Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες. Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας ήταν υψηλό, καθώς τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον δημιουργό της ο οποίος επεδίωκε να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και της εξαθλίωσης, πετώντας μια «πέτρα» στη βιτρίνα της ωραιοποιημένης πρωτεύουσας που γλεντάει και τα σπάει στα μπουζούκια, δίχως προβλήματα και σκοτούρες. Το όνειρο,όμως έμελλε να γίνει εφιάλτης....
Μας έφεραν κοντά,πάνω απ΄ όλα, τα κοινά ιδανικά μας,οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια» αναφέρει η Αλίκη Γεωργούλη σε κείμενό της δημοσιευμένο στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» της εποχής (1961).
“Την πλήρωσα πάρα πολύ οικονομικά αυτή την ταινία... Ό,τι είχα μαζέψει από τις ταινίες που έκανα τα 'βαλα για να κάνω αυτή την ταινία, γιατί ήθελα να πω αυτά τα πράγματα... Τελικά έγινε αυτή η ταινία, και ύστερα από καιρό που δεν την επιτρέπανε να παιχτεί την επιτρέψανε πετσοκομμένη” σχολίασε ο Αλέκος Αλεξανδράκης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ και στο δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο το 1996. Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει ότι χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Οσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Και πάλι όμως, η πρώτη προβολή του «Συνοικία το Ονειρο» έγινε μέσα σε επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης. « Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή της ταινίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι.Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα ». Επίσης η «Συνοικία» δεν προβλήθηκε σε επαρχιακές πόλεις- ειδικά στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, «βύθισαν» τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων στη φτώχεια και την ανέχεια και οδήγησαν πολλούς στη μετανάστευση. Η πείνα και οι κάκιστες συνθήκες διαβίωσης ήταν για πάρα πολλούς Έλληνες καθημερινός «σύντροφος» σε μια ζωή που είχε πολλές πίκρες και μετρημένες στα δάχτυλα χαρές. Τη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της, αλλά τα κουράγια και οι αντοχές είχαν σωθεί. Τότε ένας φτασμένος ηθοποιός, αποφασίζει να κάνει την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά με στόχο να μεταφέρει (όσο αυτό ήταν δυνατόν) στη μεγάλη οθόνη όλα τα βάσανα και τις κακουχίες που βίωναν οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές της χώρας. Όταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης αποφάσιζε να δημιουργήσει την ταινία «συνοικία το όνειρο» δεν περίμενε πως η προσπάθεια του αυτή θα μετατρεπόταν σε έναν πραγματικό εφιάλτη και θα τον ανάγκαζε να αποκηρύξει το ίδιο του το δημιούργημα το οποίο έπεσε στα νύχια της λογοκρισίας που δεν επέτρεψε να βγει προς τα έξω μια τέτοια εικόνα για την «ευημερούσα» Ελλάδα.
«Βραχνάς» στη βιτρίνα μιας… χαρούμενης Αθήνας
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες. Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας ήταν υψηλό, καθώς τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον δημιουργό της ο οποίος επεδίωκε να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και της εξαθλίωσης, πετώντας μια «πέτρα» στη βιτρίνα της ωραιοποιημένης πρωτεύουσας που γλεντάει και τα σπάει στα μπουζούκια, δίχως προβλήματα και σκοτούρες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως ο Αλεξανδράκης επιλέγει για τα γυρίσματα την περιοχή του Ασυρμάτου. Ένα πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.
Κοινωνικοπολιτική ταινία σε μια εύθραυστη πολιτική συγκυρία
Την εποχή εκείνη η χώρα είχε βγει από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που είχε διχάσει την κοινωνία και με μαθηματική ακρίβεια οδηγούταν σε μια χούντα, όπως και τελικά έγινε, περίπου έξι χρόνια αργότερα, από τους Απριλιανούς δικτάτορες. Κυβέρνηση ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η καθεστηκυία τάξη που ήταν θορυβημένη από την μεγάλη άνοδο που σημείωναν τα ποσοστά της ΕΔΑ προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα για τη χώρα που παρασάγγας απείχε από την πραγματικότητα. Η «ευημερούσα» Ελλάδα ήταν για τους λίγους. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ήταν σε πλήρη ισχύι και το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που περιελάβανε σωρεία διώξεων και φυλακίσεων για τους αριστερούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε πως τον Οκτώβρη του 1961 έγιναν οι εκλογές που έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βίας και νοθείας». Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον ο «γνωστός δια τα Αριστερά του φρονήματα» Αλέκος Αλεξανδράκης επιχειρεί να δημιουργήσει τη «Συνοικία το Όνειρο», βάζοντας ως συμπρωταγωνιστή δίπλα του τον επίσης Αριστερό, Μάνο Κατράκη και τον πολιτικά «δακτυλοδεικτούμενο» Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική, δημιουργώντας ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ύμνος για τη φτωχολογιά. Με αυτά τα δεδομένα ήταν περίπου σίγουρο πως όταν η ταινία έφτανε στην επιτροπή λογοκρισίας θα τύγχανε μιας… ιδιαίτερης αντιμετώπισης και μεταχείρισης.
