Η αυτονομία της σκέψης και των βιβλίων που «ράβουν τα κουρέλια του Σύμπαντος για χάρη μας»: Αν το χαρτί καίγεται, οι ιδέες είναι άκαυστες και πυρπολούν νου και συναίσθημα, με το ασίγαστο της αμφιβολίας.
Το βιβλίο
Το 1953, εν τω μέσω της Μακαρθικής περιόδου, εμφανίζεται στα αμερικανικά βιβλιοπωλεία ένα βιβλίο που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα δυστοπικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για το Φαρενάιτ 451, μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου επιστημονικής φαντασίας Ρέι Μπράντμπερι (διασκευασμένο από τον ίδιο για το θέατρο). Μετά από μια προσωπική του περιπέτεια με την αστυνομία ο Μπράντμπερι έγραψε αρχικά τον «Pedestrian» μέσα σε εννιά μέρες. Μεταξύ 1947 και 1948 έγραψε το διήγημα «Bright Phoenix», που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1963 στο «Magazine of Fantasy & Science Fiction», με θέμα ένα βιβλιοθηκάριο που αντιμετωπίζει πυρπόληση των βιβλίων του από έναν Επικεφαλής Λογοκριτή. Ο συνδυασμός των δύο κειμένων θα μεταπλαθόταν στον «Πυροσβέστη» και αργότερα στο «Fahrenheit 451». Στην Αμερική της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητο, αλλά εκδόθηκε αργότερα αποσπασματικά στο Σικάγο. Το 1966 ο Φρανσουά Τρυφώ μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο και το 1979 ο ίδιος ο συγγραφέας ξαναγράφει το έργο σε θεατρική μορφή επεμβαίνοντας σημαντικά στο αρχικό περιεχόμενο του κειμένου και δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό ανέβασμα. Μαζί με το «1984» του Όργουελ και τον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Χάξλεϋ, το «Φάρεναϊτ 451» μιλά για ένα φουτουριστικό ολοκληρωτισμό μαζικής αποβλάκωσης. Σύμφωνα με την επιθυμία του, ο Μπράντμπερι (1920-2012) τάφηκε στο νεκροταφείο Westwood Village Memorial Park Cemetery του Λος Άντζελες και στον τάφο του γράφτηκε «Ρέι Μπράντμπερι, ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451».
Η υπόθεση
Ο τίτλος δηλώνει τη θερμοκρασία στην οποία αρχίζει να καίγεται το χαρτί και αναφέρεται στην πρακτική της «καύσης βιβλίων» που ταυτίζεται, ιστορικά και συμβολικά, με την καταστολή της ελευθερίας σκέψης και λόγου. Σ’ ένα μελλοντικό, ολοκληρωτικό καθεστώς τα βιβλία καταστρέφονται. Σε μια κομφορμιστική κοινωνία, όπου απουσιάζουν τόσο η σκέψη όσο και η μνήμη, εν μέσω μιας εποχής μεγαοθόνης, συνεχούς παρακολούθησης και υστερικής τηλεθέασης, οι άνθρωποι έχουν χάσει την παρρησία της υποκειμενικής ματιάς, της διαφοροποίησης. Οι «πυροτεχνουργοί», λειτουργώντας σαν ένα «Σώμα Κρατικής Ασφάλειας», εντοπίζουν και καίνε όσα βιβλία έχουν σωθεί κρυμμένα από αντιφρονούντες που αρνούνται να συμμορφωθούν στο δόγμα ότι τα βιβλία είναι άχρηστα και βλαβερά. Ο πρωταγωνιστής πυρονόμος Γκάι Μόνταγκ είναι ένα διακεκριμένο στέλεχος αυτού του «σώματος». Ο Γκάι μαθαίνει από τον Μπίτι, τον προϊστάμενό του, ότι η καύση των βιβλίων γίνεται όχι με κυβερνητική εντολή, αλλά επειδή εκτοπίστηκαν από την εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, αλλά και το ραδιόφωνο) και από τις κοινωνικές ομάδες που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους. Οταν έρχεται ο ίδιος σε επαφή με το «μυστικό σύμπαν των βιβλίων», μέσα απο την συνάντηση του με την δεκαπεντάχρονη Κλαρίς ΜακΚέλλαν, αρχίζει να μαγνητίζεται επικίνδυνα απ’ αυτό. Σταδιακά ανακαλύπτει