Και όμως, θα μπορούσαν να είναι φίλες, τελικά...
Η ταινία και το παρασκήνιο
Κανένας σκηνοθέτης δεν είχε ποτέ αγγίξει ή αποδώσει θεατρικά το θρυλικό καλτ ψυχολογικό θρίλερ "Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν", που σφράγισαν με τις ερμηνείες τους η Τζόαν Κρόφορντ και η Μπέτι Ντέιβις. Μόλις φέτος τον Σεπτέμβριο, απελευθερώθηκαν τα δικαιώματα της θεατρικής διασκευής του, από τον Χένρυ Φάρελ, τον συγγραφέα του μυθιστορήματος και του σεναρίου της ταινίας, που περιέχει νέες εκπλήξεις, βιτριολικό χιούμορ και ακόμα πιο ανατριχιαστικές ανατροπές.Ταυτόχρονα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ, αλλά και ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία, το έργο εδώ και πενήντα χρόνια έχει αποτελέσει μήλο της έριδας για παραγωγούς και σκηνοθέτες, καθώς οι θεατρικές του δυνατότητες είναι απεριόριστες. Το διάσημο θρίλερ του Αμερικάνικου κινηματογράφου είχε γίνει τεράστια εμπορική επιτυχία, όταν βγήκε στους κινηματογράφους το 1962. Η Μπέτι Ντέιβις δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει μαζί με την μεγάλη της αντίπαλο Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία τρόμου Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; του Ρόμπερτ Όλντριτς, πιστεύοντας ότι ο ρόλος της, ως πρώην παιδί θαύμα Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον, θ´αναβίωνε την καριέρα της και θα´χε απήχηση στο κοινό που είχε λατρέψει την Ψυχώ του Χίτσκοκ δυο χρόνια πριν. Ευθύς εξαρχής για να ενοχλήσει την Joan Crawford που μετέπειτα υπήρξε παντρεμένη με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Pepsi,η Bette Davis τοποθέτησε αυτόματο μηχάνημα της Coca- Cola στο καμαρίνι της. Ως ανταπάντηση η Crawford τοποθέτησε πέτρες στις τσέπες του φορέματός της, για να δυσκολέψει την Davis στις σκηνές που έπρεπε να την σέρνει. Η Crawford λέγεται ότι είχε ενοχληθεί πολύ από τη στάση της Davis όταν την ρώτησε πώς της φάνηκε η ταινία δεχόμενη ως απάντηση « Μου άρεσε. Ήμουν πολύ καλή», και σε συνδυασμό με την υποψηφιότητα μόνο της Bette Davis για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου αποφάσισε να αποσυρθεί από την προώθηση της ταινίας.
Η Ντέιβις έλαβε την ενδέκατη υποψηφιότητά της για τα όσκαρ, ενώ η ακαδημία αγνόησε την Κρόφορντ. Η Κρόφορντ πικραμένη τότε, στράφηκε δημόσια εναντίον της Ντέιβις, ζήτησε λοιπόν απ'τις υπόλοιπες υποψηφίους να την άφηναν να δεχτεί εκείνη το βραβείο, σε περίπτωση νίκης, ενώ εκείνες ήταν απούσες. Η Ντέιβις, της οποίας η ερμηνεία είχε λάβει πολύ καλές κριτικές θεωρούνταν το φαβορί, όμως την βραδιά των όσκαρ το βραβείο πήγε στην Αν Μπάνκροφτ, η οποία λόγω θεατρικών υποχρεώσεων δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί στην τελετή. Μόλις το όνομα της νικήτριας ανακοινώθηκε η Ντέιβις πάγωσε κι η Κρόφορντ την προσπέρασε για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό της Μπάνκροφτ. Η Ντέιβις αργότερα σχολίασε: Αν είχα κερδίσει το όσκαρ, η ταινία μας θα έκανε επιπλέον εισπράξεις ένα εκατομμύριο δολάρια. Η Τζόαν χάρηκε που δεν κέρδισα. Όταν τελικώς η Joan Crawford « έφυγε» από τη ζωή, η Bette Davis χαρακτηριστικά δήλωσε: « δεν πρέπει ποτέ να λες κακά πράγματα για τους νεκρούς, μόνο καλά. Η Joan Crawford πέθανε. Καλά».
