Η εξουσία εκμαυλίζει τον άνθρωπο. Τον κάνει αλαζόνα, εγωιστή, ως εκ τούτου δεν καθίσταται ικανός να προσέξει τις ευαίσθητες χορδές του συνανθρώπου του, καταπατά τα δικαιώματά του, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί σε αδιέξοδο και πολλές φορές, σε επανάσταση.
Η ουτοπία της μίας, μοναδικής, αληθινής και κοινής πραγματικότητας
Το “Ολεάννα” δεν είναι το όνομα της ηρωίδας του έργου του Ντέιβιντ Μάμετ, ούτε καν αναφέρεται μέσα σε αυτό. Είναι ένα νορβηγικό λαϊκό τραγούδι του 1853 που μεταφράστηκε στα αγγλικά και έγινε εξαιρετικά δημοφιλές. Οι στίχοι του αφηγούνται την επιθυμία του τραγουδιστή να αφήσει τη Νορβηγία και να δραπετετεύσει στην Ολεάννα, η οποία εκφράζει το όραμα της τέλειας αμερικάνικης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, “Ολεάννα” ήταν το όνομα ενός από τους οικισμούς στην Νέα Νορβηγία της Πενσυλβανίας, όπου όμως όλοι οι Νορβηγοί μετανάστες τελικά τον εγκατέλειψαν, λόγω της δυσκολίας να εγκατασταθούν εκεί. Η μετάβαση στην Ολεάννα υπήρξε μια ουτοπία και ο Μάμετ επιλέγει από αυτό το τραγούδι το “Ολεάννα” ως τίτλο για το θρυλικό πλέον έργο του, όπου μιλάει για την ουτοπία της μίας, μοναδικής, αληθινής και κοινής πραγματικότητας. Ο ιδιοφυής Μάμετ, ένας πολυσχιδής άνθρωπος του θεάτρου και του κινηματογράφου, στήνει επί σκηνής με μοναδική μαεστρία και ευαισθησία ένα κοφτερό και πολύπτυχο έργο, λιτό στη δομή του και επώδυνο στην υφή του. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1992 στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης και τον επόμενο χρόνο ανέβηκε με εξαιρετική επιτυχία στο Royal Court Theater σε σκηνοθεσία του Χάρολντ Πίντερ.Όπως γράφει ο ίδιος στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Μάμετ, “δεν μπορεί να υπάρξει έργο σκληρότερο και πιο ασυμβίβαστο από το Ολεάννα.” Και πραγματικά, πρόκειται για ένα έργο που όπου ανέβηκε προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από γυναικείες οργανώσεις, πανεπιστημιακούς κύκλους, αρθρογράφους και κριτικούς, καθώς μία μερίδα χρέωσε στον Μάμετ ό,τι παρουσιάζει μια ακαθόριστη απλοποίηση των σχέσεων των δύο φύλων, ενώ μία άλλη ότι το έργο υπερασπίζεται την κατάχρηση εξουσίας στους ακαδημαϊκούς κύκλους. To 1994 o ίδιος ο Μάμετ μετέφερε το έργο του και στον κινηματογράφο με τον ομώνυμο τίτλο. H "Ολεάννα" ανέβηκε το 1992, και συνέπεσε χρονικά με μια δικαστική υπόθεση. Πρόκειται για τη μήνυση κατά του Clarence Thomas, υποψήφιου για το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση καθηγήτριας πανεπιστημίου. Όπως ήταν αναμενόμενο το κείμενο δεν άρεσε καθόλου στο βορειοαμερικανικό φεμινιστικό λόμπι, το οποίο κατηγόρησε τον συγγραφέα για μισογυνισμό.
"- Τι θέλατε να πείτε γράφοντας την "Ολεάννα";
- Τίποτα δεν ήθελα να πω. Το έργο ήθελα να γράψω. Ξέρω ότι για πολλούς ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν κάτι απλό: ότι ενώ φαίνεται ότι ένα έργο εμπεριέχει κάποιο μήνυμα, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε καμία πρόθεση να στείλει το μήνυμα αυτό. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να γράψω μια ιστορία. Να παρακολουθήσω τις πράξεις προσώπων με μεγάλο θεατρικό ενδιαφέρον μέχρι τη λογική τους κατάληξη, για να δούμε πού αυτές οδηγούν."
