Καθώς περνά ο καιρός, και η Μόσχα όλο και μακραίνει, αρχίζει και γίνεται συνείδηση στις «Τρεις αδελφές» η φράση ενός από τους ήρωες: «Δεν είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ ευτυχισμένοι. Μόνο αποζητούμε την ευτυχία».
Η ασύγκριτη τεχνική του Τέχωφ
Στο μεσοστράτι της μεγάλης θεατρικής τετραλογίας του, τον Αύγουστο του 1900, ο Τσέχοφ αρχίζει να γράφει τις Τρεις Αδερφές. Βρισκόταν στο απόγειο της λογοτεχνικής και δραματουργικής του πορείας μετά την επιτυχία του Γλάρου και του Θείου Βάνια. Όλα τα μεγάλα έργα του Τσέχοφ διαδραματίζονται στην επαρχία. Οι Τρεις Αδελφές, ωστόσο, διαδραματίζεται σε μία μακρινή επαρχιακή πόλη, που δεν κατονομάζεται στο κείμενο αλλά – όπως λέει ο ίδιος – ‘μοιάζει με το Περμ’. Μία πόλη μουντή, παγερή, εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας, στις παρυφές της Σιβηρίας. Όταν ολοκλήρωσε το έργο, ο Τσέχοφ, πήγε στη Μόσχα και στις 23 Οκτωβρίου του 1900 έγινε η πρώτη ανάγνωση. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Τσέχοφ φεύγει από την παγωμένη Μόσχα, πηγαίνει στην λιόχαρη Νίκαια, όπου ξαναγράφει το έργο και στέλνει τις αλλαγές στη Μόσχα. Οι ηθοποιοί είναι ενθουσιασμένοι, ενώ ο Τσέχοφ αγωνιώντας στέλνει οδηγίες για το παίξιμο των ηθοποιών ακόμα και για το ντύσιμο των στρατιωτών. Η ‘πρώτη’ δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1901 και στάθηκε μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Τσέχοφ, έναν αιώνα τώρα. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία» και τους χαρακτήρες του «μπουφόνους», καθώς φέρνει κάθε έναν από αυτούς, αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, όπως αυτή σμιλεύεται αμείλικτα από τον χρόνο. Ο μικρόκοσμος της νωθρής επαρχιώτικης ζωής, της αποκεντρωμένης και παρατημένης από το κράτος, καθώς και οι ολέθριες συνέπειες των καταθλιπτικών συνθηκών στις ψυχές των ανθρώπων είναι τα θέματα που θίγει ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, με την ακρίβεια και τη νηφαλιότητα ενός «χημικού» Όλα τα πρόσωπα του έργου οδεύουν αναπόφευκτα προς την ψυχική φθορά. Η κλειστή και αδιέξοδη μονοτονία της επαρχιώτικης ζωής και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες δεν αφήνουν περιθώρια για άλματα και αλλαγές. Όλοι πνίγονται από έλλειψη σκοπού, αναζητούν ένα νόημα, γραπώνονται από τυχαίες λύσεις, απογοητεύονται, παραιτούνται και ανέχονται μελαγχολικά μια ζωή σχηματική, ανάξια για τη νοημοσύνη και την ευαισθησία τους. Η Μόσχα, τόπος γέννησης των τριών αδελφών, είναι η πατρίδα, όπου ονειρεύονται να ξαναγυρίσουν και συμβολίζει την απόδραση και τη σωτηρία, που