Υπόθεση
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον και η Μπλανς Χάτσον, είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη ήταν ένα παιδί- θαύμα της θεατρικής σκηνής του βαριετέ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1917, που σταδιακά χάνει την λάμψη της και περνάει στα «μαύρα» κατάστιχα της κινηματογραφικής βιομηχανίας παίρνοντας ρόλους δευτερεύοντες και αδιάφορους. Η αδελφή της, που βρισκόταν πάντα στα παρασκήνια, παραμελημένη από τον πατέρα τους, σαν το παραμύθι με τα ασχημόπαπα και τους κύκνους, ανθίζει και με το πέρασμα των ετών, γίνεται μία από τις πιο περιζήτητες και φωτογενείς σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, της δεκαετίας του '30, που αναγκάζεται.όμως, να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας της λόγω ενός ατυχήματος και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Όταν η Τζέιν πληροφορείται ότι η αδελφή της σκοπεύει να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική, καταστρώνει σχέδιο εξόντωσης της Μπλανς. Δεν ξέρει όμως ότι η Μπλανς κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματός της, το οποίο όταν βγει στην επιφάνεια πρόκειται να προκαλέσει τραγικές αλλαγές στη συμπεριφορά της Τζέιν.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Απόλλωνας Παπαθεοχάρης έχει στήσει ένα έντονο ψυχολογικό θρίλερ, που βασίζεται στην ερμηνευτική μονομαχία των δύο πρωταγωνιστριών του. Μέσα σ' ένα όργιο παρακμής, ψυχοπαθολογίας, και τραγικωμωδίας, οι δύο αδελφές ερμηνεύουν την αγριότητα της ανθρώπινης κατάστασης, έτσι όπως την βίωσαν εγκλωβισμένες οριστικά και αμετάκλητα στη θηριωδία του star system που τις αποθέωσε. Στην κλειστοφοβική, παρηκμασμένη έπαυλη μέσα στην οποία ζουν ως απομεινάρια της κοινωνίας και της ζωής οι δύο αδερφές, ο σκηνοθέτης χτίζει το σασπένς πάνω σε δύο πόλους: από τη μία στην αγωνία του τι ακριβώς θα συμβεί κάθε φορά που η Τζέιν ανεβαίνει στο δωμάτιο της Μπλανς και από την άλλη στην παράνοια της Τζέιν καθώς πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση, προβάροντας τα ίδια κομμάτια που τραγουδούσε όταν ήταν παιδί – θαύμα. Και σε μια σειρά από σκηνές έντονης κορύφωσης, με κορυφαία αυτή του αποτρόπαιου δείπνου που θα προσφέρει σε ένα δίσκο η Τζέιν στην Μπλανς, χτίζει αργά, σταθερά και με τον ίδιο σαδισμό με τον οποίο αναπνέουν οι πρωταγωνίστριες του,ένα εφιαλτικό σύμπαν που ασφυκτιά μέσα στο τραγικό της ίδια της γελοιότητας του. Καθεμία είναι κυρίαρχη στο χώρο της, παραμένει όμως σε άρρηκτη εξάρτηση από την άλλη, η μεν Τζέιν για τη διαβίωση, η δε Μπλανς για την οικονομική εξασφάλιση. Δίνεται η αίσθηση μιας περίεργης ισορροπίας ανάμεσά τους, μέχρι τη στιγμή της ρήξης.
