Δεν θέλω μήτε να καθοδηγήσω μήτε να βελτιώσω μήτε να απομακρύνω τους ανθρώπους από την ανία. Θέλω να φέρω την ποίηση στη δραματουργία, μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό και κάνει μια καινούργια αρχή σε έναν καινούργιο χώρο. -Σ. Μπέκετ
Το έργο
Οι Ευτυχισμένες Μέρες (αγγλ. τίτλος Happy Days) είναι θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ σε δύο σκηνές. Γράφτηκε στα αγγλικά από τον Οκτώβριο του 1960 ως τον Μάιο του 1961. Το μετέφρασε στα γαλλικά ολοκληρώνοντάς το τον Νοέμβριο του 1962. Ο γαλλικός του τίτλος ήταν Oh les beaux jours, από κάποιο ποίημα του Πωλ Βερλαίν. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στο Cherry Lane Theater της Νέας Υόρκης και επιστρέφει έκτοτε διαρκώς σε σκηνικά ανεβάσματα σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν ως θεατρικό άλυτο. Η Γουίνυ ενταφιασμένη ως επάνω από τη μέση της, στο κέντρο ενός τύμβου είναι το πρώτο θηλυκό θεατρικό προσωπείο του συγγραφέα που εξαντλεί όλες τις συγγραφικές δυνατότητες στην αναζήτηση μιας γλώσσας του Υποκειμένου. Μια φωνή μονολογεί. Αυτή είναι η ελάχιστη μονάδα μέτρησης της ύπαρξης στα κείμενα του Μπέκετ. Η Γουίνυ μονολογεί και διαρκώς αναζητά μια επιβεβαίωση από τον Γουίλυ πως είναι εκεί και την ακούει. Άρα θα υπάρχει. Άρα θα υπάρχουν. Η Γουίνυ και ο Γουίλυ είναι το ποιητικό δίπολο των Ευτυχισμένων Ημερών που συνθέτει την ενότητά του μέσα σ’ έναν χώρο επινοημένο από τον συγγραφέα στην προσπάθειά του να αποτυπώσει το πιο τρομερό πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί. Όμως η Γουίνυ επινοεί διαρκώς τρόπους για να βγάλει τη μέρα της. Κι όταν νιώθει πως η γη τη ρουφά προς τα κάτω εκείνη τραγουδά. Ελαφριά, αέρινη, πλάσμα εφήμερο του αιθέρα τραγουδά το τραγούδι της χωμένη στη γη ως τη μέση της. Την πρώτη μέρα. Ως το λαιμό τη δεύτερη. Από θέμα σε θέμα με το φόβο του κενού που διαρκώς καραδοκεί. Κάτω από έναν καταραμένο ήλιο ανάγει τη ζωή σε γλώσσα και γέλιο. Ποιος ακούει το γλυκό κελαηδισμό του πουλιού; Ο Γουίλυ. Ο δικός της ο Γουίλυ! Οι Ευτυχισμένες Μέρες, ένα θεατρικό έργο ποιητικής συμμετρίας και ανάπτυξη φούγκας που δεν τελεσφορεί παρά μόνο ως όνειρο φυγής.