Η Υπόθεση
(«Εκείνος λέει ότι ήταν μάθημα. Εκείνη, σεξουαλική παρενόχληση. Όποια θέση και να πάρετε, θα χάσετε»)
Ο Τζων, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του και παρά τα προσωπικά του προβλήματα δέχεται να βοηθήσει την Κάρολ να «κατανοήσει» και να περάσει το μάθημά του. Μετά από μια συνάντησή τους, αριστοτεχνικά φτιαγμένη και αρκούντως διφορούμενη από το συγγραφέα, ο Τζων βρίσκεται κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση και γενικότερα για ηθική παρεκτροπή από τη φοιτήτριά του, η οποία, αρπάζοντας τη μοναδική ευκαιρία για εξουσία που της δίνεται, διεκδικεί αποκατάσταση της αδικίας όχι μόνο εκ μέρους της ίδιας αλλά και της «ομάδας» της. Ο Μάμετ, σε αυτό το δράμα των δύο χαρακτήρων, “κλειδώνει” έναν άνδρα καθηγητή πανεπιστημίου και μία γυναίκα φοιτήτριά του σε ένα γραφείο, στον ελεύθερο και δημοκρατικό χώρο του πανεπιστημίου, όπου εκεί ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός, ένας βιασμός συμβαίνει ή δεν συμβαίνει. Μια σειρά από αναπαραστάσεις των σχέσεων εξουσίας μέσα στο τρίγωνο “Εγώ, φόβος, θυμός”, με κύρια σημεία τη γνώση, την ανωτερότητα, την υπεροχή και ότι αυτά γεννούν, παρουσιάζονται μέσα στην ανελέητη αδυναμία κατανόησης και επικοινωνίας. Οι σχέσεις των δύο φύλων, η δύναμη της γλώσσας, η αδυναμία της ελευθερίας, ο συντηρητισμός και ο ριζοσπαστισμός, είναι από τα βασικά μοτίβα του έργου και του παιχνιδιού ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Πάνω από όλα όμως, το ίδιο το έργο είναι μια δυνατή κριτική της αλληλεπίδρασης των δύο φύλων, της δύναμης, της εξουσίας και της γλώσσας στη σύγχρονη κοινωνία. Ο κόσμος μας άλλωστε, πιο ταραγμένος, ασταθής κι ανασφαλής από ποτέ, σήμερα μπορεί να προσλάβει καλύτερα το συνεχές, μεταδοτικό άγχος των δυο ηρώων, τις κοφτές νευρωσικές, ανολοκλήρωτες «γκρεμισμένες» φράσεις τους, την υπόγεια ένταση που βαθμηδόν φέρνει τη σύγκρουση σε ένα μπρα-ντε-φερ για γερά νεύρα. Η υποβόσκουσα ένταση και η τελική έκρηξη είναι μια καθημερινότητα πλέον.
Η Παράσταση
Το "Ολεάννα" δεν είναι σίγουρα ένα εύκολο έργο. Σίγουρα όμως δεν θα αδιαφορήσετε. Στην σκηνή μπροστά σας θα δείτε δυο ανθρώπους να αλληλοσπαράσσονται. Δυο άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον καθώς ο καθένας τους έχει βαθιά ριζωμένες τις αλυσίδες του που δεν τον αφήνουν να δει την πραγματικότητα του άλλου. Δυο υποκειμενικές αντιλήψεις συγκρούονται, η επικοινωνία γίνεται αδύνατη, εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος, θύτης και θύμα αλλάζουν ρόλους μέχρι το εκρηκτικό φινάλε και ο Μάμετ αφήνει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Με όχημα τις ρεαλιστικές αλλά και έντονα φορτισμένες συναισθηματικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών ξεχωριστά και ταυτόχρονα συνδιασμένες σε μία επιτυχημένη χημεία, ο νεαρός σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης στήνει μια παράσταση για γερά νεύρα, αφού η ταχύτητα των ψυχικών εναλλαγών και η αντιστροφή των ρόλων εξουσίας, μας κρατά συμμέτοχους σε ένα έξυπνο αλλά και επικίνδυνο παιχνίδι μυαλού. Το περίτεχνο θεατρικό παιχνίδι του Μάμετ να κρύβει δείχνοντας τα ουσιώδη και να αποκαλύπτει κρύβοντας , βρίσκει σε αυτή τη παράσταση τον σωστό ρυθμό του. Αισθανόμαστε πως άλλοτε μας κλείνει το μάτι συνωμοτικά κι άλλοτε μας παγώνει με τη σιωπή. Η ανάγκη των δύο χαρακτήρων για εξουσία και ασφάλεια, η σκληρότητα της πραγματικότητας τους παραμορφώνει σε θηρία και η πολιτισμένη δημοκρατία που τους περιβάλλει αποδεικνύεται ουτοπική.
