Η Αμερική του '70, ένας παρανοϊκός ταξιτζής πρώην βετεράνος του Βιετνάμ, η προεκλογική καμπάνια ενός γερουσιαστή και μια ανήλικη πόρνη. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, η Τζόντι Φόστερ, η Σίμπιλ Σέπαρντ, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ σε μια κατάβαση στην κόλαση και ταυτόχρονα ανάβαση στον κινηματογραφικό παράδεισο. Ένα προφητικό αριστούργημα, κέντημα ατμόσφαιρας, μουσικής, του Μπέρναρντ Χέρμαν με το στοιχειωτικό θέμα με το σαξόφωνο, και μίνιμαλ δράσης, με έναν καουμπόη των πόλεων να δρα ανάμεσα σε Σαμαρείτη και ψυχοπαθή, ρουφώντας κάθε λέξη και νεύμα, μέχρι το εφιαλτικό λουτρό αίματος στο φινάλε.
Μόλις με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σκορσέζε είχε πετύχει όχι μόνο να κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1976 και να συγκεντρώσει τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, αλλά και να καταγράψει μεταξύ άλλων, μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες ατάκες στην ιστορία της 7ης Τέχνης: “You talkin’ to me”? Το θέμα της ταινίας μας, η περιπλάνηση ενός εκπληκτικού Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στον λαβύρινθο της Νέας Υόρκης και ταυτόχρονα η ξενάγηση στο τοπίο της πλήρους αποξένωσης της προσωπικής του τρέλας. Στοιχεία, που προκάλεσαν θύελλα συζητήσεων για το δικαιολογημένο ή όχι, της χρήσης βίας, την εξύμνηση ή την καταδίκη της κουλτούρας των όπλων (που έτσι κι αλλιώς ανθεί στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού), αλλά και γενικότερα για τις προθέσεις του φιλμ. Από τεχνικής άποψης, αφετηρία του Σκορσέζε στάθηκε η προβληματική του, αναφορικά με τον κινηματογράφο ως εμπειρία παρόμοια με εκείνη των ονειρικών καταστάσεων ή της επήρειας ναρκωτικών. Σύμφωνα μάλιστα με όσα λέει ο ίδιος ο δημιουργός στο βιβλίο “Scorsese on Scorsese”, οι σκηνές σε αργή κίνηση και η αίσθηση μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας, είναι επίσης, ένα βασικό στοιχείο που διέπει την ταινία. Ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ, επέλεξε εξ αρχής να προσδώσει στον βασικό πρωταγωνιστή, την ταυτότητα του βετεράνου του Βιετνάμ. Η αποξένωση του ταξιτζή Τράβις Μπικλ, υποδείκνυε στους θεατές, την κατάπτωση των παραδοσιακών αξιών που είχαν φέρει στο φως τόσο το αντιπολεμικό κίνημα της εποχής, με τα αντίστοιχα κοινωνικά ρήγματα, όσο φυσικά και η στρατιωτική ήττα.
Η προοπτική αυτή ταίριαζε απόλυτα με το όραμα του Σκορσέζε, να παρουσιάσει τον Ντε Νίρο ως “εκδικητή” ο οποίος αναζητεί τη λύτρωση. Έτσι εξηγούνται και οι διάχυτοι θρησκευτικοί συμβολισμοί. Οι σκηνές όπου ο σκηνοθέτης απεικονίζει τα όπλα, καθώς και άλλα αντικείμενα του ήρωα, που η κάμερα συλλαμβάνει από ψηλά, με τον τρόπο που παραδοσιακά στον κινηματογράφο αποδίδονται ο ιερέας και η Αγία Τράπεζα. Στο Taxi Driver, αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά και η υποδειγματική ερμηνεία του Ντε Νίρο, η ποιότητα της οποίας, γίνεται ακόμη πιο θαυμαστή αν σκεφτεί κανείς ότι ακριβώς την ίδια περίοδο ο ηθοποιός, συμμετείχε στα γυρίσματα ενός ακόμη μεγάλου φιλμ. Ενώ λοιπόν τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, βρισκόταν στη Ρώμη για το “1900” του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, κάθε Παρασκευή επέστρεφε αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη για να ενταχθεί στο συνεργείο του Σκορσέζε. Προσεγγίζοντας τον ρόλο του Μπικλ με τη γνωστή του επιμέλεια, ο Ντε Νίρο φρόντισε να χάσει 18 κιλά, πήρε άδεια οδήγησης ταξί, ώστε να εκμεταλλεύεται τα διαλείμματα των γυρισμάτων και να οδηγεί στη Νέα Υόρκη, ενώ κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων διακοπών στη Ρώμη έκανε εκδρομές στη Βόρεια Ιταλία, επισκεπτόμενος τις εκεί αμερικανικές βάσεις, με σκοπό να μελετήσει την προφορά στρατιωτών από τις μεσοδυτικές Πολιτείες. Η επίδραση του “Ταξιτζή”, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη και ξεπερνώντας τα πολιτισμικά στεγανά της ψυχαγωγίας, έκανε ευρέως γνωστή την κουλτούρα των “εκδικητών” (vigilantes) ή αλλιώς, αυτόκλητων τιμωρών. Η αξία και ο προβληματισμός, του συγκεκριμένου έργου του Σκορσέζε, παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ, καταδεικνύοντας τη μοναξιά του “σύγχρονου