Η Πάπισσα Ιωάννα αποτελεί έργο - σταθμό για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και για τη συγγραφική πορεία του Ροΐδη. Με το έργο αυτό έρχεται σε ουσιαστική ρήξη με τον Ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καταπιάνεται με ένα θέμα που δύσκολα προσέγγιζε κανείς εκείνα τα χρόνια (ίσως και σήμερα): τα κακώς κείμενα της Καθολικής Εκκλησίας, κατ' επέκτασιν και της Ορθόδοξης, δεδομένου ότι ο Ροΐδης απευθύνεται κυρίως στη δεύτερη.
«Η Ιωάννα, κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορι- κών, υπήρξε, κατ’ αρχάς τουλάχιστον, καλός πάπας, φυλάττουσα των προκατόχων της τας παραδόσεις και ακαμάτως υφαίνουσα το δογματικόν εκείνο δί- κτυον, το προωρισμένον ν’ αποκρύπτη τον ουρανόν εις τα όμματα των ευσεβών χριστιανών». Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στην Πάπισσα Ιωάννα (1866), αφηγείται την ιστορία της Ιωάννας η οποία κατά- φερε να εκμεταλλευτεί τις δεισιδαιμονίες, την τυ- πολατρία, τη μυστικοπάθεια των κληρικών αλλά και του λαού και να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο, μετά το θάνατο του Λέοντα Δ΄, χωρίς ωστόσο να καταφέρει ταυτόχρονα να επιβληθεί στη φιληδονία και στα ερωτικά της πάθη. Ο Ροΐδης γράφει ένα μυθιστόρημα για τα ήθη της μεσαιωνικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η σατιρική του πένα δια- κωμωδεί και ασκεί ανηλεή κριτική στην κοινωνία, στην Εκκλησία, στην πολιτική, καθώς και στη στομ- φώδη λογοτεχνία της εποχής του. Το έργο –αν και κρίθηκε σκανδαλώδες και προξένησε τον αφορι- σμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο, με την κα- τηγορία ότι «γέμει πάσης ασεβείας, κακοδοξίας και αισχρότητος»– γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και συγκαταλέγεται ασφαλώς μεταξύ των αριστουργημάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορική βάση, όμως περισσότερο μοιάζει με μια ιστορική μελέτη. Ο Mario Vitti τη χαρακτήρισε «αντιμυθιστόρημα ιστορικό», ενώ ο ίδιος ο Ροΐδης την τιτλοφορεί «μεσαιωνική μελέτη». Πραγματικά, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Ροΐδης αναπτύσσει το υλικό του, θα λέγαμε ότι το συγκεκριμένο έργο είναι κάτι ανάμεσα σε μυθιστόρημα και σε χρονικό. Ολόκληρο το υλικό έχει συγκεντρωθεί από τον Ροΐδη μετά από συστηματική έρευνα και στον πρόλογο ο συγγραφέας μας παραθέτει πλήθος παραπομπών, σημειώσεων και υποσημειώσεων, θέλοντας να δώσει επιστημονική εμφάνιση στο έργο του. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Πάπισσας Ιωάννας είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ροΐδη: Κατάφερε να μας δώσει ένα έργο τέχνης δουλεύοντας με επιστημονική μέθοδο, έτσι είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσουμε πότε σταματά η έρευνά του και πότε αρχίζει η λογοτεχνική του συμβολή. Ο Ροΐδης πληροφορήθηκε την ιστορία της Πάππισας Ιωάννας όταν ήταν ακόμα παιδί στη Γένοβα και του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, ώστε τον καιρό που σπούδαζε στο Βερολίνο, ερεύνησε τις βιβλιοθήκες και συγκέντρωσε ό,τι είχε γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα. Η έρευνά του συνεχίστηκε στην Αθήνα και ακολούθησε η συγγραφή του έργου.