Η Κατερίνα Παπουτσάκη, στο ρόλο της της Κάρολ φέρει το βαρύ φορτίο ενός ρόλου, που έχει χαρακτηριστεί από ξένους κριτικούς ως “ο πιο ολοκληρωμένος ρεαλιστικός γυναικείος χαρακτήρας του Μάμετ”, “ένα μπερδεμένο κρυπτογράφημα”. Στο πρώτο μέρος η ερμηνεία της διαθέτει στοιχεία αμηχανίας, σαν να μην κατανοεί την ανασφάλεια της ηρωίδας της και τα προβλήματα επικοινωνίας που την βασανίζουν. Εκεί, που θα επιθυμούσαμε να δούμε μια ακροβασία διακυμάνσεων και κραδασμών, παρατηρούμε μια Κάρολ επίπεδη και άχρωμη, που δεν επιτυγχάνει να μας πείσει για την μειονεκτική και επώδυνη θέση, στην οποία βρίσκεται. Σταδιακά, όμως, βρίσκει τον βηματισμό της και μας παραδίδει μια καλή ερμηνεία, όταν χρησιμοποιεί την κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση, ως ένα όπλο για να εκδικηθεί τον καθηγητή, γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει: την ανώτερη καθεστηκυία τάξη, το καθηγητικό κατεστημένο, ένα άτομο που από θέση ισχύος, βολεμένο σε θέση έξουσίας, επιδεικνύει άνεση, πόζα, στυλ αγρεύοντας ευήκοα ώτα για να καυχηθολογηθεί για ό,τι έκανε ή δεν έκανε στη ζωή του. Σε αυτό το δεύτερο εκρηκτικό μέρος, η Κάρολ αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της και την ομάδα της, φεύγει από την ατομικότητα παίρνει απρόσμενη δύναμη και αντιστρέφει τους όρους εξουσίας, μεταμορφώνεται της σε μια φεμινιστική λαίλαπα, κάτι που εισπράττουμε απο την υποκριτική παλέτα της ηθοποιού. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, από το πρώτο λεπτό αποσαφηνίζει την ερμηνευτική υπεροχή του, αξιοποιώντας σωστά την επιθυμητή αμφισημία του ρόλου του. Στιβαρη παρουσια, αξιοποιει την όμορφη χροιά της φωνης του και την σκηνική εμπειρια του, ερμηνευοντας με μια απλοτητα και φυσικοτητα τον Τζων. Και αυτό ακριβώς είναι και το δυνατό σημείο του ηθοποιού, ότι ακομη και στις ακραιες στιγμες του εργου παραμένει αληθινος και απόλυτα ρεαλιστικός. Εξαιρετικός, όταν κομπορρημονεί, με μια εκφραστικότητα ανάλαφρων και λεπτών αποχρώσεων, που οδηγεί σιγά σιγά στην πλήρη ασυνεννοησια με την φοιτήτρια του. Εφησυχασμένος στη βεβαιότητα που του παρέχει η ασφάλεια(;) της θέσης του, με σχεδόν αδιανόητη την (συν)αίσθηση της διακύβευσης στη ρουτίνα της καθημερινότητάς του, εξετάζει σχεδόν με νωθρότητα το εκάστοτε δεδομένο, ακόμη και των φοιτητών του, (προσ)φέροντας έτοιμες απαντήσεις από δοκιμασμένες πεπατημένες διόδους (επι)κοινωνίας.
Με το δίκιο μοιρασμένο ισόποσα ανάμεσα στους δύο ήρωες, ο Μάμετ οργανώνει έτσι την πλοκή, ώστε ο θεατής -παρότι μάρτυρας όσων έχουν συμβεί- αδυνατεί να καταλήξει με βεβαιότητα στο ποιος από τους δυο έχει τελικά δίκιο. Επιλέγοντας να τοποθετήσει τη δράση σ’ έναν καθαρό και προστατευμένο χώρο, όπως αυτόν ενός πανεπιστημίου -βιτρίνα των αξιών και του πολιτισμού μας- , ο Μάμετ, γράφει με την “Ολεάννα” ένα έργο για την ίδια τη ζωή, τη ζωή μας. Για τη ζωή που κρύβουμε πίσω από τις λέξεις. Για τη ζωή που παραβλέπουμε μπροστά στις φιλοδοξίες μας. Για τη ζωή που ξοδεύουμε για να κερδίσουμε μια καρέκλα. Για τη ζωή που κατέληξε τελικά να μη μας ανήκει. Είναι, τελικά στον κόσμο του απόλυτου ανταγωνισμού κάθε σχέση, ένας εφαρμοσμένος βιασμός;
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά- Κοστούμια: Έλλη Λιδωρικιώτη
Επιμέλεια Κίνησης: Νατάσα Παπαμιχαήλ
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ηθοποιοί: Δημήτρης Πετρόπουλος, Κατερίνα Παπουτσάκη.