ότι πίσω από τον κόσμο εικονικής πραγματικότητας, στον οποίο οι συμπολίτες του ζουν εφησυχασμένοι, υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο που κινείται υπόγεια και σε αντίθετες κατευθύνσεις από τις δικές του επιλογές. Η περιέργειά του γι’ αυτό τον κόσμο τον μετατρέπει από διώκτη σε διωκόμενο. Μέσα του έχει ξυπνήσει η περιέργεια, η ανησυχία και η επιλογή. Ο ήρωας δεν πρόκειται να είναι ποτέ ξανά ο ήρεμος χειραγωγούμενος άνθρωπος του παρελθόντος. Στα δάση του Σαιν Λούις ο Μόνταγκ θα συναντήσει μια μικροκοινότητα βιβλιοφίλων που μαθαίνουν απ’ έξω τα κείμενα κλασικών έργων διασώζοντάς τα για τις επόμενες γενεές: εκεί οι διασωθέντες παράνομοι φέρουν τα ονόματα του Δαρβίνου, του Σοπενχάουερ, του Αριστοφάνη, του Θερβάντες. «Η γνώση είναι πιο ισχυρή από την εξουσία» καταλήγει ο Γκάι Μόνταγκ και αυτή η διαπίστωση φαντάζει όαση ελπίδας ενάντια στο ζοφερό ολοκληρωτισμό που σαρώνει με την καταστολή ελευθερίας σκέψης και λόγου.
Η παράσταση
Μετά τη «Δίκη του Κ.» του Φραντς Κάφκα και τον «Καντίντ» του Βολταίρου, ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα, επιστρέφει ολοκληρώνοντας την τριλογία της δυστοπίας με το «Φαρενάϊτ 451». Σε μια θεατρική διασκευή που προκρίνει το φιλοσοφικό στοχασμό παρά τη δράση, η παράσταση βυθίζει τον θεατή σ’ ένα φουτουριστικό σκηνικό, το οποίο «αναδύει» ψυχρότητα και απειλή. Η δικτατορία της εικόνας εκδιώχνει τη σκέψη, η πλήρης επικράτηση της τεχνολογίας απογυμνώνει απο κάθε τι ανθρώπινο, εξομοιώνοντας τον ανθρωπο με ένα ον μηχανικό, που δεν διαφέρει πολύ απο τα τεχνολογικά του επιτεύγματα. Η μαζική κουλτούρα,η ιλλιγιώδης ταχύτητα,τα νέα μέσα επικοινωνίας κιμαδοποιούν τη σκέψη, τη διανοητική εγρήγορση, τη λαχτάρα του ανθρώπου να εμβαθύνει, να γνωρίσει.Τα βιβλία αποτελούν τον πιό μισητό εχθρό,που βάζει φωτιά στη καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων με την αμφιβολία ,τον προβληματισμό, την διαφοροποίηση, σε μια εποχή πολιτικής ορθότητας, όπου η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και οι θιγόμενες μειονότητες αποφάσισαν ότι αυτά είναι προτιμότερο να καούν. Αν το χαρτί, ομως, καίγεται, οι ιδέες είναι άκαυστες και πυρπολούν νου και συναίσθημα, με το ασίγαστο της αμφιβολίας. Όσο θα υπάρχουν κάποιοι που θα σώζουν τον λόγο των βιβλίων, μέσα στο μυαλό και τη καρδιά τους, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να ελπίζει και να σκέφτεται. Η εύστοχη και πολυπρισματική ανάγνωση του Μοσχόπουλου φωτίζει το πνεύμα του βιβλίου εκμαιεύοντας ερμηνείες υψηλής υποκριτικής απο το σύνολο του θιάσου.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης υποδύεται τον Γκάι Μόνταγκ με ευαισθησία,αναδεικνύοντας τη σύγχυση του ανθρώπου πριν και μετά τη μύηση του στη γνώση. Η λαχτάρα του να γίνει κάτι διαφορετικό,να μάθει, να γνωρίσει είναι μια ανάγκη σχεδόν οργανική και αποδίδεται απο τον ηθοποιό με συγκινητική ενσυναίσθηση. Εξαιρετική η κομβική σκηνή, όπου ο ήρωας αλλάζει όταν βλέπει μια γυναίκα να προτιμά να αυτοπυρποληθεί παρά να εγκαταλείψει τα βιβλία της. Αναρωτιέται πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποχωρίζεται τη ζωή του και όχι τα βιβλία του. Και αυτή η σκέψη αρχίζει να τον αρρωσταίνει, "νοσεί" μέσα από τη βιολογική ανάγκη του να καταλάβει και όχι μέσα από τη διανοητική, η οποία ακολουθεί αργότερα.