οι αναμνήσεις έχουν εξιδανικεύσει. Στις 'Τρεις αδελφές' περιέχονται όλα τα στοιχεία της ασύγκριτης τεχνικής του Τσέχωφ: θέματα καθημερινά και τετριμμένα, σε συνδυασμό με μια υποτυπώδη πλοκή, αλλά φορτωμένη από όνειρα, νοσταλγία, ελπίδα, ενθουσιασμό, διάψευση, χιούμορ, μελαγχολία και στοχασμό. Η δραματική πύκνωση δεν σχηματίζεται από δράση, αλλά από σκέψεις που κρύβονται πίσω από λόγια, οδυνηρές σιωπές και κωμικούς υπαινιγμούς. Όλα αυτά τα στοιχεία φορτίζουν την ατμόσφαιρα και προβάλλουν ανάγλυφα την ιδιότυπη ποιητικότητα του Τσέχωφ
Η ιστορία
Οι τρεις αδελφές, η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα Πραζόρωφ ζουν μαζί με τον Αντρέι τον αδελφό τους σε μια επαρχιακή πόλη. Nοσταλγούν την εποχή που ζούσαν μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν αξιωματικός του στρατού, στη Μόσχα. Τώρα πια συμβιβάζονται με το να δέχονται αξιωματικούς της φρουράς σπίτι τους και να προσδοκούν μια επιστροφή στον παλιό τρόπο ζωής. Η Όλια, η μεγαλύτερη, είναι δασκάλα σε σχολείο της περιοχής. Η Μάσα είναι παντρεμένη με τον Κουλίγκιν, έναν καθηγητή τον οποίο θεωρεί ανίκανο να της προσφέρει όλα όσα ονειρεύεται. Η Ιρίνα, η μικρότερη, κάνει όνειρα και φαντάζεται μια ζωή μακριά από την πόλη στην οποία ζει, έχοντας διακαή πόθο να επιστρέψει στην Μόσχα. Ένας αξιωματικός που έρχεται στην πόλη τους, ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, ταράζει τον κόσμο της Μάσας και της προξενεί συναισθήματα ξεχασμένα από καιρό. Επιχειρώντας να ξεπεράσει την αβάστακτη πλήξη της, αφήνεται να βιώσει μαζί του έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Ανάμεσα στους στρατιωτικούς που συχνάζουν στο σπίτι είναι και ο βαρόνος Τούζενμπαχ ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Ιρίνα κι η σχέση μαζί του της προσφέρει μια αμυδρή ελπίδα λύτρωσης από την επαρχιακή ζωή, αν κι αυτή στην πραγματικότητα δεν τον αγαπά. Οι τρεις αδελφές αναζητούν ωστόσο μια λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται. Ο Βερσίνιν θα φύγει από την πόλη ακολουθώντας το Σύνταγμα του που αλλάζει έδρα και ο Τούζεμπαχ θα σκοτωθεί σε μονομαχία. Ο Αντρέι, που έχει παντρευτεί την Νατάσα, μια σκληρή και αυταρχική γυναίκα, θα εγκαταλείψει τα όνειρα του να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, και θα παραδοθεί σε μια αδιάφορη, ρουτινιάρικη ζωή. Οι αξιωματικοί θα φύγουν μακριά κι οι τρεις αδελφές θα απομείνουν μόνες, συντροφιά με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, ν’ ακούν τη μουσική του Συντάγματος που αποχωρεί, να νοσταλγούν και να αναρωτιούνται για το νόημα της ύπαρξης τους.
