Ποιο είναι το νόημα της γυναικείας χειραφέτησης αν μεταμορφώνει τις έξυπνες γυναίκες σε αρπακτικά και δεν προσφέρει τίποτα στις όχι και τόσο έξυπνες, τις αδύναμες και ανήμπορες; Είναι ελευθερία και φεμινισμός η επιθετική υιοθέτηση εκείνων ακριβώς των αξιών, που για αιώνες καταπίεσαν το γυναικείο φύλο;
Το έργο
Η Κάριλ Τσέρτσιλ γράφει το θεατρικό της έργο «Top Girls» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, περίοδο που η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, της πρώτη γυναίκας πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου θα πραγματοποιήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που θα συρρικνώσουν το κοινωνικό κράτος και τη δύναμη των σωματείων (εφαρμόζοντας άγρια καταστολή όπου υπήρξαν αντιδράσεις). Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 1982, στο Royal Court Theatre, στο Λονδίνο, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Την ίδια χρονιά, μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Joseph Papp’s Theatre, στη Νέα Υόρκη, όπου, λόγω της μεγάλης του επιτυχίας, παίχτηκε για μήνες αντί για δύο εβδομάδες που είχε αρχικά προγραμματιστεί. Ακολούθησαν πλήθος παραγωγές σε όλον τον κόσμο. Έργο πρωτότυπο ως προς τη δομή του, με εξαιρετικά λεπτό χειρισμό στο χιούμορ του, την ποιητικότητα, την ιστορικότητα αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στην κοινωνική θέση της γυναίκας και μην έχοντας χάσει τίποτα απ’ τη φρεσκάδα του απ’ τη δεκαετία του ‘80, το Top Girls, διέπεται από μια βασική φεμινιστική προβληματική, δίνοντας μια πολύ καλή βάση για έναν ουσιαστικό διάλογο επί του θέματος. Παρόλα αυτά, δεν είναι ένα έργο για τον φεμινισμό αλλά για τη γυναίκα, την πολιτική και κοινωνική της θέση. Με αφορμή μία κριτική στον θατσερισμό, το έργο εξετάζει τι σημαίνει χειραφέτηση, τι σημαίνει δικαίωμα και ταυτόχρονα ποιο είναι το τίμημα που οφείλει να πληρωθεί για να αναληφθούν οι νέοι ρόλοι σε κοινωνικό, προσωπικό και πολιτικό επίπεδο.
Υπόθεση
Κεντρική ηρωίδα του έργου, είναι η Marlene, μια φιλόδοξη γυναίκα καριέρας, υπεύθυνη ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για γυναίκες, μια «σιδηρά κυρία» που ανέρχεται θυσιάζοντας συνεργάτες, καθώς και τη δική της ευαίσθητη, ανθρώπινη πλευρά στον βωμό της επιτυχίας. Παρόλο που το έργο είναι γραμμένο σε ρεαλιστικό κώδικα, ξεκινά με μια διάσημη ονειρική πρώτη σκηνή, όπου ιστορικοί και διάσημοι μυθοπλαστικοί γυναικείοι χαρακτήρες καταθέτουν με ευφάνταστο τρόπο τις ιστορικά διαφορετικές πτυχές του ζητήματος της κοινωνικής θέσης των γυναικών. Στη συνέχεια, η δράση μεταφέρεται στον χρόνο συγγραφής του έργου, όπου με μια σειρά από συναρπαστικές συγκρούσεις ανάμεσα σε σύγχρονες γυναίκες και σημαντικές ανατροπές, η συγγραφέας αναπτύσσει τις θέσεις και τους προβληματισμούς της με θεατρικά ευφρόσυνο τρόπο και υπέροχους σκηνικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας ένα θέαμα με παλμό. Το δράμα κορυφώνεται στο τέλος, όταν οι δύο αδερφές υπερασπίζονται κάθε μία τις επιλογές ζωής τους. Όμως οι κοσμοαντιλήψεις τους τελικά είναι συμπληρωματικές και συντηρούν μια προβληματική προοπτική, που ενσαρκώνεται στην ύπαρξη της προβληματικής κόρης.