«Βραχνάς» στη βιτρίνα μιας… χαρούμενης Αθήνας
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες. Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά. Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας ήταν υψηλό, καθώς τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον δημιουργό της ο οποίος επεδίωκε να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και της εξαθλίωσης, πετώντας μια «πέτρα» στη βιτρίνα της ωραιοποιημένης πρωτεύουσας που γλεντάει και τα σπάει στα μπουζούκια, δίχως προβλήματα και σκοτούρες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως ο Αλεξανδράκης επιλέγει για τα γυρίσματα την περιοχή του Ασυρμάτου. Ένα πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.
Κοινωνικοπολιτική ταινία σε μια εύθραυστη πολιτική συγκυρία
Την εποχή εκείνη η χώρα είχε βγει από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που είχε διχάσει την κοινωνία και με μαθηματική ακρίβεια οδηγούταν σε μια χούντα, όπως και τελικά έγινε, περίπου έξι χρόνια αργότερα, από τους Απριλιανούς δικτάτορες. Κυβέρνηση ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η καθεστηκυία τάξη που ήταν θορυβημένη από την μεγάλη άνοδο που σημείωναν τα ποσοστά της ΕΔΑ προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα για τη χώρα που παρασάγγας απείχε από την πραγματικότητα. Η «ευημερούσα» Ελλάδα ήταν για τους λίγους. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ήταν σε πλήρη ισχύι και το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που περιελάβανε σωρεία διώξεων και φυλακίσεων για τους αριστερούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε πως τον Οκτώβρη του 1961 έγιναν οι εκλογές που έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βίας και νοθείας». Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον ο «γνωστός δια τα Αριστερά του φρονήματα» Αλέκος Αλεξανδράκης επιχειρεί να δημιουργήσει τη «Συνοικία το Όνειρο», βάζοντας ως συμπρωταγωνιστή δίπλα του τον επίσης Αριστερό, Μάνο Κατράκη και τον πολιτικά «δακτυλοδεικτούμενο» Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική, δημιουργώντας ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ύμνος για τη φτωχολογιά. Με αυτά τα δεδομένα ήταν περίπου σίγουρο πως όταν η ταινία έφτανε στην επιτροπή λογοκρισίας θα τύγχανε μιας… ιδιαίτερης αντιμετώπισης και μεταχείρισης.
«Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της». Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία που ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μιας ταινίας τόσο σημαντικής για την Ιστορία της χώρας μας όσο η «Συνοικία το Ονειρο» (1961) αναφερόταν σε αυτήν πάντοτε με λύπη. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν ξέφυγε ποτέ από τη μαύρη σκιά της «σφαγής» που ακολούθησε τη δημιουργία της δεύτερης και τελευταίας ταινίας που σκηνοθέτησε.
Η σκληρή λογοκρισία, οι καμένες κόπιες και η αποκήρυξη
Το πόσο ενόχλησε το θέμα της ταινίας το καθεστώς εκείνης της εποχής, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονταν στην περιοχή του Ασυρμάτου παρακρατικοί και τραμπούκοι που προσπαθούσαν ακόμα και με ξύλο και απειλές προς τους κομπάρσους (πολλοί εκ των οποίων ήταν κάτοικοι της περιοχής) να διακόψουν τα γυρίσματα. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, η ταινία φτάνει αρχικά στα χέρια της επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας. Στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», έπειτα επιστρέφει στην πρώτη επιτροπή προκειμένου να πάρει άδεια προβολής. Τελευταίο στάδιο ήταν η επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας! Όπως είναι εύκολα κατανοητό κάθε φορά που η ταινία περνούσε από κάποια επιτροπή δεχόταν και το απαραίτητο «πετσόκομμα». Οι αρχικές κόπιες μεταφέρθηκαν στην ασφάλεια για να καταστραφούν. Οι αστυνομικοί, μάλιστα, δεν δίστασαν να καλέσουν τον Αλέκο Αλεξανδράκη προκειμένου να είναι παρών στην καταστροφή τους! Ο σκηνοθέτης όπως είναι φυσικό αρνήθηκε να παραβρεθεί στην καταστροφή του έργου του και όταν ήρθε η ώρα να βγει η ταινία στους κινηματογράφους δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δεν με αφορά». Ότι, τέλος πάντων, είχε… περισσέψει από την αρχική δημιουργία του Αλεξανδράκη, πήρε την άδεια για να προβληθεί στις 3 Αυγούστου 1961 στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ». Όμως ούτε εκεί σταμάτησαν τα προβλήματα. Η πρεμιέρα διεκόπη βίαια από αστυνομικούς, που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επίσημων καλεσμένων.