Η παράσταση
Στο θέατρο TempusVerum Εν Αθήναις, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς, μαζί με έναν δωδεκαμελή θίασο, παρουσιάζει το εμβληματικό έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, μέσα από την απώλεια του πατέρα τους, τοποθετώντας τη δράση μπροστά σε ένα σκηνικό ιδιαίτερης αισθητικής, ένα ιδιόμορφο μαυσωλείο με φωτογραφίες τυπωμένες πάνω σε μέταλλο. «Σαν σήμερα, ακριβώς πριν από ένα χρόνο, πέθανε ο πατέρας Ιρίνα, την ημέρα της γιορτής σου». Το έργο ξεκινά με ένα μνημόσυνο που ταυτίζεται με τα γενέθλια. Οι ηθοποιοί εισβάλλουν στη σκηνή και οι ρόλοι αυτοσυστήνονται με ένα απόσταγμα-εμμονή της ύπαρξής τους, που τους ανυψώνει σε σύμβολα διαχρονικά. Το τσεχοφικό χιούμορ προβάλλει εξ αρχής σε πλήρη άνθηση, γεννώντας μειδιάματα ευθυμίας που η θλίψη των χαρακτήρων για το ανέφικτο όνειρο και η αγωνιώδης προσμονή για ένα καλύτερο αύριο, τα προστατεύει στοργικά από την ευκολία του γέλιου. Οι τολμηρές φόρμες στο λόγο και την κίνηση που προτείνονται απο τον σκηνοθέτη καταφέρνουν να διατηρήσουν τη φρεσκάδα του αυτοσχεδιασμού, χωρίς να προδίδουν το κλασικό υπόβαθρο του έργου. Ο δροσερός, νεανικός, γεμάτος χυμούς θίασος, που δρα σ’ ένα απόλυτα αφαιρετικό σκηνικό, καλείται να υπηρετήσει μια ανατρεπτική, άκρως ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ανάγνωση, που ψηλαφίζει με μαεστρία τους ρόλους μέχρι τη ρίζα, ενώ κάτω απο μια παραπλανητική επαναλαμβανόμενη συνθήκη ανίας και μελαγχολίας, παρουσιάζεται μπροστά μας μια μυστική ζωή που σφύζει από μια υποβόσκουσα ένταση και έναν εσωτερικό παλμό, που φορτίζει την παράσταση.
Κάτω από τη σκιά του πατέρα που έχει πεθάνει οι «Τρεις αδελφές» προσπαθούν να ανασυντάξουν τη ζωή τους. Η Όλια συγκινεί για την πίστη στην τάξη και την παράδοση, η Μάσα για την απύθμενη λαχτάρα της να ερωτευτεί και η μικρότερη Ιρίνα για το πάθος της να αλλάξει ο κόσμος. Οι τρείς αδελφές του Τσέχωφ είναι τόσο αταίριαστες, όσο και συμπληρωματικές. Τόσο όμοιες, όσο και τελείως αντίθετες. Λες και είναι μία ψυχή σε τρεις εκφάνσεις της. Τρεις εκφάνσεις της ίδιας γυναίκας! Τρεις χορδές του ίδιου μουσικού οργάνου, από όπου βγαίνει η ίδια μελαγχολική μελωδία, του ανολοκλήρωτου, της απογοήτευσης, της συνεχούς άμυνας της γυναικείας ψυχής, της αντίδρασης όχι μόνο σε μια αντίπαλη μοίρα, αλλά και σε μια ενάντια κοινωνία. Ο Τσέχωφ αρνείται κατηγορηματικά την ευτυχία, στις «Τρεις αδελφές», όμως τις επιτρέπει, να ζουν, να συνεχίζουν να ζουν.
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ποιητική ατμόσφαιρα, απ'οπου ξεπροβάλλουν γλυκόπικρες εικόνες για τις ματαιωμένες ελπίδες και την ψευδαίσθηση της ευτυχίας. Μια ευτυχία, που δεν κατοικεί το σπίτι των Πραζόρωφ, που είναι πάντα αλλού, σε άλλο τόπο, ενώ οι τρείς αδελφές αντιμετωπίζουν τη ματαίωση και την αποτυχία κατασκευάζοντας φαντασιώσεις και μελλοντική ευτυχία, ματαιώνοντας το παρόν. Η απόδραση από το χαμηλό φωτισμό την ψευδαισθήσεων προς το σκληρό φώς της αλήθειας δεν έρχεται ποτέ και οι ήρωες αρκούνται σε μια ρουτινιάρικη ζωή στερημένη από ποίηση και ιδέες.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και τις εντυπώνει ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Και ως εκ τούτου, ο απύθμενος Τσεχωφικός βυθός της ανθρώπινης ψυχής, γίνεται χώρος κατάδυσης για τους ηθοποιους της παράστασης. Με μια εύθραυστη εσωτερικότητα, και ευαιθησία η Ελεάνα Στραβοδήμου υποδύεται την ονειροπόλα Ιρίνα, χαρίζοντας μας εξαιρετικές συγκινησιακές κορυφώσεις. Η Βιβή Πέτση μας μεταγγίζει την έμφυτη ευγένεια της Όλγας, της συγκρατημένης αδελφής, που υπομένει στωικά, ταγμένη στο καθήκον. Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, στο ρόλο της όμορφης Μάσα, δεν καταφέρνει να μας μεταφέρει την εσωτερική φλόγα που σιγοκαίει την καρδιά της ηρωίδας της, αποστασιοποιείται από τον ψυχισμό μιας παράφορα ερωτευμένης γυναίκας, παρουσιάζεται πιότερο ψυχρή και ειρωνική. Δεν υπάρχει χημεία μεταξύ της Μάσα και του Βερσίνιν, ρόλος που επωμίζεται ο ηθοποιός Χρήστος Πλαϊνης, ο οποίος παρ' ολα αυτά, αποδίδει με εκφραστική άνεση τους μονολόγους του, όταν ο ήρωας του φιλοσοφεί περί ζωής.