Η Ρένη Πιττακή, με υποκριτική ωριμότητα, νωχελικά και χωρίς υπερβολή αποτυπώνει το θύμα που ταλαιπωρείται ακόμη και στα απλά από την άσπλαχνη αδελφή της προκαλώντας το αίσθημα της συμπόνιας και γεννώντας την ανάγκη της δικαιοσύνης. Χωρίς φωνές και υστερίες, με κύριο όπλο το βλέμμα, μας μαρτυρά τον πόνο της. Από την άλλη η Ρούλα Πατεράκη δηλώνει επιδεικτικά την παρουσία της σε όλο το έργο. Υποδύεται έναν χαρακτήρα ανισόρροπο, νευρωτικό, γεμάτο πικρία. Με το εκκεντρικό παίξιμό της καταφέρνει να μας κάνει να γευόμαστε μαζί της το αλκοόλ που υπερκαταναλώνει, να τραγουδάμε συνοδεία το « γράμμα που έγραψε στον μπαμπά» και τελικά να την πονάμε. Ναι, είναι άρρωστη. Αλλά, ίσως κάπου θα μπορούσε να σωθεί. Άλλωστε το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει την καριέρα της, προσκολλημένη στα παιδικά χρόνια της δόξας της, χρόνια σκληρά, με τον πατέρα να στοιχειώνει ακόμα τα όνειρα της, τις θύμισες να καθρεφτίζουν την απάνθρωπη εκμετάλλευση της μικρής Τζέιν, που ψελλίζει παραπονεμένα στον πατέρα: οχι άλλες πρόβες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει την χαμένη παιδικότητα και ανεμελιά. Η παρανοϊκή ηλικιωμένη Τζειν περιφέρεται πια σαν γερασμένη κουκλίτσα και ταυτόχρονα αδίστακτη σκύλα, έτοιμη να εξοντώσει την παράλυτη αδερφή της, της οποίας το μονίμως τρομαγμένο σαν μάσκα πρόσωπο της αλλοιώνεται, νιώθωντας στα σωθικά της την απειλή της αδερφής της. Δυο γυναίκες, εν μέσω μιας ηλεκτισμένης χημείας, με θριλερική ένταση, διανθισμένη με μοχθηρές ατάκες και αρρωστημένη, καταπιεσμένη συνύπαρξη, υποστηρίζονται υποκριτικά με ερμηνευτική δεινότητα απο τις δυο πρωταγωνίστριες. Οι ερμηνείες αποκτούν μία ψυχαναλυτική αποτύπωση (η φωνή του μπαμπά και η οιδιποδειακή σχέση με τη κόρη του, η αντιζηλία μεταξύ των δύο αδερφών, η κούκλα Μπέιμπι Τζέιν ως προβολή της αιώνιας παιδικότητας),προσδίδοντας εύστοχα στο έργο το σκοτεινό νουαρ χαρακτήρα του.
Η Στέλλα Γκίκα υποδύεται πειστικά την πιστή υπηρέτρια της Μπλανς, η οποία είναι η πρώτη που επισημαίνει τη λανθάνουσα –ακόμη- ψυχική ασθένεια της Jane. Ο Αλέξιος Διαμαντής ερμηνεύει τον τυχοδιώκτη πιανίστα Έντουιν, που τριγυρίζει την Jane, την κρίσιμη όμως στιγμή, αντιλαμβάνεται τις συνθήκες και σπεύδει για βοήθεια. Απολαυστική η Πηνελόπη Μαρκοπούλου στον διπλό ρόλο της περίεργης γειτόνισσας και της καταπιεστικής μητέρας του Έντουιν. H μετάφραση και η δραματουργική επιμέλεια αποτυπώνουν με ευστοχία τη συμπλεγματική σχέση των δύο αδερφών, δίνοντας έμφαση στις αφοπλιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών. Το κλειστοφοβικό σκηνικό της έπαυλης που δίνει την εντύπωση του περίκλειστου χώρου, με σιδερένιες πόρτες και απομονωμένα δωμάτια, αποδίδει απο τη πρώτη στιγμή εξαιρετικά την αποπνικτική και αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Η μουσική επένδυση της παράστασης και ο χαμηλός, υπαινικτικός φωτισμός τονίζουν τη διαταραγμένη ψυχή των ηρωίδων, εντείνοντας τα στοιχεία του θρίλερ.Ο Απόλλωνας Παπαθεοχάρης έχει κερδίσει το στοίχημα τόσο στο ψυχολογικό, όσο και στο αισθητικό κομμάτι της παράστασης, με ένα δυνατό καστ, που μονομαχεί μέχρι το τελευταίο λεπτό, που λαμβάνει χώρα η απρόσμενη ανατροπή αυτής της αρρωστημένης ιστορίας.
