον κόσμο του εγκλήματος ή στοιχειωμένα σπίτια, ο Αρονόφσκι παρουσιάζει το πορτρέτο μιας γυναίκας που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας επικίνδυνης ψύχωσης χρησιμοποιώντας ένα απροσδόκητο φόντο - τον καλλιτεχνικά ηλεκτρισμένο και σωματικά απαιτητικό κόσμο του επαγγελματικό μπαλέτου. Για τον Αρονόφσκι, αυτό ήταν το τέλειο φόντο για να ξετυλίξει μια οπτικά εκρηκτική ιστορία για την εμμονική πίεση του να είσαι τέλειος. Όπως και με τον "Παλαιστή", η ταινία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να εισέλθει σε έναν άγνωστο κόσμο και να βρει αυτό που κάνει έναν αφοσιωμένο άνθρωπο να θυσιάζει τόσα πολλά. Αν και ξεκίνησε να σκέφτεται την ιστορία αυτή περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Αρονόφσκι σημειώνει πως ο "Μαύρος Κύκνος" συνδέεται σκόπιμα με την τελευταία του ταινία, "Ο Παλαιστής". Αν και η πάλη με το μπαλέτο δεν θα μπορούσαν φαινομενικά να είναι από πιο διαφορετικούς κόσμους, ο "Μαύρος Κύκνος" βουτά σε στιγμές ατόφιου ψυχολογικού τρόμου, με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί από τον Αρονόφσκι. Τις δύο ταινίες συνδέουν τα θέματα σωματικών προκλήσεων και ψυχών σε αναταραχή, αλλά και ένα ύφος κινηματογράφησης που παρασύρει το κοινό στους συναρπαστικούς εσωτερικούς κόσμους των χαρακτήρων. Οι προκλήσεις για την παραγωγή του "Μαύρου Κύκνου" ήταν επίσης παρόμοιες με την γεμάτη προκλήσεις παραγωγή του "Παλαιστή", ίσως κι ακόμα μεγαλύτερες. Όσο μυστικοπαθής κι αν είναι ο κόσμος της επαγγελματικής πάλης, ο Αρονόφσκι ανακάλυψε πως ο κόσμος του μπαλέτου ήταν ακόμα πιο απομονωμένος και κλειστός προς όσους είναι εκτός του χώρου. Η Νάταλι Πόρτμαν στο μεταξύ έπρεπε να περάσει από σκληρή προπόνηση, ώστε οι σκηνές του μπαλέτου να είναι γεμάτες λυρισμό αλλά και ένταση. "Το μπαλέτο είναι κάτι για το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να προπονούνται όταν είναι τεσσάρων ή πέντε ετών και, καθώς το ζουν, τα σώματά τους αλλάζουν, τους μεταμορφώνει" αναφέρει ο σκηνοθέτης. "Το να έχεις μια ηθοποιό, που δεν έχει περάσει όλα αυτά, να υποδυθεί πειστικά μια επαγγελματία μπαλαρίνα είναι τεράστια πρόκληση. Με κάποιο τρόπο όμως, με εξαιρετική θέληση και πειθαρχία, η Νάταλι έγινε χορεύτρια. Χρειάστηκαν δέκα μήνες έντονης δουλειάς, αλλά το σώμα της μεταμορφώθηκε και ακόμα κι οι πιο σοβαροί χορευτές είχαν εντυπωσιαστεί. Είμαι πεπεισμένος πως η φυσική της δουλειά την συνέδεσε επίσης με την συναισθηματική δουλειά."
