Όταν το φάντασμα του μικροαστού, σφυρίζει αμέριμνο...
Μία διασκευή του έργου του μεγάλου αυστριακού μοντερνιστή συγγραφέα Χέρμαν Μπροχ οι Αθώοι φιλοξενείται στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Το έργο, που γράφτηκε στην Αμερική, σχετίζεται με τη βιωματική γνώση του συγγραφέα σχετικά με τον ναζισμό. Πρόκειται για μια σχέση που άρχισε πριν ο ίδιος συλληφθεί από την Γκεστάπο και αποφυλακιστεί αργότερα, έπειτα από ενέργειες φίλων και ιδίως του Τζαίημς Τζόυς. Στους «Αθώους» ο Χέρμαν Μπροχ εξετάζει το ναζισμό στα πρώτα του βήματα, πριν ακόμα απ’ την επικράτησή του στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, όταν, μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτός επωάζονταν στα σπίτια των καλοβολεμένων αστών,την ίδια στιγμή που η κοινωνία, με την ανοχή της, τον εξέθρεψε. Οι ήρωές του, ανεξάρτητα απ’ την πολιτική τους τοποθέτηση, ζουν και δρουν -ή μάλλον αδρανούν - χωρίς συνείδηση των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους, αμέτοχοι στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, «αθώοι» αλλά, τελικά, συνένοχοι στην επερχόμενη βαρβαρότητα.
«Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» είναι ο τίτλος της διασκευής για το θέατρο, ένα κείμενο σταθμός για τη δυτική λογοτεχνία. Το ένα από τα έντεκα διηγήματα που συγκροτούν τους «Αθώους» - συγκεκριμένα το πέμπτο κεφάλαιο- έχει τίτλο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε». Εξαίσιο κειμενο με κρυφα και υποδόρια νοήματα και απίστευτους συμβολισμούς που συγκλονίζουν με την επικαιρότητά τους Τον χειμώνα του 1991-2 ο Αντώνης Αντύπας το είχε σκηνοθέτησει στο Απλό Θέατρο σε μία μονολογική παράσταση, με την Αλέκα Παΐζη.
Είναι η αφήγηση της ζωής μια γριάς υπηρέτριας που έζησε όλη τη ζωή της στη σκιά της κυρίας της, βαρόνης Ελβίρας. Ερωτεύτηκε αυτούς που ερωτεύτηκε και εκείνη, μεγάλωσε το νόθο παιδί της, γέρασε και συνεχίζει να ζει μέσα σε ένα σπίτι, που μοιάζει να εγκυμονεί το κακό και να κατατρώει τους ενοίκους του. Ο μικρόκοσμος του σπιτιού όπου έζησε η Τσερλίνε είναι η μικρογραφία του κόσμου που εξέθρεψε τον ναζισμό, ένας κόσμος περίκλειστος, φοβικός, θρησκόληπτος και επικριτικός προς οτιδήποτε ξένο και άγνωστο.
Η Τσερλίνε είναι ο βασικός αφηγητής της ιστορίας της. Ο δραματικός χρόνος της παράστασης βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε δύο κύκλους αφηγήσεών της. Όλα τα γεγονότα έχουν συντελεστεί και εκείνη τα ξαναφτιάχνει μπροστά μας. Ξαναφτιάχνει δηλαδή ως παρατηρητής τη ζωή της, που τελικά έκρυβε πολλά σκοτεινά σημεία. Είναι η ίδια φορέας του κακού και ταυτόγχρονα κριτής του, όπως, σε αναγωγή, και ολόκληρη η γερμανική κοινωνία, όταν άρχισε να συνέρχεται από τη δίνη του εθνικοσοσιαλισμού.
Η δράση τού έργου μεταξύ 1923-1933. Μια οικογένεια καθωσπρέπει,της υψηλής κοινωνίας, εγκλωβισμένη σε κοινωνικές συμβάσεις όπου τα ένστικτα, τα πάθη, και οι επιθυμίες 'απαγορεύονται'.Τουλάχιστον φανερά. Αυτό επιφέρει την αγριότητα σε όλα τα επίπεδα.Υπάρχει όμως το "σπίτι των κυνηγών", όπου εκεί όλα δείχνουν να επιτρέπονται.`Ομως όχι.Ακόμα κι αυτό εκδικείται, σαν να έχει στοιχειώσει όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες.`Ολα αυτά λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, στην δημοκρατία της Βαιμάρης.