Πολύ καλός ο Πάρις Θωμόπουλος, στο ρόλο του Αντρέι, μια στέρεη και μελετημένη ερμηνεία, που καταφέρνει να μας ταξιδέψει, μέσα στις ψυχικές τρικυμίες του χαρακτήρα του. Σωστοί ο Σπύρος Κυριαζόπουλος και Ευθύμης Μπαλαγιάννης, στους ρόλους τους. Ξεχωρίζουν για την καθαρότητα στον λόγο και την λιτή διαχείριση των εκφραστικών του μέσων, ο Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, στο ρόλο του Τούζενμπαχ και ο Γιώργος Χουλιάρας (Τσεμπουτίκιν), για την ερμηνευτική του πληθωρικότητα. Εξαιρετική, επίσης, η Νατάσα Ζαγκλή, με εμφανή σκηνική άνεση, χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς, πείθει στο ρόλο της αδίστακτης Νατάσα, που είναι η μόνη που ζει και αναπνέει το παρόν. Ευχάριστη έκπληξη αποτελούν το δυναμικό δίδυμο Νατάσα Σαραντοπούλου και Εύα Γαλογαύρου, που μας εντυπωσιάζουν με την αυτοδιαχειριζόμενη σκηνική τους σωματικότητα. Τα κοστούμια της παράστασης φαίνονται ανέπνευστα και άχρωμα, ενώ οι φωτισμοί περιορίζονται στο ρόλο της λειτουργικότητας, αντί να στήνουν ατμόσφαιρες. Ωραία η μουσική επένδυση, ενώ η επιμέλεια κίνησης είναι υπεύθυνη για όμορφες σκηνές, άψογα χορογραφημένες. Πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα, η μετάφραση, αναδεικνύει την ιδιότυπη ποιητικότητα του Τσέχωφ και φωτίζει εύστοχα σκέψεις που κρύβονται πίσω από λόγια, οδυνηρές σιωπές και κωμικούς υπαινιγμούς. Ωραία παράσταση που υποβάλλει τα σέβη της στον συγγραφέα, συνδυάζοντας με μια αξιοθαύμαστη ισορροπία, το κλασσικό, διανθισμένο με μοντέρνα και φρέσκια ματιά.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σαραντοπούλου
Ηθοποιοί:
Εύα Γαλογαύρου: Ανφίσα, Φεντότικ
Νατάσα Ζαγκλή: Νατάσα
Πάρις Θωμόπουλος: Αντρέι
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Σολιόνι
Ευθύμης Μπαλαγιάννης: Κουλίγκιν
Κωνσταντίνος Δημητρακάκης : Τούζενμπαχ
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου: Μάσα
Βιβή Πέτση: Όλγα
Χρήστος Πλαΐνης: Βερσίνιν
Νατάσα Σαραντοπούλου: Ροντέ, Φεραπόντ
Ελεάνα Στραβοδήμου: Ιρίνα
Γιώργος Χουλιάρας: Τσεμπουτίκιν
Tempus Verum - Εν Αθήναις, Ιάκχου 19,Γκάζι
Τηλ.: 2103425170
Δευτ., Τρ. 8 μ.μ.