| |

Πριν ακόμα ολοκληρωθεί το σενάριο του "Μαύρου Κύκνου", ο Ντάρεν Αρονόφσκι ήξερε ποια θα υποδυόταν την Νίνα. Έπρεπε να είναι η Νάταλι Πόρτμαν, η οποία είχε κάνει μπαλέτο ως παιδί αλλά, κυρίως, είχε την αφοσίωση και το σθένος να ανταπεξέλθει στις τεράστιες φυσικές και ψυχολογικές απαιτήσεις ενός ρόλου. "Πολύ σύντομα από την στιγμή που μου ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα για τον "Μαύρο Κύκνο", συνάντησα την Νάταλι για καφέ στην Times Square" θυμάται ο σκηνοθέτης. "Είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το μπαλέτο πριν γίνει ηθοποιός και το είχε συνεχίσει στην πάροδο του χρόνου ως γυμναστική. Μου είπε αμέσως πως ένα από τα πράγματα που πάντα ήθελε να κάνει ήταν να υποδυθεί μια χορεύτρια." Αν και χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια από την συνάντησή τους μέχρι την ολοκλήρωση του σεναρίου, όταν το διάβασε η Πόρτμαν, την καθήλωσε το ψυχολογικό ταξίδι της Νίνα. "Η Νίνα είναι αφοσιωμένη, εργατική αλλά και εμμονική" εξηγεί η Πόρτμαν. "Δεν έχει ακόμα τη δική της φωνή ως χορεύτρια, ως κοπέλα, αλλά σταδιακά αλλάζει καθώς ψάχνει να βρει τον αισθησιασμό της και την αίσθηση ελευθερίας. Αυτό που θέλει η Νίνα είναι η τελειότητα, κάτι το οποίο μπορεί να υπάρξει μόνο για μια στιγμή, μια σύντομη φευγαλέα στιγμή – αλλά, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, ίσως θα πρέπει να καταστρέψει τον εαυτό της για να το βρει. Όταν προσπαθεί να γίνει ο Μαύρος Κύκνος, κάτι σκοτεινό αρχίζει να αναβλύζει μέσα της." Μέσα στο σκοτάδι, η Πόρτμαν ήταν ενθουσιασμένη που είχε την ευκαιρία να εμπλακεί με τον κόσμο του μπαλέτο, τον οποίο - όπως και η Νίνα - ονειρευόταν ως κορίτσι. "Μου άρεσε πολύ η αυθεντικότητα όλων αυτών των πολύ αληθινών λεπτομερειών για τον κόσμο του μπαλέτου στο σενάριο" συνεχίζει η Πόρτμαν, "και λάτρεψα τους παραλληλισμούς ανάμεσα στην ιστορία της Νίνα και στην "Λίμνη των Κύκνων". Την είδα ως κάποια που προσπαθεί στην πραγματικότητα να απελευθερωθεί από ένα ξόρκι - προσπαθεί να απελευθερωθεί από όλους αυτούς που ορίζουν το ποια είναι και προσπαθεί να δει μέσα από όλα αυτά ποια πραγματικά είναι ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνιδα." Την Πόρτμαν ιντρίγκαρε επίσης η διεστραμμένη και γεμάτη ζήλια σχέση ανάμεσα στην Νίνα και στην Λίλι, η οποία λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα. "Μου αρέσει το πώς όταν συναντιούνται για πρώτη φορά, η μία κοιτάει την άλλη από πάνω μέχρι κάτω, με τον τρόπο με τον οποίο το κάνουν τα κορίτσια και στην πραγματικότητα" δηλώνει η Πόρτμαν. "Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης, ώστε να ξεχωρίζεις το ποιος είναι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής σου και, στην περίπτωση αυτή, η Νίνα βλέπει αμέσως πως η Λίλι είναι πανέμορφη, ταλαντούχα και αποτελεί απειλή για τη θέση της. Δεν ξέρει όμως ακόμα ποια πραγματικά είναι η Λίλι." Για να απεικονίσει όλα αυτά, η Πόρτμαν πέρασε από αυστηρή φυσική και ψυχολογική προετοιμασία. Η φυσική προπόνηση ξεπέρασε ότι είχε φανταστεί, καθώς προπονούταν έντονα για πέντε ώρες καθημερινά, περίπου δέκα μήνες πριν καν αρχίσει η παραγωγή. "Χόρευα ατελείωτα, έκανα κολύμπι και προπόνηση με βάρη, καθώς και cross training, ώστε να μην τραυματιστώ επειδή ο χορός είναι πολύ σκληρός για το σώμα" εξηγεί η Πόρτμαν. "Είναι μεγάλη πρόκληση να προσπαθείς να πιάσεις ξανά το μπαλέτο στα 28. Ακόμα κι αν έχεις κάνει μαθήματα χορού πριν, δεν μπορείς να καταλάβεις πόση προσπάθεια χρειάζεται σε επαγγελματικό επίπεδο. Η παραμικρή κίνηση πρέπει να είναι τόσο ακριβής, τόσο ανάλαφρη και γεμάτη χάρη. Ήξερα πως επρόκειτο για πρόκληση, αλλά δεν περίμενα ποτέ πόσο δύσκολο σωματικά θα αποδεικνυόταν."