Η πάντα υπέροχη Άννα Μάσχα,μας έχει καλομάθει σε ερμηνείες που πυρπολούν το μυαλό,αλλά κυρίως την καρδιά μας και εδώ σε αυτή τη παράσταση δεν κάνει τίποτα λιγότερο. Η σκηνική της άνεση, η αυτοκυριαρχία της, οι καταιγιστικοί μονολόγοι της, δίνουν αξία σε κάθε νόημα, λέξη και βλέμμα της, ενσαρκώνοντας την σκληρή απρόσωπη εξουσία, που ηδονίζεται να έλέγχει τη σκέψη των άλλων, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει την άλλη πλευρά του ανθρώπου που αποδόμησε την ταυτότητα του,σε μια στιγμή απελπισίας, όταν πίστεψε ότι τα βιβλία, την γλώσσα των οποίων γνώριζε καλά, απέτυχαν να την βοηθήσουν σε προσωπικές της διαδρομές. Η ενδιαφέρουσα αντίθεση της αέρινης Κίττυ Παϊταζόγλου, που υποδύεται την σκεπτόμενη Κλαρίς που βασανίζει δημιουργικά τη σκέψη της με το αιώνιο "γιατί" και της παθητικής ανόητης Μίλντρεντ της Ευδοκίας Ρουμελιώτη, που περιφέρεται δυστυχισμένη και αποχαυνωμένη απο τα ανούσια και παραπλανητικά τηλεοπτικά θεάματα, είναι τοποθετημένη σωστά και λειτουργεί στέρεα μέσα από τις καλοδουλεμένες ερμηνείες των δύο ηθοποιών.
Η σπουδαία Ξένια Καλογεροπούλου παίζει εξαιρετικά τον ρόλο μίας γυναίκας η οποία αρνείται να δεχτεί την καταστροφή των βιβλίων της και αυτοπυρπολείται μαζί τους. Η γνωριμία του Γκάι με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας Φάμπερ,τον κάνει να αντιληφθεί τη σημασία των βιβλίων και του γραπτού λόγου, που δίνει την πραγματική διάσταση του κόσμου και των προβλημάτων του, σε αντίθεση με την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης. Στο ρόλο αυτό ο Χάρης Τσιτσάκης είναι εξαιρετικός, εκφράζοντας με μεστότητα την αγωνία και την ανασφάλεια ενός ηλικιωμένου, φοβισμένου ανθρώπου, που ακόμα ελπίζει. Σε δευτερεύοντες ρόλους τη διανομή συμπληρώνουν ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας, υπηρετώντας με συνέπεια τις πολυπρόσωπες ερμηνείες τους. Το φουτουριστικό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού, με τις επίπεδες οθόνες, όπου κυριαρχεί η τηλεοτπική αποχαύνωση,τα κοστούμια της Κλαίρ Μπρέιστγουελ, με ανάμεικτα στοιχεία, η φοβική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και οι εντυπωσιακοί φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, "ντύνουν" ταιριαστά την παράσταση.
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Σχεδιασμός προβολών: Χρυσούλα Κοροβέση, Μάριος Γαμπιεράκης
Κατασκευή κοστουμιών: Olga Evseeva
Παίζουν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Άννα Μάσχα, Ευδοκία Ρουμελιώτη,
Κίττυ Παϊταζόγλου, Χάρης Τσιτσάκης, Μάνος Γαλανής, Θάνος Λέκκας, Ξένια Καλογεροπούλου
Θέατρο Πόρτα, Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι
Τηλ.: 2107711333
Παρασκευή, Σάββατο. 9.15 μ.μ., Κυριακή 7.30 μ.μ.