Η παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με την σκηνοθετική του μπαγκέτα, μας παρουσιάζεi τη θέση της γυναίκας, ανα τους αιώνες, με ευαισθησία, συνέπεια, έμμεση κριτική ματιά και νηφαλιότητα, αποφεύγοντας το σκόπελο της σκηνικής μονοτονίας. Δεν είναι ένα έργο για τον φεμινισμό αλλά για τη γυναίκα, την πολιτική και κοινωνική της θέση. Με αφορμή μία κριτική στον θατσερισμό, το Top Girls, εξετάζει τι σημαίνει χειραφέτηση, δικαίωμα και ταυτόχρονα ποιο είναι το τίμημα που οφείλει να πληρωθεί, για να αναληφθούν οι νέοι ρόλοι σε κοινωνικό, προσωπικό και πολιτικό επίπεδο. Ευρυθμία, ενάργεια, αφοσίωση είναι τα στοιχεία-κλειδιά που χαρακτηρίζουν τις παραστάσεις του σκηνοθέτη και σ'αυτήν εδώ, μέσα σε τρείς πράξεις, με γνώμονα τον ρεαλισμό, την αξιοθαύμαστη ισορροπία σύγχρονου και αλλοτινού, κωμωδίας και δράματος, μεταφερόμαστε απο ένα υπερρεαλιστικό...δείπνο, σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον και τέλος στη συνάντηση δυο αδελφών. Ένα θέμα στην επιφανειακή του οπτική ξεπερασμένο στη σημερινή εποχή, που ο σκηνοθέτης το προεκτείνει πέρα από το πρώτο πλάνο του, χωρίς περιττές εξάρσεις ή απλουστεύσεις, σε μια παράσταση που ευτυχεί να υποστηρίζεται από ερμηνείες αξιώσεων.
Στην πρώτη πράξη -την ονειρική- κυριαρχεί η τεχνική που χαρακτηρίζει τη δραματουργία της Τσέρτσιλ: του «επικαλυπτόμενου λόγου» (overlapping speech).Το σύνολο των έμπειρων και καλών ηθοποιών επιτυγχάνει τον συγχρονισμό και την σωστή διατήρηση του ρυθμού: μια γοητευτική, ετερόκλητη, πινακοθήκη γυναικών, που μιλούν όλες μαζί, έχουν τόσο πολύ ανάγκη να μοιραστούν τις ιστορίες τους, βιάζονται να μην τους τελειώσει ο δανεικός τους χρόνος. Πέντε γυναίκες από διαφορετικές περιόδους της ιστορίας και της τέχνης, που έχουν δώσει τον προσωπικό τους αγώνα επιβίωσης, συναντιούνται με μια σύγχρονη γυναίκα. Στην εναρκτήρια σκηνή, η συγγραφέας χτίζει ένα ονειρικό σύμπαν που δεν ακολουθεί τον χωροχρόνο.Η Τσέρτσιλ στρέφει το βλέμμα της πάνω τους, με την οπτική κινηματογραφιστή. Παρακολουθεί στιγμές της ζωής τους, ακούει τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις της εξερευνήτριας και συγγραφέως Ιζαμπέλα Μπερντ (1831-1904), της Γιαπωνέζας παλλακίδας λαίδης Νίτζο (1258-μετά το 1307), της χαζο-Γκρέτα, που αποτέλεσε θέμα μιας ελαιογραφίας του 1563 του ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ, της Πάπισσας Ιωάννας, η οποία φέρεται να κατέλαβε τον παπικό θρόνο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, και της Γκριζέλντα, μιας μορφής της ευρωπαϊκής λαογραφίας, που διακρίνεται για την υπακοή και την υπομονή της (γύρω στα 1350), και τις ανάγει σε θεατρικό ιδίωμα. Παράλληλα σκιαγραφεί το προφίλ μιας σύγχρονης σκληρής επαγγελματία, της Μάρλεν και κρυφακούει τους φόβους και τις αγωνίες της. Οι ηρωίδες είναι πραγματικές ιδεολογικές στάσεις, του "τι είναι" μια γυναίκα, στερεοτυπικές εκδοχές, η ίδια στάση γυναίκας.