Η ιστορία
Στις «Ευτυχισμένες μέρες», σε ένα σύμπαν απογυμνωμένο κι έρημο βρίσκουμε κοιμισμένους τη Γουίνυ, μια γυναίκα «μισοθαμμένη» μέσα στη γη και τον άνδρα της Γουίλυ. Η ακινητοποιημένη Γουίννυ, υπόδουλη στο επιτακτικό χτύπημα του ρολογιού, έρχεται αντιμέτωπη με τον ατερμάτιστο χρόνο, αλλά και με την απέραντη μοναξιά. Ο Γουίλυ φιγούρα σχεδόν ανύπαρκτη αλλά απαραίτητος για εκείνη, περιορίζει το λεξιλόγιο του σε μερικά μουγκρίσματα ή επιφωνήματα, αποτελώντας τη μοναδική συντροφιά για της. Μοναδικά της εφόδια η προσευχή, η ομπρέλα, η μεγάλη της μαύρη τσάντα με το περιεχόμενό της, και τέλος … οι λέξεις. Με τον ακατάπαυστο και σπασμωδικό μονόλογο της, με το στόμα της μια πηγή που αναβλύζει απλές σκέψεις, στίχους των κλασσικών, θραύσματα αναμνήσεων, φόβους και την αδιάκοπη επιθυμία της να ζήσει «άλλη μια ευτυχισμένη μέρα». Όταν τα αντικείμενα της τσάντας της εξαντληθούν, η Γουίνυ θα περάσει στη δεύτερη πράξη του έργου, με μοναδικό απόθεμα τις λέξεις. Ο ήχος του κουδουνιού θα γίνεται όλο και πιο επίμονος, σχεδόν βασανιστικός.Θα στραφεί στο περιβάλλον της μνήμης της. Θα επαναλάβει την μάλλον βιωματική ιστορία που αφηγήθηκε και στην πρώτη πράξη, ανίκανη όμως να της προσδώσει ένα λογικό νόημα. Κι έτσι θα σηματοδοτήσει την αέναη συνέχιση των παραστάσεων της, πάντα θαμμένη ίσως πιο βαθιά κάθε φορά, χωρίς όμως να εξαφανιστεί εντελώς απ’τη σκηνή. Η Γουίνυ, όμως, δεν χάνει όμως την αισιοδοξία της παρά τη συναίσθηση της μοναξιάς της, ακόμα κι όταν νιώθει ότι και οι λέξεις κάποτε σε αφήνουν. Βρίσκει καταφύγιο στο παρελθόν της και στις μικρές καθημερινές της συνήθειες που την κρατάνε ζωντανή, περιμένοντας την επόμενη «ευτυχισμένη μέρα».
«Ποιος θα το άντεχε; Μόνο μια γυναίκα»
Το έργο αυτό του Μπέκετ είναι από τα πιο δυσνόητά του. Υποτίθεται ότι παρουσιάζει τον άνθρωπο «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου. Η άμμος που περιβάλει την Γουίνυ και η αγκύλωση του Γουίλυ είναι δείγματα τραγικά και συγχρόνως κωμικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Που και που βγαίνουν στην επιφάνεια ψήγματα αναμνήσεων της παλιάς εποχής. Δύο πρώην άνθρωποι έχουν γίνει υπολείμματα της ύπαρξής τους. Λίγα έργα μπορούν με τόσο εύστοχο τρόπο όσο οι «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ να αποδώσουν το υπαρξιακό κενό και την προσπάθεια του ανθρώπου να δώσει νόημα και ελπίδα στην καθημερινότητα του, αυτή την καθημερινότητα που άλλοτε τον συνθλίβει και άλλοτε τον λυτρώνει. Η μοναξιά απέναντι στο σύμπαν και η αγωνία για επικοινωνία, από τα πιο οικεία θέματα στην δραματουργική παραγωγή του Ιρλανδού συγγραφέα, εκφράζονται με σπαρακτικό τρόπο (παρά τη μάσκα του κωμικού) από την μεσήλικη Γουίννι. Το 1960, όταν ξεκίνησε ο Μπέκετ να γράφει τις «Ευτυχισμένες μέρες», είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του στους θεατρικούς κύκλους με το «Περιμένοντας τον Γκοντό».Ο Μπέκετ σταδιακά αρχίζει να περιορίζει τα διαλογικά μέρη, να προτιμάει τον μονόλογο, να αφαιρεί τις πολλές κινήσεις των ηρώων, να δημιουργεί πιο έντονη αποσπασματικότητα και να χρησιμοποιεί κυρίως τεχνικά μέσα όπως ήχο και φωτισμό. Όπως εξομολογήθηκε κάποτε ο ίδιος ο Μπέκετ στην ηθοποιό Μπρέντα Μπρους, κατέληξε να γράψει το έργο σκεπτόμενος ότι «το πιο τρομερό πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί θα ήταν να μη σου επιτρέπεται να κοιμάσαι, κάθε φορά που θα πήγαινε να σε πάρει ο ύπνος να ακούγεται ένα δυνατό καμπάνισμα και να πετάγεσαι… και σκέφτηκα, ποιος θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει αυτό, να το υπομείνει μάλιστα τραγουδώντας; Μονάχα μια γυναίκα». Όταν ο ίδιος ο Μπέκετ σκηνοθέτησε το έργο το 1971 (σ.