Tιμή : € 15, 12, 8.
Το 1953, εν τω μέσω της Μακαρθικής περιόδου, εμφανίζεται στα αμερικανικά βιβλιοπωλεία ένα βιβλίο που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα δυστοπικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για το Φαρενάιτ 451, μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου επιστημονικής φαντασίας Ρέι Μπράντμπερι (διασκευασμένο από τον ίδιο για το θέατρο). Μετά από μια προσωπική του περιπέτεια με την αστυνομία ο Μπράντμπερι έγραψε αρχικά τον «Pedestrian» μέσα σε εννιά μέρες. Μεταξύ 1947 και 1948 έγραψε το διήγημα «Bright Phoenix», που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1963 στο «Magazine of Fantasy & Science Fiction», με θέμα ένα βιβλιοθηκάριο που αντιμετωπίζει πυρπόληση των βιβλίων του από έναν Επικεφαλής Λογοκριτή. Ο συνδυασμός των δύο κειμένων θα μεταπλαθόταν στον «Πυροσβέστη» και αργότερα στο «Fahrenheit 451». Στην Αμερική της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητο, αλλά εκδόθηκε αργότερα αποσπασματικά στο Σικάγο. Το 1966 ο Φρανσουά Τρυφώ μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο και το 1979 ο ίδιος ο συγγραφέας ξαναγράφει το έργο σε θεατρική μορφή επεμβαίνοντας σημαντικά στο αρχικό περιεχόμενο του κειμένου και δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό ανέβασμα. Μαζί με το «1984» του Όργουελ και τον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Χάξλεϋ, το «Φάρεναϊτ 451» μιλά για ένα φουτουριστικό ολοκληρωτισμό μαζικής αποβλάκωσης. Σύμφωνα με την επιθυμία του, ο Μπράντμπερι (1920-2012) τάφηκε στο νεκροταφείο Westwood Village Memorial Park Cemetery του Λος Άντζελες και στον τάφο του γράφτηκε «Ρέι Μπράντμπερι, ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451».
Η υπόθεση
Ο τίτλος δηλώνει τη θερμοκρασία στην οποία αρχίζει να καίγεται το χαρτί και αναφέρεται στην πρακτική της «καύσης βιβλίων» που ταυτίζεται, ιστορικά και συμβολικά, με την καταστολή της ελευθερίας σκέψης και λόγου. Σ’ ένα μελλοντικό, ολοκληρωτικό καθεστώς τα βιβλία καταστρέφονται. Σε μια κομφορμιστική κοινωνία, όπου απουσιάζουν τόσο η σκέψη όσο και η μνήμη, εν μέσω μιας εποχής μεγαοθόνης, συνεχούς παρακολούθησης και υστερικής τηλεθέασης, οι άνθρωποι έχουν χάσει την παρρησία της υποκειμενικής ματιάς, της διαφοροποίησης. Οι «πυροτεχνουργοί», λειτουργώντας σαν ένα «Σώμα Κρατικής Ασφάλειας», εντοπίζουν και καίνε όσα βιβλία έχουν σωθεί κρυμμένα από αντιφρονούντες που αρνούνται να συμμορφωθούν στο δόγμα ότι τα βιβλία είναι άχρηστα και βλαβερά. Ο πρωταγωνιστής πυρονόμος Γκάι Μόνταγκ είναι ένα διακεκριμένο στέλεχος αυτού του «σώματος». Ο Γκάι μαθαίνει από τον Μπίτι, τον προϊστάμενό του, ότι η καύση των βιβλίων γίνεται όχι με κυβερνητική εντολή, αλλά επειδή εκτοπίστηκαν από την εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, αλλά και το ραδιόφωνο) και από τις κοινωνικές ομάδες που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους. Οταν έρχεται ο ίδιος σε επαφή με το «μυστικό σύμπαν των βιβλίων», μέσα απο την συνάντηση του με την δεκαπεντάχρονη Κλαρίς ΜακΚέλλαν, αρχίζει να μαγνητίζεται επικίνδυνα απ’ αυτό. Σταδιακά ανακαλύπτει ότι πίσω από τον κόσμο εικονικής πραγματικότητας, στον οποίο οι συμπολίτες του ζουν