πολιτισμού” των δυτικών μητροπόλεων. Για την ιστορία να πούμε ότι, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, συμπεριέλαβε το “Taxi Driver”, στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Η ταινία απέσπασε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, Α’ ανδρικού και Β’ γυναικείου ρόλου και μουσικής). Η Τζόντι Φόστερ κέρδισε για την ερμηνεία της βραβείο Bafta της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ με το αντίστοιχο βραβείο τιμήθηκε και ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν. Αξίζει να σημειωθεί πως για το Soundtrack του Taxi Driver, ο Χέρμαν πήρε και βραβείο Grammy. Ενώ την ίδια χρονιά η ταινία πήρε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Η ταινά γυρίστηκε μέσα στην κάψα του καλοκαιριού του 1976 στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια απεργίας των απορριματοφόρων. Ο Ταξιτζής υπέστη λογοκρισία από την Ένωση Κινηματογραφιστών Αμερικής για τις σκηνές βίας που περιείχε. Ο Σκορσέζε έκανε αποκορεσμό στο χρώμα της εικόνας στις τελικές σκηνές, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την κυκλοφορία της ταινίας με την ένδειξη Ακατάλληλον προς ανηλίκους. Για τη δημιουργία των ατμοσφαιρικών σκηνών μέσα στο ταξί του Μπικλ, οι υπεύθυνοι του ήχου έμπαιναν στο φορτηγό που ακολουθούσε το αυτοκίνητο κι ο Σκορσέζε με το διευθυντή φωτογραφίας, Μάικλ Τσάπμαν, στριμώχνονταν στο πάτωμα του πίσω μέρους του ταξί απ' όπου έριχναν το φωτισμό στο μπροστινό κάθισμα. Ο Πολ Σρέιντερ έλαβε την έμπνευση για τη συγγραφή του σεναρίου από το ημερολόγιο του Άρθουρ Μπρέμερ, που πυροβόλησε τον Τζορτζ Γουάλας, υποψήφιο για τις Προεδρικές Εκλογές του 1972 στις Η.Π.Α., από το μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Σημειώσεις από το Υπόγειο καθώς κι από τον εαυτό του σε μια περίοδο που δίαγε ζωή παρόμοια με εκείνη του Μπικλ. Είχε βιώσει διαζύγιο και τον μετέπειτα χωρισμό από την κοπέλα με την οποία συζούσε και πέρασε μερικές βδομάδες ζώντας στο αυτοκίνητό του. Κατάφερε να γράψει το σενάριο της ταινίας τον μήνα που έζησε στο σπίτι της πρώην του κοπέλας όσο εκείνη έλειπε. Ο σεναριογράφος αποφάσισε να κάνει τον Μπικλ βετεράνο του Βιετνάμ επειδή το εθνικό τραύμα του πολέμου μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα την ψυχοσύνθεσή του και την παράνοια του χαρακτήρα του και να κάνει τις μεταπολεμικές του εμπειρίες να φαντάζουν εντονότερες και απειλητικότερες σε σχέση με εκείνες του πολέμου. Ενώ ετοιμαζόταν για να ερμηνεύσει το ρόλο του Τράβις Μπικλ, ο Ντε Νίρο γύριζε το 1900 (Novecento) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην Ιταλία. Σύμφωνα με τον Πίτερ Μπόλ με το που τελείωνε τα γυρίσματα της ταινίας τις Παρασκευές, έμπαινε στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Ο ηθοποιός απέκτησε δίπλωμα οδήγησης για ταξί για την προετοιμασία του κι όταν είχε διάλειμμα από τα γυρίσματα του 1900 έπαιρνε το ταξί κι έκανε βόλτες στη Νέα Υόρκη κι έπειτα γύριζε ξανά στη Ρώμη για να συνεχίσει τα γυρίσματα. Ο ηθοποιός έχασε περίπου 15 κιλά και άκουγε συχνά στο κασετόφωνο τις αναγνώσεις του ημερολογίου του Άρθουρ Μπέρμερ.
Η Τζόντι Φόστερ δεν ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο της Άιρις. Ο Σκορσέζε σκέφτηκε πρώτα να αναθέσει το ρόλο στις: Μέλανι Γκρίφιθ, Λίντα Μπλερ, Μπο Ντέρεκ και Κάρι Φίσερ. Η εγγονή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μάριελ Χέμιγουεϊ, πέρασε από ακρόαση για το ρόλο, αλλά μετά από πιέσεις από την οικογένειά της αποφάσισε να απορρίψει το ρόλο. Εφόσον υπήρξε η απόρριψη του ρόλου από άλλες ηθοποιούς, ο Σκορσέζε αποφάσισε να προσλάβει μια έμπειρη παιδί-ηθοποιό, την Τζόντι Φόστερ, η οποία είχε συμμετάσχει και στην ταινία του Σκορσέζε του 1974 Η Αλίκη δε Μένει πια Εδώ (Alice Doesn't Live Here Anymore). Σύμφωνα με το αρχικό σενάριο του Σρέιντερ ο προαγωγός της Άιρις, Μάθιου ήταν νέγρος. Προκειμένου να αποφύγει τις αντιδράσεις της κοινότητας των μαύρων των Η.Π.Α., ο Σκορσέζε άλλαξε το σενάριο καθιστώντας το χαρακτήρα λευκό κι ανέθεσε το ρόλο στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στην ταινία του 1973 Κακόφημοι Δρόμοι (Mean Streets). Παρόλα αυτά αφήνεται να εννοηθεί ότι ο Τράβις Μπικλ έτρεφε απέχθεια για τους μαύρους.