σ: στο Schiller-Theater του Βερολίνου), έδωσε ηθελημένα μεγαλύτερη έμφαση στον Γουίλυ, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να αναδείξει τις ιδιαίτερες αποχρώσεις του λόγου της Γουίνυ
Η Παράσταση
Ως σύμβολο αισιοδοξίας αναδύεται μέσα από την αποπνικτική στοίβα που σχηματίζουν αμέτρητα βιβλία η πρωταγωνίστρια Όλια Λαζαρίδου, υποδυόμενη την Γουίνυ, με τρόπο μοναδικό σε έναν μονόλογο, που πραγματικά δεν μας αφήνει να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της. Η ενδεχόμενη σιωπή την φοβίζει οπότε οχυρώνεται πίσω από τις λέξεις. Άλλωστε όλα τα νοήματα του έργου είναι κρυμμένα κάτω από τα γράμματα του κειμένου. Η ανυπαρξία μελλοντικής προοπτικής και η διαρκής καταβύθιση στη μονότονη κενότητα του παρόντος εικονοποιούνται από τα βιβλία , των οποίων η στοίβα-στη δεύτερη πράξη του έργου- έχει φτάσει ως το λαιμό της ηρωίδας. Χαριτωμένη, εκφράζοντας ακόμα και τις πιο θλιβερές αλήθειες της ζωής της, αποφασισμένη να μην ενδώσει στη φθορά, καλύπτει τις παύσεις του κειμένου με απαράμιλλη εκφραστικότητα, ποζάρει με νάζι, παίζει για λίγο την πρωταγωνίστρια σε ένα έργο που η διανομή την έχει αδικήσει, καθώς την έχει καθηλωμένη και ανήμπορη να πάρει επί της ουσίας τη ζωή στα χέρια της. Οι κινήσεις και οι εκφράσεις της διαθέτουν μια ανάλαφρη κωμικότητα, εκείνη την κωμικότητα που υπάρχει με ακαθόριστο τρόπο μέσα στο τραγικό. Η αλαφροσύνη και η αισιοδοξία της κρύβουν πόνο και μοναξιά, αλλά και την ανάγκη να σταθεί στα πόδια της, να επιβιώσει και να βρει την ομορφιά. Όπως το όνομα της ενδεχομένως υπονοεί, η Win-nie αναδεικνύεται νικήτρια της ζωής όταν όλα γύρω της μοιάζουν νεκρά. Ξεπερνώντας τις υφολογικές παγίδες του κειμένου, η ηθοποιός, μας παραδίδει μια εκ βαθέων ανάγνωση σε μια ενδιαφέρουσα γκάμα ιδιόμορφων εκφραστικών εναλλαγών που, παρά τις ελευθερίες τους, δεν εμπόδισαν τον μπεκετικό λόγο να τεκμηριώσει την διά του λόγου τραγική σιωπή του. Με απανωτές καταβυθίσεις και εξάρσεις ανύψωσης. και με ιλαροτραγικό εκτόπισμα, η Όλια Λαζαρίδου αποδεικνύει ότι βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της καριέρας της για να υποδυθεί τον συγκεκριμένο ρόλο. Με μοναδικά ψήγματα τρυφερότητας και αθώας απορίας, με κινήσεις ανάλαφρες και προσεγμένες, αναρωτιέται: "Υπήρξα πάντοτε αυτή που είμαι και είμαι τόσο διαφορετική από αυτήν που ήμουν". Η σκηνογραφική πρόταση αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή, που αντικαθιστά τον αμμόλοφο με μια στοίβα απο βιβλία, που ενώ φαίνονται άχρηστα, σίγουρα δεν είναι και στα οποία η Γουίνυ έχει βρει πολύτιμη συντροφιά, στην μοναχική της πορεία.Και ενώ τα βιβλία μας μορφώνουν, κάνοντας μας κατά τι σοφοότερους με την πάροδο του χρόνου, ο άνθρωπος συνεχίζει να αισθάνεται απελπισμένος, ανίδεος για τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος που τον περιβάλλει, συνεχώς να αναρωτιέται τα μεγάλα άλυτα και επώδυνα υπαρξιακά ερωτήματα, συνεχώς να διαπιστώνει την ασημαντότητα του, την αναπόφευκτη μοναχική πορεία του προς τον θάνατο.
