Ο στρατιώτης Βόυτσεκ, που ξυρίζει το λοχαγό του και για λίγες πενταροδεκάρες κάνει το πειραματόζωο σ’ έναν γιατρό, θα σκοτώσει τη Μαρία, τη μάνα του παιδιού του, γιατί τον απάτησε. Στη φυλακή της κοινωνίας και στη φυλακή του μυαλού του δεν έχει άλλη καταφυγή πέρα από τη βία, που δε στρέφεται ενάντια στους καταπιεστές του αλλά ενάντια στην αγαπημένη του, σε τελική ανάλυση ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του.Το έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα: ο ιστορικός Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ ήταν κι αυτός κουρέας και στρατιώτης και αποκεφαλίστηκε στη Λειψία το 1824 επειδή σκότωσε την ερωμένη του. Το δικαστήριο είχε ασχοληθεί με το θέμα του καταλογισμού του κατηγορουμένου, και οι σχετικές ιατρικές εκθέσεις είχαν δημοσιευτεί σε ένα ιατρικό περιοδικό. Ο Μπύχνερ δανείζεται πολλές λεπτομέρειες από τις εκθέσεις αυτές (αλλά και από δύο άλλες παρόμοιες υποθέσεις) με μια πιστότητα που πλησιάζει το θέατρο-ντοκουμέντο. Ο Mπύχνερ πέθανε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον Bόυτσεκ. Κι ωστόσο σ’ αυτές τις βιαστικά γραμμένες σκηνές, που η σειρά τους είναι ένα αίνιγμα, περιέχονται όλες σχεδόν οι υφολογικές τάσεις του σύγχρονου θεάτρου: νατουραλισμός, εξπρεσιονισμός, επικό θέατρο, θέατρο του παραλόγου. Ο Bόυτσεκ είναι έργο πολύ μεγάλης πνοής, που αντιστέκεται σε κάθε κατάταξη, ιδεολογική ή αισθητική. Ο Mπύχνερ περιγράφει τα πρόσωπα και τα πάθη τους με την ακρίβεια ενός ανατόμου αλλά και με βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης. Η διαδρομή του κάθε ανθρώπου είναι άμεσα συνυφασμένη με την κοινωνική του θέση. Αλλά στην αναμέτρησή μας με τη ζωή είμαστε έτσι κι αλλιώς αδύναμοι και μόνοι.
Ο Μπύχνερ με τον «Βόυτσεκ» δημιουργεί ένα ζήτημα: για πρώτη φορά γράφεται μια τραγωδία που δεν μιλά για βασιλιάδες και αυλές, αλλά για έναν παρία, ένα φτωχοδιάβολο και τη γυναίκα του, που ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και μας πηγαίνει στην τραγική κλίμακα των παθών και της αγωνίας αυτών των στρωμάτων. Μιλάει για την τρέλα, τη βία και το θάνατο. Αναρωτιέται τι γεννά την τρέλα, τη βία και το θάνατο. Ο Βόυτσεκ βαδίζει από τη φυλακή της κοινωνίας στη φυλακή του μυαλού του. Η βία που ωθεί τον Βόυτσεκ να σκοτώσει, δεν δημιουργείται σε κενό αέρος. Είναι αποτέλεσμα της βίας που εισπράττει καθημερινά στη ζωή του, στις συνθήκες της ύπαρξής του.
Στην εποχή του συγγραφέα είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της Γαλλικής επανάστασης, επίσης, τα παρισινά γεγονότα του 1830 είχαν επηρεάσει τον ίδιο και όλη την λεκάνη της Ευρώπης. Ο ίδιος συμμετείχε ενεργά σε επαναστατικές δράσεις, ιδρύοντας την Εταιρεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων (1834), όπου δημοσίευσε τo επαναστατικo φυλλάδιo ''Ο κήρυκας της Έσσης''. Η επαναστατική του αυτή δράση, η ενεργή συμμετοχή και εμπάθεια προς τον Άνθρωπο, δεν θα μπορούσε να μην μεταφερθεί στα έργα του. Έτσι, μέσα σε αυτό το βαρύνοντα κλίμα της εξέγερσης απέναντι σε μονάρχες, φεουδάρχες, καταπιεστές, ο Βόυτσεκ, ο ανθρωπάκος εργάτης, εξεγείρεται. Η πράξη του κλιμακώνεται σταδιακά και κορυφώνεται με τον φόνο της γυναίκας του. Η διάψευση των προσδοκιών του ξεσπάνε πάνω σε λάθος πρόσωπο. Η γυναίκα του είναι αυτή που θα πληρώσει το τίμημα της ελευθερίας με αίμα και πιο πολύ ο ίδιος με την προσωπική του φυλακή. Είναι μια μορφή τραγική, καθημερινή η οποία πέφτει θύμα μιας απάνθρωπης, αστικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από αληθινά γεγονότα: ο Μπύχνερ διάβασε μαζί με τον πατέρα του σε μια ιατρική εφημερίδα, το περιστατικό του στρατιώτη Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ, ο οποίος τον Ιούνιο του 1821, δολοφόνησε την ερωμένη του πάνω σε μια στιγμή πάθους και ζήλιας. Δικάζεται και εκτελείται δημόσια στην Λειψία. Δεκαπέντε χρόνια, αργότερα, ο νεαρός τότε Γκέοργκ, επιχειρεί να μεταφέρει στο χαρτί την τραγική αυτή υπόθεση, υπόθεση ίσως μοιραία και για τον ίδιο, καθώς πέθανε πρόωρα από τύφο σε ηλικία μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών, μην προλαβαίνοντας έτσι να την ολοκληρώσει.
