Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστή, της Δούκισσας της Πλακεντίας. Ο πατέρας της, Φραγκίσκος Μπαρμπέ-Μπαρμπουά, αντιπρόσωπος του Λουδοβίκου ΙΕ΄της Γαλλίας στο αμερικανικό Κογκρέσο, νυμφεύθηκε την κόρη του διοικητού της Πενσυλβάνια, Φραγκλίνου Μούρ και από το γάμο αυτό γεννήθηκε η Σοφία, το 1785 στη Φιλαδέλφεια. Από πολύ νωρίς έγινε γνωστή για τις μεγάλες της γνώσεις και μόρφωση, αλλά και για την τάση της να εξερευνά το μυστήριο. Στα 20 της χρόνια παντρεύτηκε τον Κάρολο Λεμπρέν, Δούκα της Πλακεντίας και προστατευόμενο του Ναπολέοντα, με τον οποίο έμεινε μαζί 10 χρόνια. Οι δυο τους χώρισαν χωρίς όμως να πάρουν ποτέ διαζύγιο. Από το γάμο τους, γεννήθηκε το 1804 η Καρολίνα – Ελίζα Λεμπρέν, την οποία η Σοφία αγαπούσε παθολογικά. Ο τίτλος της Δούκισσας της ανήκε δικαιωματικά, μιας και η προσωπικότητά της υπήρξε λαμπρή. Η σχέση της με την σύζυγο του Ναπολέοντα, Μαρία –Λουϊζα, - η οποία τη θαύμαζε πολύ- την οδήγησε να γίνει «κυρία επί των τιμών» της Μαρίας, ενώ και ο ίδιος ο Ναπολέοντας της έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Η Σοφία υπήρξε πέρα από πολύ όμορφη (ήταν επιβλητική, με καστανά μαλλιά και έντονο βλέμμα), υπήρξε και μία πολύ δυναμική γυναίκα, η οποία δε δίστασε -όταν είδε πως ο γάμος της δεν είναι αυτό που ήθελε από τη ζωή της- να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να ταξιδέψει με την μονάκριβη κόρη της στην Ελλάδα αναζητώντας νέες συγκινήσεις.
Η Δούκισσα ανέκαθεν υπήρξε ιδιότροπος άνθρωπος, χωρίς όμως να χάνει ίχνος από τη γοητεία της. Πάντα επηρεασμένη από το κίνημα του Ρομαντισμού, λάτρευε την ποίηση και απεχθανόταν τις πολιτικές συζητήσεις. Ήταν ευφυής, λεπτεπίλεπτη, πάντα ευγενική μα συνάμα απόμακρη. Για εκείνη, το φαγητό δεν ήταν απόλαυση, αλλά τρόπος να συντηρείται, γι’ αυτό και τα γεύματά της είναι λιτά σε βαθμό ατροφίας. Ήταν ιδιαιτέρως αδύνατη –καθώς έτρωγε ίσα για να μην πεθάνει- μα πάντα προσεγμένη, λαμπερή και καλοδιατηρημένη. Απόμακρη και προληπτική, απαγόρευε την είσοδο στο σπίτι της σε όποιον δεν φορούσε… γάντια. Απέφευγε τις επαφές με αρρώστους και φτωχούς, διότι τη στεναχωρούσαν. Επίσης, αρνούνταν να ολοκληρώσει τα σπίτια που έχτιζε διότι φοβόταν πως αν το έκανε θα πέθαινε.