Θέατρο Olvio, Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, Τηλ.: 210 34 14 118
Παραστάσεις: Σάββατο στις 9 μ.μ. και Κυριακή στις 7/30 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 12€ κανονικό, 8€ μειωμένο (για φοιτητές, ανέργους, ΑΜΕΑ).
Το “Ολεάννα” δεν είναι το όνομα της ηρωίδας του έργου του Ντέιβιντ Μάμετ, ούτε καν αναφέρεται μέσα σε αυτό. Είναι ένα νορβηγικό λαϊκό τραγούδι του 1853 που μεταφράστηκε στα αγγλικά και έγινε εξαιρετικά δημοφιλές. Οι στίχοι του αφηγούνται την επιθυμία του τραγουδιστή να αφήσει τη Νορβηγία και να δραπετετεύσει στην Ολεάννα, η οποία εκφράζει το όραμα της τέλειας αμερικάνικης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, “Ολεάννα” ήταν το όνομα ενός από τους οικισμούς στην Νέα Νορβηγία της Πενσυλβανίας, όπου όμως όλοι οι Νορβηγοί μετανάστες τελικά τον εγκατέλειψαν, λόγω της δυσκολίας να εγκατασταθούν εκεί. Η μετάβαση στην Ολεάννα υπήρξε μια ουτοπία και ο Μάμετ επιλέγει από αυτό το τραγούδι το “Ολεάννα” ως τίτλο για το θρυλικό πλέον έργο του, όπου μιλάει για την ουτοπία της μίας, μοναδικής, αληθινής και κοινής πραγματικότητας. Ο ιδιοφυής Μάμετ, ένας πολυσχιδής άνθρωπος του θεάτρου και του κινηματογράφου, στήνει επί σκηνής με μοναδική μαεστρία και ευαισθησία ένα κοφτερό και πολύπτυχο έργο, λιτό στη δομή του και επώδυνο στην υφή του. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1992 στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης και τον επόμενο χρόνο ανέβηκε με εξαιρετική επιτυχία στο Royal Court Theater σε σκηνοθεσία του Χάρολντ Πίντερ.Όπως γράφει ο ίδιος στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Μάμετ, “δεν μπορεί να υπάρξει έργο σκληρότερο και πιο ασυμβίβαστο από το Ολεάννα.” Και πραγματικά, πρόκειται για ένα έργο που όπου ανέβηκε προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από γυναικείες οργανώσεις, πανεπιστημιακούς κύκλους, αρθρογράφους και κριτικούς, καθώς μία μερίδα χρέωσε στον Μάμετ ό,τι παρουσιάζει μια ακαθόριστη απλοποίηση των σχέσεων των δύο φύλων, ενώ μία άλλη ότι το έργο υπερασπίζεται την κατάχρηση εξουσίας στους ακαδημαϊκούς κύκλους. To 1994 o ίδιος ο Μάμετ μετέφερε το έργο του και στον κινηματογράφο με τον ομώνυμο τίτλο. H "Ολεάννα" ανέβηκε το 1992, και συνέπεσε χρονικά με μια δικαστική υπόθεση. Πρόκειται για τη μήνυση κατά του Clarence Thomas, υποψήφιου για το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση καθηγήτριας πανεπιστημίου. Όπως ήταν αναμενόμενο το κείμενο δεν άρεσε καθόλου στο βορειοαμερικανικό φεμινιστικό λόμπι, το οποίο κατηγόρησε τον συγγραφέα για μισογυνισμό.
"- Τι θέλατε να πείτε γράφοντας την "Ολεάννα";
- Τίποτα δεν ήθελα να πω. Το έργο ήθελα να γράψω. Ξέρω ότι για πολλούς ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν κάτι απλό: ότι ενώ φαίνεται ότι ένα έργο εμπεριέχει κάποιο μήνυμα, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε καμία πρόθεση να στείλει το μήνυμα αυτό. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να γράψω μια ιστορία. Να παρακολουθήσω τις πράξεις προσώπων με μεγάλο θεατρικό ενδιαφέρον μέχρι τη λογική τους κατάληξη, για να δούμε πού αυτές οδηγούν."
