Όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς της ελληνικής πόλης των Μυκηνών, τέθηκε επί κεφαλής μεγάλης εκστρατείας εναντίον της Τροίας (πόλης της Μ.Ασίας, κοντά στα Δαρδανέλια) που έπρεπε να τιμωρηθεί για την αρπαγή της Ελληνίδας βασίλισσας ωραίας Ελένης από τον Τρώα βασιλιά Πάρι. Ο Αγαμέμνων είχε συμμάχους από όλη την Ελλάδα και τα νησιά. Μετά από πολιορκία δέκα ετών η Τροία έπεσε. Μπορεί η παραπάνω ερωτική ιστορία να ήταν αιτία πολέμου μεταξύ υπερδυνάμεων της αρχαιότητας;
Η δεκάχρονη πολιορκία της Τροίας από τους αρχαίους Έλληνες είναι από τις πιο ανθεκτικές στο χρόνο αφηγήσεις της παγκόσμιας Ιστορίας και εξακολουθεί να κεντρίζει την ανθρώπινη φαντασία από τότε που ο Όμηρος την αφηγήθηκε. Επιπλέον αποτελεί και έναν από τους μεγάλους γρίφους όλων των εποχών. Πρόκειται για μύθο, όπως υποστηριζόταν για καιρό, ή , όπως πιστεύουν κάποιοι, υπάρχουν πλέον ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, που φανερώνουν πως πολλά από όσα έγραψε ο Όμηρος ήταν αλήθεια;
Ιστορία ή μύθος;
Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Τροίας στέκει ένα γιγάντιο ομοίωμα του θρυλικού «δούρειου ίππου». Σύμφωνα με την Οδύσσεια του Ομήρου, ήταν το μυστικό όπλο που επινόησαν οι Έλληνες για να τερματίσουν την αδιέξοδη πολύχρονη πολιορκία και να κερδίσουν τον τρωικό πόλεμο. Η ιστορία είναι συναρπαστική. Ο πρίγκιπας της Τροίας Πάρης απαγάγει την όμορφη βασίλισσα Ελένη, σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, και την παίρνει στην πατρίδα του, όπου βασιλεύει ο πατέρας του ο Πρίαμος. Ο βασιλιάς των Μυκηνών Αγαμέμνονας, αδελφός του Μενελάου, ηγείται μιας ναυτικής εκστρατείας κατά της Τροίας, που σκοπό έχει να φέρει πίσω την Ελένη. Η σύγκρουση διαρκεί δέκα χρόνια και πρωτοστατούν σε αυτήν αρκετοί ήρωες, Έλληνες και Τρώες, μεταξύ των οποίων ο Αχιλλέας, ο Αίαντας και ο Έκτορας. Οι Έλληνες προσποιούνται πως αποχωρούν, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο ξύλινο άλογο, μέσα στο οποίο βρίσκονται κρυμμένοι πολεμιστές. Παρά την προφητεία της Κασσάνδρας, οι Τρώες φέρνουν θριαμβευτικά το άλογό τους εντός των τειχών. Τότε οι Έλληνες ορμούν έξω από το άλογο, λεηλατούν την πόλη και αποδίδονται σε μαζικές σφαγές. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα αφηγηματικό αριστούργημα. Είναι όμως αληθινό;
Ιστορία ή μύθος;
Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Τροίας στέκει ένα γιγάντιο ομοίωμα του θρυλικού «δούρειου ίππου». Σύμφωνα με την Οδύσσεια του Ομήρου, ήταν το μυστικό όπλο που επινόησαν οι Έλληνες για να τερματίσουν την αδιέξοδη πολύχρονη πολιορκία και να κερδίσουν τον τρωικό πόλεμο. Η ιστορία είναι συναρπαστική. Ο πρίγκιπας της Τροίας Πάρης απαγάγει την όμορφη βασίλισσα Ελένη, σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, και την παίρνει στην πατρίδα του, όπου βασιλεύει ο πατέρας του ο Πρίαμος. Ο βασιλιάς των Μυκηνών Αγαμέμνονας, αδελφός του Μενελάου, ηγείται μιας ναυτικής εκστρατείας κατά της Τροίας, που σκοπό έχει να φέρει πίσω την Ελένη. Η σύγκρουση διαρκεί δέκα χρόνια και πρωτοστατούν σε αυτήν αρκετοί ήρωες, Έλληνες και Τρώες, μεταξύ των οποίων ο Αχιλλέας, ο Αίαντας και ο Έκτορας. Οι Έλληνες προσποιούνται πως αποχωρούν, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο ξύλινο άλογο, μέσα στο οποίο βρίσκονται κρυμμένοι πολεμιστές. Παρά την προφητεία της Κασσάνδρας, οι Τρώες φέρνουν θριαμβευτικά το άλογό τους εντός των τειχών. Τότε οι Έλληνες ορμούν έξω από το άλογο, λεηλατούν την πόλη και αποδίδονται σε μαζικές σφαγές. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα αφηγηματικό αριστούργημα. Είναι όμως αληθινό;
Μυστήριο καλύπτει και την ύπαρξη του ίδιου του Ομήρου. Γνωρίζουμε πολύ λίγα για αυτόν, ενώ από το έργο του σώζονται μόνο δύο επικά ποιήματα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα οποία συντέθηκαν στα 750 π.Χ. περίπου( η υπόθεση των ποιημάτων ήταν μέρος της προφορικής παράδοσης πολλών γενεών). Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει πως ήταν ακριβώς το παρουσιαστικό του. Η ιδέα του « δούρειου ίππου», σύμφωνα με τον Όμηρο, άνηκε στον Οδυσσέα, τον πιο πανούργο από τους Έλληνες βασιλιάδες. Οι Ρωμαίοι , όταν κατέκτησαν τον ελλαδικό χώρο, μαγεύτηκαν από το ομηρικό έργο. Μάλιστα πίστευαν ότι οι ίδιοι ήταν απόγονοι των Τρώων που επιβίωσαν και βρήκαν τελικά καταφύγιο στη σημερινή Ιταλία. Παρόλο που η ιστορία του τρωικού πολέμου άντεξε στο χρόνο, οι κλασικοί μελετητές την τοποθετούσαν ομόφωνα στη σφαίρα του μύθου. Αν και το έργο του Ομήρου είναι πλούσιο σε πληροφορίες σχετικές με την Τροία και τις γύρω περιοχές, η ακριβής τοποθεσία της παρέμενε άγνωστη για το νεότερο κόσμο. Όσον αφορά την ευρύτερη περιοχή, υπήρχε γενική συμφωνία- κάπου στην είσοδο των Δαρδανελλίων, των στενών που βρίσκονται στις βορειοδυτικές ακτές της σύγχρονης Τουρκίας- όμως για το πού ακριβώς βρισκόταν η αρχαία πόλη μόνο υποθέσεις μπορούσαν να γίνουν. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ως πιθανότερη γεωγραφική θέση φάνταζε ένας λοφίσκος στο Χισαρλίκ της Τουρκίας, όμως δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.