Η ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας εκτυλίσσεται τον 9ο αιώνα. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, η οποία, όταν έμεινε ορφανή, μεταμφιέστηκε σε άντρα, μπήκε σε μοναστήρι και από εκεί, ντυμένη καλόγερος, ακολούθησε έναν νεαρό μοναχό, τον Φρουμέντιο, ζώντας μαζί του για 7 χρόνια στο ίδιο κελί σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων! Όμως επειδή κινδύνευαν να αποκαλυφθούν, έφυγαν από το μοναστήρι και ταξίδεψαν σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και Ελλάδα. Στην Αθήνα η Ιωάννα εγκατέλειψε τον εραστή της, μπήκε σε ένα πλοίο με προορισμό τη Ρώμη, όπου και κατάφερε, πάντα μεταμφιεσμένη σε μοναχό, να αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τον Παπικό θρόνο. Όμως η Ιωάννα σύναψε στη Ρώμη ερωτική σχέση με τον νεαρό Φλώρο που είχε σαν αποτέλεσμα μια εγκυμοσύνη. Έτσι κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης λιτανείας το έκπληκτο πλήθος βλέπει το σεβαστό Πάπα Ιωάννη τον Η΄ να γεννά «άωρον και ημιθανές βρέφος» και να πεθαίνει μέσα στην οργή «του μαινόμενου όχλου, λακτοπατούντος, καταπτύοντος και ζητούντος να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον».
Η ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας εκτυλίσσεται τον 9ο αιώνα. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, η οποία, όταν έμεινε ορφανή, μεταμφιέστηκε σε άντρα, μπήκε σε μοναστήρι και από εκεί, ντυμένη καλόγερος, ακολούθησε έναν νεαρό μοναχό, τον Φρουμέντιο, ζώντας μαζί του για 7 χρόνια στο ίδιο κελί σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων! Όμως επειδή κινδύνευαν να αποκαλυφθούν, έφυγαν από το μοναστήρι και ταξίδεψαν σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και Ελλάδα. Στην Αθήνα η Ιωάννα εγκατέλειψε τον εραστή της, μπήκε σε ένα πλοίο με προορισμό τη Ρώμη, όπου και κατάφερε, πάντα μεταμφιεσμένη σε μοναχό, να αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τον Παπικό θρόνο. Όμως η Ιωάννα σύναψε στη Ρώμη ερωτική σχέση με τον νεαρό Φλώρο που είχε σαν αποτέλεσμα μια εγκυμοσύνη. Έτσι κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης λιτανείας το έκπληκτο πλήθος βλέπει το σεβαστό Πάπα Ιωάννη τον Η΄ να γεννά «άωρον και ημιθανές βρέφος» και να πεθαίνει μέσα στην οργή «του μαινόμενου όχλου, λακτοπατούντος, καταπτύοντος και ζητούντος να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον».
Η Πάπισσα Ιωάννα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, εκδόθηκε πολλές φορές και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, όμως κρίθηκε σκανδαλώδης από την Εκκλησία και προκάλεσε τον αφορισμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο. Ο Ροΐδης απάντησε στην καταδίκη του αυτή και στις κριτικές που του ασκήθηκαν με μια σειρά από δημοσιεύματα: Ολίγαι λέξεις εις απάντησιν της υπ’ αριθμόν 5688 εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδουκαι Επιστολαί ενός Αγρινιώτου (1866). Ο Κλέων Παράσχος («Εμμανουήλ Ροΐδης», Η ζωή, το έργο, η εποχή του. Τόμος Α΄, Αθήνα, 1942) επισήμανε δύο απ’ τους κύριους στόχους του έργου: την αναπαράσταση των ηθών της εποχής και τη σάτιρα. Βέβαια ο Ροΐδης έχοντας ως πρόσχημα τη μελέτη των ηθών της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεν αναφέρεται μόνο στην εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία, αλλά σατιρίζει την σύγχρονή του πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ο Κώστας Στεργιόπουλος («Το αφηγηματικό έργο του Ροΐδη», στο Περιδιαβάζοντας. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1986, σ. 30) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία της Ιωάννας, πέρα από την πρωτοτυπία και το παράδοξο του θέματος, πέρα και από τον πειρασμό του ίδιου του Ροΐδη να την αφηγηθεί και να σκανδαλίσει, γίνεται αφορμή τόσο για μια γενικότερη όσο και για μια ειδικότερη κοινωνική σάτιρα, καθώς ο συγγραφέας έντεχνα παραλληλίζει, πότε με έμμεσους υπαινιγμούς και πότε με τις παρομοιώσεις του, τα περιστατικά εκείνου του καιρού με περιστατικά της σύγχρονής του ζωής».