Στο μεσοστράτι της μεγάλης θεατρικής τετραλογίας του, τον Αύγουστο του 1900, ο Τσέχοφ αρχίζει να γράφει τις Τρεις Αδερφές. Βρισκόταν στο απόγειο της λογοτεχνικής και δραματουργικής του πορείας μετά την επιτυχία του Γλάρου και του Θείου Βάνια. Όλα τα μεγάλα έργα του Τσέχοφ διαδραματίζονται στην επαρχία. Οι Τρεις Αδελφές, ωστόσο, διαδραματίζεται σε μία μακρινή επαρχιακή πόλη, που δεν κατονομάζεται στο κείμενο αλλά – όπως λέει ο ίδιος – ‘μοιάζει με το Περμ’. Μία πόλη μουντή, παγερή, εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας, στις παρυφές της Σιβηρίας. Όταν ολοκλήρωσε το έργο, ο Τσέχοφ, πήγε στη Μόσχα και στις 23 Οκτωβρίου του 1900 έγινε η πρώτη ανάγνωση. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Τσέχοφ φεύγει από την παγωμένη Μόσχα, πηγαίνει στην λιόχαρη Νίκαια, όπου ξαναγράφει το έργο και στέλνει τις αλλαγές στη Μόσχα. Οι ηθοποιοί είναι ενθουσιασμένοι, ενώ ο Τσέχοφ αγωνιώντας στέλνει οδηγίες για το παίξιμο των ηθοποιών ακόμα και για το ντύσιμο των στρατιωτών. Η ‘πρώτη’ δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1901 και στάθηκε μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Τσέχοφ, έναν αιώνα τώρα. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία» και τους χαρακτήρες του «μπουφόνους», καθώς φέρνει κάθε έναν από αυτούς, αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, όπως αυτή σμιλεύεται αμείλικτα από τον χρόνο. Ο μικρόκοσμος της νωθρής επαρχιώτικης ζωής, της αποκεντρωμένης και παρατημένης από το κράτος, καθώς και οι ολέθριες συνέπειες των καταθλιπτικών συνθηκών στις ψυχές των ανθρώπων είναι τα θέματα που θίγει ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, με την ακρίβεια και τη νηφαλιότητα ενός «χημικού» Όλα τα πρόσωπα του έργου οδεύουν αναπόφευκτα προς την ψυχική φθορά. Η κλειστή και αδιέξοδη μονοτονία της επαρχιώτικης ζωής και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες δεν αφήνουν περιθώρια για άλματα και αλλαγές. Όλοι πνίγονται από έλλειψη σκοπού, αναζητούν ένα νόημα, γραπώνονται από τυχαίες λύσεις, απογοητεύονται, παραιτούνται και ανέχονται μελαγχολικά μια ζωή σχηματική, ανάξια για τη νοημοσύνη και την ευαισθησία τους. Η Μόσχα, τόπος γέννησης των τριών αδελφών, είναι η πατρίδα, όπου ονειρεύονται να ξαναγυρίσουν και συμβολίζει την απόδραση και τη σωτηρία, που οι αναμνήσεις έχουν εξιδανικεύσει. Στις 'Τρεις αδελφές' περιέχονται όλα τα στοιχεία της ασύγκριτης τεχνικής του Τσέχωφ: θέματα καθημερινά και τετριμμένα, σε συνδυασμό με μια υποτυπώδη πλοκή, αλλά φορτωμένη από όνειρα, νοσταλγία, ελπίδα, ενθουσιασμό, διάψευση, χιούμορ, μελαγχολία και στοχασμό. Η δραματική πύκνωση δεν σχηματίζεται από δράση, αλλά από σκέψεις που κρύβονται πίσω από λόγια, οδυνηρές σιωπές και κωμικούς υπαινιγμούς. Όλα αυτά τα στοιχεία φορτίζουν την ατμόσφαιρα και προβάλλουν ανάγλυφα την ιδιότυπη ποιητικότητα του Τσέχωφ
Η ιστορία