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική Επιμέλεια: Απόλλων Παπαθεοχάρης - Δανάη Παπουτσή
Σκηνοθεσία - Σκηνικά - Κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης
Μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Ερμηνεύουν: Ρούλα Πατεράκη: Μπέιμπι Τζέιν,
Ρένη Πιττακή: Μπλανς, Στέλλα Γκίκα: Έντνα,
Πηνελόπη Μαρκοπούλου: Κυρία Μπέιτς – Ντήλια, Αλέξιος Διαμαντής: Έντουιν
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή στις 21.00
Σάββατο στις 18.30 και 21.30, Κυριακή στις 20.30
Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Αθήνα, Τηλ: 215. 515 8968
Ώρες ταμείου: Τρίτη έως Κυριακή 13.30-21.30
Κανένας σκηνοθέτης δεν είχε ποτέ αγγίξει ή αποδώσει θεατρικά το θρυλικό καλτ ψυχολογικό θρίλερ "Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν", που σφράγισαν με τις ερμηνείες τους η Τζόαν Κρόφορντ και η Μπέτι Ντέιβις. Μόλις φέτος τον Σεπτέμβριο, απελευθερώθηκαν τα δικαιώματα της θεατρικής διασκευής του, από τον Χένρυ Φάρελ, τον συγγραφέα του μυθιστορήματος και του σεναρίου της ταινίας, που περιέχει νέες εκπλήξεις, βιτριολικό χιούμορ και ακόμα πιο ανατριχιαστικές ανατροπές.Ταυτόχρονα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ, αλλά και ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία, το έργο εδώ και πενήντα χρόνια έχει αποτελέσει μήλο της έριδας για παραγωγούς και σκηνοθέτες, καθώς οι θεατρικές του δυνατότητες είναι απεριόριστες. Το διάσημο θρίλερ του Αμερικάνικου κινηματογράφου είχε γίνει τεράστια εμπορική επιτυχία, όταν βγήκε στους κινηματογράφους το 1962. Η Μπέτι Ντέιβις δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει μαζί με την μεγάλη της αντίπαλο Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία τρόμου Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; του Ρόμπερτ Όλντριτς, πιστεύοντας ότι ο ρόλος της, ως πρώην παιδί θαύμα Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον, θ´αναβίωνε την καριέρα της και θα´χε απήχηση στο κοινό που είχε λατρέψει την Ψυχώ του Χίτσκοκ δυο χρόνια πριν. Ευθύς εξαρχής για να ενοχλήσει την Joan Crawford που μετέπειτα υπήρξε παντρεμένη με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Pepsi,η Bette Davis τοποθέτησε αυτόματο μηχάνημα της Coca- Cola στο καμαρίνι της. Ως ανταπάντηση η Crawford τοποθέτησε πέτρες στις τσέπες του φορέματός της, για να δυσκολέψει την Davis στις σκηνές που έπρεπε να την σέρνει. Η Crawford λέγεται ότι είχε ενοχληθεί πολύ από τη στάση της Davis όταν την ρώτησε πώς της φάνηκε η ταινία δεχόμενη ως απάντηση « Μου άρεσε. Ήμουν πολύ καλή», και σε συνδυασμό με την υποψηφιότητα μόνο της Bette Davis για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου αποφάσισε να αποσυρθεί από την προώθηση της ταινίας.
Η Ντέιβις έλαβε την ενδέκατη υποψηφιότητά της για τα όσκαρ, ενώ η ακαδημία αγνόησε την Κρόφορντ. Η Κρόφορντ πικραμένη τότε, στράφηκε δημόσια εναντίον της Ντέιβις, ζήτησε λοιπόν απ'τις υπόλοιπες υποψηφίους να την άφηναν να δεχτεί εκείνη το βραβείο, σε περίπτωση νίκης, ενώ εκείνες ήταν απούσες. Η Ντέιβις, της οποίας η ερμηνεία είχε λάβει πολύ καλές κριτικές θεωρούνταν το φαβορί, όμως την βραδιά των όσκαρ το βραβείο πήγε στην Αν Μπάνκροφτ, η οποία λόγω θεατρικών υποχρεώσεων δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί στην τελετή. Μόλις το όνομα της νικήτριας ανακοινώθηκε η Ντέιβις πάγωσε κι η Κρόφορντ την προσπέρασε για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό της Μπάνκροφτ. Η Ντέιβις αργότερα σχολίασε: Αν είχα κερδίσει το όσκαρ, η ταινία μας θα έκανε επιπλέον εισπράξεις ένα εκατομμύριο δολάρια. Η Τζόαν χάρηκε που δεν κέρδισα. Όταν τελικώς η Joan Crawford « έφυγε» από τη ζωή, η Bette Davis χαρακτηριστικά δήλωσε: « δεν πρέπει ποτέ να λες κακά πράγματα για τους νεκρούς, μόνο καλά. Η Joan Crawford πέθανε. Καλά».
