Ο “Δωδεκάλογος του Γύφτου” είναι ο καρπός της ανήσυχης στάσης του ποιητή απέναντι στις οικονομικές Εθνικές Κοινωνικές, Πολιτικές και Πνευματικές διαμορφώσεις σε μια κρίσιμη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας. Δημοσιεύτηκε σε βιβλίο το 1907 και γράφτηκε στη περίοδο το 1899 μέχρι το 1906. Είναι λοιπόν δημιούργημα μιας επτάχρονης βαριά υπεύθυνης θεώρησης του αντικειμενικού κόσμου όπως εξελίσσονταν στον ελληνικό χώρο ύστερα από το εθνικό κουρέλιασμα του ’97.
Στο ποίημα περιγράφεται η πνευματική διαδρομή του Γύφτου, συμβόλου της ελεύθερης ψυχής, κατά την οποία γκρεμίζει το σύμπαν και το ξαναστεριώνει. Απαρνιέται τα πάντα και τα δέχεται ξανά μέσα από την τέχνη. Αιρετικός και συμπονετικός, ένα ήρωας Νιτσεϊκών διαστάσεων και προδιαγραφών, ο Γύφτος μέσα από τους δώδεκα λόγους του αποτελεί την ύψιστη έκφραση της αδούλωτης σκέψης, της δημιουργικότητας και των νέων ξεκινημάτων. Παρά την έντονη εικόνα ξεπεσμού και παραίτησης, το μήνυμα του ποιητή και το όραμα του Γύφτου είναι αισιόδοξο και διαχρονικό. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» είναι ένα συνθετικό μακρόπνοο λυρικό ποίημα, με αλληγορικά στοιχεία που αποτελείται από 12 λόγους. (Ο «Προφητικός» είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899 την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του 1897. Το προς πραγμάτευση κείμενο περιλαμβάνει τους στίχους 363-378 και 469-493 (τέλος). Το ποίημα ανήκει στο Παρνασσικό κίνημα. (Παρνασσισμός: ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860 και κυριάρχησε ως το τέλος του 19ου αι. Αναζήτησε την ποιητική έμπνευση στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και επιδίωξε την αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων και την άψογη μορφική επεξεργασία του στίχου.
Ο τίτλος
Ο «Προφητικός» που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μόνο και μόνο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με το γένος μας, την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σε αυτόν, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου. Η επινόηση του Γύφτου-Προφήτη αποτελεί ένα ουσιώδες τέχνασμα κι έτσι μιλεί ο ποιητής για τα μελλούμενα με τρόπο απλό, θετικό και αποκαλυπτικό. (Ο Γύφτος συμβολίζει την αδούλωτη ψυχή, γκρεμίζει το σάπιο, χτίζει το καινούργιο, βγάζει την πατρίδα από τη διαφθορά και την ταπείνωση, την οδηγεί στη λύτρωση και στην αναγέννηση.)
Το θέμα
Το θέμα των δυο αποσπασμάτων είναι η προφητεία του ποιητή-προφήτη του Δωδεκάλογου για την πτώση και στη συνέχεια για την αναγέννηση του Ελληνισμού (ο ποιητής κάνει λόγο αλληγορικά για το Βυζάντιο, όμως εννοεί τον Ελληνισμό του καιρού του μετά την ήττα του 1897).
Ο τίτλος
Ο «Προφητικός» που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μόνο και μόνο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με το γένος μας, την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σε αυτόν, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου. Η επινόηση του Γύφτου-Προφήτη αποτελεί ένα ουσιώδες τέχνασμα κι έτσι μιλεί ο ποιητής για τα μελλούμενα με τρόπο απλό, θετικό και αποκαλυπτικό. (Ο Γύφτος συμβολίζει την αδούλωτη ψυχή, γκρεμίζει το σάπιο, χτίζει το καινούργιο, βγάζει την πατρίδα από τη διαφθορά και την ταπείνωση, την οδηγεί στη λύτρωση και στην αναγέννηση.)
Το θέμα
Το θέμα των δυο αποσπασμάτων είναι η προφητεία του ποιητή-προφήτη του Δωδεκάλογου για την πτώση και στη συνέχεια για την αναγέννηση του Ελληνισμού (ο ποιητής κάνει λόγο αλληγορικά για το Βυζάντιο, όμως εννοεί τον Ελληνισμό του καιρού του μετά την ήττα του 1897).