Η άμεση και εύστοχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη αποτελεί πολύτιμο οδηγό επικοινωνίας για την σκηνοθέτη Σύλβια Λιούλιου που έχει χτίσει μια παράσταση με ρυθμό, αποσιωπώντας τις παύσεις, δίνοντας έμφαση στο λόγο και στην εκφραστικότητα της ηρωίδας.Οι φωτισμοί προσδίδουν στην παράσταση, ατμοσφαιρικότητα και μια ηρεμία, που αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ τον μπεκετικό λόγο. Άλλωστε, στο σύνολο της, η παράσταση της Λιούλιου, μέσα απο την υποκριτική ωριμότητα της Λαζαρίδου, φωτίζει με ουσιαστικό τρόπο, σωστό μέτρο και διαύγεια το κείμενο του μεγάλου δραματουργού, χωρίς επιτηδεύσεις, με φυσικότητα και με μια ευαισθησία και ευθραστότητα που μόνο μια γυναικεία ψυχή θα μπορούσε να διαθέτει.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Δραματουργία: Άγγελος Σκασίλας – Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικός Χώρος: Μαρία Παπαδημητρίου
Διανομή: Γουίνυ: Όλια Λαζαρίδου, Γουίλυ: Άγγελος Σκασίλας
Θέατρο: Bios Main, διεύθυνση: Πειραιώς 84, τηλέφωνο: 210 342 5335
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή
Ώρα έναρξης: 9 μ.μ. Τιμή εισιτηρίου: 12 & 10 ευρώ (φοιτητικό)
Οι Ευτυχισμένες Μέρες (αγγλ. τίτλος Happy Days) είναι θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ σε δύο σκηνές. Γράφτηκε στα αγγλικά από τον Οκτώβριο του 1960 ως τον Μάιο του 1961. Το μετέφρασε στα γαλλικά ολοκληρώνοντάς το τον Νοέμβριο του 1962. Ο γαλλικός του τίτλος ήταν Oh les beaux jours, από κάποιο ποίημα του Πωλ Βερλαίν. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στο Cherry Lane Theater της Νέας Υόρκης και επιστρέφει έκτοτε διαρκώς σε σκηνικά ανεβάσματα σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν ως θεατρικό άλυτο. Η Γουίνυ ενταφιασμένη ως επάνω από τη μέση της, στο κέντρο ενός τύμβου είναι το πρώτο θηλυκό θεατρικό προσωπείο του συγγραφέα που εξαντλεί όλες τις συγγραφικές δυνατότητες στην αναζήτηση μιας γλώσσας του Υποκειμένου. Μια φωνή μονολογεί. Αυτή είναι η ελάχιστη μονάδα μέτρησης της ύπαρξης στα κείμενα του Μπέκετ. Η Γουίνυ μονολογεί και διαρκώς αναζητά μια επιβεβαίωση από τον Γουίλυ πως είναι εκεί και την ακούει. Άρα θα υπάρχει. Άρα θα υπάρχουν. Η Γουίνυ και ο Γουίλυ είναι το ποιητικό δίπολο των Ευτυχισμένων Ημερών που συνθέτει την ενότητά του μέσα σ’ έναν χώρο επινοημένο από τον συγγραφέα στην προσπάθειά του να αποτυπώσει το πιο τρομερό πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί. Όμως η Γουίνυ επινοεί διαρκώς τρόπους για να βγάλει τη μέρα της. Κι όταν νιώθει πως η γη τη ρουφά προς τα κάτω εκείνη τραγουδά. Ελαφριά, αέρινη, πλάσμα εφήμερο του αιθέρα τραγουδά το τραγούδι της χωμένη στη γη ως τη μέση της. Την πρώτη μέρα. Ως το λαιμό τη δεύτερη. Από θέμα σε θέμα με το φόβο του κενού που διαρκώς καραδοκεί. Κάτω από έναν καταραμένο ήλιο ανάγει τη ζωή σε γλώσσα και γέλιο. Ποιος ακούει το γλυκό κελαηδισμό του πουλιού; Ο Γουίλυ. Ο δικός της ο Γουίλυ! Οι Ευτυχισμένες Μέρες, ένα θεατρικό έργο ποιητικής συμμετρίας και ανάπτυξη φούγκας που δεν τελεσφορεί παρά μόνο ως όνειρο φυγής.