Η γνωριμία της με τον Καποδίστρια στο Παρίσι υπήρξε καταλυτική. Τον Δεκέμβριο του 1829, μάνα και κόρη φτάνουν και εγκαθίστανται στο Ναύπλιο με το πλοίο «Άρης» και κυβερνήτη τον Μιαούλη, στον οποίο είχε αναθέσει την εν λόγω αποστολή ο ίδιος ο Καποδίστριας. Η Δούκισσα δήλωνε «μαγεμένη» από τον Έλληνα πολιτικό, καθώς λάτρευε τους μορφωμένους ανθρώπους. Αυτός ήταν και ο λόγος που τόσο αυτή όσο και η κόρη της έστελναν συχνά χρήματα στον Καποδίστρια για την Ελλάδα όσο ακόμα βρίσκονταν στη Γαλλία. Αργότερα, θα εξελισσόταν στην μεγαλύτερη εχθρό του, καθώς έπαψε να συμφωνεί με τον τρόπο που κυβερνούσε τη χώρα και πίστευε πως η δράση του έκανε μεγάλο κακό στην Ελλάδα. Για εκείνη ήταν πλέον ένας «προδότης». Πολλοί έσπευσαν να την κατηγορήσουν πως εκείνη βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του το 1831 κυρίως λόγω της φανερής υποστήριξης της στην οικογένεια Μαυρομιχάλη που εξόντωσε με σφαίρες και μαχαιριές τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας. Οι δύο γυναίκες γυρίζουν όλη την Ελλάδα και εξελίσσονται σε μεγάλες ευεργέτιδες της χώρας. Ταξιδεύουν συχνά στην Πελοπόννησο και ακόμα πιο τακτικά στην Αίγινα, επέλεξαν όμως να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Όλα αυτά σε μια εποχή που η Ελλάδα μάζευε κυριολεκτικά τα κομμάτια της και προσπαθούσε να ανασυσταθεί ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο.
Το 1836, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βηρυττό, πέθανε ξαφνικά, σε νεαρή ηλικία, η κόρη της Δούκισσας, η Ελίζα. Ήταν τόση η θλίψη της για το χαμό της ώστε δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ποτέ εκείνο το γεγονός! Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, ταρίχευσε το πτώμα της κόρης της και το έβαλε μέσα σε γυάλα, όπου είχε χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου αυτό να παραμένει σχετικά άφθαρτο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι φερόταν στο άψυχο κορμί του παιδιού της σαν να ήταν ζωντανή ενώ δεν είχε ανακοινώσει σε κανέναν το θάνατό της. Πιο ανατριχιαστικό θέαμα δεν υπήρχε, από αυτό που αντίκριζαν οι Αθηναίοι, όταν επισκέπτονταν το σπίτι της Δούκισσας, πιο κάτω από την πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Ομόνοια) στη γωνία των οδών Μυλέρου και Αγησιλάου, εκεί που κτίσθηκε μετά το Ορφανοτροφείο. Στο υπόγειο με τη χαμηλή θερμοκρασία, η Δούκισσα τοποθέτησε σε μια ξύλινη λάρνακα το ταριχευμένο κορμί της Ελίζας. Σε βιβλίο του για τη Δούκισσα της Πλακεντίας, ο Ι.Μ. Δραγούμης έγραφε: «Και τοποθετήσασα αυτήν εντός θαλάμου του οίκου της, επαραμυθείτο ορώσα αυτήν η τάλαινα μήτηρ…».
Συχνά οι περαστικοί από εκεί, άκουγαν τους σπαραγμούς της Δούκισσας, μπροστά στο ταριχευμένο πτώμα της Ελίζας, ενώ δίπλα μία τεράστια λαμπάδα έκαιγε νυχθημερόν. Κλεισμένη στο δωμάτιο με το άψυχο σώμα, ξεσπούσε σε λυγμούς και μοιρολόγια, που άκουγαν οι περαστικοί: «Ξύπνα κόρη μου γλυκιά, σήκω επάνω, σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς!!!». Το ταριχευμένη κορμί της Ελίζας δέχεται περιποιήσεις στο σπίτι της οδού Μυλλέρου Δέκα χρόνια κράτησε το μαρτύριό της. Την παγερή όμως νύχτα της 19ης Δεκεμβρίου 1847 εξερράγη πυρκαγιά, την ώρα που έλειπε η Δούκισσα. Η φωτιά ξεκίνησε μάλλον από την λαμπάδα, κατ’ άλλη εκδοχή από μία σπίθα που ξεπήδησε από το τζάκι, έπεσε στα μεταξωτά υφάσματα και απλώθηκε στο δωμάτιο. Έτρεξαν οι γείτονες να τη σβήσουν, αλλά η ταριχευμένη σωρός της Ελίζας αποτεφρώθηκε. Ήταν το πολυτιμότερο από όλα τα αμύθητης αξίας τιμαλφή και κοσμήματα που διέθετε η Δούκισσα. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, το 1854, έγινε ακόμα πιο απόμακρη από τον κόσμο και πολύ πιο παράξενη, ενώ σταμάτησε να δέχεται επισκέψεις και απομονώθηκε τελείως στον εαυτό της.
