Ρουμάνικος κινηματογράφος: Η ανατομία μιας χώρας
Έχουμε να περιμένουμε πολλά από έναν κινηματογράφο ο οποίος φαίνεται πως έχει μετατρέψει το τραύμα σε δημιουργία και μας εκπλήσσει συνεχώς. Ως επιφανής εκπρόσωπος του Ρουμανικού Νέου Κύματος, o Κριστιάν Μουνγκίου απολαμβάνει μια μακρά και λαμπερή ιστορία με το Φεστιβάλ. Στις κάννες έχει κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα με την εκπληκτική δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες", τα βραβεία Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για την ταινία "Beyond the Hills" και το βραβείο καλύτερης Σκηνοθεσίας για την "Αποφοίτηση". Η φιλμογραφία του σχολαστικού σκηνοθέτη έχει ευρέως αναγνωριστεί από πολλές κριτικές επιτροπές διότι προσφέρει μια αντισυμβατική, κοφτερή και βαθιά ματιά της ρουμανικής κοινωνίας, παραδίδοντας ένα παγκόσμιο μήνυμα. Τα φιλόδοξα έργα του ακτινογραφούν την ανθρώπινη φύση και την αντιμετωπίζουν με σπάνια ευφυΐα
Έχουμε να περιμένουμε πολλά από έναν κινηματογράφο ο οποίος φαίνεται πως έχει μετατρέψει το τραύμα σε δημιουργία και μας εκπλήσσει συνεχώς. Ως επιφανής εκπρόσωπος του Ρουμανικού Νέου Κύματος, o Κριστιάν Μουνγκίου απολαμβάνει μια μακρά και λαμπερή ιστορία με το Φεστιβάλ. Στις κάννες έχει κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα με την εκπληκτική δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες", τα βραβεία Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για την ταινία "Beyond the Hills" και το βραβείο καλύτερης Σκηνοθεσίας για την "Αποφοίτηση". Η φιλμογραφία του σχολαστικού σκηνοθέτη έχει ευρέως αναγνωριστεί από πολλές κριτικές επιτροπές διότι προσφέρει μια αντισυμβατική, κοφτερή και βαθιά ματιά της ρουμανικής κοινωνίας, παραδίδοντας ένα παγκόσμιο μήνυμα. Τα φιλόδοξα έργα του ακτινογραφούν την ανθρώπινη φύση και την αντιμετωπίζουν με σπάνια ευφυΐα
Μια από τις κινηματογραφίες που ξεχωρίζουν τα τελευταία χρόνια είναι αυτή της Ρουμανίας. Οι ταινίες της, εκτός από καλές, διαθέτουν και μια ομοιογενή ματιά: Απλές σε πρώτη ανάγνωση, διαθέτουν έναν έντονο και συχνά σκληρό κοινωνικό ρεαλισμό που θυμίζει το σινεμά του Λόουτς. Το ανθρωποκεντρικό, δραματουργικά λιτό αλλά και στοχευμένο σε ηθικά διλήμματα που δεν έχουν ξεκάθαρες απαντήσεις, νέο ρουμανικό σινεμά ;φιλοδοξεί να αφήσει το στίγμα του.
Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια
Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να ονομάζεται-στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως γνωστός το 2007 όταν κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες». Ο Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία. Στη συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε σκηνοθεσία. Το 2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση». Είχαν προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του Παουλίστα» (1998), «Τίποτα στην τύχη» (1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ» (2000). Αμέσως μετά γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005).
Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια
Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να ονομάζεται-στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως γνωστός το 2007 όταν κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες». Ο Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία. Στη συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε σκηνοθεσία. Το 2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση». Είχαν προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του Παουλίστα» (1998), «Τίποτα στην τύχη» (1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ» (2000). Αμέσως μετά γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005).