Οι τρεις αδελφές, η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα Πραζόρωφ ζουν μαζί με τον Αντρέι τον αδελφό τους σε μια επαρχιακή πόλη. Nοσταλγούν την εποχή που ζούσαν μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν αξιωματικός του στρατού, στη Μόσχα. Τώρα πια συμβιβάζονται με το να δέχονται αξιωματικούς της φρουράς σπίτι τους και να προσδοκούν μια επιστροφή στον παλιό τρόπο ζωής. Η Όλια, η μεγαλύτερη, είναι δασκάλα σε σχολείο της περιοχής. Η Μάσα είναι παντρεμένη με τον Κουλίγκιν, έναν καθηγητή τον οποίο θεωρεί ανίκανο να της προσφέρει όλα όσα ονειρεύεται. Η Ιρίνα, η μικρότερη, κάνει όνειρα και φαντάζεται μια ζωή μακριά από την πόλη στην οποία ζει, έχοντας διακαή πόθο να επιστρέψει στην Μόσχα. Ένας αξιωματικός που έρχεται στην πόλη τους, ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, ταράζει τον κόσμο της Μάσας και της προξενεί συναισθήματα ξεχασμένα από καιρό. Επιχειρώντας να ξεπεράσει την αβάστακτη πλήξη της, αφήνεται να βιώσει μαζί του έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Ανάμεσα στους στρατιωτικούς που συχνάζουν στο σπίτι είναι και ο βαρόνος Τούζενμπαχ ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Ιρίνα κι η σχέση μαζί του της προσφέρει μια αμυδρή ελπίδα λύτρωσης από την επαρχιακή ζωή, αν κι αυτή στην πραγματικότητα δεν τον αγαπά. Οι τρεις αδελφές αναζητούν ωστόσο μια λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται. Ο Βερσίνιν θα φύγει από την πόλη ακολουθώντας το Σύνταγμα του που αλλάζει έδρα και ο Τούζεμπαχ θα σκοτωθεί σε μονομαχία. Ο Αντρέι, που έχει παντρευτεί την Νατάσα, μια σκληρή και αυταρχική γυναίκα, θα εγκαταλείψει τα όνειρα του να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, και θα παραδοθεί σε μια αδιάφορη, ρουτινιάρικη ζωή. Οι αξιωματικοί θα φύγουν μακριά κι οι τρεις αδελφές θα απομείνουν μόνες, συντροφιά με τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, ν’ ακούν τη μουσική του Συντάγματος που αποχωρεί, να νοσταλγούν και να αναρωτιούνται για το νόημα της ύπαρξης τους.
Η παράσταση
Στο θέατρο TempusVerum Εν Αθήναις, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς, μαζί με έναν δωδεκαμελή θίασο, παρουσιάζει το εμβληματικό έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, μέσα από την απώλεια του πατέρα τους, τοποθετώντας τη δράση μπροστά σε ένα σκηνικό ιδιαίτερης αισθητικής, ένα ιδιόμορφο μαυσωλείο με φωτογραφίες τυπωμένες πάνω σε μέταλλο. «Σαν σήμερα, ακριβώς πριν από ένα χρόνο, πέθανε ο πατέρας Ιρίνα, την ημέρα της γιορτής σου». Το έργο ξεκινά με ένα μνημόσυνο που ταυτίζεται με τα γενέθλια. Οι ηθοποιοί εισβάλλουν στη σκηνή και οι ρόλοι αυτοσυστήνονται με ένα απόσταγμα-εμμονή της ύπαρξής τους, που τους ανυψώνει σε σύμβολα διαχρονικά. Το τσεχοφικό χιούμορ προβάλλει εξ αρχής σε πλήρη άνθηση, γεννώντας μειδιάματα ευθυμίας που η θλίψη των χαρακτήρων για το ανέφικτο όνειρο και η αγωνιώδης προσμονή για ένα καλύτερο αύριο, τα προστατεύει στοργικά από την ευκολία του γέλιου. Οι τολμηρές φόρμες στο λόγο και την κίνηση που προτείνονται απο τον σκηνοθέτη καταφέρνουν να διατηρήσουν τη φρεσκάδα του αυτοσχεδιασμού, χωρίς να προδίδουν το κλασικό υπόβαθρο του έργου. Ο δροσερός, νεανικός, γεμάτος χυμούς θίασος, που δρα σ’ ένα απόλυτα αφαιρετικό σκηνικό, καλείται να υπηρετήσει μια ανατρεπτική, άκρως ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ανάγνωση, που ψηλαφίζει με μαεστρία τους ρόλους μέχρι τη ρίζα, ενώ κάτω απο μια παραπλανητική επαναλαμβανόμενη συνθήκη ανίας και μελαγχολίας, παρουσιάζεται μπροστά μας μια μυστική ζωή που σφύζει από μια υποβόσκουσα ένταση και έναν εσωτερικό παλμό, που φορτίζει την παράσταση.
