Η κόλαση του οικιακού βίου
Όταν σκιστεί το πέπλο της οικογενειακής ευτυχίας, ποιος φοβάται την πραγματικότητα;
Όταν σκιστεί το πέπλο της οικογενειακής ευτυχίας, ποιος φοβάται την πραγματικότητα;
Έντουαρντ Άλμπι: Η παραμορφωτική απεικόνιση της κοινωνικής βιτρίνας
Το κλασσικό έργο του Εντουαρντ Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», πριν πενήντα χρόνια ανάγκασε την αμερικανική αστική τάξη να κοιτάξει στον «καθρέφτη» την υπαρξική, ηθική και συνειδησιακή παρακμή της. Να συνειδητοποιήσει τις αλληλοφαγικές σχέσεις τους, όσο κι αν προσπαθούν να τις κρύψουν με ψεύδη και επιφάσεις της «ανώτερης» ζωής και «κουλτούρας» τους. Το έργο του Άλμπι που το 1962 προκάλεσε ένα πρωτοφανές σοκ με την αυθάδικη γλώσσα και την παραμορφωτική απεικόνιση της κοινωνικής βιτρίνας, έμελε να γίνει ένα εξίσου εύστοχο και τολμηρό κινηματογραφικό ντεμπούτο δια χειρός Μάικ Νίκολς . Τον ιδιότυπο τίτλο ο Άλμπι τον βρήκε γραμμένο στον τοίχο ενός δημόσιου ουρητηρίου της Νέας Υόρκης. Με τον τίτλο αυτό εκφράζει την ουσία του έργου του. Την αγωνία μπροστά στην τρέλα που οδήγησε στην αυτοκτονία την αγγλίδα συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ. Μακριά από τις ρομαντικές ηρωίδες του Τένεσι Ουίλιαμς και τους αποξενωμένους μετανάστες του Άρθουρ Μίλερ, ο Άλμπι κουρελιάζει στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» το μύθο του απομονωμένου, αστικού «θερμοκηπίου» τοποθετώντας σε θέση μάχης ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσοαστών απέναντι σε ένα άλλο, μικρότερης ηλικίας.Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, που έσκασε σαν βόμβα κυριολεκτικά το 1962 στη Νέα Υόρκη, οφείλει την τεράστια μέχρι σήμερα δημοτικότητά του στο γεγονός ακριβώς ότι μιλά μια γλώσσα οικουμενική, που υπερβαίνει τον ρεαλισμό των καταστάσεων, τον κοινωνικό προβληματισμό της εποχής του, τέλος, την ίδια την ψυχαναλυτική δομή του, για να αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου.
Νύχτα εξομολογήσεων και αλληλοσπαραγμού
(Δεν υπάρχει πιο άγρια φύση από το σαλόνι ενός σπιτιού)
Μια νύχτα μόνο είναι αρκετή για να αποδομηθεί ένας γάμος. Η γυναίκα είναι σαν έτοιμη από καιρό για την αναμέτρηση. Και η επίθεσή της είναι άγρια, χωρίς όρια. Ο άντρας θ' αργήσει να μπει στον πόλεμο, αλλά αυτός είναι που θα τον κερδίσει. Η Μάρθα, κόρη του προέδρου ενός μικρού κολεγίου στη Ν. Αγγλία, είναι μια γυναίκα δυναμική, αλλά απογοητευμένη. Ο άντρας της, Τζορτζ, δειλός και άτολμος εκ φύσεως, δεν κατάφερε να πετύχει στην καριέρα του όσα εκείνη θα ήθελε. Υποτάχθηκε σαν επιστήμονας στον αμείλικτο εργοδότη – πεθερό του, αλλά και σαν άντρας στη γυναίκα του. Μεσήλικος πια, υποβαθμισμένος επιστημονικά, ταπεινωμένος από τις σεξουαλικές συνερεύσεις της Μάρθας με τους εκάστοτε νεοπροσλαμβανόμενους στην κολλέγιο του πατέρα της, τον αλκοολισμό, την προσβλητική συμπεριφορά, την αχαλίνωτη γλώσσα, την περιφρόνησή της για την ταξική κατωτερότητα και την υποταγή του, αλλά και για το ψέμα – προκειμένου να τον κρατά δέσμιο – ότι γέννησαν ένα γιο, ο Τζορτζ ωθείται και ωθεί στον πάτο της «αβύσσου». Στο ξεγύμνωμα της ζωής