Η Εποχή
Είναι εμφανές ότι η ήττα των Ελλήνων από τους Οθωμανούς το 1897 δημιούργησε πολιτικό κλίμα τέτοιο που υπήρξε καθοριστικό για την ποιητική διάθεση και την ακόλουθη ποιητική παραγωγή. Η τέχνη- μήνυμα- καταγγελία- "κατηγορώ" - έχει σαφείς και προσδιορισμένους αποδέκτες τους ιθύνοντες και στόχο την
εγκληματική τους ανευθυνότητα.
Πρόθεση του ποιητή
Είναι να καταγγείλει αυτή την ανευθυνότητα, να πάρει θέση, να δηλώσει τη δυσαρέσκεια του. Το απόσπασμα από το Δωδεκάλογο παρά τη χρονική μετατόπιση στο παρελθόν και σε κακά άλλων εποχών, παρά την καλυμμένη ή μασκαρεμένη εποχή, παρά την ευρηματική απαίτηση ενός Θεού τιμωρού, προδίδει την κραυγή της αγωνίας του ποιητή για τη δική του εποχή. Ο Παλαμάς έρχεται με το στίχο του να ξεσηκώσει και να αφυπνίσει τις εφησυχασμένες και ναρκωμένες συνειδήσεις, να τιμωρήσει και να γιατρέψει.
Είναι εμφανές ότι η ήττα των Ελλήνων από τους Οθωμανούς το 1897 δημιούργησε πολιτικό κλίμα τέτοιο που υπήρξε καθοριστικό για την ποιητική διάθεση και την ακόλουθη ποιητική παραγωγή. Η τέχνη- μήνυμα- καταγγελία- "κατηγορώ" - έχει σαφείς και προσδιορισμένους αποδέκτες τους ιθύνοντες και στόχο την
εγκληματική τους ανευθυνότητα.
Πρόθεση του ποιητή
Είναι να καταγγείλει αυτή την ανευθυνότητα, να πάρει θέση, να δηλώσει τη δυσαρέσκεια του. Το απόσπασμα από το Δωδεκάλογο παρά τη χρονική μετατόπιση στο παρελθόν και σε κακά άλλων εποχών, παρά την καλυμμένη ή μασκαρεμένη εποχή, παρά την ευρηματική απαίτηση ενός Θεού τιμωρού, προδίδει την κραυγή της αγωνίας του ποιητή για τη δική του εποχή. Ο Παλαμάς έρχεται με το στίχο του να ξεσηκώσει και να αφυπνίσει τις εφησυχασμένες και ναρκωμένες συνειδήσεις, να τιμωρήσει και να γιατρέψει.
Η υπόθεση του «Προφητικού»
Ο «Προφητικός» είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός.,,,, Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97. Μέσα στην Πύλο πριν από την Άλωση, σε ώρα που η παρουσία του εχθρού έχει πια γίνει οριστικά αισθητή ο λαός, χαροκόπος ανέμελος, γιορτάζει. Ο ποιητής περιγράφει το πολύχρωμο πλήθος. Δοσμένοι όλοι στο γλεντοκόπι, από το βασιλιά ίσαμε τον έσχατο υπήκοο, μήτε νιώθαν μήτε θέλουν να νιώσουν τον κίνδυνο για το κράτος και πως η πολιτεία τρίζει συθέμελα και δε θ' αργήσει να σωριαστεί σε αξιοθρήνητα ρημάδια. Την ώρα εκείνη ένας μαντατοφόρος φωνάζει λαχανιασμένος στο βασιλιά, πως οι φάροι δίνουν την είδηση της παρουσίας του αντίμαχου. Ο «ρηγάρχης» σύμβολο της εξαθλίωσης, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να διακόψει το γλεντοκόπι του. Δίνει διαταγή να σβήσουν τις φωτιές του πολέμου και να παραδοθούν αμέριμνοι στην ευτυχία τους. Οι Βενετοί και οι Πράσινοι τραγουδούν. Υμνούν το βασιλιά, δοξολογούν την ομορφιά, και το πλούτος της Πόλης, όπως στους παλιούς καιρούς. Μα δεν προφτάνει να ξεψυχήσει το τραγούδι τους και ένας άλλος, «μαύρος ύμνος», σα μοιρολόι και σαν κατάρα, ξεσπάει. Είναι ο ύμνος των Ακριτών που ανάμεσα του ξετυλίγεται όλη η φοβερή κατάντια, όλη η δυστυχία και η συμφορά της Ρωμιοσύνης. Ο προφήτης, στεκάμενος ανάμεσα σε τούτη την ανθρωποσύναξη, μιλεί τελευταίος. Με λόγια παραστατικά προοιωνίζεται το τέλος· περιγράφει την κατάπτωση και την αθλιότητα. Μα και δίνει συνάμα την ελπίδα. Κι είναι τα λόγια του τα στερνά, τα λόγια που βγαίνουν βαρυσήμαντα από το στόμα του καθώς οραματίζεται τα μελλούμενα.