εφησυχασμένοι, υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο που κινείται υπόγεια και σε αντίθετες κατευθύνσεις από τις δικές του επιλογές. Η περιέργειά του γι’ αυτό τον κόσμο τον μετατρέπει από διώκτη σε διωκόμενο. Μέσα του έχει ξυπνήσει η περιέργεια, η ανησυχία και η επιλογή. Ο ήρωας δεν πρόκειται να είναι ποτέ ξανά ο ήρεμος χειραγωγούμενος άνθρωπος του παρελθόντος. Στα δάση του Σαιν Λούις ο Μόνταγκ θα συναντήσει μια μικροκοινότητα βιβλιοφίλων που μαθαίνουν απ’ έξω τα κείμενα κλασικών έργων διασώζοντάς τα για τις επόμενες γενεές: εκεί οι διασωθέντες παράνομοι φέρουν τα ονόματα του Δαρβίνου, του Σοπενχάουερ, του Αριστοφάνη, του Θερβάντες. «Η γνώση είναι πιο ισχυρή από την εξουσία» καταλήγει ο Γκάι Μόνταγκ και αυτή η διαπίστωση φαντάζει όαση ελπίδας ενάντια στο ζοφερό ολοκληρωτισμό που σαρώνει με την καταστολή ελευθερίας σκέψης και λόγου.
Η παράσταση
Μετά τη «Δίκη του Κ.» του Φραντς Κάφκα και τον «Καντίντ» του Βολταίρου, ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα, επιστρέφει ολοκληρώνοντας την τριλογία της δυστοπίας με το «Φαρενάϊτ 451». Σε μια θεατρική διασκευή που προκρίνει το φιλοσοφικό στοχασμό παρά τη δράση, η παράσταση βυθίζει τον θεατή σ’ ένα φουτουριστικό σκηνικό, το οποίο «αναδύει» ψυχρότητα και απειλή. Η δικτατορία της εικόνας εκδιώχνει τη σκέψη, η πλήρης επικράτηση της τεχνολογίας απογυμνώνει απο κάθε τι ανθρώπινο, εξομοιώνοντας τον ανθρωπο με ένα ον μηχανικό, που δεν διαφέρει πολύ απο τα τεχνολογικά του επιτεύγματα. Η μαζική κουλτούρα,η ιλλιγιώδης ταχύτητα,τα νέα μέσα επικοινωνίας κιμαδοποιούν τη σκέψη, τη διανοητική εγρήγορση, τη λαχτάρα του ανθρώπου να εμβαθύνει, να γνωρίσει.Τα βιβλία αποτελούν τον πιό μισητό εχθρό,που βάζει φωτιά στη καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων με την αμφιβολία ,τον προβληματισμό, την διαφοροποίηση, σε μια εποχή πολιτικής ορθότητας, όπου η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και οι θιγόμενες μειονότητες αποφάσισαν ότι αυτά είναι προτιμότερο να καούν. Αν το χαρτί, ομως, καίγεται, οι ιδέες είναι άκαυστες και πυρπολούν νου και συναίσθημα, με το ασίγαστο της αμφιβολίας. Όσο θα υπάρχουν κάποιοι που θα σώζουν τον λόγο των βιβλίων, μέσα στο μυαλό και τη καρδιά τους, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να ελπίζει και να σκέφτεται. Η εύστοχη και πολυπρισματική ανάγνωση του Μοσχόπουλου φωτίζει το πνεύμα του βιβλίου εκμαιεύοντας ερμηνείες υψηλής υποκριτικής απο το σύνολο του θιάσου.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης υποδύεται τον Γκάι Μόνταγκ με ευαισθησία,αναδεικνύοντας τη σύγχυση του ανθρώπου πριν και μετά τη μύηση του στη γνώση. Η λαχτάρα του να γίνει κάτι διαφορετικό,να μάθει, να γνωρίσει είναι μια ανάγκη σχεδόν οργανική και αποδίδεται απο τον ηθοποιό με συγκινητική ενσυναίσθηση. Εξαιρετική η κομβική σκηνή, όπου ο ήρωας αλλάζει όταν βλέπει μια γυναίκα να προτιμά να αυτοπυρποληθεί παρά να εγκαταλείψει τα βιβλία της. Αναρωτιέται πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποχωρίζεται τη ζωή του και όχι τα βιβλία του. Και αυτή η σκέψη αρχίζει να τον αρρωσταίνει, "νοσεί" μέσα από τη βιολογική ανάγκη του να καταλάβει και όχι μέσα από τη διανοητική, η οποία ακολουθεί αργότερα.
