Κοινωνικός θάνατος: Ζώντας το υπόλοιπο της ζωής στη σκιά του πεθαμένου συζύγου
Οι περισσότεροι συντηρητικοί ινδουιστές θεωρούν ότι μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος έχει πεθάνει δεν θα πρέπει πλέον να ζει, επειδή απέτυχε να διατηρήσει την ψυχή του. Οι γυναίκες - χήρες είναι πλέον απόβλητες, εξόριστες και άπορες. Μοναδικό τους καταφύγιο η ιερή πόλη Βρίνταβαν που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα νότια του Δελχί. Εκεί φιλοξενούνται πάνω από 20.000 χήρες που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζήσουν εκεί, σε ένα άσραμ (ερημητήριο) που διοικείται από την κυβέρνηση, ιδιωτικές επιχειρήσεις και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ντυμένες πάντα στα λευκά ξέρουν ότι ποτέ δεν θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους κι ότι θα ζήσουν εκεί το υπόλοιπο της ζωής τους.
Σύμφωνα με την Ινδική μυθολογία, όταν ο ΘεόςRAMA νίκησε τον εχθρό του και πήρε πίσω την γυναίκα του, που του είχε κλέψει, την υποδέχθηκε ψυχρά με τα εξής λόγια: «…Ποιος άνθρωπος, που στέκεται στη θέση που του πρέπει, παίρνει πίσω γυναίκα που έζησε πολύ καιρό στο σπίτι κάποιου άλλου….». Τότε η γυναίκα του η ΣΙΤΑ ζήτησε να της ανάψουν μια φωτιά για να πέσει μέσα να καεί . Πράγμα που έγινε. Όμως οι θεοί που παρακολουθούσαν από τον ουρανό τα γεγονότα και γνώριζαν την αθωότητά της, δεν επέτρεψαν στις φλόγες να την κάψουν. Σε αυτό το περιστατικό θεμελιώνεται το άγριο έθιμο sati που υποχρέωνε τις γυναίκες να θυσιαστούν στη νεκρική πυρά του συζύγου τους. Η Garuda Purana, ένα ιερό κείμενο του Ινδουισμού, που συνήθως διαβάζεται κατά την καύση των νεκρών, αναφέρει ότι όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως κάστας, οφείλουν να καούν ζωντανές μετά το θάνατο του συζύγου. Εξαιρέσεις αποτελούν οι έγκυες και οι μητέρες μικρών παιδιών. Αν δεν το κάνουν, θα τιμωρηθούν και θα ξαναγεννιούνται ως γυναίκες ώσπου να το κάνουν (Garuda Purana ΙΙ 4: 91-100). «Στολισμένες με ωραία κοσμήματα, χωρίς δάκρυα, απαλλαγμένες από τη θλίψη, να πηδήξουν [οι χήρες] μεσ' την πυρά όπου εκείνος [ο νεκρός σύζυγος] κείται.» (Ριγκ Βέδα Χ, 18: 7) Ο Μαχάτμα Γκάντι, ο μεγάλος ηγέτης της ινδικής ανεξαρτησίας, ήταν ο πρώτος που είχε θέσει τις βάσεις αλλαγής νοοτροπίας για τα δικαιώματα των γυναικών και τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από την κοινωνία. “Η γυναίκα δεν είναι σκλάβα του άντρα, αλλά σύντροφός του και βοηθός του και ισότιμη συνεργάτης σε όλες του τις χαρές και τις λύπες, το ίδιο ελεύθερη όσο και αυτός να επιλέξει το δικό της μονοπάτι”.