Δύο σχόλια σχετικά με τον Προφητικό λόγο
«Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός, είναι ο ηθικός αφανισμός του Γένους. Αυτόν κλαίει ο ποιητής. Από το προφητικό του ύψος μπορεί να δει, με μιας ολάκερη την κατηφορική γραμμή, που τελικά οδηγεί στο χειρότερο. Ήταν η εποχή του 1897. Όσοι μιλούσαν για την αρχαία δόξα, κούφια λόγια λέγανε μονάχα. «Νάνοι ήταν και αρλεκίνοι». Μονάχα ο ποιητής είχε γίνει ένα με τη συνείδηση της φυλής του, με τη συνείδηση της ιστορίας και ήξερε να τοποθετήσει την αξία της μέσα στον πνευματικό του κόσμο, βαθύ και ολοκληρωμένο. Το πνευματικό ύψος το παίρνουν οι οδυρμοί του από τη συνείδηση της αμαρτίας - «Ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα» - φωνάζει ο ποιητής - και από τη συναίσθηση, πως ο ξεπεσμός της είναι δικαιοσύνη. Μα είναι και ιερή η αποστολή της ελληνικής φυλής και από ό,τι έδωσε και από ό,τι μπορεί να δώσει σε ανθρώπινες αξίες. Για τον ποιητή μας η ιστορία είναι κάτι απόλυτα άξιο και κάτι απόλυτα άξιο
μέσα σ' αυτήν είναι η Ελλάδα. Μόνο έτσι εξηγείται, μετά το κατέβασμα ως στερνό σκαλί, μετά τα περιγελά και τον αφανισμό της ακόμα, πως βρίσκει μέσα του τη δύναμη ο ποιητής να ελπίσει και ο προφήτης να πιστέψει, πως η δικαίωση μετά την κάθαρση θα 'ρθει, και πως εκεί που κείτεται η ψυχή στο στερνό σκαλί του Κακού τη σκάλα, ξάφνου θα φυτρώσουν τα φτερά της ξανά και θ' ανέβει στο ύψος, όπου ήταν της μοίρας της να υπάρχει.
Κ. Τσάτσος
Το περιεχόμενο του κειμένου είναι πατριωτικό με αλληγορικές και ιστορικές αναφορές. Ο «Προφητικός», που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μονο και μονο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με του γένους μας την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σ' αυτόν. Τη θέση του κατέχει ο Προφήτης, ο ποιητής που γίνεται προφήτης. Από την άποψη της ελληνικής ιδέας της εκφρασμένης μέσα στον «Δωδεκάλογο» ο λόγος τούτος έχει καίρια σημασία. Είναι μια δήλωση βροντόφωνη της πίστης του Παλαμά στην ανεξάντλητη ζωντάνια της φυλής, στην ικανότητα της να ξαναγεννιέται και να σηκώνεται ατράνταχτη ύστερ' απ' όλους τους ξεπεσμούς.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Ο «Προφητικός» είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός.,,,, Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97. Μέσα στην Πύλο πριν από την Άλωση, σε ώρα που η παρουσία του εχθρού έχει πια γίνει οριστικά αισθητή ο λαός, χαροκόπος ανέμελος, γιορτάζει. Ο ποιητής περιγράφει το πολύχρωμο πλήθος. Δοσμένοι όλοι στο γλεντοκόπι, από το βασιλιά ίσαμε τον έσχατο υπήκοο, μήτε νιώθαν μήτε θέλουν να νιώσουν τον κίνδυνο για το κράτος και πως η πολιτεία τρίζει συθέμελα και δε θ' αργήσει να σωριαστεί σε αξιοθρήνητα ρημάδια. Την ώρα εκείνη ένας μαντατοφόρος φωνάζει λαχανιασμένος στο βασιλιά, πως οι φάροι δίνουν την είδηση της παρουσίας του αντίμαχου. Ο «ρηγάρχης» σύμβολο της εξαθλίωσης, δεν εννοεί με κανένα τρόπο να διακόψει το γλεντοκόπι του. Δίνει διαταγή να σβήσουν τις φωτιές του πολέμου και να παραδοθούν αμέριμνοι στην ευτυχία τους. Οι Βενετοί και οι Πράσινοι τραγουδούν. Υμνούν το βασιλιά, δοξολογούν την ομορφιά, και το πλούτος της Πόλης, όπως στους παλιούς καιρούς. Μα δεν προφτάνει να ξεψυχήσει το τραγούδι τους και ένας άλλος, «μαύρος ύμνος», σα μοιρολόι και σαν κατάρα, ξεσπάει. Είναι ο ύμνος των Ακριτών που ανάμεσα του ξετυλίγεται όλη η φοβερή κατάντια, όλη η δυστυχία και η συμφορά της Ρωμιοσύνης. Ο προφήτης, στεκάμενος ανάμεσα σε τούτη την ανθρωποσύναξη, μιλεί τελευταίος. Με λόγια παραστατικά προοιωνίζεται το τέλος· περιγράφει την κατάπτωση και την αθλιότητα. Μα και δίνει συνάμα την ελπίδα. Κι είναι τα λόγια του τα στερνά, τα λόγια που βγαίνουν βαρυσήμαντα από το στόμα του καθώς οραματίζεται τα μελλούμενα.