Η κεντρική ηρωίδα, η σύγχρονη Mαρλίν- στη δεύτερη σκηνή, την σύγχρονη- είναι μια φιλόδοξη γυναίκα καριέρας, υπεύθυνη ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για γυναίκες, μια «μικρή Θάτσερ» που θυσιάζει την ανθρώπινη πλευρά στον βωμό της επιτυχίας, μιμούμενη τα αντρικά πρότυπα, υιοθετώντας έναν κυνικό τρόπο σκέψης, απαρνούμενη μέχρι και το μητρικό της ρόλο. Δεν είναι, όμως, μια χειραφετημένη γυναίκα, δεν κάνει τίποτε για τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό είναι το ζήτημα που δείχνει γιατί ο κόμπος έφτασε στο χτένι, αυτό και σκιαγραφείται με μέτρο και υποκριτική δεινότητα απο την Αλεξία Καλτσίκη: δεν φτάνει να κάνεις εσύ μια προσωπική αλλαγή στη ζωή σου και να είσαι ανοιχτόμυαλος. Πρέπει να διαμορφώσεις ένα τέτοιο περιβάλλον, ώστε να μπορέσεις να επηρεάσεις και τους ανθρώπους γύρω σου. Ο άκρατος υποκειμενισμός και ο ατομισμός ξεκίνησαν εκείνη την εποχή των ξέγνοιαστων 80’s. και σήμερα έχουν θεριέψει, σε ένα καταθλιπτικό, σκοτεινό κομμάτι της ζωής μας. Ο Μοσχόπουλος μας εφιστά την προσοχή, λέγοντας μας ότι είναι πολύ σημαντικό να ρίξεις μια ματιά σε ένα πρόσφατο παρελθόν για να βρεις τις ρίζες σου και τα αιτίες της ασθένειας που σε ταλαιπωρεί σήμερα.
Το εργασιακό περιβάλλον διαδέχεται η αγγλική επαρχία,-στην τρίτη σκηνή, την ρεαλιστική- την εποχή που η Θάτσερ διέλυε το κράτος πρόνοιας. Η πικρή αλήθεια που η Μαρλίν κρύβει απ’ όλους, φανερώνεται σε ένα πικρό,αλλά και λυτρωτικό συναπάντημα δυο αδελφών. Η «επιτυχημένη» Μαρλίν, έχει μία κόρη με «δυσκολίες μάθησης», που μεγάλωσε σαν παιδί της, η φτωχή αδελφή της. Τι θα μπορέσει να απαντήσει η επιτυχημένη επαγγελματίας στην ερώτηση της αδελφής της; «Και που πήγες μπροστά εσύ, τι σημαίνει; Αλλαξε κάτι για τον υπόλοιπο κόσμο; Αλλαξε τίποτε;» Και μετά,έρχεται το δεύτερο αμείλικτο ερώτημα: «αν δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, τι θα γίνουν οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, οι ανήμποροι, η κόρη σου, που κανείς δεν θα θέλει για γυναίκα ή υπάλληλό του;».
Υπέροχες όλες οι ηθοποιοί,με προεξέχουσες την Μαρία Καβογιάννη, την Αλεξία Καλτσίκη και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη,που ρολάρουν αριστοτεχνικά, δίνοντας «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου. Η σκηνογραφική πρόταση (Ευαγγελία Θεριανού), τα κοστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ) και οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος), συμβάλλουν στην ροή, με το δεύτερο μέρος να υστερεί, έναντι των άλλων δύο.
Εν κατακλείδι
Η αντιστοιχία και οι αναφορές του έργου δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη συγκεκριμένη εποχή, όσο με το γενικότερο θέμα της έκπτωτης επανάστασης. Έχει να κάνει με τις αποτυχίες διαφόρων κινημάτων και όχι στενά και μόνο με το γυναικείο ζήτημα. Ακόμη όμως κι αν το διαβάσεις έτσι, η αναθέρμανση των γυναικείων ζητημάτων μέσα από κινήματα όπως το #meToo, το καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρο. Επίσης, κάτι βασικό είναι ο νεοσυντηρητισμός που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και έχει φτάσει στην κορύφωσή του στην εποχή μας.Το έργο καταλήγει στο ότι δεν θα αλλάξει τίποτε. Το βλέπουμε άλλωστε γύρω μας: βλέπουμε τον φαύλο κύκλο αυτού του αγώνα ότι κάποιος σπάει με ριζοσπαστικό τρόπο τα δεσμά του και στη συνέχεια γίνεται ο επόμενος δυνάστης. Και αυτό ξανακάνει κύκλο και ούτω καθεξής. Η συναίνεση που δεν επιτυγχάνεται από τους χαρακτήρες του έργου δεν παύει να είναι και σήμερα ένα ζητούμενο για την κοινωνία που ζούμε.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη
ΠΑΙΖΟΥΝ:Μαρία Καβογιάννη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βίκυ Βολιώτη,
Αλεξία Καλτσίκη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ειρήνη Μακρή, Άλκηστις Πολυχρόνη
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59
τηλ.: 210 77 11 333
Τετάρτη 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 19.00
Η Κάριλ Τσέρτσιλ γράφει το θεατρικό της έργο «Top Girls» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, περίοδο που η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, της πρώτη γυναίκας πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου θα πραγματοποιήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που θα συρρικνώσουν το κοινωνικό κράτος και τη δύναμη των σωματείων (εφαρμόζοντας άγρια καταστολή όπου υπήρξαν αντιδράσεις). Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 1982, στο Royal Court Theatre, στο Λονδίνο, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Την ίδια χρονιά, μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Joseph Papp’s Theatre, στη Νέα Υόρκη, όπου, λόγω της μεγάλης του επιτυχίας, παίχτηκε για μήνες αντί για δύο εβδομάδες που είχε αρχικά προγραμματιστεί. Ακολούθησαν πλήθος παραγωγές σε όλον τον κόσμο. Έργο πρωτότυπο ως προς τη δομή του, με εξαιρετικά λεπτό χειρισμό στο χιούμορ του, την ποιητικότητα, την ιστορικότητα αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στην κοινωνική θέση της γυναίκας και μην έχοντας χάσει τίποτα απ’ τη φρεσκάδα του απ’ τη δεκαετία του ‘80, το Top Girls, διέπεται από μια βασική φεμινιστική προβληματική, δίνοντας μια πολύ καλή βάση για έναν ουσιαστικό διάλογο επί του θέματος. Παρόλα αυτά, δεν είναι ένα έργο για τον φεμινισμό αλλά για τη γυναίκα, την πολιτική και κοινωνική της θέση. Με αφορμή μία κριτική στον θατσερισμό, το έργο εξετάζει τι σημαίνει χειραφέτηση, τι σημαίνει δικαίωμα και ταυτόχρονα ποιο είναι το τίμημα που οφείλει να πληρωθεί για να αναληφθούν οι νέοι ρόλοι σε κοινωνικό, προσωπικό και πολιτικό επίπεδο.
Υπόθεση
Κεντρική ηρωίδα του έργου, είναι η Marlene, μια φιλόδοξη γυναίκα καριέρας, υπεύθυνη ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για γυναίκες, μια «σιδηρά κυρία» που ανέρχεται θυσιάζοντας συνεργάτες, καθώς και τη δική της ευαίσθητη, ανθρώπινη πλευρά στον βωμό της επιτυχίας. Παρόλο που το έργο είναι γραμμένο σε ρεαλιστικό κώδικα, ξεκινά με μια διάσημη ονειρική πρώτη σκηνή, όπου ιστορικοί και διάσημοι μυθοπλαστικοί γυναικείοι χαρακτήρες καταθέτουν με ευφάνταστο τρόπο τις ιστορικά διαφορετικές πτυχές του ζητήματος της κοινωνικής θέσης των γυναικών. Στη συνέχεια, η δράση μεταφέρεται στον χρόνο συγγραφής του έργου, όπου με μια σειρά από συναρπαστικές συγκρούσεις ανάμεσα σε σύγχρονες γυναίκες και σημαντικές ανατροπές, η συγγραφέας αναπτύσσει τις θέσεις και τους προβληματισμούς της με θεατρικά ευφρόσυνο τρόπο και υπέροχους σκηνικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας ένα θέαμα με παλμό. Το δράμα κορυφώνεται στο τέλος, όταν οι δύο αδερφές υπερασπίζονται κάθε μία τις επιλογές ζωής τους. Όμως οι κοσμοαντιλήψεις τους τελικά είναι συμπληρωματικές και συντηρούν μια προβληματική προοπτική, που ενσαρκώνεται στην ύπαρξη της προβληματικής κόρης.