Το 1871 ο Γερμανός εξερευνητής Ερρίκος Σλήμαν (1822-1890) ξεκίνησε ανασκαφές στο Χισαρλίκ. Παθιασμένος μελετητής του Ομήρου, ο Σλήμαν ήταν ερασιτέχνης αρχαιολόγος και αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος. Η απρόσεκτη τεχνική του και η ανυπομονησία του προκάλεσαν την καταστροφή πολλών ευρημάτων, για κάποια από τα οποία είπε ψέματα. Τα πιο αξιόλογα από αυτά τα απέσπασε και τα έβγαλε παράνομα από την χώρα. Πάντως κατόρθωσε να ανακαλύψει την Τροία-ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι κριτικοί. Στην πραγματικότητα ο Σλήμαν κατάφερε περισσότερο από αυτό: ξέθαψε εννιά διαφορετικές πόλεις της Τροίας. Το Χισαρλίκ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ύψωμα αποτελούμενο από εννιά διαδοχικά στρώματα δόμησης, το καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε έναν οικισμό διαφορετικής χρονολογικής περιόδου. Ο αρχαιότερος τοποθετείται γύρω στο 3000 π.Χ., ενώ σε εκείνον του δευτέρου επιπέδου, ο Σλήμαν ανακάλυψε την πιο γνωστή ένδειξη της ύπαρξης της Τροίας- μια συσσώρευση χρυσού, ένα θησαυρό, τον οποίον θεώρησε αναμφίβολη ιδιοκτησία του Πριάμου. Επιπλέον στο ίδιο οικιστικό επίπεδο βρέθηκαν σημάδια βίαιης καταστροφής του, πράγμα που σήμαινε πως είχε παρόμοια τύχη με την πόλη του Ομήρου. Αυτά κατά τον Σλήμαν, αρκούσαν να τεκμηριώσουν πως η ανακάλυψή του ήταν πράγματι η ομηρική Τροία.
Οι ανακαλύψεις του Σλήμαν δεν έτυχαν σε καμία περίπτωση οικουμενικής αποδοχής. Αν το Χισαρλίκ ήταν πράγματι η Τροία – αναρωτιόνταν οι κυνικοί- τότε πού είχε την έδρα του ο εχθρός; Εκτός από τα λεγόμενα του Ομήρου, δεν υπάρχουν άλλες σαφείς αποδείξεις ότι η Τροία κυριεύτηκε από Έλληνες. Βασισμένος σε χωρία από το ομηρικό έργο σχετικά με την πόλη του Αγαμέμνονα, ο Σλήμαν ξεκίνησε τις ανασκαφές στις Μυκήνες , όπου οι προσπάθειες του στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία. Κατόρθωσε να φέρει στο φως τα ερείπια μίας πολύ καλά οχυρωμένης ακρόπολης και κάποιους πλούσιους βασιλικούς τάφους. Ήταν σίγουρος ότι είχε ανακαλύψει τα ανάκτορα του αρχηγού των Ελλήνων. Συνέχισε τις ανασκαφές και σε άλλους χώρους ανακαλύπτοντας παρόμοιες οχυρώσεις και περισσότερα ερείπια. Βεβαιώθηκε τότε πως η ναυτική εκστρατεία κατά της Τροίας είχε γίνει από αρχαίους Έλληνες πολεμιστές. Οι σημερινοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως αντίθετα με τις απόψεις των σύγχρονών του, ο Σλήμαν είχε δίκιο. Αναρίθμητες ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου έχουν αποδείξει πως ένας ναυτικός λαός κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο γύρω στο 1550 π.Χ. Μόλις κατόρθωσαν να υποτάξουν τους πληθυσμούς της ηπειρωτικής χώρας, Οι Μυκηναίοι κατέλαβαν την Κρήτη, κοιτίδα και έδρα του περίφημου μινωικού πολιτισμού. Γύρω στα 1350 π.Χ. είχαν φτάσει στο απόγειο της δύναμής τους, διαπρέποντας ως έμποροι αλλά και ως επιδρομείς σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Οι χρονολογίες αυτές από μόνες τους ήταν ακαταμάχητα επιχειρήματα για τους οπαδούς της ταύτισης των Μυκηναίων με τους ομηρικούς Έλληνες (ή Αχαιούς ή Αργίτες ή Δαναούς). Η άποψη αυτή ενισχύθηκε όταν θραύσματα μυκηναϊκών αγγείων ανακαλύφθηκαν στην ίδια την Τροία. Η αδιάσειστη για πολλούς απόδειξη πρόεκυψε με την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής , δείγματα της οποίας είχαν βρεθεί χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες, γνωστής ως Γραμμικής Β’ . Ήταν αναμφισβήτητα μία πρώιμη γραφή της ελληνικής γλώσσας. Οι πινακίδες μας μαρτυρούν πως οι Μυκηναίοι ήταν πολεμικός λαός, ιδιοκτήτες δούλων και συνήθιζαν να καταγράφουν τα πλοία τους, με έναν τρόπο που μοιάζει πολύ με τον «Κατάλογο Νηών» που παραθέτει ο Όμηρος. Επιπλέον ξεθάφτηκε μια μπρούντζινη μυκηναϊκή πανοπλία και η αντίστοιχη περικεφαλαία , ευρήματα που ταίριαζαν απόλυτα με σχετική περιγραφή στην Ιλιάδα.