Η ιστορία της ταινίας «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες»
Εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν παράνομες. Μεσα στο δωματιο ενος ξενοδοχειου διαπραττεται το διπλο εγκλημα. Αυτο του βιασμου της γυναικειας σεξουαλικοτητας και της υποταγης της στην αρρωστη ανδρικη εξουσια και παραλληλα ο φονος της γυναικειας χειραφετησης και του δικαιωματος της, να διαχειριζεται το σωμα της με τον τροπο, που εκεινη θεωρει καλυτερο. Προκειται για μια σκληρη, ανελεητη ταινια. Ο ωμος ρεαλισμος της κραταει το στομαχι του θεατη σε μια κραμπα διωρης διαρκειας. Οι πολιτες της «λαϊκης δημοκρατιας» κινουνται σαν φαντασματα. Η ανυπαρξια ιδιωτικου χωρου, η ελλειψη προσωπικης ζωης, η διαχυτη πανταχου παρουσα μυστικη αστυνομια, ο κοινωνικος χαφιεδισμος δημιουργουν ενα κοκτειλ παρακμης και υποτελειας. Και μαζι με αυτα η καθημερινη μιζερια. Τα συγκροτηματα εργατικων πολυκατοικιων με τα υγρα ντουβαρια και τους κοινοχρηστους χωρους. Οι ουρες για τα δελτια παροχης τροφιμων. Η μαυρη αγορα που οργιαζει. Ο Μουνγκιου, δεν τα βαζει με τους ανθρωπους. Το συστημα ειναι εκεινο, που για να επιβιωσουν, τους ζητα, να φτιαξουν χαρακτηρες υποταγμενους και δουλοπρεπεις. Εκει βρισκεται και το μυστικο του σκηνοθετη. Η Οτιλια, βιωνει την εκτρωση της φιλεναδας της με χειροτερο τροπο, απο οτι η ιδια η ενδιαφερομενη. Έχοντας αναλαβει τα διαδικαστικα, τα πρακτικα ζητηματα της ολης καταστασης, υποφερει και συσσωρευει στο σωμα της ολα τα αρνητικα επακολουθα της παρανομης πραξης και των ηθικων αναστολων της. Ειναι η αρρωστη κοινωνια, αυτο το αβοηθητο, πασχον ζωον, που ξαπλωνει πανω στα σεντονια του απροσωπου, επαρχιακου ξενοδοχειου.
Εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν παράνομες. Μεσα στο δωματιο ενος ξενοδοχειου διαπραττεται το διπλο εγκλημα. Αυτο του βιασμου της γυναικειας σεξουαλικοτητας και της υποταγης της στην αρρωστη ανδρικη εξουσια και παραλληλα ο φονος της γυναικειας χειραφετησης και του δικαιωματος της, να διαχειριζεται το σωμα της με τον τροπο, που εκεινη θεωρει καλυτερο. Προκειται για μια σκληρη, ανελεητη ταινια. Ο ωμος ρεαλισμος της κραταει το στομαχι του θεατη σε μια κραμπα διωρης διαρκειας. Οι πολιτες της «λαϊκης δημοκρατιας» κινουνται σαν φαντασματα. Η ανυπαρξια ιδιωτικου χωρου, η ελλειψη προσωπικης ζωης, η διαχυτη πανταχου παρουσα μυστικη αστυνομια, ο κοινωνικος χαφιεδισμος δημιουργουν ενα κοκτειλ παρακμης και υποτελειας. Και μαζι με αυτα η καθημερινη μιζερια. Τα συγκροτηματα εργατικων πολυκατοικιων με τα υγρα ντουβαρια και τους κοινοχρηστους χωρους. Οι ουρες για τα δελτια παροχης τροφιμων. Η μαυρη αγορα που οργιαζει. Ο Μουνγκιου, δεν τα βαζει με τους ανθρωπους. Το συστημα ειναι εκεινο, που για να επιβιωσουν, τους ζητα, να φτιαξουν χαρακτηρες υποταγμενους και δουλοπρεπεις. Εκει βρισκεται και το μυστικο του σκηνοθετη. Η Οτιλια, βιωνει την εκτρωση της φιλεναδας της με χειροτερο τροπο, απο οτι η ιδια η ενδιαφερομενη. Έχοντας αναλαβει τα διαδικαστικα, τα πρακτικα ζητηματα της ολης καταστασης, υποφερει και συσσωρευει στο σωμα της ολα τα αρνητικα επακολουθα της παρανομης πραξης και των ηθικων αναστολων της. Ειναι η αρρωστη κοινωνια, αυτο το αβοηθητο, πασχον ζωον, που ξαπλωνει πανω στα σεντονια του απροσωπου, επαρχιακου ξενοδοχειου.