Κάτω από τη σκιά του πατέρα που έχει πεθάνει οι «Τρεις αδελφές» προσπαθούν να ανασυντάξουν τη ζωή τους. Η Όλια συγκινεί για την πίστη στην τάξη και την παράδοση, η Μάσα για την απύθμενη λαχτάρα της να ερωτευτεί και η μικρότερη Ιρίνα για το πάθος της να αλλάξει ο κόσμος. Οι τρείς αδελφές του Τσέχωφ είναι τόσο αταίριαστες, όσο και συμπληρωματικές. Τόσο όμοιες, όσο και τελείως αντίθετες. Λες και είναι μία ψυχή σε τρεις εκφάνσεις της. Τρεις εκφάνσεις της ίδιας γυναίκας! Τρεις χορδές του ίδιου μουσικού οργάνου, από όπου βγαίνει η ίδια μελαγχολική μελωδία, του ανολοκλήρωτου, της απογοήτευσης, της συνεχούς άμυνας της γυναικείας ψυχής, της αντίδρασης όχι μόνο σε μια αντίπαλη μοίρα, αλλά και σε μια ενάντια κοινωνία. Ο Τσέχωφ αρνείται κατηγορηματικά την ευτυχία, στις «Τρεις αδελφές», όμως τις επιτρέπει, να ζουν, να συνεχίζουν να ζουν.
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ποιητική ατμόσφαιρα, απ'οπου ξεπροβάλλουν γλυκόπικρες εικόνες για τις ματαιωμένες ελπίδες και την ψευδαίσθηση της ευτυχίας. Μια ευτυχία, που δεν κατοικεί το σπίτι των Πραζόρωφ, που είναι πάντα αλλού, σε άλλο τόπο, ενώ οι τρείς αδελφές αντιμετωπίζουν τη ματαίωση και την αποτυχία κατασκευάζοντας φαντασιώσεις και μελλοντική ευτυχία, ματαιώνοντας το παρόν. Η απόδραση από το χαμηλό φωτισμό την ψευδαισθήσεων προς το σκληρό φώς της αλήθειας δεν έρχεται ποτέ και οι ήρωες αρκούνται σε μια ρουτινιάρικη ζωή στερημένη από ποίηση και ιδέες.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και τις εντυπώνει ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Και ως εκ τούτου, ο απύθμενος Τσεχωφικός βυθός της ανθρώπινης ψυχής, γίνεται χώρος κατάδυσης για τους ηθοποιους της παράστασης. Με μια εύθραυστη εσωτερικότητα, και ευαιθησία η Ελεάνα Στραβοδήμου υποδύεται την ονειροπόλα Ιρίνα, χαρίζοντας μας εξαιρετικές συγκινησιακές κορυφώσεις. Η Βιβή Πέτση μας μεταγγίζει την έμφυτη ευγένεια της Όλγας, της συγκρατημένης αδελφής, που υπομένει στωικά, ταγμένη στο καθήκον. Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, στο ρόλο της όμορφης Μάσα, δεν καταφέρνει να μας μεταφέρει την εσωτερική φλόγα που σιγοκαίει την καρδιά της ηρωίδας της, αποστασιοποιείται από τον ψυχισμό μιας παράφορα ερωτευμένης γυναίκας, παρουσιάζεται πιότερο ψυχρή και ειρωνική. Δεν υπάρχει χημεία μεταξύ της Μάσα και του Βερσίνιν, ρόλος που επωμίζεται ο ηθοποιός Χρήστος Πλαϊνης, ο οποίος παρ' ολα αυτά, αποδίδει με εκφραστική άνεση τους μονολόγους του, όταν ο ήρωας του φιλοσοφεί περί ζωής.