Η ιστορία
Στις «Ευτυχισμένες μέρες», σε ένα σύμπαν απογυμνωμένο κι έρημο βρίσκουμε κοιμισμένους τη Γουίνυ, μια γυναίκα «μισοθαμμένη» μέσα στη γη και τον άνδρα της Γουίλυ. Η ακινητοποιημένη Γουίννυ, υπόδουλη στο επιτακτικό χτύπημα του ρολογιού, έρχεται αντιμέτωπη με τον ατερμάτιστο χρόνο, αλλά και με την απέραντη μοναξιά. Ο Γουίλυ φιγούρα σχεδόν ανύπαρκτη αλλά απαραίτητος για εκείνη, περιορίζει το λεξιλόγιο του σε μερικά μουγκρίσματα ή επιφωνήματα, αποτελώντας τη μοναδική συντροφιά για της. Μοναδικά της εφόδια η προσευχή, η ομπρέλα, η μεγάλη της μαύρη τσάντα με το περιεχόμενό της, και τέλος … οι λέξεις. Με τον ακατάπαυστο και σπασμωδικό μονόλογο της, με το στόμα της μια πηγή που αναβλύζει απλές σκέψεις, στίχους των κλασσικών, θραύσματα αναμνήσεων, φόβους και την αδιάκοπη επιθυμία της να ζήσει «άλλη μια ευτυχισμένη μέρα». Όταν τα αντικείμενα της τσάντας της εξαντληθούν, η Γουίνυ θα περάσει στη δεύτερη πράξη του έργου, με μοναδικό απόθεμα τις λέξεις. Ο ήχος του κουδουνιού θα γίνεται όλο και πιο επίμονος, σχεδόν βασανιστικός.Θα στραφεί στο περιβάλλον της μνήμης της. Θα επαναλάβει την μάλλον βιωματική ιστορία που αφηγήθηκε και στην πρώτη πράξη, ανίκανη όμως να της προσδώσει ένα λογικό νόημα. Κι έτσι θα σηματοδοτήσει την αέναη συνέχιση των παραστάσεων της, πάντα θαμμένη ίσως πιο βαθιά κάθε φορά, χωρίς όμως να εξαφανιστεί εντελώς απ’τη σκηνή. Η Γουίνυ, όμως, δεν χάνει όμως την αισιοδοξία της παρά τη συναίσθηση της μοναξιάς της, ακόμα κι όταν νιώθει ότι και οι λέξεις κάποτε σε αφήνουν. Βρίσκει καταφύγιο στο παρελθόν της και στις μικρές καθημερινές της συνήθειες που την κρατάνε ζωντανή, περιμένοντας την επόμενη «ευτυχισμένη μέρα».