Υπόθεση
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον και η Μπλανς Χάτσον, είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη ήταν ένα παιδί- θαύμα της θεατρικής σκηνής του βαριετέ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1917, που σταδιακά χάνει την λάμψη της και περνάει στα «μαύρα» κατάστιχα της κινηματογραφικής βιομηχανίας παίρνοντας ρόλους δευτερεύοντες και αδιάφορους. Η αδελφή της, που βρισκόταν πάντα στα παρασκήνια, παραμελημένη από τον πατέρα τους, σαν το παραμύθι με τα ασχημόπαπα και τους κύκνους, ανθίζει και με το πέρασμα των ετών, γίνεται μία από τις πιο περιζήτητες και φωτογενείς σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, της δεκαετίας του '30, που αναγκάζεται.όμως, να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας της λόγω ενός ατυχήματος και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Όταν η Τζέιν πληροφορείται ότι η αδελφή της σκοπεύει να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική, καταστρώνει σχέδιο εξόντωσης της Μπλανς. Δεν ξέρει όμως ότι η Μπλανς κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματός της, το οποίο όταν βγει στην επιφάνεια πρόκειται να προκαλέσει τραγικές αλλαγές στη συμπεριφορά της Τζέιν.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Απόλλωνας Παπαθεοχάρης έχει στήσει ένα έντονο ψυχολογικό θρίλερ, που βασίζεται στην ερμηνευτική μονομαχία των δύο πρωταγωνιστριών του. Μέσα σ' ένα όργιο παρακμής, ψυχοπαθολογίας, και τραγικωμωδίας, οι δύο αδελφές ερμηνεύουν την αγριότητα της ανθρώπινης κατάστασης, έτσι όπως την βίωσαν εγκλωβισμένες οριστικά και αμετάκλητα στη θηριωδία του star system που τις αποθέωσε. Στην κλειστοφοβική, παρηκμασμένη έπαυλη μέσα στην οποία ζουν ως απομεινάρια της κοινωνίας και της ζωής οι δύο αδερφές, ο σκηνοθέτης χτίζει το σασπένς πάνω σε δύο πόλους: από τη μία στην αγωνία του τι ακριβώς θα συμβεί κάθε φορά που η Τζέιν ανεβαίνει στο δωμάτιο της Μπλανς και από την άλλη στην παράνοια της Τζέιν καθώς πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση, προβάροντας τα ίδια κομμάτια που τραγουδούσε όταν ήταν παιδί – θαύμα. Και σε μια σειρά από σκηνές έντονης κορύφωσης, με κορυφαία αυτή του αποτρόπαιου δείπνου που θα προσφέρει σε ένα δίσκο η Τζέιν στην Μπλανς, χτίζει αργά, σταθερά και με τον ίδιο σαδισμό με τον οποίο αναπνέουν οι πρωταγωνίστριες του,ένα εφιαλτικό σύμπαν που ασφυκτιά μέσα στο τραγικό της ίδια της γελοιότητας του. Καθεμία είναι κυρίαρχη στο χώρο της, παραμένει όμως σε άρρηκτη εξάρτηση από την άλλη, η μεν Τζέιν για τη διαβίωση, η δε Μπλανς για την οικονομική εξασφάλιση. Δίνεται η αίσθηση μιας περίεργης ισορροπίας ανάμεσά τους, μέχρι τη στιγμή της ρήξης.
Η Ρένη Πιττακή, με υποκριτική ωριμότητα, νωχελικά και χωρίς υπερβολή αποτυπώνει το θύμα που ταλαιπωρείται ακόμη και στα απλά από την άσπλαχνη αδελφή της προκαλώντας το αίσθημα της συμπόνιας και γεννώντας την ανάγκη της δικαιοσύνης. Χωρίς φωνές και υστερίες, με κύριο όπλο το βλέμμα, μας μαρτυρά τον πόνο της. Από την άλλη η Ρούλα Πατεράκη δηλώνει επιδεικτικά την παρουσία της σε όλο το έργο. Υποδύεται έναν χαρακτήρα ανισόρροπο, νευρωτικό, γεμάτο πικρία. Με το εκκεντρικό παίξιμό της καταφέρνει να μας κάνει να γευόμαστε μαζί της το αλκοόλ που υπερκαταναλώνει, να τραγουδάμε συνοδεία το « γράμμα που έγραψε στον μπαμπά» και τελικά να την πονάμε. Ναι, είναι άρρωστη. Αλλά, ίσως κάπου θα μπορούσε να σωθεί. Άλλωστε το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει την καριέρα της, προσκολλημένη στα παιδικά χρόνια της δόξας της, χρόνια σκληρά, με τον πατέρα να στοιχειώνει ακόμα τα όνειρα της, τις θύμισες να καθρεφτίζουν την απάνθρωπη εκμετάλλευση της μικρής Τζέιν, που ψελλίζει παραπονεμένα στον πατέρα: οχι άλλες πρόβες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει την χαμένη παιδικότητα και ανεμελιά. Η παρανοϊκή ηλικιωμένη Τζειν περιφέρεται πια σαν γερασμένη κουκλίτσα και ταυτόχρονα αδίστακτη σκύλα, έτοιμη να εξοντώσει την παράλυτη αδερφή της, της οποίας το μονίμως τρομαγμένο σαν μάσκα πρόσωπο της αλλοιώνεται, νιώθωντας στα σωθικά της την απειλή της αδερφής της. Δυο γυναίκες, εν μέσω μιας ηλεκτισμένης χημείας, με θριλερική ένταση, διανθισμένη με μοχθηρές ατάκες και αρρωστημένη, καταπιεσμένη συνύπαρξη, υποστηρίζονται υποκριτικά με ερμηνευτική δεινότητα απο τις δυο πρωταγωνίστριες. Οι ερμηνείες αποκτούν μία ψυχαναλυτική αποτύπωση (η φωνή του μπαμπά και η οιδιποδειακή σχέση με τη κόρη του, η αντιζηλία μεταξύ των δύο αδερφών, η κούκλα Μπέιμπι Τζέιν ως προβολή της αιώνιας παιδικότητας),προσδίδοντας εύστοχα στο έργο το σκοτεινό νουαρ χαρακτήρα του.
Η Στέλλα Γκίκα υποδύεται πειστικά την πιστή υπηρέτρια της Μπλανς, η οποία είναι η πρώτη που επισημαίνει τη λανθάνουσα –ακόμη- ψυχική ασθένεια της Jane. Ο Αλέξιος Διαμαντής ερμηνεύει τον τυχοδιώκτη πιανίστα Έντουιν, που τριγυρίζει την Jane, την κρίσιμη όμως στιγμή, αντιλαμβάνεται τις συνθήκες και σπεύδει για βοήθεια. Απολαυστική η Πηνελόπη Μαρκοπούλου στον διπλό ρόλο της περίεργης γειτόνισσας και της καταπιεστικής μητέρας του Έντουιν. H μετάφραση και η δραματουργική επιμέλεια αποτυπώνουν με ευστοχία τη συμπλεγματική σχέση των δύο αδερφών, δίνοντας έμφαση στις αφοπλιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών. Το κλειστοφοβικό σκηνικό της έπαυλης που δίνει την εντύπωση του περίκλειστου χώρου, με σιδερένιες πόρτες και απομονωμένα δωμάτια, αποδίδει απο τη πρώτη στιγμή εξαιρετικά την αποπνικτική και αλλόκοτη ατμόσφαιρα. Η μουσική επένδυση της παράστασης και ο χαμηλός, υπαινικτικός φωτισμός τονίζουν τη διαταραγμένη ψυχή των ηρωίδων, εντείνοντας τα στοιχεία του θρίλερ.Ο Απόλλωνας Παπαθεοχάρης έχει κερδίσει το στοίχημα τόσο στο ψυχολογικό, όσο και στο αισθητικό κομμάτι της παράστασης, με ένα δυνατό καστ, που μονομαχεί μέχρι το τελευταίο λεπτό, που λαμβάνει χώρα η απρόσμενη ανατροπή αυτής της αρρωστημένης ιστορίας.
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική Επιμέλεια: Απόλλων Παπαθεοχάρης - Δανάη Παπουτσή
Σκηνοθεσία - Σκηνικά - Κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης
Μουσική: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Ερμηνεύουν: Ρούλα Πατεράκη: Μπέιμπι Τζέιν,
Ρένη Πιττακή: Μπλανς, Στέλλα Γκίκα: Έντνα,
Πηνελόπη Μαρκοπούλου: Κυρία Μπέιτς – Ντήλια, Αλέξιος Διαμαντής: Έντουιν
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή στις 21.00
Σάββατο στις 18.30 και 21.30, Κυριακή στις 20.30
Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Αθήνα, Τηλ: 215. 515 8968
Ώρες ταμείου: Τρίτη έως Κυριακή 13.30-21.30