Η αξιοπρεπής διασκευή που έχει κάνει ο Στρατής Πασχάλης μαζί με την δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανού προσφέρουν μία άψογη δομή - παρότι ο λόγος του Μπροχ είναι πολύπλοκος και πλούσιος , τόσο που δεν μπορεί να χωρέσει στη συντομευμένη εκδοχή της σκηνικής διασκευής - που μας μεταφέρει στη σκιώδη, ζοφερή περίοδο της μεσοπολεμικής ιστορίας της Γερμανίας, με τους ήρωες να κινούνται υποδόρια μέσα στην υποκρισία, μπλεγμένοι στον ιστό της αράχνης που υφαίνει η δαιμόνια υπηρέτρια Τσερλίνε,υποταγμένοι πλήρως στις βουλές της για να εκλείψουν στο τέλος κάτω από την εξυφαινόμενη σκευωρία της και το ταξικό της μίσος.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού αναδίδει με πολύ ενδιαφέροντα και εφευρετικό τρόπο το κείμενο του Μπροχ, με άψογο ρυθμό και υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, διαλόγους σύντομους και κοφτούς, που κρύβουν μια οξύτητα και ένα υποδόριο δηλητήριο. Οι φοβικές και χαμηλών τόνων σκηνές εναλλάσσονται με αυτές του ωμού, κυνικού ρεαλισμού μέσα σε ένα περιβάλλον εξωτερικά πειθαρχημένο, θρησκόληπτο, αδιάφορο για τους γύρω του, όπου πάντα πλανάται η απειλή ενός αόρατου εχθρού.
Η Μπέττυ Αρβανίτη στέρεη και έμπειρη μας οδηγεί στα μονοπάτια του ζόφου με μαεστρία, βάζοντας σημαντικά ψήγματα της μεγάλης σκηνικής της εμπειρία. Χειρίζεται επιδέξια τις συναισθηματικές αποχρώσεις της ηρωίδας, σε μία επιβλητική και ώριμη ερμηνεία. Η Μαρία Κατσιαδάκη στον ρόλο της βαρόνης μεταμορφώνει εξαιρετικά την ελαφράδα σε βαθιά θλίψη και είναι πολύ καλή στις μεταστροφές του χαρακτήρα της, χρησιμοποιώντας διαφορετικές αποχρώσεις της φωνής της.
Ο Κώστας Βασαρδάνης, ο εισβολέας που αυτοπαγιδεύεται, ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, αποδίδει με υποκριτική δεινότητα το συναισθηματικό βάλτο που δημιούργησε ο Αντρέας, χωρίς υπερβολές και αμετροέπειες στο λόγο του και στη σκηνική του έκφραση, κινούμενος από τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτηση, έως την τρέλα, παρασυρμένος από το αρρωστημένο περιβάλλον Όταν ο ηθοποιός καλείται να παίξει εναλλακτικά στον ίδιο μονόλογο δύο ρόλους, δημιουργείται κάποια σύγχιση.
Η Σύρμω Κεκέ ερμηνεύει επιδέξια και με ακρίβεια τη παγερότητα και τη λεπτή ειρωνεία της κακομαθημένης κόρης που το μόνο που έμαθε είναι να αποκτά με κάθε κόστος κι όταν αυτό δε συμβαίνει,εκδικείται. Η Εύα Σιμάτου που υποδύεται τη Μελίτα, υπογραμμίζει διακριτικά όλα τα στάδια της χαράς και της αγωνία ενός νέου κοριτσιού, που γίνεται γυναίκα, μέσα στο σπίτι της βαρόνης,προσφερόμενη σαν σκεύος ηδονής στον άντρα του σπιτιού, κάτω από την σκιερή ραδιουργία της Τσερλίνε.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου εντυπωσιακά, έχουν λειτουργικότητα, φαντασία και αναδίνουν μια έντονη αίσθηση εγκατάλειψης και καταπιεσμένης μιζέριας, με φόντο το αραχνιασμένο σπίτι της οικογένειας. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, ένα διαρκές παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, δημιουργούν ατμόσφαιρα και ρυθμό στην παράσταση και τονίζουν τον ψυχισμό των ηρώων. Η μουσική επιμέλεια του Άγγελου Τριανταφύλλου, δημιουργεί μία πνιγηρή, απειλητική ένταση, ενώ η κίνηση που έχει μια υπαινικτική δραματικότητα διδάχτηκε από την Αλεξία Μπεζίκη και αξιοποιήθηκε στο κτίσιμο της απόκοσμης ατμόσφαιρας.
Μία δουλεμένη, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια παράσταση, ένα θέατρο ιδεών με υψηλή αισθητική, ποιητικό ρεαλισμό και αξιόλογες ερμηνείες, που αξίζει να παρακολουθήσετε και να επεξεργαστείτε στο μυαλό σας.
Μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς - Ελένη Βαροπούλου
Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Δραματουργική επεξεργασία-Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διδασκαλία κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη
ηθοποιοί: Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Κατσιαδάκη,
Κώστας Βασαρδάνης, Σύρμω Κεκέ, Εύα Σιμάτου
Tετάρτη 8 μ.μ. Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο 9 μ.μ. Κυριακή 8 μ.μ.