Δύο σχόλια σχετικά με τον Προφητικό λόγο
«Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός, είναι ο ηθικός αφανισμός του Γένους. Αυτόν κλαίει ο ποιητής. Από το προφητικό του ύψος μπορεί να δει, με μιας ολάκερη την κατηφορική γραμμή, που τελικά οδηγεί στο χειρότερο. Ήταν η εποχή του 1897. Όσοι μιλούσαν για την αρχαία δόξα, κούφια λόγια λέγανε μονάχα. «Νάνοι ήταν και αρλεκίνοι». Μονάχα ο ποιητής είχε γίνει ένα με τη συνείδηση της φυλής του, με τη συνείδηση της ιστορίας και ήξερε να τοποθετήσει την αξία της μέσα στον πνευματικό του κόσμο, βαθύ και ολοκληρωμένο. Το πνευματικό ύψος το παίρνουν οι οδυρμοί του από τη συνείδηση της αμαρτίας - «Ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα» - φωνάζει ο ποιητής - και από τη συναίσθηση, πως ο ξεπεσμός της είναι δικαιοσύνη. Μα είναι και ιερή η αποστολή της ελληνικής φυλής και από ό,τι έδωσε και από ό,τι μπορεί να δώσει σε ανθρώπινες αξίες. Για τον ποιητή μας η ιστορία είναι κάτι απόλυτα άξιο και κάτι απόλυτα άξιο
μέσα σ' αυτήν είναι η Ελλάδα. Μόνο έτσι εξηγείται, μετά το κατέβασμα ως στερνό σκαλί, μετά τα περιγελά και τον αφανισμό της ακόμα, πως βρίσκει μέσα του τη δύναμη ο ποιητής να ελπίσει και ο προφήτης να πιστέψει, πως η δικαίωση μετά την κάθαρση θα 'ρθει, και πως εκεί που κείτεται η ψυχή στο στερνό σκαλί του Κακού τη σκάλα, ξάφνου θα φυτρώσουν τα φτερά της ξανά και θ' ανέβει στο ύψος, όπου ήταν της μοίρας της να υπάρχει.
Κ. Τσάτσος
Το περιεχόμενο του κειμένου είναι πατριωτικό με αλληγορικές και ιστορικές αναφορές. Ο «Προφητικός», που από μερικούς θεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μονο και μονο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με του γένους μας την ιστορία και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σ' αυτόν. Τη θέση του κατέχει ο Προφήτης, ο ποιητής που γίνεται προφήτης. Από την άποψη της ελληνικής ιδέας της εκφρασμένης μέσα στον «Δωδεκάλογο» ο λόγος τούτος έχει καίρια σημασία. Είναι μια δήλωση βροντόφωνη της πίστης του Παλαμά στην ανεξάντλητη ζωντάνια της φυλής, στην ικανότητα της να ξαναγεννιέται και να σηκώνεται ατράνταχτη ύστερ' απ' όλους τους ξεπεσμούς.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου
απόσπασμα από τον Προφητικό)
Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα• εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου• γέρνεις• όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές•
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές•
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
...................................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά' βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο,
σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
απόσπασμα από τον Προφητικό)
Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα• εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου• γέρνεις• όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές•
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές•
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
...................................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά' βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο,
σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!