Το 2009 είχε σειρά η ταινία «Μνήμες από τη χρυσή εποχή». Χρυσή Εποχή ονομάστηκε από το καθεστώς η εποχή Τσαουσέσκου. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που αποτελείται από πέντε χιουμοριστικά επεισόδια, βασισμένα σε αντίστοιχους αστικούς μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πολιτών στην εποχή Τσαουσέσκου. Το σενάριο είναι του Μουντζίου, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την τελευταία από τις ιστορίες αυτές. Πέρα από ένα νοσταλγικό ύφος, το οποίο κυρίως προσλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι, που άλλωστε έζησαν εκείνα τα χρόνια, η ταινία έχει χιούμορ. Έτσι, ενώ αναπαράγει με απόλυτη πιστότητα την εποχή, μπαίνει συχνά σε σουρεαλιστικές καταστάσεις που δημιουργούσε η καθημερινότητα της Χρυσής Εποχής. Διασκεδαστικό φιλμ, άλλοτε σοβαρό και άλλοτε αστείο, με στρωτή αφήγηση.
«Πέρα από τους λόφους» -Πίστευε και μη ερεύνα
Το 2012 ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία «Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν και Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία: η Αλίνα και η Βοϊτσίτα γνωρίστηκαν μικρά παιδιά σε ορφανοτροφείο, μεγάλωσαν αχώριστες, ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση. Η Βοϊτσίτα φεύγει μετανάστρια στην Γερμανία και μαζεύει χρήματα με όνειρα να χτίσει ένα σπίτι, αλλά όταν επιστρέφει η Αλίνα έχει καταφύγει στο απομακρυσμένο μοναστήρι της περιοχής, όπου βρήκε το Θεό. Η Βοϊτσίτα φιλοξενείται στον ιερό χώρο, αλλά δείχνει από την αρχή την αμφισβήτησή της για τα θεία. Ολοι της φέρονται με καλοσύνη, αλλά της ξεκαθαρίζουν: αν δεν ενταχθεί στους κανόνες της πλήρους πίστης και υπακοής, δεν μπορεί να παραμείνει. Με την Αλίνα να την αγνοεί, αφοσιωμένη στο Θεό της, η Βοϊτσίτα φτάνει στα όριά της και το μανιοκαταθλιπτικό ξέσπασμά της ερμηνεύεται ως δαιμονισμός. Ο,τι ακολουθεί δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Κι όμως.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στον πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πέρα από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο μας ρίχνει ψήγματα κοινωνικής και πολιτικής κριτικής για όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν. Για όσα ώθησαν τα κορίτσια να τον διαβούν. Η φτώχια, η ανέχεια, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό. Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο. Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
«Πέρα από τους λόφους» -Πίστευε και μη ερεύνα