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, τηλ. 210.8838727
Μία διασκευή του έργου του μεγάλου αυστριακού μοντερνιστή συγγραφέα Χέρμαν Μπροχ οι Αθώοι φιλοξενείται στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Το έργο, που γράφτηκε στην Αμερική, σχετίζεται με τη βιωματική γνώση του συγγραφέα σχετικά με τον ναζισμό. Πρόκειται για μια σχέση που άρχισε πριν ο ίδιος συλληφθεί από την Γκεστάπο και αποφυλακιστεί αργότερα, έπειτα από ενέργειες φίλων και ιδίως του Τζαίημς Τζόυς. Στους «Αθώους» ο Χέρμαν Μπροχ εξετάζει το ναζισμό στα πρώτα του βήματα, πριν ακόμα απ’ την επικράτησή του στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, όταν, μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτός επωάζονταν στα σπίτια των καλοβολεμένων αστών,την ίδια στιγμή που η κοινωνία, με την ανοχή της, τον εξέθρεψε. Οι ήρωές του, ανεξάρτητα απ’ την πολιτική τους τοποθέτηση, ζουν και δρουν -ή μάλλον αδρανούν - χωρίς συνείδηση των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους, αμέτοχοι στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, «αθώοι» αλλά, τελικά, συνένοχοι στην επερχόμενη βαρβαρότητα.
«Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» είναι ο τίτλος της διασκευής για το θέατρο, ένα κείμενο σταθμός για τη δυτική λογοτεχνία. Το ένα από τα έντεκα διηγήματα που συγκροτούν τους «Αθώους» - συγκεκριμένα το πέμπτο κεφάλαιο- έχει τίτλο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε». Εξαίσιο κειμενο με κρυφα και υποδόρια νοήματα και απίστευτους συμβολισμούς που συγκλονίζουν με την επικαιρότητά τους Τον χειμώνα του 1991-2 ο Αντώνης Αντύπας το είχε σκηνοθέτησει στο Απλό Θέατρο σε μία μονολογική παράσταση, με την Αλέκα Παΐζη.
Είναι η αφήγηση της ζωής μια γριάς υπηρέτριας που έζησε όλη τη ζωή της στη σκιά της κυρίας της, βαρόνης Ελβίρας. Ερωτεύτηκε αυτούς που ερωτεύτηκε και εκείνη, μεγάλωσε το νόθο παιδί της, γέρασε και συνεχίζει να ζει μέσα σε ένα σπίτι, που μοιάζει να εγκυμονεί το κακό και να κατατρώει τους ενοίκους του. Ο μικρόκοσμος του σπιτιού όπου έζησε η Τσερλίνε είναι η μικρογραφία του κόσμου που εξέθρεψε τον ναζισμό, ένας κόσμος περίκλειστος, φοβικός, θρησκόληπτος και επικριτικός προς οτιδήποτε ξένο και άγνωστο.
Η Τσερλίνε είναι ο βασικός αφηγητής της ιστορίας της. Ο δραματικός χρόνος της παράστασης βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε δύο κύκλους αφηγήσεών της. Όλα τα γεγονότα έχουν συντελεστεί και εκείνη τα ξαναφτιάχνει μπροστά μας. Ξαναφτιάχνει δηλαδή ως παρατηρητής τη ζωή της, που τελικά έκρυβε πολλά σκοτεινά σημεία. Είναι η ίδια φορέας του κακού και ταυτόγχρονα κριτής του, όπως, σε αναγωγή, και ολόκληρη η γερμανική κοινωνία, όταν άρχισε να συνέρχεται από τη δίνη του εθνικοσοσιαλισμού.
Η δράση τού έργου μεταξύ 1923-1933. Μια οικογένεια καθωσπρέπει,της υψηλής κοινωνίας, εγκλωβισμένη σε κοινωνικές συμβάσεις όπου τα ένστικτα, τα πάθη, και οι επιθυμίες 'απαγορεύονται'.Τουλάχιστον φανερά. Αυτό επιφέρει την αγριότητα σε όλα τα επίπεδα.Υπάρχει όμως το "σπίτι των κυνηγών", όπου εκεί όλα δείχνουν να επιτρέπονται.`Ομως όχι.Ακόμα κι αυτό εκδικείται, σαν να έχει στοιχειώσει όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες.`Ολα αυτά λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, στην δημοκρατία της Βαιμάρης.