Πώς θα ένιωθε μια γυναίκα στη Δύση αν έχανε τον αγαπημένο της σύζυγο και αναγκαζόταν να ζήσει στην περιθωριοποίηση, τόσο στον οικογενειακό της κύκλο όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό; Αυτό που στη Δύση είναι ανήκουστο στην Ινδία είναι δεδομένο. Οι χήρες, που ανέρχονται σε ολόκληρη τη χώρα σε 34 εκατομμύρια, μπορεί σωματικά να είναι ζωντανές, αλλά κοινωνικά έχουν πεθάνει, καθώς αποδείχτηκαν ανίκανες να διατηρήσουν ζωντανή την ψυχή του άλλου τους μισού. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται ο κόσμος στις χήρες είναι υποτιμητικός. Τα ονόματα συχνά παραλείπονται και αντικαθίστανται από τις αντωνυμίες «αυτή» ή ακόμα χειρότερα «αυτό», αφαιρώντας από τις γυναίκες κάθε μορφή ταυτότητας και προσδιορισμού. Ξεκάθαρα το πρόβλημα δεν είναι γλωσσολογικό. Είναι πρόβλημα ηθικό καθώς χαρακτηρισμοί όπως «γυναίκα-αράχνη» γίνονται το βαρύ φορτίο που πρέπει να κουβαλάνε οι χήρες, ένα φορτίο που οδηγούσε στην κατάθλιψη και στο συναισθηματικό και κοινωνικό αποκλεισμό. Μάλιστα στο Punjab τις αποκαλούν πόρνες και συνήθως φροντίζουν να τις παντρεύουν με τον αδερφό του άντρα της ώστε να έχουν ένα σημείο αναφοράς, να ανήκουν κάπου. Για τους Ινδούς οι χήρες θα έπρεπε να είχαν πεθάνει πριν από τον άντρα τους ή μαζί με αυτόν. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε παλιότερα. Σύμφωνα με το sati, ένα απαρχαιωμένο ινδιάνικο έθιμο, η χήρα θα έπρεπε να θυσιαστεί στην πυρά ή να βρει έναν τρόπο να αυτοκτονήσει λίγο μετά το θάνατο του συζύγου. Με τον άντρα στον άλλο κόσμο η χήρα δεν είχε απολύτως κανένα λόγο να συνεχίζει να ζει.
«Οι χήρες θεωρούνται υπεύθυνες για το θάνατο του άντρα τους και υποχρεώνονται να ζουν μια πνευματική ζωή με πολλούς περιορισμούς» υποστηρίζει η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, που είχε προταθεί για το Νόμπελ Ειρήνης το 2005, Mohini Giri. Πολλοί είναι αυτοί που φτάνουν στο Βρινταβάν αναζητώντας εσωτερική ηρεμία στο μεγάλο ναό, αλλά για τις χήρες είναι το μέρος που θα ζήσουν το υπόλοιπο της μοναχικής ζωής τους. Νέες ή μεγαλύτερες σε ηλικία οι χήρες αφήνουν πίσω τους τα πολύχρωμα σάρι και τα κοσμήματά τους, ντύνονται με λιτά φορέματα και ξυρίζουν ακόμα και τα κεφάλια τους για να υιοθετήσουν το νέο τρόπο ζωής τους. Αυτό το εξωτερικό «ξεγύμνωμα» έχει ένα και μοναδικό σκοπό: να τις απαλλάξει από τη θηλυκότητά τους και να εξαφανίσει κάθε μορφή ερωτισμού και αντρικής επιθυμίας. Είναι δηλαδή μια μορφή ευνουχισμού. Φτάνοντας στο Βρινταβάν μοιάζουν τελείως χαμένες. Πρέπει πλέον να αντιμετωπίσουν τον κόσμο μόνες τους, χωρίς καμία βοήθεια. Αποκούμπι τους ο θεός Κρίσνα και οι προσευχές σε αυτόν για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή που δεν θα νιώθουν ότι αποτελούν το βάρος για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Πολλές από αυτές, πριν εξοριστούν στο Βρινταβάν, δεν είχαν οικονομική ανεξαρτησία και ζούσαν από τα εισοδήματα των παιδιών τους, που στο τέλος τις εγκατέλειπαν καθώς δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Και ενώ πολλές χήρες βγάζουν τα προς το ζην στο Βρινταβάν ζητιανεύοντας, κάποιες άλλες το θεωρούν ξεπεσμό και κερδίζουν ελάχιστα χρήματα τραγουδώντας θρησκευτικά τραγούδια.