| |

Η Πάπισσα Ιωάννα (αποσπάσματα)
Δέκα ἀκόμη ἡμέρας διῆλθον ἐντὸς τοῦ στενοῦ ἐκείνου κελλίου, γράφοντες, τρώγοντες, ἀσπαζόμενοι καὶ ἄλλο ἐλάττωμα μὴ εὑρίσκοντες εἰς τὸν καιρόν, ὅστις ἦτο ὡραῖος, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔφευγε ταχύς. Ἀλλὰ τέλος ἀνέτειλεν ἡ ἀποφρὰς τοῦ χωρισμοῦ ἡμέρα. Ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ Ἁγ. Παύλου εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ, ὁ δὲ ἡγούμενος ἔπεμπεν εἰς τὸν Φρουμέντιον ἡμίονον καὶ ῥητὴν διαταγὴν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μάνδραν. Ὁ δυστυχὴς νεανίσκος καταρώμενος τοὺς ὅρκους του, τὸν Προεστῶτα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ὑπῆγε ν' ἀποχαιρετήσῃ τὴν φίλην του, κρατῶν εἰς τὰς χεῖράς του τὴν ὁδοιπορικὴν βακτηρίαν, ἀλλὰ τὰ δάκρυα αὐτοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ. Ἡ Ἰωάννα δὲν ἔκλαιε, διότι τινὲς τῶν συντρόφων της ἦσαν παροῦσαι, αἱ δὲ γυναῖκες, ὅσῳ εὐαίσθητοι καὶ ἂν ἦναι, κλαίουσι μόνον ὁσάκις καὶ ὅπου πρέπει. Παράδειγμα τούτου ἔστωσαν αἱ εὐπαθεῑς ἐκεῑναι Ἀγγλίδες, αἵτινες πορευόμεναι ν' ἀκούσωσι τὴν Ῥιστόρη σημειοῦσιν εἰς τὸ περιθώριον τῆς Μύῤῥας καὶ Μηδείας, ποῦ πρέπει νὰ δακρύσωσιν. Ἀλλ' ἅμα ἔμεινε καὶ πάλιν μόνη ἡ Ἰωάννα, ᾐσθάνθη τὸ βάρος ἐκεῖνο εἰς τὸν στόμαχον, ὅπερ καταλαμβάνει ἡμᾶς, ἀφοῦ πολυφαγήσωμεν ἢ χάσωμεν μητέρα, ἐρωμένην ἢ περιουσίαν. Κατὰ τὸν γέροντα Πλούταρχον τοῦ ἀληθοῦς ἔρωτος οὐδὲ τὴν σκιὰν γνωρίζουσιν αἱ γυναῖκες. (Ἐγὼ δὲ φρονῶ ὅτι οὗτος εἶναι παρ' αὐταῖς συμπτωματική νόσος, αἰτίαν ἔχουσα τὴν πλήξιν καὶ τὴν μοναξίαν). Αἱ γυναῖκες τοῦ κόσμου ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἄλλου ἀνδρὸς τὴν ἀγκάλην μεταβαίνουσαι καθ' ἑσπέραν (εἰς τὸν χορὸν ἐννοῶ) οὔτε νὰ στενάζωσιν ἔχουσι καιρὸν οὔτε ν' ἀγαπήσωσιν ἄλλο τι πλὴν τοῦ ριπιδίου των. Ὁμοιάζουσι τὸν ὄνον ἐκεῖνον, ὅστις ἔμενε νῆστις ἐν μέσῳ τεσσάρων σωρῶν τριφυλλίου, μὴ γνωρίζων ποῖον πρῶτον νὰ προτιμήσῃ. Πιθανὸν ν' ἀπατῶμαι, ἀλλ' ὅσας ἐρωτολήπτους ἐγνώρισα, ἦσαν ἢ κατάκλειστοι ἢ κορασίδες φρουρούμεναι ὑπὸ ἀγρύπνων γονέων ὡς τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, ἢ ὥριμοι δέσποιναι, ἀριθμοῦσαι περισσότερα ἔτη ἢ θαυμαστάς. Ἡ ἀθυμία τῆς πτωχῆς Ἰωάννας μόνης μεταξὺ τῶν τεσσάρων ἐκείνων τοίχων, ὅπου χθὲς ἀκόμη ἀντήχουν τοσοῦτοι ἐρωτικοὶ ὅρκοι καὶ φιλήματα, ηὔξανε καθ' ἡμέραν. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁσάκις ἐμελαγχόλα, ἐκυλίετο εἰς τὸν βόρβορον ὡς εἰς εὔοσμον λουτρόν, ἡ Ἁγία Γενοβέφα ἐδάκρυε μέχρις οὗ ἠναγκάζετο ν' ἀλλάξῃ ὑποκάμισον, ὁ Ἅγιος Φραγκῖσκος ἐνηγκαλίζετο χιονοσκεπῆ ἀγάλματα, ἡ Ἁγία Λιμπανία ἔσχιζε τὰς σάρκας της διὰ σιδηροῦ κτενίου καὶ ἡ Ἁγία Λιουτβίργη ἔπνιγε ποντικούς. Ἡ δὲ ἡμετέρα ἡρωῒς φρονιμωτέρα πάντων τούτων κατέκειτο εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ κελλίου της καὶ διὰ ῥιπιδίου ἐκ πτερῶν περιστερᾶς (τῶν μόνον θεμιτῶν ἐν τοῖς Μοναστηρίοις) ἐπειρᾶτο νὰ διώξῃ τὰς μυίας καὶ τοὺς ὀχληροὺς λογισμούς. Ἡ θερμότης τοῦ Ἰουνίου καθίστα ἔτι καυστικωτέραν τὴν λύπην της, αἱ δὲ ἡμέραι ἐφαίνοντο αὐτῇ μακρότεραι τῆς ζωῆς γέροντος θείου εἰς τοὺς κληρονόμους. Κατὰ τοὺς παροξυσμοὺς τῆς ἀπελπισίας της κατέφευγεν ἐνίοτε, ἵνα ἀπομακρύνῃ τὰ περικυκλοῦντα αὐτὴν ὀχληρὰ φαντάσματα, εἰς τῶν Συναξαρίων τὰς εὐσεβεῖς συνταγάς, ὁτὲ μὲν μαστιγουμένη διὰ τῆς ζώνης, ὁτὲ δὲ βρέχουσα τὰς σινδόνας τῆς διὰ παγετώδους ὕδατος ἢ ζητοῦσα νὰ πνίξῃ τὴν λύπην αὐτῆς εἰς τὸν οἶνον κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ. Ἀλλὰ πάντα τὰ θαυματουργὰ ταῦτα ἀντιφάρμακα, καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἁγνόχορτον, τοῦ ὁποίου μόνη ἡ ὀσμὴ ἤρκει, κατὰ τοὺς ἁγιογράφους ἵνα ἀποδιώξῃ τὸν ἔρωτα, οὐδὲν ἴσχυον κατὰ τῆς πικρίας τοῡ χωρισμοῡ.
Δέκα ἀκόμη ἡμέρας διῆλθον ἐντὸς τοῦ στενοῦ ἐκείνου κελλίου, γράφοντες, τρώγοντες, ἀσπαζόμενοι καὶ ἄλλο ἐλάττωμα μὴ εὑρίσκοντες εἰς τὸν καιρόν, ὅστις ἦτο ὡραῖος, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔφευγε ταχύς. Ἀλλὰ τέλος ἀνέτειλεν ἡ ἀποφρὰς τοῦ χωρισμοῦ ἡμέρα. Ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ Ἁγ. Παύλου εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ, ὁ δὲ ἡγούμενος ἔπεμπεν εἰς τὸν Φρουμέντιον ἡμίονον καὶ ῥητὴν διαταγὴν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μάνδραν. Ὁ δυστυχὴς νεανίσκος καταρώμενος τοὺς ὅρκους του, τὸν Προεστῶτα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ὑπῆγε ν' ἀποχαιρετήσῃ τὴν φίλην του, κρατῶν εἰς τὰς χεῖράς του τὴν ὁδοιπορικὴν βακτηρίαν, ἀλλὰ τὰ δάκρυα αὐτοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ. Ἡ Ἰωάννα δὲν ἔκλαιε, διότι τινὲς τῶν συντρόφων της ἦσαν παροῦσαι, αἱ δὲ γυναῖκες, ὅσῳ εὐαίσθητοι καὶ ἂν ἦναι, κλαίουσι μόνον ὁσάκις καὶ ὅπου πρέπει. Παράδειγμα τούτου ἔστωσαν αἱ εὐπαθεῑς ἐκεῑναι Ἀγγλίδες, αἵτινες πορευόμεναι ν' ἀκούσωσι τὴν Ῥιστόρη σημειοῦσιν εἰς τὸ περιθώριον τῆς Μύῤῥας καὶ Μηδείας, ποῦ πρέπει νὰ δακρύσωσιν. Ἀλλ' ἅμα ἔμεινε καὶ πάλιν μόνη ἡ Ἰωάννα, ᾐσθάνθη