και της ψυχής τους, όσο κρατά η βυθισμένη στο αλκοόλ μεταμεσονύκτια επίσκεψη του νεαρού αντρόγυνου, που θα χρησιμοποιήσει η Μάρθα, ως «κοινό» για μια παράσταση-επίθεση στον Τζορτζ. Στην ολονυχτία αυτή η Μάρθα και ο Τζορτζ θα αλληλοσπαραχτούν χωρίς έλεος. Θα συγκρουστούν με ματαιωμένα όνειρα, απόρριψη, μοναξιά, ενοχές και κυρίως με τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους. Ο Νικ και η Χάνι θα γίνουν μάρτυρες των πιο μύχιων εξομολογήσεων. Θα αποκαλυφθούν μυστικά και τερατώδη ψέματα, ψευδαισθήσεις που συντηρούσαν την εικοσαετή σχέση τους. Τα ζωτικά ψεύδη θα συντριβούν μαζί με το ξημέρωμα. Αντρας και γυναίκα θα απομείνουν εκτεθειμένοι μπροστά στο ερώτημα: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, δηλαδή ποιος φοβάται την πραγματικότητα; Οι ήρωες αυτής της σύγχρονης τραγωδίας του Άλμπι μοιάζει σε πρώτο επίπεδο να προχωρούν γενναία σε μια πορεία ηθικής κάθαρσης και αυτογνωσίας, διώχνοντας απ’ τη ζωή τους κατά συνθήκη αλήθειες και ζωτικά ψεύδη. Στο βάθος όμως πρόκειται απλώς για την αποδοχή της ήττας τους, καθώς το έργο συνοψίζει τα ποικίλα προβλήματα που θέτει σε ένα: στη φυσική και κυρίως πνευματική στειρότητα, η οποία δεν αφορά μόνο τις συσσωρευτικές κοινωνίες της Δύσης, αλλά είναι σήμερα πια ένα γενικό εφιαλτικό ενδεχόμενο. Οι «Ερινύες» αυτής της αμερικανικής τριλογίας του ενδοοικογενειακού πάθους του φόβου και του ελέου δεν θα μεταμορφωθούν ποτέ σε «Ευμενίδες». Θα μείνουν πάντα οι δύσμορφες, άτεκνες μαύρες «θεότητες» της νύχτας και του σκότους.Το έργο του Άλμπι μπορεί, επομένως, να διαβαστεί ως μια δυσοίωνη προφητεία για το τέλος του πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζουμε. Όσο, εννοείται, εξακολουθούμε να μένουμε παθητικοί θεατές των γεγονότων που εξελίσσονται ραγδαία χωρίς εμάς.
Η Παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε στο «Απο Μηχανής Θέατρο» ο Γιώργος Κιμούλης, πατάει επάνω στη θαυμάσια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, που «διαβάζει» το έργο σωστά, μέσα από τις ομιλούσες σιωπές και τα ζωτικά κενά του. Η σκηνοθετική προσέγγιση, όμως, μένει στην παραπλανητικά ρεαλιστική όψη, αδυνατώντας να δείξει τι υπάρχει στην πίσω πλευρά του καθρέφτη ενός ολόκληρου πολιτισμού που ράγισε. Όχι ο Άλμπι δεν αποζητά την κάθαρση, πως άλλωστε να έρθει αυτή, όταν την εμποδίζουν τα σαθρά θεμέλια του οικογενειακού οικοδομήματος; Είναι γλαφυρά απαισιόδοξος, καταθέτοντας μας ένα θεατρικό προϊόν αριστοτεχνικής ανάδειξης των διεστραμμένων μύχιων του ατόμου. Το δεύτερο μείον αυτής της παράστασης είναι οι άνισες ερμηνείες. Οι δύο αντρικοί ρόλοι υπηρετούνται σωστά, δίνοντας στέρεες και ολοκληρωμένες ερμηνείες, σε αντίθεση με τους δυο γυναικείους ρόλους, που αποδεικνύονται ο αδύναμος κρίκος του συνόλου. Εξαιρετικά συγκεντρωμένος, αγωνιωδώς αυτοσαρκαστικός ο Τζώρτζ του Άκη Βλουτή, ρολάρει εύστοχα μεταξύ δράματος, ειρωνείας και κωμικής ατάκας, δίνοντας μια γοητευτική ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία. Η Νίκη Παλληκαράκη ως Μάρθα παρέδωσε στο κοινό στιγμές που συγκίνησαν, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να