Η 65ρονη Σάκτι Ντάσι, βρίσκεται στη Βρινταβάν τα τελευταία οκτώ χρόνια όταν πέθανε ο σύζυγός της. Οι γιοι της δεν την θέλουν, υποστηρίζει η ίδια. «Είναι αγώνας η επιβίωση και δεν μπορώ να καταφέρω πολλά πράγματα. Όπως και άλλοι πίστευα ότι τα παιδιά μου θα με φρόντιζαν όταν μεγάλωναν αλλά δεν το έκαναν. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να έρθω εδώ», αναφέρει η ίδια. Στην Ινδία υπάρχουν περίπου 40 εκατομμύρια χήρες, περίπου το 10% του γυναικείου πληθυσμού. Η σύνταξη μιας χήρας η οποία είναι άνω των 60, φτάνει τα πέντε δολάρια το μήνα ενώ οι περισσότερες από αυτές είναι αγράμματες και δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό. Τα χρήματα αυτά είναι ελάχιστα και δεν φτάνουν ούτε για τις βασικές ανάγκες ενός ατόμου στην Ινδία. Επί του συνόλου της η Ινδία, είναι χώρα νέων, με τους ηλικιωμένους να φτάνουν το 9% του συνολικού πληθυσμού. Παρόλα αυτά ο αριθμός έχει αρχίσει και αυξάνεται σταδιακά ενώ ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι ο αριθμός των ηλικιωμένων μπορεί να φτάσει τα 300 εκατομμύρια μέσα στα επόμενα 40 χρόνια. Με το πέρασμα των χρόνων οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Maitri, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να κάνουν αξιοπρεπή τη ζωή των γυναικών που έχουν χάσει τους συζύγους τους. Αυτές οι ΜΚΟ φτιάχνουν καταφύγια για τις χήρες στα οποία μπορούν να βρουν ένα καθαρό δωμάτιο για να μείνουν, ένα πιάτο φαγητό, φάρμακα και καθαρό νερό ώστε να είναι προστατευμένες και να μην πέσουν θύματα εκμετάλλευσης στο δρόμο. Ακόμα βέβαια τα περιθώρια βελτίωσης είναι μεγάλα και οι παρεμβάσεις ελάχιστες. Με σημαία την γυναικεία ανθρώπινη αξιοπρέπεια η αλλαγή συμβαίνει, αργά αλλά σταθερά.
Κάποιες από τις χήρες είναι ακόμη παιδιά. Σε ορισμένες επαρχίες της Ινδίας, μικρά κορίτσια μόλις λίγων ετών παντρεύονται πολύ μεγαλύτερους άνδρες. Συχνά στα δέκα τους είναι ήδη χήρες (η οικογένειά τους τις εγκαταλείπει στο έλεος του θεού) και έρχονται στο Βριντιβάν αναζητώντας παρηγοριά και υποστήριξη.
Οι χήρες της Ινδίας βρίσκονταν πάντα αντιμέτωπες με την απόρριψη ή ακόμη και με διώξεις. Η πρακτική του σάτι ήταν ίσως το παλαιότερο παράδειγμα. Μια χήρα έριχνε τον εαυτό της στην πυρά του συζύγου της κατά την κηδεία ή αυτοκτονούσε με άλλο τρόπο λίγο μετά το θάνατό του. Τέθηκε εκτός νόμου το 1829.
«Ποτέ δεν πίστευα ότι μια μέρα θα ικέτευα για λίγο φαγητό. Αλλά τότε πέθανε ο άντρας μου. Ήμουν 54 και οι συγγενείς μου με έδιωξαν από το σπίτι. Έπρεπε να ζήσω στο δρόμο. Τότε γνώρισα έναν άντρα που με βοήθησε να βγάλω ένα εισιτήριο με τρένο για να έρθω στο Βρίνταβαν. Ήρθα εδώ και δεν έφυγα ποτέ».
«Έχουμε μάθει να ζούμε μαζί, να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Γίναμε φίλες, πραγματικές φίλες καθώς όλες ξέρουμε τι έχουμε περάσει. Κοιτάζουμε μπροστά, προσπαθούμε να μην κοιτάμε πίσω. Ποτέ δεν μιλάμε για το παρελθόν».