Πολύ καλός ο Πάρις Θωμόπουλος, στο ρόλο του Αντρέι, μια στέρεη και μελετημένη ερμηνεία, που καταφέρνει να μας ταξιδέψει, μέσα στις ψυχικές τρικυμίες του χαρακτήρα του. Σωστοί ο Σπύρος Κυριαζόπουλος και Ευθύμης Μπαλαγιάννης, στους ρόλους τους. Ξεχωρίζουν για την καθαρότητα στον λόγο και την λιτή διαχείριση των εκφραστικών του μέσων, ο Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, στο ρόλο του Τούζενμπαχ και ο Γιώργος Χουλιάρας (Τσεμπουτίκιν), για την ερμηνευτική του πληθωρικότητα. Εξαιρετική, επίσης, η Νατάσα Ζαγκλή, με εμφανή σκηνική άνεση, χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς, πείθει στο ρόλο της αδίστακτης Νατάσα, που είναι η μόνη που ζει και αναπνέει το παρόν. Ευχάριστη έκπληξη αποτελούν το δυναμικό δίδυμο Νατάσα Σαραντοπούλου και Εύα Γαλογαύρου, που μας εντυπωσιάζουν με την αυτοδιαχειριζόμενη σκηνική τους σωματικότητα. Τα κοστούμια της παράστασης φαίνονται ανέπνευστα και άχρωμα, ενώ οι φωτισμοί περιορίζονται στο ρόλο της λειτουργικότητας, αντί να στήνουν ατμόσφαιρες. Ωραία η μουσική επένδυση, ενώ η επιμέλεια κίνησης είναι υπεύθυνη για όμορφες σκηνές, άψογα χορογραφημένες. Πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα, η μετάφραση, αναδεικνύει την ιδιότυπη ποιητικότητα του Τσέχωφ και φωτίζει εύστοχα σκέψεις που κρύβονται πίσω από λόγια, οδυνηρές σιωπές και κωμικούς υπαινιγμούς. Ωραία παράσταση που υποβάλλει τα σέβη της στον συγγραφέα, συνδυάζοντας με μια αξιοθαύμαστη ισορροπία, το κλασσικό, διανθισμένο με μοντέρνα και φρέσκια ματιά.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σαραντοπούλου
Ηθοποιοί:
Εύα Γαλογαύρου: Ανφίσα, Φεντότικ
Νατάσα Ζαγκλή: Νατάσα
Πάρις Θωμόπουλος: Αντρέι
Σπύρος Κυριαζόπουλος: Σολιόνι
Ευθύμης Μπαλαγιάννης: Κουλίγκιν
Κωνσταντίνος Δημητρακάκης : Τούζενμπαχ
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου: Μάσα
Βιβή Πέτση: Όλγα
Χρήστος Πλαΐνης: Βερσίνιν
Νατάσα Σαραντοπούλου: Ροντέ, Φεραπόντ
Ελεάνα Στραβοδήμου: Ιρίνα
Γιώργος Χουλιάρας: Τσεμπουτίκιν
Tempus Verum - Εν Αθήναις, Ιάκχου 19,Γκάζι
Τηλ.: 2103425170
Δευτ., Τρ. 8 μ.μ.