Η αξιοπρεπής διασκευή που έχει κάνει ο Στρατής Πασχάλης μαζί με την δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανού προσφέρουν μία άψογη δομή - παρότι ο λόγος του Μπροχ είναι πολύπλοκος και πλούσιος , τόσο που δεν μπορεί να χωρέσει στη συντομευμένη εκδοχή της σκηνικής διασκευής - που μας μεταφέρει στη σκιώδη, ζοφερή περίοδο της μεσοπολεμικής ιστορίας της Γερμανίας, με τους ήρωες να κινούνται υποδόρια μέσα στην υποκρισία, μπλεγμένοι στον ιστό της αράχνης που υφαίνει η δαιμόνια υπηρέτρια Τσερλίνε,υποταγμένοι πλήρως στις βουλές της για να εκλείψουν στο τέλος κάτω από την εξυφαινόμενη σκευωρία της και το ταξικό της μίσος.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού αναδίδει με πολύ ενδιαφέροντα και εφευρετικό τρόπο το κείμενο του Μπροχ, με άψογο ρυθμό και υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, διαλόγους σύντομους και κοφτούς, που κρύβουν μια οξύτητα και ένα υποδόριο δηλητήριο. Οι φοβικές και χαμηλών τόνων σκηνές εναλλάσσονται με αυτές του ωμού, κυνικού ρεαλισμού μέσα σε ένα περιβάλλον εξωτερικά πειθαρχημένο, θρησκόληπτο, αδιάφορο για τους γύρω του, όπου πάντα πλανάται η απειλή ενός αόρατου εχθρού.
Η Μπέττυ Αρβανίτη στέρεη και έμπειρη μας οδηγεί στα μονοπάτια του ζόφου με μαεστρία, βάζοντας σημαντικά ψήγματα της μεγάλης σκηνικής της εμπειρία. Χειρίζεται επιδέξια τις συναισθηματικές αποχρώσεις της ηρωίδας, σε μία επιβλητική και ώριμη ερμηνεία. Η Μαρία Κατσιαδάκη στον ρόλο της βαρόνης μεταμορφώνει εξαιρετικά την ελαφράδα σε βαθιά θλίψη και είναι πολύ καλή στις μεταστροφές του χαρακτήρα της, χρησιμοποιώντας διαφορετικές αποχρώσεις της φωνής της.
Ο Κώστας Βασαρδάνης, ο εισβολέας που αυτοπαγιδεύεται, ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, αποδίδει με υποκριτική δεινότητα το συναισθηματικό βάλτο που δημιούργησε ο Αντρέας, χωρίς υπερβολές και αμετροέπειες στο λόγο του και στη σκηνική του έκφραση, κινούμενος από τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτηση, έως την τρέλα, παρασυρμένος από το αρρωστημένο περιβάλλον Όταν ο ηθοποιός καλείται να παίξει εναλλακτικά στον ίδιο μονόλογο δύο ρόλους, δημιουργείται κάποια σύγχιση.
Η Σύρμω Κεκέ ερμηνεύει επιδέξια και με ακρίβεια τη παγερότητα και τη λεπτή ειρωνεία της κακομαθημένης κόρης που το μόνο που έμαθε είναι να αποκτά με κάθε κόστος κι όταν αυτό δε συμβαίνει,εκδικείται. Η Εύα Σιμάτου που υποδύεται τη Μελίτα, υπογραμμίζει διακριτικά όλα τα στάδια της χαράς και της αγωνία ενός νέου κοριτσιού, που γίνεται γυναίκα, μέσα στο σπίτι της βαρόνης,προσφερόμενη σαν σκεύος ηδονής στον άντρα του σπιτιού, κάτω από την σκιερή ραδιουργία της Τσερλίνε.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου εντυπωσιακά, έχουν λειτουργικότητα, φαντασία και αναδίνουν μια έντονη αίσθηση εγκατάλειψης και καταπιεσμένης μιζέριας, με φόντο το αραχνιασμένο σπίτι της οικογένειας. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, ένα διαρκές παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, δημιουργούν ατμόσφαιρα και ρυθμό στην παράσταση και τονίζουν τον ψυχισμό των ηρώων. Η μουσική επιμέλεια του Άγγελου Τριανταφύλλου, δημιουργεί μία πνιγηρή, απειλητική ένταση, ενώ η κίνηση που έχει μια υπαινικτική δραματικότητα διδάχτηκε από την Αλεξία Μπεζίκη και αξιοποιήθηκε στο κτίσιμο της απόκοσμης ατμόσφαιρας.
Μία δουλεμένη, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια παράσταση, ένα θέατρο ιδεών με υψηλή αισθητική, ποιητικό ρεαλισμό και αξιόλογες ερμηνείες, που αξίζει να παρακολουθήσετε και να επεξεργαστείτε στο μυαλό σας.
Μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς - Ελένη Βαροπούλου
Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Δραματουργική επεξεργασία-Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διδασκαλία κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη
ηθοποιοί: Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Κατσιαδάκη,
Κώστας Βασαρδάνης, Σύρμω Κεκέ, Εύα Σιμάτου
Tετάρτη 8 μ.μ. Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο 9 μ.μ. Κυριακή 8 μ.μ.
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, τηλ. 210.8838727