Η παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με την σκηνοθετική του μπαγκέτα, μας παρουσιάζεi τη θέση της γυναίκας, ανα τους αιώνες, με ευαισθησία, συνέπεια, έμμεση κριτική ματιά και νηφαλιότητα, αποφεύγοντας το σκόπελο της σκηνικής μονοτονίας. Δεν είναι ένα έργο για τον φεμινισμό αλλά για τη γυναίκα, την πολιτική και κοινωνική της θέση. Με αφορμή μία κριτική στον θατσερισμό, το Top Girls, εξετάζει τι σημαίνει χειραφέτηση, δικαίωμα και ταυτόχρονα ποιο είναι το τίμημα που οφείλει να πληρωθεί, για να αναληφθούν οι νέοι ρόλοι σε κοινωνικό, προσωπικό και πολιτικό επίπεδο. Ευρυθμία, ενάργεια, αφοσίωση είναι τα στοιχεία-κλειδιά που χαρακτηρίζουν τις παραστάσεις του σκηνοθέτη και σ'αυτήν εδώ, μέσα σε τρείς πράξεις, με γνώμονα τον ρεαλισμό, την αξιοθαύμαστη ισορροπία σύγχρονου και αλλοτινού, κωμωδίας και δράματος, μεταφερόμαστε απο ένα υπερρεαλιστικό...δείπνο, σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον και τέλος στη συνάντηση δυο αδελφών. Ένα θέμα στην επιφανειακή του οπτική ξεπερασμένο στη σημερινή εποχή, που ο σκηνοθέτης το προεκτείνει πέρα από το πρώτο πλάνο του, χωρίς περιττές εξάρσεις ή απλουστεύσεις, σε μια παράσταση που ευτυχεί να υποστηρίζεται από ερμηνείες αξιώσεων.
Στην πρώτη πράξη -την ονειρική- κυριαρχεί η τεχνική που χαρακτηρίζει τη δραματουργία της Τσέρτσιλ: του «επικαλυπτόμενου λόγου» (overlapping speech).Το σύνολο των έμπειρων και καλών ηθοποιών επιτυγχάνει τον συγχρονισμό και την σωστή διατήρηση του ρυθμού: μια γοητευτική, ετερόκλητη, πινακοθήκη γυναικών, που μιλούν όλες μαζί, έχουν τόσο πολύ ανάγκη να μοιραστούν τις ιστορίες τους, βιάζονται να μην τους τελειώσει ο δανεικός τους χρόνος. Πέντε γυναίκες από διαφορετικές περιόδους της ιστορίας και της τέχνης, που έχουν δώσει τον προσωπικό τους αγώνα επιβίωσης, συναντιούνται με μια σύγχρονη γυναίκα. Στην εναρκτήρια σκηνή, η συγγραφέας χτίζει ένα ονειρικό σύμπαν που δεν ακολουθεί τον χωροχρόνο.Η Τσέρτσιλ στρέφει το βλέμμα της πάνω τους, με την οπτική κινηματογραφιστή. Παρακολουθεί στιγμές της ζωής τους, ακούει τις επιθυμίες και τις ματαιώσεις της εξερευνήτριας και συγγραφέως Ιζαμπέλα Μπερντ (1831-1904), της Γιαπωνέζας παλλακίδας λαίδης Νίτζο (1258-μετά το 1307), της χαζο-Γκρέτα, που αποτέλεσε θέμα μιας ελαιογραφίας του 1563 του ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ, της Πάπισσας Ιωάννας, η οποία φέρεται να κατέλαβε τον παπικό θρόνο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, και της Γκριζέλντα, μιας μορφής της ευρωπαϊκής λαογραφίας, που διακρίνεται για την υπακοή και την υπομονή της (γύρω στα 1350), και τις ανάγει σε θεατρικό ιδίωμα. Παράλληλα σκιαγραφεί το προφίλ μιας σύγχρονης σκληρής επαγγελματία, της Μάρλεν και κρυφακούει τους φόβους και τις αγωνίες της. Οι ηρωίδες είναι πραγματικές ιδεολογικές στάσεις, του "τι είναι" μια γυναίκα, στερεοτυπικές εκδοχές, η ίδια στάση γυναίκας.