Δήλωνε πλέον αντίχριστη και έφτασε στο σημείο να ασπαστεί επίσημα τον εβραϊσμό και να μελετάει τα ιουδαϊκά γραπτά, ιδιαίτερα το Ταλμούδ. Με τα χρήματά της βοήθησε την εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα της Ελλάδας και χρηματοδότησε τις ανασκευές πολλών συναγωγών όπως για παράδειγμα εκείνη της Χαλκίδας. Την ίδια περίοδο πολεμούσε σκληρά τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας, τον Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία, στρώνοντας διάφορες πλεκτάνες και μηχανορραφίες εναντίον τους.Το μέγαρό της, πάνω στην Πεντέλη, έγινε επίκεντρο τεράστιου ενδιαφέροντος. Κι αυτό διότι εκεί η Δούκισσα μάζευε μερικές φορές την εβδομάδα τους πολύ παράξενους φίλους της και κλείνονταν όλοι μαζί στον πύργο, όπου πραγματοποιούσαν τα μυστηριώδη τους «συμπόσια».Ο δύστροπος χαρακτήρας της και η περιθωριακή της συμπεριφορά, σε συνδυασμό με τις νέες της παρέες, οδήγησαν τον κόσμο στο να την θεωρήσει ότι επιδίδεται σε σατανολατρείες κλπ ενώ παράλληλα υπήρχαν ψίθυροι για τις σχέσεις της με διάφορους ληστές της εποχής που δρούσαν εκείνη την περίοδο στην Αττική. Πασίγνωστα άλλωστε είναι όσα κατά καιρούς έχουν ειπωθεί για τη σχέση της με τον λήσταρχο Νταβέλη. Επρόκειτο για μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο τόσο περίεργες φιγούρες ή μήπως ο δεσμός τους έφτανε ακόμα μακρύτερα και ήταν καθαρά πνευματικός – υπερφυσικός;
Τον Μάιο του 1854, στα 69 της χρόνια, πεθαίνει μέσα στο σπίτι της και όπως το είχε ζητήσει, τη θάβουν στην Πεντέλη μαζί με την Ελίζα. Η κηδεία της ήταν μεγαλοπρεπέστατη και αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός της εποχής, ενώ δε θα μπορούσαν παρά να τις αποτίσουν φόρο τιμής. Ο τάφος της –έργο του Σταμάτη Κλεάνθη ή του Βαυαρού Φρίντριχ Φον Γκέρτνερ- βρίσκεται στην Παλαιά Πεντέλη και έχει σχήμα ναόσχημης σαρκοφάγου με τέσσερεις κίονες δωρικού ρυθμού στις άκρες του. Τα γωνιαία μετωπιαία να έχουν καταστραφεί. Το μέρος που φυλάσσονται τα οστά της και οι στάχτες της κόρης της, είχε συληθεί το 1946 από τυμβωρύχους, οι οποίοι όμως έμειναν στο να βεβηλώσουν και να διασκορπίσουν τα οστά της Δούκισσας, χωρίς να βρουν τα τιμαλφή που αναζητούσαν.