Παρόλο που δεν χωρούσε πια αμφιβολία πως οι Μυκηναίοι ήταν ελληνικό φύλο, κάποιοι μελετητές επέμεναν να υποβαθμίζουν τα νέα, αυξανόμενα στοιχεία και την ιστορική αξία του ομηρικού έργου. Πιο πρόσφατες ανακαλύψεις διαψεύδουν οριστικά πλέον τους αμφισβητίες. Ο Δρ. Μάνφρεντ Κόρφμαν, γερμανός αρχαιολόγος, ο οποίος από το 1988 διευθύνει εκτεταμένες ανασκαφές στην περιοχή της Τροίας, είναι πεπεισμένος πως τα στοιχεία που έχει στα χέρια του δείχνουν ότι η πόλη ήταν πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη από όσο είχε θεωρηθεί. Με πληθυσμό αρκετά μεγάλο για την εποχή( υπολογίζεται ότι έφτανε στους 10.000 κατοίκους) αποτελούσε ακμαίο εμπορικό κέντρο του τέλους της Εποχής του Χαλκού και ιδιαίτερα σημαντικό στόχο λαών με επεκτατικές βλέψεις. Σύμφωνα πάντα με τον Κόρφμαν, τα ομηρικά έπη, διαθέτουν αυτό που ο ίδιος αποκαλεί ΄΄ ιστορικό πυρήνα ‘’ , παρόλο που τα ευρήματα του διαφοροποιούνται από κάποιες λεπτομέρειες των αφηγήσεων. Επισημαίνοντας τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα που γνώρισε στο πέρασμα του χρόνου η Τροία, καθώς και τον στρατηγικό της ρόλο στον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων μεταξύ Αιγαίου και Ευξείνου Πόντου, θεωροί ότι πιθανόν υπήρξαν περισσότεροι του ενός τρωικοί πόλεμοι. Αυτοί θα μπορούσαν, κατά τον Κόρφμαν , να έχουν αποτελέσει την βάση των έργων του ποιητή. Κάποιοι αρχαιολόγοι ωστόσο θεωρούν τις απόψεις του Κόρφμαν αμφιλεγόμενες. Το ίδιο ισχύει και για τα ευρήματα των Φρανκ Σταρκ και Ντέβιντ Χόκινς, διακεκριμένων μελετητών του πολιτισμού των Χιττιτών( ή Χετταίων). Οι επιστήμονες αυτοί αντλούν τα στοιχεία τους από τα επίσημα αρχεία της Αυτοκρατορίας των Χιττιτών, μιας τοπικής υπερδύναμης, που είχε τη βάση της στην κεντρική Μικρά Ασία. Οι φορείς του προηγμένου αυτού πολιτισμού γνώριζαν καλά πότε να προτιμούν τη διπλωματία από τον πόλεμο. Κρατούσαν μάλιστα λεπτομερή αρχεία των εξωτερικών τους υποθέσεων από τον 13ο π.Χ. αιώνα και μετά.