Η κεντρική ηρωίδα, η σύγχρονη Mαρλίν- στη δεύτερη σκηνή, την σύγχρονη- είναι μια φιλόδοξη γυναίκα καριέρας, υπεύθυνη ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για γυναίκες, μια «μικρή Θάτσερ» που θυσιάζει την ανθρώπινη πλευρά στον βωμό της επιτυχίας, μιμούμενη τα αντρικά πρότυπα, υιοθετώντας έναν κυνικό τρόπο σκέψης, απαρνούμενη μέχρι και το μητρικό της ρόλο. Δεν είναι, όμως, μια χειραφετημένη γυναίκα, δεν κάνει τίποτε για τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό είναι το ζήτημα που δείχνει γιατί ο κόμπος έφτασε στο χτένι, αυτό και σκιαγραφείται με μέτρο και υποκριτική δεινότητα απο την Αλεξία Καλτσίκη: δεν φτάνει να κάνεις εσύ μια προσωπική αλλαγή στη ζωή σου και να είσαι ανοιχτόμυαλος. Πρέπει να διαμορφώσεις ένα τέτοιο περιβάλλον, ώστε να μπορέσεις να επηρεάσεις και τους ανθρώπους γύρω σου. Ο άκρατος υποκειμενισμός και ο ατομισμός ξεκίνησαν εκείνη την εποχή των ξέγνοιαστων 80’s. και σήμερα έχουν θεριέψει, σε ένα καταθλιπτικό, σκοτεινό κομμάτι της ζωής μας. Ο Μοσχόπουλος μας εφιστά την προσοχή, λέγοντας μας ότι είναι πολύ σημαντικό να ρίξεις μια ματιά σε ένα πρόσφατο παρελθόν για να βρεις τις ρίζες σου και τα αιτίες της ασθένειας που σε ταλαιπωρεί σήμερα.
Το εργασιακό περιβάλλον διαδέχεται η αγγλική επαρχία,-στην τρίτη σκηνή, την ρεαλιστική- την εποχή που η Θάτσερ διέλυε το κράτος πρόνοιας. Η πικρή αλήθεια που η Μαρλίν κρύβει απ’ όλους, φανερώνεται σε ένα πικρό,αλλά και λυτρωτικό συναπάντημα δυο αδελφών. Η «επιτυχημένη» Μαρλίν, έχει μία κόρη με «δυσκολίες μάθησης», που μεγάλωσε σαν παιδί της, η φτωχή αδελφή της. Τι θα μπορέσει να απαντήσει η επιτυχημένη επαγγελματίας στην ερώτηση της αδελφής της; «Και που πήγες μπροστά εσύ, τι σημαίνει; Αλλαξε κάτι για τον υπόλοιπο κόσμο; Αλλαξε τίποτε;» Και μετά,έρχεται το δεύτερο αμείλικτο ερώτημα: «αν δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, τι θα γίνουν οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, οι ανήμποροι, η κόρη σου, που κανείς δεν θα θέλει για γυναίκα ή υπάλληλό του;».
Υπέροχες όλες οι ηθοποιοί,με προεξέχουσες την Μαρία Καβογιάννη, την Αλεξία Καλτσίκη και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη,που ρολάρουν αριστοτεχνικά, δίνοντας «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου. Η σκηνογραφική πρόταση (Ευαγγελία Θεριανού), τα κοστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ) και οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος), συμβάλλουν στην ροή, με το δεύτερο μέρος να υστερεί, έναντι των άλλων δύο.
Εν κατακλείδι
Η αντιστοιχία και οι αναφορές του έργου δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη συγκεκριμένη εποχή, όσο με το γενικότερο θέμα της έκπτωτης επανάστασης. Έχει να κάνει με τις αποτυχίες διαφόρων κινημάτων και όχι στενά και μόνο με το γυναικείο ζήτημα. Ακόμη όμως κι αν το διαβάσεις έτσι, η αναθέρμανση των γυναικείων ζητημάτων μέσα από κινήματα όπως το #meToo, το καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρο. Επίσης, κάτι βασικό είναι ο νεοσυντηρητισμός που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και έχει φτάσει στην κορύφωσή του στην εποχή μας.Το έργο καταλήγει στο ότι δεν θα αλλάξει τίποτε. Το βλέπουμε άλλωστε γύρω μας: βλέπουμε τον φαύλο κύκλο αυτού του αγώνα ότι κάποιος σπάει με ριζοσπαστικό τρόπο τα δεσμά του και στη συνέχεια γίνεται ο επόμενος δυνάστης. Και αυτό ξανακάνει κύκλο και ούτω καθεξής. Η συναίνεση που δεν επιτυγχάνεται από τους χαρακτήρες του έργου δεν παύει να είναι και σήμερα ένα ζητούμενο για την κοινωνία που ζούμε.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη
ΠΑΙΖΟΥΝ:Μαρία Καβογιάννη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βίκυ Βολιώτη,
Αλεξία Καλτσίκη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ειρήνη Μακρή, Άλκηστις Πολυχρόνη
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59
τηλ.: 210 77 11 333
Τετάρτη 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 19.00