Ο Georg Büchner ξεκίνησε να γράφει τον Woyzeck το 1836. Τον Φεβρουάριο του 1837, λίγο πριν ολοκληρώσει το έργο, πέθανε από τύφο, σε ηλικία 23 ετών. Ο Woyzeck απέμεινε ένα ημιτελές, δυσανάγνωστο, αποσπασματικό χειρόγραφο, το οποίο δεν συμπεριελήφθη καν στην πρώτη έκδοση των έργων του Μπύχνερ από τον αδερφό του, το 1850. Μια ατυχής εκδοχή του εμφανίστηκε το 1879, σε μια κριτική έκδοση των έργων του συγγραφέα, που όμως δεν εμπόδισε τον κορυφαίο δραματουργό του γερμανικού νατουραλισμού Gerhart Hauptmann να αναγνωρίσει την αξία του. Τελικά ο Woyzeck κατάφερε να φτάσει στη σκηνή το 1913 και υπό την επιρροή του Franz Wedekind. Ο Woyzeck είναι έργο ρεαλιστικό, που ταυτόχρονα όμως κινείται και εκτινάσσεται στην περιοχή του ποιητικού θεάτρου. Αναγνωρίζει τη διαλεκτική του κοινωνικού αίτιου – αποτελέσματος και ταυτόχρονα την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως γι’ αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο από τους εκπροσώπους της νατουραλιστικής σχολής όσο και αυτής των εξπρεσιονιστών και προκάλεσε πολλές συζητήσεις και διαμάχες ως προς το πού ανήκει. Η αξία του όμως βρίσκεται ακριβώς στο εύρος του οράματος που εμπεριέχει. Από όλους πάντως αναγνωρίστηκε ως ο πρόδρομος και η απαρχή του μοντέρνου θεάτρου όπως το γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα. Ο ήρωας Βόυτσεκ, στρατιώτης, ο οποίος βιώνει τη βαναυσότητα, την απαξίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης στο στρατόπεδο όπου ζει και υπηρετεί, είναι ένα πρόσωπο κατακερματισμένο, βαθύτατα τραυματισμένο, αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών και της κοινωνικής αδικίας που μέσα από την προσπάθεια της προσωπικής του αντίδρασης και ρήξης, της προσωπικής του διαδρομής και επανάστασης, σκοτώνει ό,τι πολυτιμότερο έχει –τη γυναίκα που αγαπά, γιατί αυτή τον απάτησε. Με αυτή την έννοια, ο Βόυτσεκ είναι η πρώτη φιγούρα τραγικού προλετάριου του παγκοσμίου δράματος και γίνεται ο πρόδρομος του ήρωα του νατουραλισμού που έρχεται αργότερα. Ταυτόχρονα όμως ο Βόυτσεκ υπάρχει και φωτίζεται μέσα από τις αντιθέσεις και το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς. Η θρυμματισμένη ύπαρξή του γίνεται βορά στη δεισιδαιμονία, στις παράλογες φοβίες και το αδιέξοδό του δεν είναι πια αποτέλεσμα της κοινωνικής διαλεκτικής αλλά της διαταραγμένης υπαρξιακής του ταυτότητας. «…Ολοφάνερα ο Büchner θεωρούσε ότι, αν και η κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να βοηθήσει τους Βόυτσεκ αυτού του κόσμου, ωστόσο δεν θα μπορούσε να τους σώσει. Όσο δίκαιη και αν είναι μια κοινωνία δεν θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στην αιώνια τραγωδία της ανθρώπινης ζήλειας. Η τραγωδία της κοινωνικής κακοποίησης είναι μόνο μια πλευρά της τραγωδίας της ανθρώπινης ύπαρξης και γέννησης καθαυτής». Είναι αυτή η δεύτερη αντίληψη και ποιότητα που τον κάνει ταυτόχρονα προάγγελο του εξπρεσιονισμού. Το έργο, γραμμένο με τη μορφή σκηνών και επεισοδίων, δεν έχει τη γραμμική ανάπτυξη και εξέλιξη της συμβατικής δραματουργίας αλλά «αναπηδά από τη μια στιγμή στην άλλη και σε πολλές περιπτώσεις η ακολουθία τους εναλλάσεται», φέροντας έτσι στοιχεία και προβλέποντας το επικό θέατρο του Brecht, χωρίς ωστόσο να γίνεται σε οποιαδήποτε στιγμή διδακτικό ή κοινωνικά καταγγελτικό.