Η υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς σε Ελλάδα και εξωτερικό
Όπως είναι φυσιολογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταινία ήταν μια εισπρακτική αποτυχία. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης έκανε λόγο για οικονομική καταστροφή. Η ταινία, ωστόσο, γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καιρό αργότερα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Από εκεί βγήκαν τα λεφτά. Κέρδη ήταν τα ατελείωτα ταξίδια μας και οι γνωριμίες. Φιλίες που άνοιξαν και πυρκαγιές… Μόσχα, Πράγα, Κίεβο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια, Βερολίνο, Κούβα» γράφει στην αυτοβιογραφία της η Αλίκη Γεωργούλη, η οποία αποκαλύπτει πως το κόστος για τα γυρίσματα «ήταν 1.472.000 δραχμές, σχεδόν τα διπλά απ’ όσο κόστιζαν τότε οι ταινίες της Βουγιουκλάκη»! Μέσα από τα τόσα προβλήματα και εμπόδια η συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίσθηκε ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες του ελληνικού νεορεαλισμού. Οι κριτικοί της εποχής την χαρακτήρισαν «αριστούργημα» και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη ενώ όσο και αν κυνηγήθηκε τιμήθηκε με 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, γράφοντας τη δική της χρυσή σελίδα στην ελληνική 7η τέχνη.
Το πόσο ενόχλησε το θέμα της ταινίας το καθεστώς εκείνης της εποχής, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονταν στην περιοχή του Ασυρμάτου παρακρατικοί και τραμπούκοι που προσπαθούσαν ακόμα και με ξύλο και απειλές προς τους κομπάρσους (πολλοί εκ των οποίων ήταν κάτοικοι της περιοχής) να διακόψουν τα γυρίσματα. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, η ταινία φτάνει αρχικά στα χέρια της επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας. Στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», έπειτα επιστρέφει στην πρώτη επιτροπή προκειμένου να πάρει άδεια προβολής. Τελευταίο στάδιο ήταν η επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας! Όπως είναι εύκολα κατανοητό κάθε φορά που η ταινία περνούσε από κάποια επιτροπή δεχόταν και το απαραίτητο «πετσόκομμα». Οι αρχικές κόπιες μεταφέρθηκαν στην ασφάλεια για να καταστραφούν. Οι αστυνομικοί, μάλιστα, δεν δίστασαν να καλέσουν τον Αλέκο Αλεξανδράκη προκειμένου να είναι παρών στην καταστροφή τους! Ο σκηνοθέτης όπως είναι φυσικό αρνήθηκε να παραβρεθεί στην καταστροφή του έργου του και όταν ήρθε η ώρα να βγει η ταινία στους κινηματογράφους δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δεν με αφορά». Ότι, τέλος πάντων, είχε… περισσέψει από την αρχική δημιουργία του Αλεξανδράκη, πήρε την άδεια για να προβληθεί στις 3 Αυγούστου 1961 στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ». Όμως ούτε εκεί σταμάτησαν τα προβλήματα. Η πρεμιέρα διεκόπη βίαια από αστυνομικούς, που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επίσημων καλεσμένων.
Η υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς σε Ελλάδα και εξωτερικό
Όπως είναι φυσιολογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταινία ήταν μια εισπρακτική αποτυχία. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης έκανε λόγο για οικονομική καταστροφή. Η ταινία, ωστόσο, γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καιρό αργότερα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Από εκεί βγήκαν τα λεφτά. Κέρδη ήταν τα ατελείωτα ταξίδια μας και οι γνωριμίες. Φιλίες που άνοιξαν και πυρκαγιές… Μόσχα, Πράγα, Κίεβο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια, Βερολίνο, Κούβα» γράφει στην αυτοβιογραφία της η Αλίκη Γεωργούλη, η οποία αποκαλύπτει πως το κόστος για τα γυρίσματα «ήταν 1.472.000 δραχμές, σχεδόν τα διπλά απ’ όσο κόστιζαν τότε οι ταινίες της Βουγιουκλάκη»! Μέσα από τα τόσα προβλήματα και εμπόδια η συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίσθηκε ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες του ελληνικού νεορεαλισμού. Οι κριτικοί της εποχής την χαρακτήρισαν «αριστούργημα» και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη ενώ όσο και αν κυνηγήθηκε τιμήθηκε με 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, γράφοντας τη δική της χρυσή σελίδα στην ελληνική 7η τέχνη.
Λογοκρίθηκε έχοντας προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων επειδή « δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας ». Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει το μένος του κράτους και των αρχών; Ηταν η «ενοχλητική» εικόνα μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας, του Ασύρματου. Μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα. Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους.