Το «Τέλος του Παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ παίζεται στο θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου, σε σκηνοθεσία του Κων/νου Χατζή. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου, του Χαμ, πολύ δυνατού, πολύ τυραννικού, που βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ανασφάλειας γιατί είναι τυφλός και δεν μπορεί να περπατήσει. Ζει σε μια πολυθρόνα και εξαρτιέται από έναν σύντροφο, κάτι σαν παραγιό και υπηρέτη μαζί, τον Κλοβ. Οι γονείς του Χαμ, ο Ναγκ και η Νελ (ο καθένας μέσα σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ που του χρησιμεύει για στήριγμα, επειδή έχασαν το πόδια τους σε ένα ποδηλατικό δυστύχημα), ζουν πλάι του σε μια κατάσταση ακόμα μεγαλύτερης ανημποριάς, σε ένα στάδιο εξάρτησης ακόμη πιο προχωρημένο. Για τον Χαμ το θέαμα των γονιών του είναι σαν μια απειλητική προβολή του δικού του μέλλοντος, ένα απειλητικό προμήνυμα. Η ζωή του Χαμ είναι ανυπόφορη. Δεν έχει τη δύναμη να την εξακολουθήσει μα δεν αποφασίζει και να τη σταματήσει. Παρακολουθεί αυτή τη σιγανή πορεία προς το θάνατο τρομοκρατημένος κατά βάθος, αλλά μη θέλοντας να το παραδεχτεί.
Πέντε χρόνια μετά το Περιμένοντας τον Γκοντό, στο Τέλος του Παιχνιδιού (1957), οι ήρωες, αν μπορούμε να τους αποκαλέσουμε έτσι, βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο. Δυο σκουπιδοτενεκέδες, μια πολυθρόνα είναι τα μοναδικά αντικείμενα του άδειου αυτού δωματίου. Ψηλά, δεξιά και αριστερά στους τοίχους, δύο μικρά παράθυρα είναι η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο.
Έναν κόσμο, που όπως πιστεύουν οι ήρωες, φαίνεται να έχει καταστραφεί από μια μεγάλη συμφορά. Νομίζοντας, πως είναι οι τελευταίοι επιζώντες, ο Χαμ και ο υπηρέτης του, Κλοβ, έχουν μετατρέψει το άλλοτε σαλόνι του σπιτιού σε καταφύγιο και περιμένουν το λυτρωτικό θάνατο. Το τέλος όμως αργεί και όπως ο Βλαδιμίρ και ο Εστραγκόν, επινοούν κι αυτοί διάφορα τεχνάσματα για να μην έρθουν αντιμέτωποι με το μεγαλύτερό τους φόβο, τον χρόνο. Παίζουν ένα παιχνίδι περιμένοντας το τέλος. Ο Χαμ είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Είναι το «σφυρί» (Ham- Hammer) που καρφώνει τους άλλους χαρακτήρες. Είναι αυταρχικός και εγωιστής. Κάποτε είχε δύναμη, πλούτο και εξουσία αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει όσους τον είχαν ανάγκη. Η κυρα-Πεγκ, πέθανε από σκοτάδι γιατί δεν της έδωσε λάδι για το καντήλι. Ακόμη και τώρα, τυφλός και καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα ασκεί την τυραννία του στον Κλοβ -ο μόνος που μπορεί να περπατήσει αλλά δεν μπορεί να καθίσει- και στους γερασμένους γονείς του που τους έχει κυριολεκτικά πεταμένους στους σκουπιδοτενεκέδες, Ο Χαμ θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά.«Το σπίτι μου», «ο σκύλος μου», «το βασίλειό μου» είναι μερικές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει στον εαυτό του και στους άλλους ότι αυτός εξουσιάζει.
Ο Κλοβ κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί αλλά εξακολουθεί να το κάνει. . Ο Κλοβ θέλει να αφήσει τον Χαμ από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Αν θα τα καταφέρει ή όχι, είναι το βασικό ερώτημα που τίθεται από την αρχή του έργου αποτελώντας και τη μοναδική πηγή δραματικής έντασης.
Όμως, ο Κλοβ και ο Χαμ, όπως συμβαίνει με όλα τα ζευγάρια στο θέατρο του Μπέκετ, είναι αναπόσπαστα δεμένοι μεταξύ τους. Η μοναξιά είναι αυτή που τους έχει ενώσει. Σύντομα, καταλήγουν να εγκλωβιστούν σε μια τυραννική αλληλεξάρτηση, που θα ήθελαν απεγνωσμένα να σπάσουν.
«Γιατί μένεις κοντά μου;» ρωτάει ο Χαμ.
ΚΛΟΒ: Γιατί με κρατάς;
ΧΑΜ: Που να βρω άλλον:
ΚΛΟΒ: Πού αλλού να πάω;
ΧΑΜ: Ωστόσο με αφήνεις.
ΚΛΟΒ: Προσπαθώ.
Οι δυο τους αποτελούν ένα συμμετρικό ζευγάρι όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο Κλοβ υποκαθιστά την όραση και την κίνηση που λείπουν από τον Χαμ, ενώ το σπίτι του δεύτερου φαίνεται να είναι το μοναδικό μέρος, όπου ο Κλοβ θα μπορούσε να βρει στέγη και τροφή
Η σχέση τους είναι πιο πολύπλοκη απ' ό,τι φαίνεται σε ένα πρώτο επίπεδο. Όπως όλοι οι ήρωες του Μπέκετ, έτσι και αυτοί στο Τέλος του Παιχνιδιού, έχουν την ανάγκη του άλλου αλλά και ταυτόχρονα μισούν την παρουσία του. Χρειάζονται έναν μάρτυρα για το δράμα που ζουν αλλά και κάποιον για να τους ακούει και στην καλύτερη περίπτωση να τους αποκρίνεται.
Ο Ναγκ και η Νελ είναι ένα ακόμη αλληλένδετο συμπληρωματικό ζευγάρι. Στην περίπτωσή τους, ο δεσμός τους είναι οι αναμνήσεις. Αντίθετα με το άλλο ζευγάρι του έργου, φαίνεται να τους συνδέει μια πιο τρυφερή σχέση. Όμως η τρυφερότητα αυτή βασίζεται στο παρελθόν, ενώ τώρα δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους. Η συμφορά τους είναι τραγικά κωμική και αυτό το ξέρουν και οι ίδιοι. «Δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα απ' τη δυστυχία», παραδέχεται η Νελ..
Αν κάποιος από τους ήρωες του Τέλους του Παιχνιδιού είχε την δύναμη να απαντήσει στην ερώτηση της Νελ, «γιατί να παίζουμε κάθε μέρα το ίδιο θέατρο;», θα της έλεγε, «για να αποφύγουμε το τίποτα».
Για να γεμίσουν το κενό, οι ήρωες του έργου απασχολούνται με διάφορα σωματικά και λεκτικά παιχνίδια. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να κρατηθούν αγκιστρωμένοι από διάφορα αντικείμενα γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουν να διατηρήσουν την επαφή με την πραγματικότητα, να παραμείνουν λογικοί και να περιορίσουν τον εφιάλτη που ζουν. Στο παιχνίδι μπαίνουν και οι λέξεις. Επαναλήψεις, διαφωνίες, φράσεις κλισέ, αποφθέγματα, ιστορίες από το παρελθόν, επιστρατεύονται προκειμένου να συνεχιστεί το παιχνίδι. Είναι καταδικασμένοι να μιλούν. Μιλώντας, διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν. Ο Μπέκετ φτάνει τους ήρωές του ένα βήμα πριν την αυτοκτονία και τους αφήνει εκεί να βρουν τρόπους να σταθούν με αξιοπρέπεια.
Ο Κωνσταντίνος Χατζής σκηνοθετεί το Endgame για το θέατρο Τέχνης, δίνοντας περισσότερο βάρος στο κωμικό στοιχείο, παρά στο τραγικό και υπαρξιακό αδιέξοδο των χαρακτήρων, δημιουργώντας αρκετές στιγμές αμηχανίας. Ο δρόμος της κωμικής ευκολίας που επιλέγει, αφήνει έκθετες τις ηθοποιούς του, που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να ακολουθήσουν την σκηνοθετική του ματιά. Στους μονολόγους η Λυδία Κονιόρδου είναι εξαιρετική. Πλάθει έναν Χαμ, περιπαιχτικό, αστείο, σκληρό και δεσποτικό. Η μεγάλη ερμηνευτική της δεινότητα καταφέρνει να ισορροπήσει, δυστυχώς όχι επαρκώς, τις άστοχες, εκνευριστικές και μη χρήσιμες παρεμβολές θορύβου (σφυρίχτρα, σουρσίματα, υπερβολικά υψηλούς φωνητικούς τόνους.) Η Έλενα Τοπαλίδου είναι εκφραστική, δεν καταφέρνει, ομως, να μας μεταφέρει με πληρότητα την απελπισία και την επιθυμία του Κλοβ να γλιτώσει από τον εσαεί εγκλεισμό. Η κινητικότητα, ο ζωηρός βηματισμός κατά την διάρκεια της παράστασης και η ζογκλερική.. κατάβαση από την σκάλα, είναι πολύ μακριά τόσο εκφραστικά όσο και ερμηνευτικά από τον χαρακτήρα της. Ο Κλοβ είναι σκυμμένος,κουρασμένος και παραιτημένος. Δεν το είδαμε, παρά ελάχιστα. Καλή η Τζίνα Θλιβέρη στο ρόλο του Ναγκ, υπερβολική υπέρ του δέοντος η Γεωργία Τσαγκαράκη, σαν Νελ.
Στο τέλος ...του παιχνιδιού, οι εντυπώσεις είναι αντιφατικές. Αν δεν υπήρχε η Λ.Κονιόρδου, ίσως και να λέγαμε: "ε, και λοιπόν;"
21/12/2015
Μετάφραση: Λυδία Κονιόρδου
σκηνοθεσία-φωτισμοί: Κωνσταντίνος Χατζής
σκηνικά- κοστούμια:Λυδία Κονιόρδου-θίασος
Πρωτότυπη μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου,Έλενα Τοπαλίδου
Τζίνα Θλιβέρη, Γεωργία Τσαγκαράκη
Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ 210 3222464
Πέμπτη-Σάββατο 9.15 μ.μ.
Κυριακή 8 μ.μ. Εως 10/1 & από 18/1 εως 21/2
Τετάρτη 8 μ.μ.
Σάββατο 6 μ.μ. Κυριακή 9.15 μ.μ.
Πέντε χρόνια μετά το Περιμένοντας τον Γκοντό, στο Τέλος του Παιχνιδιού (1957), οι ήρωες, αν μπορούμε να τους αποκαλέσουμε έτσι, βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο. Δυο σκουπιδοτενεκέδες, μια πολυθρόνα είναι τα μοναδικά αντικείμενα του άδειου αυτού δωματίου. Ψηλά, δεξιά και αριστερά στους τοίχους, δύο μικρά παράθυρα είναι η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο.
Έναν κόσμο, που όπως πιστεύουν οι ήρωες, φαίνεται να έχει καταστραφεί από μια μεγάλη συμφορά. Νομίζοντας, πως είναι οι τελευταίοι επιζώντες, ο Χαμ και ο υπηρέτης του, Κλοβ, έχουν μετατρέψει το άλλοτε σαλόνι του σπιτιού σε καταφύγιο και περιμένουν το λυτρωτικό θάνατο. Το τέλος όμως αργεί και όπως ο Βλαδιμίρ και ο Εστραγκόν, επινοούν κι αυτοί διάφορα τεχνάσματα για να μην έρθουν αντιμέτωποι με το μεγαλύτερό τους φόβο, τον χρόνο. Παίζουν ένα παιχνίδι περιμένοντας το τέλος. Ο Χαμ είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Είναι το «σφυρί» (Ham- Hammer) που καρφώνει τους άλλους χαρακτήρες. Είναι αυταρχικός και εγωιστής. Κάποτε είχε δύναμη, πλούτο και εξουσία αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει όσους τον είχαν ανάγκη. Η κυρα-Πεγκ, πέθανε από σκοτάδι γιατί δεν της έδωσε λάδι για το καντήλι. Ακόμη και τώρα, τυφλός και καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα ασκεί την τυραννία του στον Κλοβ -ο μόνος που μπορεί να περπατήσει αλλά δεν μπορεί να καθίσει- και στους γερασμένους γονείς του που τους έχει κυριολεκτικά πεταμένους στους σκουπιδοτενεκέδες, Ο Χαμ θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά.«Το σπίτι μου», «ο σκύλος μου», «το βασίλειό μου» είναι μερικές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει στον εαυτό του και στους άλλους ότι αυτός εξουσιάζει.
Ο Κλοβ κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί αλλά εξακολουθεί να το κάνει. . Ο Κλοβ θέλει να αφήσει τον Χαμ από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Αν θα τα καταφέρει ή όχι, είναι το βασικό ερώτημα που τίθεται από την αρχή του έργου αποτελώντας και τη μοναδική πηγή δραματικής έντασης.
Όμως, ο Κλοβ και ο Χαμ, όπως συμβαίνει με όλα τα ζευγάρια στο θέατρο του Μπέκετ, είναι αναπόσπαστα δεμένοι μεταξύ τους. Η μοναξιά είναι αυτή που τους έχει ενώσει. Σύντομα, καταλήγουν να εγκλωβιστούν σε μια τυραννική αλληλεξάρτηση, που θα ήθελαν απεγνωσμένα να σπάσουν.
«Γιατί μένεις κοντά μου;» ρωτάει ο Χαμ.
ΚΛΟΒ: Γιατί με κρατάς;
ΧΑΜ: Που να βρω άλλον:
ΚΛΟΒ: Πού αλλού να πάω;
ΧΑΜ: Ωστόσο με αφήνεις.
ΚΛΟΒ: Προσπαθώ.
Οι δυο τους αποτελούν ένα συμμετρικό ζευγάρι όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο Κλοβ υποκαθιστά την όραση και την κίνηση που λείπουν από τον Χαμ, ενώ το σπίτι του δεύτερου φαίνεται να είναι το μοναδικό μέρος, όπου ο Κλοβ θα μπορούσε να βρει στέγη και τροφή
Η σχέση τους είναι πιο πολύπλοκη απ' ό,τι φαίνεται σε ένα πρώτο επίπεδο. Όπως όλοι οι ήρωες του Μπέκετ, έτσι και αυτοί στο Τέλος του Παιχνιδιού, έχουν την ανάγκη του άλλου αλλά και ταυτόχρονα μισούν την παρουσία του. Χρειάζονται έναν μάρτυρα για το δράμα που ζουν αλλά και κάποιον για να τους ακούει και στην καλύτερη περίπτωση να τους αποκρίνεται.
Ο Ναγκ και η Νελ είναι ένα ακόμη αλληλένδετο συμπληρωματικό ζευγάρι. Στην περίπτωσή τους, ο δεσμός τους είναι οι αναμνήσεις. Αντίθετα με το άλλο ζευγάρι του έργου, φαίνεται να τους συνδέει μια πιο τρυφερή σχέση. Όμως η τρυφερότητα αυτή βασίζεται στο παρελθόν, ενώ τώρα δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους. Η συμφορά τους είναι τραγικά κωμική και αυτό το ξέρουν και οι ίδιοι. «Δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα απ' τη δυστυχία», παραδέχεται η Νελ..
Αν κάποιος από τους ήρωες του Τέλους του Παιχνιδιού είχε την δύναμη να απαντήσει στην ερώτηση της Νελ, «γιατί να παίζουμε κάθε μέρα το ίδιο θέατρο;», θα της έλεγε, «για να αποφύγουμε το τίποτα».
Για να γεμίσουν το κενό, οι ήρωες του έργου απασχολούνται με διάφορα σωματικά και λεκτικά παιχνίδια. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να κρατηθούν αγκιστρωμένοι από διάφορα αντικείμενα γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουν να διατηρήσουν την επαφή με την πραγματικότητα, να παραμείνουν λογικοί και να περιορίσουν τον εφιάλτη που ζουν. Στο παιχνίδι μπαίνουν και οι λέξεις. Επαναλήψεις, διαφωνίες, φράσεις κλισέ, αποφθέγματα, ιστορίες από το παρελθόν, επιστρατεύονται προκειμένου να συνεχιστεί το παιχνίδι. Είναι καταδικασμένοι να μιλούν. Μιλώντας, διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν. Ο Μπέκετ φτάνει τους ήρωές του ένα βήμα πριν την αυτοκτονία και τους αφήνει εκεί να βρουν τρόπους να σταθούν με αξιοπρέπεια.
Ο Κωνσταντίνος Χατζής σκηνοθετεί το Endgame για το θέατρο Τέχνης, δίνοντας περισσότερο βάρος στο κωμικό στοιχείο, παρά στο τραγικό και υπαρξιακό αδιέξοδο των χαρακτήρων, δημιουργώντας αρκετές στιγμές αμηχανίας. Ο δρόμος της κωμικής ευκολίας που επιλέγει, αφήνει έκθετες τις ηθοποιούς του, που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να ακολουθήσουν την σκηνοθετική του ματιά. Στους μονολόγους η Λυδία Κονιόρδου είναι εξαιρετική. Πλάθει έναν Χαμ, περιπαιχτικό, αστείο, σκληρό και δεσποτικό. Η μεγάλη ερμηνευτική της δεινότητα καταφέρνει να ισορροπήσει, δυστυχώς όχι επαρκώς, τις άστοχες, εκνευριστικές και μη χρήσιμες παρεμβολές θορύβου (σφυρίχτρα, σουρσίματα, υπερβολικά υψηλούς φωνητικούς τόνους.) Η Έλενα Τοπαλίδου είναι εκφραστική, δεν καταφέρνει, ομως, να μας μεταφέρει με πληρότητα την απελπισία και την επιθυμία του Κλοβ να γλιτώσει από τον εσαεί εγκλεισμό. Η κινητικότητα, ο ζωηρός βηματισμός κατά την διάρκεια της παράστασης και η ζογκλερική.. κατάβαση από την σκάλα, είναι πολύ μακριά τόσο εκφραστικά όσο και ερμηνευτικά από τον χαρακτήρα της. Ο Κλοβ είναι σκυμμένος,κουρασμένος και παραιτημένος. Δεν το είδαμε, παρά ελάχιστα. Καλή η Τζίνα Θλιβέρη στο ρόλο του Ναγκ, υπερβολική υπέρ του δέοντος η Γεωργία Τσαγκαράκη, σαν Νελ.
Στο τέλος ...του παιχνιδιού, οι εντυπώσεις είναι αντιφατικές. Αν δεν υπήρχε η Λ.Κονιόρδου, ίσως και να λέγαμε: "ε, και λοιπόν;"
21/12/2015
Μετάφραση: Λυδία Κονιόρδου
σκηνοθεσία-φωτισμοί: Κωνσταντίνος Χατζής
σκηνικά- κοστούμια:Λυδία Κονιόρδου-θίασος
Πρωτότυπη μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου,Έλενα Τοπαλίδου
Τζίνα Θλιβέρη, Γεωργία Τσαγκαράκη
Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ 210 3222464
Πέμπτη-Σάββατο 9.15 μ.μ.
Κυριακή 8 μ.μ. Εως 10/1 & από 18/1 εως 21/2
Τετάρτη 8 μ.μ.
Σάββατο 6 μ.μ. Κυριακή 9.15 μ.μ.