Για να βεβαιωθεί για την αληθοφάνεια των χορευτικών κινήσεων και για να αποδοθεί σωστά η "Λίμνη των Κύκνων", ο Αρονόφσκι προσέλαβε μια ομάδα μπαλέτου με αρχηγό τον χορογράφο Μπενζαμέν Μιλπιέ, ο οποίος είναι διάσημος χορευτής του The New York City Ballet αλλά και παγκοσμίως διακεκριμένος δημιουργός νέων μπαλέτων. Αν και χορογραφούσε πρώτη φορά για ταινία, ο Μιλπιέ προσαρμόστηκε αμέσως. "Αναμείχθηκα σε όλη τη διαδικασία και με ενθουσίασαν οι ηθοποιοί" λέει ο Μιλπιέ. Ο Μιλπιέ απόλαυσε επίσης το να βρίσκεται μπροστά από την κάμερα για τον ρόλο του Ντέιβιντ, του βασικού χορευτή. Οι δύο πρωταγωνίστριες είχαν να αντιμετωπίσουν τραυματισμούς και εξάντληση από την εντατική προπόνηση, καθώς πλησίαζε η έναρξη των γυρισμάτων. "Μετά από δύο σκισμένους συνδέσμους και έναν εξαρθρωμένο ώμο, αναρωτιόμουν "Τι κάνω;"" θυμάται η Κούνις. "Τα παπούτσια πουέντ είναι ιδιαίτερα κτηνώδη. Δεν μπορούσα να τα φοράω για περισσότερα από 20 λεπτά. Δεν χρειάζεται ούτε καν να είσαι en pointe για να σε πονέσουν. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να περπατήσεις. Τα πόδια σου δεν μπορούν να προχωρήσουν διότι υπάρχει ένα ξύλινο κουτί στην άκρη. Σκοντάφτεις συνέχεια. Αν τα φοράς όλη μέρα, τα πόδια σου πρήζονται και μελανιάζουν." Η Πόρτμαν, η οποία χορεύει σε περισσότερες από το 90% των σκηνών της, έπαθε έναν άσχημο τραυματισμό στα πλευρά κατά τη διάρκεια της προπόνησης. "Ήταν αρκετά έντονο διότι έπρεπε να το αντιμετωπίσω για ένα μεγάλο μέρος των γυρισμάτων" παραδέχεται η Πόρτμαν. "Είναι δύσκολο όμως να παραπονεθείς όταν βλέπεις τι υπομένουν οι επαγγελματίες χορευτές όλη την ώρα. Χορεύουν συνεχώς με πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, όπως διαστρέμματα. Έχουν συνηθίσει να ξεπερνούν τον πόνο χορεύοντας."