μας μεταγγίσει την σπαρακτικότητα της ηρωίδας που υποδυόταν. Η οργή και η σαρκοβόρα θηλυκότητα -και όχι η απελπισία και οι εσωτερικές συσπάσεις- είναι ο ερμηνευτικός καμβάς πάνω στον οποίον κινείται, χάνοντας το κέντρο βάρους του ρόλου της. Ο Σαράντος Γεωγλερής παρακολούθησε το ρόλο του Νικ με καθαρά περιγράμματα. Άκρως αποτελεσματικός ανερχόμενος «Νικ», τόσο στην άμυνα όσο και στις αντεπιθέσεις του. Η νεαρή ηθοποιός Τζωρτζίνα Λιώση, δεν κατάφερε να υπερασπιστεί το ρόλο της, αφού η Χάνι της είναι αμήχανη και άχρωμη, στερείται πλαστικότητας, με αποτέλεσμα να μην πειθει, ότι έχει "συνομιλήσει" με την ηρωίδα της. Ωραίοι οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, δημιούργησαν ατμόσφαιρες με ένταση.Ενδιαφέρουσα η επιλογή της μουσικής επένδυσης. Λιτό, μοντέρνο και ψυχρό το σκηνικό, στο αστικό σπίτι του ζευγαριού, ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση των ηρωών, ενώ τα κοστούμια αποτελούν μια καλαίσθητη πρόταση, εξίσου ταιριαστή.
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Παίζουν: Άκις Βλουτής, Νίκη Παλληκαράκη, Σαράντος Γεωγλερής, Τζωρτζίνα Λιώση
Από Μηχανής Θέατρο: Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλ.: 2105231131
Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00
Γενική είσοδος: 14€, Μειωμένο: 10€ (ισχύει για φοιτητές, ανέργους & άνω των 65),
Ατέλειες: 5€, Τετάρτη & Πέμπτη: γενική είσοδος 10€
Το κλασσικό έργο του Εντουαρντ Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», πριν πενήντα χρόνια ανάγκασε την αμερικανική αστική τάξη να κοιτάξει στον «καθρέφτη» την υπαρξική, ηθική και συνειδησιακή παρακμή της. Να συνειδητοποιήσει τις αλληλοφαγικές σχέσεις τους, όσο κι αν προσπαθούν να τις κρύψουν με ψεύδη και επιφάσεις της «ανώτερης» ζωής και «κουλτούρας» τους. Το έργο του Άλμπι που το 1962 προκάλεσε ένα πρωτοφανές σοκ με την αυθάδικη γλώσσα και την παραμορφωτική απεικόνιση της κοινωνικής βιτρίνας, έμελε να γίνει ένα εξίσου εύστοχο και τολμηρό κινηματογραφικό ντεμπούτο δια χειρός Μάικ Νίκολς . Τον ιδιότυπο τίτλο ο Άλμπι τον βρήκε γραμμένο στον τοίχο ενός δημόσιου ουρητηρίου της Νέας Υόρκης. Με τον τίτλο αυτό εκφράζει την ουσία του έργου του. Την αγωνία μπροστά στην τρέλα που οδήγησε στην αυτοκτονία την αγγλίδα συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ. Μακριά από τις ρομαντικές ηρωίδες του Τένεσι Ουίλιαμς και τους αποξενωμένους μετανάστες του Άρθουρ Μίλερ, ο Άλμπι κουρελιάζει στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» το μύθο του απομονωμένου, αστικού «θερμοκηπίου» τοποθετώντας σε θέση μάχης ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσοαστών απέναντι σε ένα άλλο, μικρότερης ηλικίας.Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, που έσκασε σαν βόμβα κυριολεκτικά το 1962 στη Νέα Υόρκη, οφείλει την τεράστια μέχρι σήμερα δημοτικότητά του στο γεγονός ακριβώς ότι μιλά μια γλώσσα οικουμενική, που υπερβαίνει τον ρεαλισμό των καταστάσεων, τον κοινωνικό προβληματισμό της εποχής του, τέλος, την ίδια την ψυχαναλυτική δομή του, για να αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου.