Τι απέγιναν τα σπίτια της Δούκισσας;
Η περιουσία που η Σοφία άφησε στο ελληνικό Δημόσιο μετά το θάνατό της ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Πέρα από τη συναγωγή της Χαλκίδας, που χτίστηκε με δικά της έξοδα, το σπίτι στη Βασιλίσσης Σοφίας –γνωστό και ως Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας- ανακαινίστηκε και στέγασε το σημερινό Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Στη θέση του σπιτιού στον Κεραμεικό, στο οποίο επί 10 χρόνια βρισκόταν ταριχευμένο το σώμα της Ελίζας, χτίστηκε το 1899 το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στο οποίου τη θέση βρίσκεται πλέον ο Ναός του Αγίου Γεωργίου. Αναμφίβολα, όμως, το μεγαλύτερο δώρο της Δούκισσας της Πλακεντίας σε αυτόν τον τόπο ήταν η ανάπλαση της Πεντέλης που με τόσο κόπο και έξοδα κατάφερε να πετύχει. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν πως βλέπουν στα δάση μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά να περιπλανιέται κλαίγοντας… Εκτός από το χτίσιμο της Maisonette, άνοιξε δρόμους για την αγαπημένη της λίμνη «Θαλάσσι» ανάμεσα στο Χαλάνδρι, την Πεντέλη και τα Μελίσσια (το σημερινό γήπεδο της Νέας Πεντέλης) και γέφυρες σε ολόκληρη την Αθήνα με σημαντικότερη όλων αυτή που σήμερα ονομάζουμε «Πέντε Καμάρες» και δικαίως θεωρείται αρχιτεκτονικό θαύμα. Πρόκειται για μία ολόλευκη γέφυρα φτιαγμένη εξολοκλήρου από μάρμαρο που περνούσε πάνω από το ποτάμι και χανόταν μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Ο λόγος που δημιουργήθηκε ήταν για να μεταφέρει το πεντελικό μάρμαρο στη βίλα των Ιλισίων που κείνη την περίοδο ακόμη χτιζόταν. Όσο για τη βίλα στην Πεντέλη; Πέρασε στην κατοχή του ελληνικού Δημοσίου και αφού εγκαταλείφθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα, παραχωρήθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο ως εξοχική κατοικία. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Πεντέλης και φιλοξενεί το Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο. Ο αρχιτεκτονικός θησαυρός της όμορφης μα άτυχης Δούκισσας της Πλακεντίας εξακολουθεί να στολίζει την Αθήνα, έχει χάσει όμως την ομορφιά και τα μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος. Το όνομά της ακούγεται καθημερινά χάρη στη λεωφόρο και το σταθμό του μετρό που πήραν το όνομά της.
Τι απέγιναν τα σπίτια της Δούκισσας;
Η περιουσία που η Σοφία άφησε στο ελληνικό Δημόσιο μετά το θάνατό της ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Πέρα από τη συναγωγή της Χαλκίδας, που χτίστηκε με δικά της έξοδα, το σπίτι στη Βασιλίσσης Σοφίας –γνωστό και ως Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας- ανακαινίστηκε και στέγασε το σημερινό Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Στη θέση του σπιτιού στον Κεραμεικό, στο οποίο επί 10 χρόνια βρισκόταν ταριχευμένο το σώμα της Ελίζας, χτίστηκε το 1899 το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στο οποίου τη θέση βρίσκεται πλέον ο Ναός του Αγίου Γεωργίου. Αναμφίβολα, όμως, το μεγαλύτερο δώρο της Δούκισσας της Πλακεντίας σε αυτόν τον τόπο ήταν η ανάπλαση της Πεντέλης που με τόσο κόπο και έξοδα κατάφερε να πετύχει. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν πως βλέπουν στα δάση μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά να περιπλανιέται κλαίγοντας… Εκτός από το χτίσιμο της Maisonette, άνοιξε δρόμους για την αγαπημένη της λίμνη «Θαλάσσι» ανάμεσα στο Χαλάνδρι, την Πεντέλη και τα Μελίσσια (το σημερινό γήπεδο της Νέας Πεντέλης) και γέφυρες σε ολόκληρη την Αθήνα με σημαντικότερη όλων αυτή που σήμερα ονομάζουμε «Πέντε Καμάρες» και δικαίως θεωρείται αρχιτεκτονικό θαύμα. Πρόκειται για μία ολόλευκη γέφυρα φτιαγμένη εξολοκλήρου από μάρμαρο που περνούσε πάνω από το ποτάμι και χανόταν μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Ο λόγος που δημιουργήθηκε ήταν για να μεταφέρει το πεντελικό μάρμαρο στη βίλα των Ιλισίων που κείνη την περίοδο ακόμη χτιζόταν. Όσο για τη βίλα στην Πεντέλη; Πέρασε στην κατοχή του ελληνικού Δημοσίου και αφού εγκαταλείφθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα, παραχωρήθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο ως εξοχική κατοικία. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Πεντέλης και φιλοξενεί το Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο. Ο αρχιτεκτονικός θησαυρός της όμορφης μα άτυχης Δούκισσας της Πλακεντίας εξακολουθεί να στολίζει την Αθήνα, έχει χάσει όμως την ομορφιά και τα μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος. Το όνομά της ακούγεται καθημερινά χάρη στη λεωφόρο και το σταθμό του μετρό που πήραν το όνομά της.