Η Χρυσή νεκρική μάσκα που ανακαλύφθηκε στις Μυκήνες αι άνηκε σύμφωνα με τον Σλήμαν , στον Αγαμέμνονα βασιλιά της πόλης και αρχιστράτηγο των Ελλήνων στην Τροία. Όπως και τα υπόλοιπα ευρήματά του, προκάλεσε αντιπαραθέσεις. Κάποιοι αρχαιολόγοι πιστεύουν πως ο Σλήμαν τροποποίησε έντεχνα την μάσκα, για να αποδείξει την ορθότητα της θέσης του. Σύμφωνα με τους Σταρκ και Χόκινς, στο βορειοδυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας των Χιττιτών, κοντά στην είσοδο των Δαρδανελλίων, βρισκόταν ένα <<αφοσιωμένο>> σε αυτούς ή οικονομικά εξαρτώμενο βασίλειο, γνωστό ως Wilousa (Βιλούσα). Αν αφαιρέσουμε το γράμμα W, που δεν υπάρχει στο ελληνικό αλφάβητο, έχουμε τη λέξη ilousa(Ιλούσα), που μοιάζει με τον Ίλιον, την εναλλακτική ονομασία που χρησιμοποιούσε ο Όμηρος για την Τροία. Οι Χιττίτες αυτοκράτορες διατηρούσαν επίσημη αλληλογραφία με τον ηγεμόνα του λαού αυτού στην ισοδύναμη βάση του «αδελφού βασιλιά».Για να ενισχύσουν τη θεωρία τους, οι δύο ερευνητές παραθέτουν ένα μήνυμα του αυτοκράτορα του Χιττιτών, Χαττούσιλις, ο οποίος κυβέρνησε περίπου την εποχή που καταστράφηκε η Τροία, προς τον βασιλιά των Αχιγιάβα. Σε αυτό γίνεται αναφορά στην « πόλη της Βιλούσα, για την οποία πολεμούσαμε και για την οποία έχουμε τώρα πια καταλήξει σε διακανονισμό. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι σχετικές πινακίδες είναι αποσπασματικές -χωρίς ενδείξεις για τις αιτίες του πολέμου, τη διάρκειά του ή τους όρους της συμφωνίας – σίγουρα όμως προβληματίζουν. Θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν την επίσημη καταγραφή τους από τους Χιττίτες των γεγονότων που ο Όμηρος αφηγήθηκε 500 χρόνια αργότερα.
Είναι ευνόητο πως η ελληνική και χεττιτική εδοχή δεν ταιριάζουν απόλυτα. Για τους Μυκηναίους το να πετύχουν ένα έστω και μικρό πλήγμα κατά των Χεττιτών αποτελούσε θρίαμβο, ικανό να διανθίζεται και να μεγαλοποιείται σε κάθε νέα εξιστόρηση. Για τους Χιττίτες ο τρωικός πόλεμος δεν ήταν άτι περισσότερο από μία σχετικά ανώδυνη παρενόχληση, επιδέξια διευθετημένη από την αυτοκρατορική διπλωματία. Κατά συνέπεια φαίνεται πολύ πιθανό ο τρωικός πόλεμος – αν ήταν μόνο ένας- να είναι μια ιστορική πραγματικότητα στην οποία εμπλέκονται σίγουρα οι αρχαίοι Έλληνες. Σύγχρονες γεωγραφικές και γεωλογικές έρευνες δείχνουν πως οι ομηρικές περιγραφές της Τροίας και της ευρύτερης περιοχής είναι εντυπωσιακά ακριβείς. Αυτά που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι αν ο τρωικός πόλεμος διήρκησε δέκα χρόνια, όπως αναφέρεται στα ομηρικά έπη, αν τα αίτιά του ήταν πράγματι αυτά που αναφέρει ο Όμηρος με τους θεούς να παίρνουν ενεργό μέρος υποστηρίζοντας το ένα ή το άλλο στρατόπεδο , ή αν απλώς ήταν ένας πόλεμος για την εμπορική κυριαρχία.