Η πάντα υπέροχη Άννα Μάσχα,μας έχει καλομάθει σε ερμηνείες που πυρπολούν το μυαλό,αλλά κυρίως την καρδιά μας και εδώ σε αυτή τη παράσταση δεν κάνει τίποτα λιγότερο. Η σκηνική της άνεση, η αυτοκυριαρχία της, οι καταιγιστικοί μονολόγοι της, δίνουν αξία σε κάθε νόημα, λέξη και βλέμμα της, ενσαρκώνοντας την σκληρή απρόσωπη εξουσία, που ηδονίζεται να έλέγχει τη σκέψη των άλλων, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει την άλλη πλευρά του ανθρώπου που αποδόμησε την ταυτότητα του,σε μια στιγμή απελπισίας, όταν πίστεψε ότι τα βιβλία, την γλώσσα των οποίων γνώριζε καλά, απέτυχαν να την βοηθήσουν σε προσωπικές της διαδρομές. Η ενδιαφέρουσα αντίθεση της αέρινης Κίττυ Παϊταζόγλου, που υποδύεται την σκεπτόμενη Κλαρίς που βασανίζει δημιουργικά τη σκέψη της με το αιώνιο "γιατί" και της παθητικής ανόητης Μίλντρεντ της Ευδοκίας Ρουμελιώτη, που περιφέρεται δυστυχισμένη και αποχαυνωμένη απο τα ανούσια και παραπλανητικά τηλεοπτικά θεάματα, είναι τοποθετημένη σωστά και λειτουργεί στέρεα μέσα από τις καλοδουλεμένες ερμηνείες των δύο ηθοποιών.
Η σπουδαία Ξένια Καλογεροπούλου παίζει εξαιρετικά τον ρόλο μίας γυναίκας η οποία αρνείται να δεχτεί την καταστροφή των βιβλίων της και αυτοπυρπολείται μαζί τους. Η γνωριμία του Γκάι με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας Φάμπερ,τον κάνει να αντιληφθεί τη σημασία των βιβλίων και του γραπτού λόγου, που δίνει την πραγματική διάσταση του κόσμου και των προβλημάτων του, σε αντίθεση με την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης. Στο ρόλο αυτό ο Χάρης Τσιτσάκης είναι εξαιρετικός, εκφράζοντας με μεστότητα την αγωνία και την ανασφάλεια ενός ηλικιωμένου, φοβισμένου ανθρώπου, που ακόμα ελπίζει. Σε δευτερεύοντες ρόλους τη διανομή συμπληρώνουν ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας, υπηρετώντας με συνέπεια τις πολυπρόσωπες ερμηνείες τους. Το φουτουριστικό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού, με τις επίπεδες οθόνες, όπου κυριαρχεί η τηλεοτπική αποχαύνωση,τα κοστούμια της Κλαίρ Μπρέιστγουελ, με ανάμεικτα στοιχεία, η φοβική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και οι εντυπωσιακοί φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, "ντύνουν" ταιριαστά την παράσταση.
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Σχεδιασμός προβολών: Χρυσούλα Κοροβέση, Μάριος Γαμπιεράκης
Κατασκευή κοστουμιών: Olga Evseeva
Παίζουν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Άννα Μάσχα, Ευδοκία Ρουμελιώτη,
Κίττυ Παϊταζόγλου, Χάρης Τσιτσάκης, Μάνος Γαλανής, Θάνος Λέκκας, Ξένια Καλογεροπούλου
Θέατρο Πόρτα, Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι
Τηλ.: 2107711333
Παρασκευή, Σάββατο. 9.15 μ.μ., Κυριακή 7.30 μ.μ.
Tιμή : € 15, 12, 8.