Νύχτα εξομολογήσεων και αλληλοσπαραγμού
(Δεν υπάρχει πιο άγρια φύση από το σαλόνι ενός σπιτιού)
Μια νύχτα μόνο είναι αρκετή για να αποδομηθεί ένας γάμος. Η γυναίκα είναι σαν έτοιμη από καιρό για την αναμέτρηση. Και η επίθεσή της είναι άγρια, χωρίς όρια. Ο άντρας θ' αργήσει να μπει στον πόλεμο, αλλά αυτός είναι που θα τον κερδίσει. Η Μάρθα, κόρη του προέδρου ενός μικρού κολεγίου στη Ν. Αγγλία, είναι μια γυναίκα δυναμική, αλλά απογοητευμένη. Ο άντρας της, Τζορτζ, δειλός και άτολμος εκ φύσεως, δεν κατάφερε να πετύχει στην καριέρα του όσα εκείνη θα ήθελε. Υποτάχθηκε σαν επιστήμονας στον αμείλικτο εργοδότη – πεθερό του, αλλά και σαν άντρας στη γυναίκα του. Μεσήλικος πια, υποβαθμισμένος επιστημονικά, ταπεινωμένος από τις σεξουαλικές συνερεύσεις της Μάρθας με τους εκάστοτε νεοπροσλαμβανόμενους στην κολλέγιο του πατέρα της, τον αλκοολισμό, την προσβλητική συμπεριφορά, την αχαλίνωτη γλώσσα, την περιφρόνησή της για την ταξική κατωτερότητα και την υποταγή του, αλλά και για το ψέμα – προκειμένου να τον κρατά δέσμιο – ότι γέννησαν ένα γιο, ο Τζορτζ ωθείται και ωθεί στον πάτο της «αβύσσου». Στο ξεγύμνωμα της ζωής και της ψυχής τους, όσο κρατά η βυθισμένη στο αλκοόλ μεταμεσονύκτια επίσκεψη του νεαρού αντρόγυνου, που θα χρησιμοποιήσει η Μάρθα, ως «κοινό» για μια παράσταση-επίθεση στον Τζορτζ. Στην ολονυχτία αυτή η Μάρθα και ο Τζορτζ θα αλληλοσπαραχτούν χωρίς έλεος. Θα συγκρουστούν με ματαιωμένα όνειρα, απόρριψη, μοναξιά, ενοχές και κυρίως με τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους. Ο Νικ και η Χάνι θα γίνουν μάρτυρες των πιο μύχιων εξομολογήσεων. Θα αποκαλυφθούν μυστικά και τερατώδη ψέματα, ψευδαισθήσεις που συντηρούσαν την εικοσαετή σχέση τους. Τα ζωτικά ψεύδη θα συντριβούν μαζί με το ξημέρωμα. Αντρας και γυναίκα θα απομείνουν εκτεθειμένοι μπροστά στο ερώτημα: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, δηλαδή ποιος φοβάται την πραγματικότητα; Οι ήρωες αυτής της σύγχρονης τραγωδίας του Άλμπι μοιάζει σε πρώτο επίπεδο να προχωρούν γενναία σε μια πορεία ηθικής κάθαρσης και αυτογνωσίας, διώχνοντας απ’ τη ζωή τους κατά συνθήκη αλήθειες και ζωτικά ψεύδη. Στο βάθος όμως πρόκειται απλώς για την αποδοχή της ήττας τους, καθώς το έργο συνοψίζει τα ποικίλα προβλήματα που θέτει σε ένα: στη φυσική και κυρίως πνευματική στειρότητα, η οποία δεν αφορά μόνο τις συσσωρευτικές κοινωνίες της Δύσης, αλλά είναι σήμερα πια ένα γενικό εφιαλτικό ενδεχόμενο. Οι «Ερινύες» αυτής της αμερικανικής τριλογίας του ενδοοικογενειακού πάθους του φόβου και του ελέου δεν θα μεταμορφωθούν ποτέ σε «Ευμενίδες». Θα μείνουν πάντα οι δύσμορφες, άτεκνες μαύρες «θεότητες» της νύχτας και του σκότους.Το έργο του Άλμπι μπορεί, επομένως, να διαβαστεί ως μια δυσοίωνη προφητεία για το τέλος του πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζουμε. Όσο, εννοείται, εξακολουθούμε να μένουμε παθητικοί θεατές των γεγονότων που εξελίσσονται ραγδαία χωρίς εμάς.