τὸ βάρος ἐκεῖνο εἰς τὸν στόμαχον, ὅπερ καταλαμβάνει ἡμᾶς, ἀφοῦ πολυφαγήσωμεν ἢ χάσωμεν μητέρα, ἐρωμένην ἢ περιουσίαν. Κατὰ τὸν γέροντα Πλούταρχον τοῦ ἀληθοῦς ἔρωτος οὐδὲ τὴν σκιὰν γνωρίζουσιν αἱ γυναῖκες. (Ἐγὼ δὲ φρονῶ ὅτι οὗτος εἶναι παρ' αὐταῖς συμπτωματική νόσος, αἰτίαν ἔχουσα τὴν πλήξιν καὶ τὴν μοναξίαν). Αἱ γυναῖκες τοῦ κόσμου ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἄλλου ἀνδρὸς τὴν ἀγκάλην μεταβαίνουσαι καθ' ἑσπέραν (εἰς τὸν χορὸν ἐννοῶ) οὔτε νὰ στενάζωσιν ἔχουσι καιρὸν οὔτε ν' ἀγαπήσωσιν ἄλλο τι πλὴν τοῦ ριπιδίου των. Ὁμοιάζουσι τὸν ὄνον ἐκεῖνον, ὅστις ἔμενε νῆστις ἐν μέσῳ τεσσάρων σωρῶν τριφυλλίου, μὴ γνωρίζων ποῖον πρῶτον νὰ προτιμήσῃ. Πιθανὸν ν' ἀπατῶμαι, ἀλλ' ὅσας ἐρωτολήπτους ἐγνώρισα, ἦσαν ἢ κατάκλειστοι ἢ κορασίδες φρουρούμεναι ὑπὸ ἀγρύπνων γονέων ὡς τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, ἢ ὥριμοι δέσποιναι, ἀριθμοῦσαι περισσότερα ἔτη ἢ θαυμαστάς. Ἡ ἀθυμία τῆς πτωχῆς Ἰωάννας μόνης μεταξὺ τῶν τεσσάρων ἐκείνων τοίχων, ὅπου χθὲς ἀκόμη ἀντήχουν τοσοῦτοι ἐρωτικοὶ ὅρκοι καὶ φιλήματα, ηὔξανε καθ' ἡμέραν. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁσάκις ἐμελαγχόλα, ἐκυλίετο εἰς τὸν βόρβορον ὡς εἰς εὔοσμον λουτρόν, ἡ Ἁγία Γενοβέφα ἐδάκρυε μέχρις οὗ ἠναγκάζετο ν' ἀλλάξῃ ὑποκάμισον, ὁ Ἅγιος Φραγκῖσκος ἐνηγκαλίζετο χιονοσκεπῆ ἀγάλματα, ἡ Ἁγία Λιμπανία ἔσχιζε τὰς σάρκας της διὰ σιδηροῦ κτενίου καὶ ἡ Ἁγία Λιουτβίργη ἔπνιγε ποντικούς. Ἡ δὲ ἡμετέρα ἡρωῒς φρονιμωτέρα πάντων τούτων κατέκειτο εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ κελλίου της καὶ διὰ ῥιπιδίου ἐκ πτερῶν περιστερᾶς (τῶν μόνον θεμιτῶν ἐν τοῖς Μοναστηρίοις) ἐπειρᾶτο νὰ διώξῃ τὰς μυίας καὶ τοὺς ὀχληροὺς λογισμούς. Ἡ θερμότης τοῦ Ἰουνίου καθίστα ἔτι καυστικωτέραν τὴν λύπην της, αἱ δὲ ἡμέραι ἐφαίνοντο αὐτῇ μακρότεραι τῆς ζωῆς γέροντος θείου εἰς τοὺς κληρονόμους. Κατὰ τοὺς παροξυσμοὺς τῆς ἀπελπισίας της κατέφευγεν ἐνίοτε, ἵνα ἀπομακρύνῃ τὰ περικυκλοῦντα αὐτὴν ὀχληρὰ φαντάσματα, εἰς τῶν Συναξαρίων τὰς εὐσεβεῖς συνταγάς, ὁτὲ μὲν μαστιγουμένη διὰ τῆς ζώνης, ὁτὲ δὲ βρέχουσα τὰς σινδόνας τῆς διὰ παγετώδους ὕδατος ἢ ζητοῦσα νὰ πνίξῃ τὴν λύπην αὐτῆς εἰς τὸν οἶνον κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ. Ἀλλὰ πάντα τὰ θαυματουργὰ ταῦτα ἀντιφάρμακα, καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἁγνόχορτον, τοῦ ὁποίου μόνη ἡ ὀσμὴ ἤρκει, κατὰ τοὺς ἁγιογράφους ἵνα ἀποδιώξῃ τὸν ἔρωτα, οὐδὲν ἴσχυον κατὰ τῆς πικρίας τοῡ χωρισμοῡ.