«Ποιος θα το άντεχε; Μόνο μια γυναίκα»
Το έργο αυτό του Μπέκετ είναι από τα πιο δυσνόητά του. Υποτίθεται ότι παρουσιάζει τον άνθρωπο «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου. Η άμμος που περιβάλει την Γουίνυ και η αγκύλωση του Γουίλυ είναι δείγματα τραγικά και συγχρόνως κωμικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Που και που βγαίνουν στην επιφάνεια ψήγματα αναμνήσεων της παλιάς εποχής. Δύο πρώην άνθρωποι έχουν γίνει υπολείμματα της ύπαρξής τους. Λίγα έργα μπορούν με τόσο εύστοχο τρόπο όσο οι «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ να αποδώσουν το υπαρξιακό κενό και την προσπάθεια του ανθρώπου να δώσει νόημα και ελπίδα στην καθημερινότητα του, αυτή την καθημερινότητα που άλλοτε τον συνθλίβει και άλλοτε τον λυτρώνει. Η μοναξιά απέναντι στο σύμπαν και η αγωνία για επικοινωνία, από τα πιο οικεία θέματα στην δραματουργική παραγωγή του Ιρλανδού συγγραφέα, εκφράζονται με σπαρακτικό τρόπο (παρά τη μάσκα του κωμικού) από την μεσήλικη Γουίννι. Το 1960, όταν ξεκίνησε ο Μπέκετ να γράφει τις «Ευτυχισμένες μέρες», είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του στους θεατρικούς κύκλους με το «Περιμένοντας τον Γκοντό».Ο Μπέκετ σταδιακά αρχίζει να περιορίζει τα διαλογικά μέρη, να προτιμάει τον μονόλογο, να αφαιρεί τις πολλές κινήσεις των ηρώων, να δημιουργεί πιο έντονη αποσπασματικότητα και να χρησιμοποιεί κυρίως τεχνικά μέσα όπως ήχο και φωτισμό. Όπως εξομολογήθηκε κάποτε ο ίδιος ο Μπέκετ στην ηθοποιό Μπρέντα Μπρους, κατέληξε να γράψει το έργο σκεπτόμενος ότι «το πιο τρομερό πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί θα ήταν να μη σου επιτρέπεται να κοιμάσαι, κάθε φορά που θα πήγαινε να σε πάρει ο ύπνος να ακούγεται ένα δυνατό καμπάνισμα και να πετάγεσαι… και σκέφτηκα, ποιος θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει αυτό, να το υπομείνει μάλιστα τραγουδώντας; Μονάχα μια γυναίκα». Όταν ο ίδιος ο Μπέκετ σκηνοθέτησε το έργο το 1971 (σ.σ: στο Schiller-Theater του Βερολίνου), έδωσε ηθελημένα μεγαλύτερη έμφαση στον Γουίλυ, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να αναδείξει τις ιδιαίτερες αποχρώσεις του λόγου της Γουίνυ
Η Παράσταση
Ως σύμβολο αισιοδοξίας αναδύεται μέσα από την αποπνικτική στοίβα που σχηματίζουν αμέτρητα βιβλία η πρωταγωνίστρια Όλια Λαζαρίδου, υποδυόμενη την Γουίνυ, με τρόπο μοναδικό σε έναν μονόλογο, που πραγματικά δεν μας αφήνει να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της. Η ενδεχόμενη σιωπή την φοβίζει οπότε οχυρώνεται πίσω από τις λέξεις. Άλλωστε όλα τα νοήματα του έργου είναι κρυμμένα κάτω από τα γράμματα του κειμένου. Η ανυπαρξία μελλοντικής προοπτικής και η διαρκής καταβύθιση στη μονότονη κενότητα του παρόντος εικονοποιούνται από τα βιβλία , των οποίων η στοίβα-στη δεύτερη πράξη του έργου- έχει φτάσει ως το λαιμό της ηρωίδας. Χαριτωμένη, εκφράζοντας ακόμα και τις πιο θλιβερές αλήθειες της ζωής της, αποφασισμένη να μην ενδώσει στη φθορά, καλύπτει τις παύσεις του κειμένου με απαράμιλλη εκφραστικότητα, ποζάρει με νάζι, παίζει για λίγο την πρωταγωνίστρια σε ένα έργο που η διανομή την έχει αδικήσει, καθώς την έχει καθηλωμένη και ανήμπορη να πάρει επί της ουσίας τη ζωή στα χέρια της. Οι κινήσεις και οι εκφράσεις της διαθέτουν μια ανάλαφρη κωμικότητα, εκείνη την κωμικότητα που υπάρχει με ακαθόριστο τρόπο μέσα στο τραγικό. Η αλαφροσύνη και η αισιοδοξία της κρύβουν πόνο και μοναξιά, αλλά και την ανάγκη να σταθεί στα πόδια της, να επιβιώσει και να βρει την ομορφιά. Όπως το όνομα της ενδεχομένως υπονοεί, η Win-nie αναδεικνύεται νικήτρια της ζωής όταν όλα γύρω της μοιάζουν νεκρά. Ξεπερνώντας τις υφολογικές παγίδες του κειμένου, η ηθοποιός, μας παραδίδει μια εκ βαθέων ανάγνωση σε μια ενδιαφέρουσα γκάμα ιδιόμορφων εκφραστικών εναλλαγών που, παρά τις ελευθερίες τους, δεν εμπόδισαν τον μπεκετικό λόγο να τεκμηριώσει την διά του λόγου τραγική σιωπή του. Με απανωτές καταβυθίσεις και εξάρσεις ανύψωσης. και με ιλαροτραγικό εκτόπισμα, η Όλια Λαζαρίδου αποδεικνύει ότι βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της καριέρας της για να υποδυθεί τον συγκεκριμένο ρόλο. Με μοναδικά ψήγματα τρυφερότητας και αθώας απορίας, με κινήσεις ανάλαφρες και προσεγμένες, αναρωτιέται: "Υπήρξα πάντοτε αυτή που είμαι και είμαι τόσο διαφορετική από αυτήν που ήμουν". Η σκηνογραφική πρόταση αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή, που αντικαθιστά τον αμμόλοφο με μια στοίβα απο βιβλία, που ενώ φαίνονται άχρηστα, σίγουρα δεν είναι και στα οποία η Γουίνυ έχει βρει πολύτιμη συντροφιά, στην μοναχική της πορεία.Και ενώ τα βιβλία μας μορφώνουν, κάνοντας μας κατά τι σοφοότερους με την πάροδο του χρόνου, ο άνθρωπος συνεχίζει να αισθάνεται απελπισμένος, ανίδεος για τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος που τον περιβάλλει, συνεχώς να αναρωτιέται τα μεγάλα άλυτα και επώδυνα υπαρξιακά ερωτήματα, συνεχώς να διαπιστώνει την ασημαντότητα του, την αναπόφευκτη μοναχική πορεία του προς τον θάνατο.
Η άμεση και εύστοχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη αποτελεί πολύτιμο οδηγό επικοινωνίας για την σκηνοθέτη Σύλβια Λιούλιου που έχει χτίσει μια παράσταση με ρυθμό, αποσιωπώντας τις παύσεις, δίνοντας έμφαση στο λόγο και στην εκφραστικότητα της ηρωίδας.Οι φωτισμοί προσδίδουν στην παράσταση, ατμοσφαιρικότητα και μια ηρεμία, που αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ τον μπεκετικό λόγο. Άλλωστε, στο σύνολο της, η παράσταση της Λιούλιου, μέσα απο την υποκριτική ωριμότητα της Λαζαρίδου, φωτίζει με ουσιαστικό τρόπο, σωστό μέτρο και διαύγεια το κείμενο του μεγάλου δραματουργού, χωρίς επιτηδεύσεις, με φυσικότητα και με μια ευαισθησία και ευθραστότητα που μόνο μια γυναικεία ψυχή θα μπορούσε να διαθέτει.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Δραματουργία: Άγγελος Σκασίλας – Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικός Χώρος: Μαρία Παπαδημητρίου
Διανομή: Γουίνυ: Όλια Λαζαρίδου, Γουίλυ: Άγγελος Σκασίλας
Θέατρο: Bios Main, διεύθυνση: Πειραιώς 84, τηλέφωνο: 210 342 5335
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή
Ώρα έναρξης: 9 μ.μ. Τιμή εισιτηρίου: 12 & 10 ευρώ (φοιτητικό)