Η Παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε στο «Απο Μηχανής Θέατρο» ο Γιώργος Κιμούλης, πατάει επάνω στη θαυμάσια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, που «διαβάζει» το έργο σωστά, μέσα από τις ομιλούσες σιωπές και τα ζωτικά κενά του. Η σκηνοθετική προσέγγιση, όμως, μένει στην παραπλανητικά ρεαλιστική όψη, αδυνατώντας να δείξει τι υπάρχει στην πίσω πλευρά του καθρέφτη ενός ολόκληρου πολιτισμού που ράγισε. Όχι ο Άλμπι δεν αποζητά την κάθαρση, πως άλλωστε να έρθει αυτή, όταν την εμποδίζουν τα σαθρά θεμέλια του οικογενειακού οικοδομήματος; Είναι γλαφυρά απαισιόδοξος, καταθέτοντας μας ένα θεατρικό προϊόν αριστοτεχνικής ανάδειξης των διεστραμμένων μύχιων του ατόμου. Το δεύτερο μείον αυτής της παράστασης είναι οι άνισες ερμηνείες. Οι δύο αντρικοί ρόλοι υπηρετούνται σωστά, δίνοντας στέρεες και ολοκληρωμένες ερμηνείες, σε αντίθεση με τους δυο γυναικείους ρόλους, που αποδεικνύονται ο αδύναμος κρίκος του συνόλου. Εξαιρετικά συγκεντρωμένος, αγωνιωδώς αυτοσαρκαστικός ο Τζώρτζ του Άκη Βλουτή, ρολάρει εύστοχα μεταξύ δράματος, ειρωνείας και κωμικής ατάκας, δίνοντας μια γοητευτική ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία. Η Νίκη Παλληκαράκη ως Μάρθα παρέδωσε στο κοινό στιγμές που συγκίνησαν, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να μας μεταγγίσει την σπαρακτικότητα της ηρωίδας που υποδυόταν. Η οργή και η σαρκοβόρα θηλυκότητα -και όχι η απελπισία και οι εσωτερικές συσπάσεις- είναι ο ερμηνευτικός καμβάς πάνω στον οποίον κινείται, χάνοντας το κέντρο βάρους του ρόλου της. Ο Σαράντος Γεωγλερής παρακολούθησε το ρόλο του Νικ με καθαρά περιγράμματα. Άκρως αποτελεσματικός ανερχόμενος «Νικ», τόσο στην άμυνα όσο και στις αντεπιθέσεις του. Η νεαρή ηθοποιός Τζωρτζίνα Λιώση, δεν κατάφερε να υπερασπιστεί το ρόλο της, αφού η Χάνι της είναι αμήχανη και άχρωμη, στερείται πλαστικότητας, με αποτέλεσμα να μην πειθει, ότι έχει "συνομιλήσει" με την ηρωίδα της. Ωραίοι οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, δημιούργησαν ατμόσφαιρες με ένταση.Ενδιαφέρουσα η επιλογή της μουσικής επένδυσης. Λιτό, μοντέρνο και ψυχρό το σκηνικό, στο αστικό σπίτι του ζευγαριού, ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση των ηρωών, ενώ τα κοστούμια αποτελούν μια καλαίσθητη πρόταση, εξίσου ταιριαστή.
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Παίζουν: Άκις Βλουτής, Νίκη Παλληκαράκη, Σαράντος Γεωγλερής, Τζωρτζίνα Λιώση
Από Μηχανής Θέατρο: Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλ.: 2105231131
Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00
Γενική είσοδος: 14€, Μειωμένο: 10€ (ισχύει για φοιτητές, ανέργους & άνω των 65),
Ατέλειες: 5€, Τετάρτη & Πέμπτη: γενική είσοδος 10€