Το 2012 ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία «Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν και Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία: η Αλίνα και η Βοϊτσίτα γνωρίστηκαν μικρά παιδιά σε ορφανοτροφείο, μεγάλωσαν αχώριστες, ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση. Η Βοϊτσίτα φεύγει μετανάστρια στην Γερμανία και μαζεύει χρήματα με όνειρα να χτίσει ένα σπίτι, αλλά όταν επιστρέφει η Αλίνα έχει καταφύγει στο απομακρυσμένο μοναστήρι της περιοχής, όπου βρήκε το Θεό. Η Βοϊτσίτα φιλοξενείται στον ιερό χώρο, αλλά δείχνει από την αρχή την αμφισβήτησή της για τα θεία. Ολοι της φέρονται με καλοσύνη, αλλά της ξεκαθαρίζουν: αν δεν ενταχθεί στους κανόνες της πλήρους πίστης και υπακοής, δεν μπορεί να παραμείνει. Με την Αλίνα να την αγνοεί, αφοσιωμένη στο Θεό της, η Βοϊτσίτα φτάνει στα όριά της και το μανιοκαταθλιπτικό ξέσπασμά της ερμηνεύεται ως δαιμονισμός. Ο,τι ακολουθεί δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Κι όμως.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στον πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πέρα από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο μας ρίχνει ψήγματα κοινωνικής και πολιτικής κριτικής για όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν. Για όσα ώθησαν τα κορίτσια να τον διαβούν. Η φτώχια, η ανέχεια, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό. Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο. Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
Η «Αποφοίτηση» αποκαλύπτει μια κοινωνία σε κρίση
Ο Ρομέο είναι ένας γιατρός που ζει σ' ένα μικρό ορεινό χωριό της Τρανσυλβανίας και έχει μεγαλώσει την 18χρονή κόρη του με την ιδέα ότι θα φύγει να σπουδάσει στο εξωτερικό. Το σχέδιο του βρίσκεται πολύ κοντά στην επιτυχία αφού η Ελίζα έχει κερδίσει μια υποτροφία για σπουδές Ψυχολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πρέπει απλώς να περάσει τις τελικές εξετάσεις, κάτι πολύ εύκολο για μια τόσο καλή μαθήτρια. Όμως μία μέρα πριν τις εξετάσεις συμβαίνει ένα ατύχημα που θέτει σε κίνδυνο την αναχώρηση της Ελίζα. Τώρα ο Ρομέο καλείται να λάβει μία απόφαση. Υπάρχουν τρόποι να λύσει το πρόβλημα αλλά κανένας από αυτούς δεν συμβαδίζει με τις αρχές που ο ίδιος σαν πατέρας δίδαξε στην κόρη του. Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας (εξ‘ημισείας με τον Γάλλο δημιουργό, Ολιβιέ Ασαγιάς και το φιλμ του: «Personal Shopper»).
Υπό το πρίσμα της βαλκανικής ταυτότητας που εκτείνεται πέρα από την κοινή, στωική αποδοχή της ζοφερής ιστορικότητας (ως de facto φόντο της προέλευσης και της ανάθρεψης των χαρακτήρων της ταινίας), ο Μουντζίου δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, όσο για τον αντίκτυπο της αναπόδραστης αυτής πραγματικότητας πάνω στη νέα γενιά και, κυρίως, την ατομική ευθύνη που φέρει ο καθένας απέναντι στα κακώς κείμενα του παρόντος. Η ύφανση ενός δραματικού σεναρίου αποστραγγισμένου από συναισθηματικές υπερβολές και «κανιβαλιστικές», δακρύβρεχτες εξάρσεις αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου και στην «Αποφοίτηση» το «ζουμί» της υπόθεσης βρίσκεται τόσο σε όσα αποκαλύπτονται, όσο και σε όσα υπονοούνται στις παρατεταμένες σιωπές και τα παραιτημένα βλέμματα.