Ο Μαύρος Κύκνος μπορεί να γίνει αντικείμενο κινηματογραφικού θαυμασμού για τα επιμέρους στοιχεία που τον συνθέτουν. Η μουσική είναι ένα επίτευγμα από μόνη της: ο Κλιντ Μανσέλ παρέλαβε την κλασική παρτιτούρα του Τσαϊκόφσκι και τη μετέτρεψε σε ένα σκορ με θριλερικές στροφές και δραματικές γέφυρες, που θυμίζει και αποφεύγει το πρωτότυπο, χωρίς ποτέ να το μιμείται ακριβώς. Ο οπερατέρ Μάθιου Λιμπατίκ έστησε με στόφα κλασική και σεβάσμια τις σκηνές του μπαλέτου, ενώ υιοθέτησε ένα άμεσο, συγχυτικό ύφος για την αποτύπωση της αγωνίας της Νίνα, μιας μπαλαρίνας που επιθυμεί διακαώς να χορέψει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη λίμνη των Κύκνων, αλλά χάνει τα λογικά της όσο αντιμετωπίζει τη σκοτεινή πλευρά του δισυπόστατου χαρακτήρα. Επίσης, εκτός από τη δράση, που είναι ήδη πολύπλοκη, εκτυλίσσεται ένα μοναδικό παιχνίδι με καθρέφτες, που αξίζει να σημειωθεί. Η δουλειά ενός ηθοποιού είναι να μάθει πώς πρέπει να στήνεται μπροστά στην κάμερα και μετά να ξεχάσει ότι υπάρχει. Ένας χορευτής πρέπει συνεχώς να δουλεύει μπροστά σε έναν καθρέφτη, να συνειδητοποιεί την τεχνική ώσπου να την αφομοιώσει, ελπίζοντας πως δεν θα κολλήσει στην εικόνα που έχει εμπεδώσει από την εκτεταμένη «χρήση». Το οξύμωρο αυτό αποτυπώνεται μαεστρικά από τη Νάταλι Πόρτμαν, η οποία πρέπει να ξεχνάει πως στην πραγματικότητα είναι ηθοποιός, να ξεχνάει στην ταινία πως είναι μια καλή κόρη και μαθήτρια που υπακούει και να μάθει να είναι δαιμονική, κι επίσης να αγνοεί αυτό που λένε στο θέατρο «τέταρτο τοίχο», το αόρατο πέπλο μεταξύ σκηνής και θεατών, και να παίζει απέναντι στον σχιζοφρενή εαυτό της, σαν σε φαντασίωση.
Η έννοια του ειδώλου αποτελεί την πρώτη φάση εξωτερίκευσης της εμμονής της Νίνα. Στριμωγμένη ανάμεσα στην επιμονή της μητέρας της (έξοχη η Μπάρμπαρα Χέρσεϊ) να της φέρεται σαν ένα μικρό κοριτσάκι μέσα στο ροζ δωμάτιό του με τις κούκλες και τα μουσικά κουτιά και την πίεση του χορογράφου να αποκτήσει αιχμή, αποβάλλοντας τη μαλθακότητά της, η Νίνα πρέπει να σπάσει έναν μεγάλο ψυχολογικό καθρέφτη για να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την απειλητική πλευρά του ρόλου της ζωής της, δηλαδή με τον Μαύρο Κύκνο. Για να το κάνει αυτό οφείλει να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητά της. Ή να την εφεύρει. Αυτή η δραματουργική εκκρεμότητα (και όχι ασάφεια) δίνει ζωή σε ένα θρίλερ που αλλιώς θα είχε μόνο μια διάσταση. Η Νίνα αντιδρά, ώσπου να αφεθεί, με μια άλλη γυναίκα, ανταγωνίστρια και πιο περπατημένη, πέφτοντας στο κρεβάτι, σε μια σκηνή που μοιάζει με σέξι hangover, καυτή κι επείγουσα. Και επέρχεται η μεταμόρφωση, στο επίπεδο της σωματοποιημένης ψύχωσης.Ο Αρονόφσκι κάνει την πιο ολοκληρωμένη ταινία του, μια τέλεια διάσπαση μιας κοπέλας σε Οντίλ και Οντέτ που θυσιάζεται επειδή μπερδεύει την τέχνη, την τελειότητα και τη σεξουαλικότητα, μια ψυχαγωγική σπουδή πάνω στον θάνατο και την αναγέννηση, την υποταγή και την εγκατάλειψη στην αγκαλιά των επιθυμιών, ένα ψυχολογικό θρίλερ για την bitchiness της γυναικείας φύσης, ένας δύσκολος αποχαιρετισμός στην παιδικότητα μαζί με ένα βίαιο καλωσόρισμα στην ενηλικίωση.