Ο Μουντζίου δεν παίρνει ξεκάθαρη στάση απέναντι στα τεκταινόμενα, ούτε και επιδιώκει να δικαιολογήσει με κάποιον τρόπο τις πράξεις των ηρώων του. Οι συνέπειες της ελεύθερης βούλησης των ατόμων ούτε ψέγονται, ούτε όμως και επαινούνται, αποτελούν απλά απόρροια των προσωπικών επιλογών των χαρακτήρων και τίποτα περισσότερο. Για τον λόγο αυτό η κάμερά του παραμένει στατική και αποστασιοποιημένη, με τα πρόσωπα να φιλμάρονται σε προφίλ, κρατώντας με τη σειρά τους απόσταση από τον θεατή, που δύσκολα θα ταυτιστεί μαζί τους. Μπορεί αυτή η ταύτιση (που δεν είναι και πάντα το ζητούμενο) να μην επιτυγχάνεται εύκολα, όμως οι κοινωνικές συνθήκες του εν λόγω φιλμικού μικρόκοσμου του Μουντζίου σίγουρα θα φανούν στο ελληνικό κοινό εξαιρετικά οικείες. Θέτοντας επί τάπητος το θέμα της γονεϊκής υποχρέωσης απέναντι στα παιδιά και δη σε μια εποχή όπου οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν για όλους, ο Μουντζίου κατασκευάζει ένα βραδυφλεγές οικογενειακό δράμα, χωρίς ευδιάκριτη ανάφλεξη και με μια διάρκεια που ίσως εξαντλήσει μερίδα του κοινού, αν και η καθημερινότητα της πρόζας, καθώς και τα μελετημένα καδραρίσματα (η στατική κινηματογράφηση απογειώνεται, χάρη στη χρήση πολλαπλών και αεικίνητων επιπέδων βάθους πεδίου) προσδίδουν στην ταινία μια ευπρόσδεκτη ένταση που απουσιάζει, σε μεγάλο βαθμό, από το σενάριο. Η ηθική δοκιμασία κατά τον Μουντζίου; Μια «Αποφοίτηση» δρόμος.
Ο Ρομέο είναι ένας γιατρός που ζει σ' ένα μικρό ορεινό χωριό της Τρανσυλβανίας και έχει μεγαλώσει την 18χρονή κόρη του με την ιδέα ότι θα φύγει να σπουδάσει στο εξωτερικό. Το σχέδιο του βρίσκεται πολύ κοντά στην επιτυχία αφού η Ελίζα έχει κερδίσει μια υποτροφία για σπουδές Ψυχολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πρέπει απλώς να περάσει τις τελικές εξετάσεις, κάτι πολύ εύκολο για μια τόσο καλή μαθήτρια. Όμως μία μέρα πριν τις εξετάσεις συμβαίνει ένα ατύχημα που θέτει σε κίνδυνο την αναχώρηση της Ελίζα. Τώρα ο Ρομέο καλείται να λάβει μία απόφαση. Υπάρχουν τρόποι να λύσει το πρόβλημα αλλά κανένας από αυτούς δεν συμβαδίζει με τις αρχές που ο ίδιος σαν πατέρας δίδαξε στην κόρη του. Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας (εξ‘ημισείας με τον Γάλλο δημιουργό, Ολιβιέ Ασαγιάς και το φιλμ του: «Personal Shopper»).
Υπό το πρίσμα της βαλκανικής ταυτότητας που εκτείνεται πέρα από την κοινή, στωική αποδοχή της ζοφερής ιστορικότητας (ως de facto φόντο της προέλευσης και της ανάθρεψης των χαρακτήρων της ταινίας), ο Μουντζίου δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, όσο για τον αντίκτυπο της αναπόδραστης αυτής πραγματικότητας πάνω στη νέα γενιά και, κυρίως, την ατομική ευθύνη που φέρει ο καθένας απέναντι στα κακώς κείμενα του παρόντος. Η ύφανση ενός δραματικού σεναρίου αποστραγγισμένου από συναισθηματικές υπερβολές και «κανιβαλιστικές», δακρύβρεχτες εξάρσεις αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου και στην «Αποφοίτηση» το «ζουμί» της υπόθεσης βρίσκεται τόσο σε όσα αποκαλύπτονται, όσο και σε όσα υπονοούνται στις παρατεταμένες σιωπές και τα παραιτημένα βλέμματα.
Ο Μουντζίου δεν παίρνει ξεκάθαρη στάση απέναντι στα τεκταινόμενα, ούτε και επιδιώκει να δικαιολογήσει με κάποιον τρόπο τις πράξεις των ηρώων του. Οι συνέπειες της ελεύθερης βούλησης των ατόμων ούτε ψέγονται, ούτε όμως και επαινούνται, αποτελούν απλά απόρροια των προσωπικών επιλογών των χαρακτήρων και τίποτα περισσότερο. Για τον λόγο αυτό η κάμερά του παραμένει στατική και αποστασιοποιημένη, με τα πρόσωπα να φιλμάρονται σε προφίλ, κρατώντας με τη σειρά τους απόσταση από τον θεατή, που δύσκολα θα ταυτιστεί μαζί τους. Μπορεί αυτή η ταύτιση (που δεν είναι και πάντα το ζητούμενο) να μην επιτυγχάνεται εύκολα, όμως οι κοινωνικές συνθήκες του εν λόγω φιλμικού μικρόκοσμου του Μουντζίου σίγουρα θα φανούν στο ελληνικό κοινό εξαιρετικά οικείες. Θέτοντας επί τάπητος το θέμα της γονεϊκής υποχρέωσης απέναντι στα παιδιά και δη σε μια εποχή όπου οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν για όλους, ο Μουντζίου κατασκευάζει ένα βραδυφλεγές οικογενειακό δράμα, χωρίς ευδιάκριτη ανάφλεξη και με μια διάρκεια που ίσως εξαντλήσει μερίδα του κοινού, αν και η καθημερινότητα της πρόζας, καθώς και τα μελετημένα καδραρίσματα (η στατική κινηματογράφηση απογειώνεται, χάρη στη χρήση πολλαπλών και αεικίνητων επιπέδων βάθους πεδίου) προσδίδουν στην ταινία μια ευπρόσδεκτη ένταση που απουσιάζει, σε μεγάλο βαθμό, από το σενάριο. Η ηθική δοκιμασία κατά τον Μουντζίου; Μια «Αποφοίτηση» δρόμος.
«Αφήνω τη ζωή να με εμπνέει με τη πολυπλοκότητά της, δεν εμπνέομαι από άλλες ταινίες που αποτελούν ήδη μια ερμηνεία της. Το θέμα που επιλέγω κάθε φορά σχετίζεται με ό,τι με απασχολεί στη ζωή μου, εμένα τον ίδιο. Για παράδειγμα, γύρισα το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες» όταν επρόκειτο να γίνω πατέρας. Τώρα που έχω δύο παιδιά, με απασχολούσε το τι θα τους πω για το ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία, γι΄ αυτό έκανα το πρόσφατο φιλμ μου «Πίσω από τους λόφους». Επίσης, συχνά επιλέγω θέματα καθημερινά, θέματα που ίσως διαβάζω από τις εφημερίδες.» - Απόσπασμα από τη Συνέντευξη Τύπου του Κριστιάν Μουντζίου, το 2012 στο 53ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Το σινεμά του Κριστιάν Μουντζίου βαδίζει στο δρόμο του ρεαλισμού. Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως η αγαπημένη του ταινία είναι ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα. Οι ταινίες του είναι ανθρωποκεντρικές και τοποθετεί τους ήρωές του μέσα σε ένα περιβάλλον του οποίου τις συνέπειες υφίστανται. Υπάρχει μια κριτική ματιά απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, αλλά χωρίς κραυγές και εύπεπτες πολιτικολογίες. Ο Μουντζίου εξετάζει κυρίως πώς το όλο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι επηρεάζει τις ζωές των ηρώων του, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες». Σκηνοθετεί με στιβαρότητα, κατέχει την τέχνη της αφήγησης και μαζί με τη συγκίνηση μπορούμε ενίοτε να διακρίνουμε και λεπτές αποχρώσεις χιούμορ. Είναι λιτός κι απέριττος, συχνά μινιμαλιστικός, αποφεύγει την πολυλογία, παραμένοντας φανατικός οπαδός της άποψης πως ο κινηματογράφος -πάνω απ’ όλα-είναι εικόνα. Όταν σκηνοθετεί ταινίες για το παρελθόν της χώρας του, δεν δημαγωγεί ούτε πέφτει στην παγίδα της εύπεπτης καταγγελίας. Αντίθετα, προσεγγίζει με σεβασμό τους ανθρώπους που έζησαν εκείνα τα χρόνια αλλά και τα βιώματά τους.