Η Υπόθεση
(«Εκείνος λέει ότι ήταν μάθημα. Εκείνη, σεξουαλική παρενόχληση. Όποια θέση και να πάρετε, θα χάσετε»)
Ο Τζων, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του και παρά τα προσωπικά του προβλήματα δέχεται να βοηθήσει την Κάρολ να «κατανοήσει» και να περάσει το μάθημά του. Μετά από μια συνάντησή τους, αριστοτεχνικά φτιαγμένη και αρκούντως διφορούμενη από το συγγραφέα, ο Τζων βρίσκεται κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση και γενικότερα για ηθική παρεκτροπή από τη φοιτήτριά του, η οποία, αρπάζοντας τη μοναδική ευκαιρία για εξουσία που της δίνεται, διεκδικεί αποκατάσταση της αδικίας όχι μόνο εκ μέρους της ίδιας αλλά και της «ομάδας» της. Ο Μάμετ, σε αυτό το δράμα των δύο χαρακτήρων, “κλειδώνει” έναν άνδρα καθηγητή πανεπιστημίου και μία γυναίκα φοιτήτριά του σε ένα γραφείο, στον ελεύθερο και δημοκρατικό χώρο του πανεπιστημίου, όπου εκεί ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός, ένας βιασμός συμβαίνει ή δεν συμβαίνει. Μια σειρά από αναπαραστάσεις των σχέσεων εξουσίας μέσα στο τρίγωνο “Εγώ, φόβος, θυμός”, με κύρια σημεία τη γνώση, την ανωτερότητα, την υπεροχή και ότι αυτά γεννούν, παρουσιάζονται μέσα στην ανελέητη αδυναμία κατανόησης και επικοινωνίας. Οι σχέσεις των δύο φύλων, η δύναμη της γλώσσας, η αδυναμία της ελευθερίας, ο συντηρητισμός και ο ριζοσπαστισμός, είναι από τα βασικά μοτίβα του έργου και του παιχνιδιού ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Πάνω από όλα όμως, το ίδιο το έργο είναι μια δυνατή κριτική της αλληλεπίδρασης των δύο φύλων, της δύναμης, της εξουσίας και της γλώσσας στη σύγχρονη κοινωνία. Ο κόσμος μας άλλωστε, πιο ταραγμένος, ασταθής κι ανασφαλής από ποτέ, σήμερα μπορεί να προσλάβει καλύτερα το συνεχές, μεταδοτικό άγχος των δυο ηρώων, τις κοφτές νευρωσικές, ανολοκλήρωτες «γκρεμισμένες» φράσεις τους, την υπόγεια ένταση που βαθμηδόν φέρνει τη σύγκρουση σε ένα μπρα-ντε-φερ για γερά νεύρα. Η υποβόσκουσα ένταση και η τελική έκρηξη είναι μια καθημερινότητα πλέον.
Η Παράσταση
Το "Ολεάννα" δεν είναι σίγουρα ένα εύκολο έργο. Σίγουρα όμως δεν θα αδιαφορήσετε. Στην σκηνή μπροστά σας θα δείτε δυο ανθρώπους να αλληλοσπαράσσονται. Δυο άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον καθώς ο καθένας τους έχει βαθιά ριζωμένες τις αλυσίδες του που δεν τον αφήνουν να δει την πραγματικότητα του άλλου. Δυο υποκειμενικές αντιλήψεις συγκρούονται, η επικοινωνία γίνεται αδύνατη, εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος, θύτης και θύμα αλλάζουν ρόλους μέχρι το εκρηκτικό φινάλε και ο Μάμετ αφήνει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Με όχημα τις ρεαλιστικές αλλά και έντονα φορτισμένες συναισθηματικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών ξεχωριστά και ταυτόχρονα συνδιασμένες σε μία επιτυχημένη χημεία, ο νεαρός σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης στήνει μια παράσταση για γερά νεύρα, αφού η ταχύτητα των ψυχικών εναλλαγών και η αντιστροφή των ρόλων εξουσίας, μας κρατά συμμέτοχους σε ένα έξυπνο αλλά και επικίνδυνο παιχνίδι μυαλού. Το περίτεχνο θεατρικό παιχνίδι του Μάμετ να κρύβει δείχνοντας τα ουσιώδη και να αποκαλύπτει κρύβοντας , βρίσκει σε αυτή τη παράσταση τον σωστό ρυθμό του. Αισθανόμαστε πως άλλοτε μας κλείνει το μάτι συνωμοτικά κι άλλοτε μας παγώνει με τη σιωπή. Η ανάγκη των δύο χαρακτήρων για εξουσία και ασφάλεια, η σκληρότητα της πραγματικότητας τους παραμορφώνει σε θηρία και η πολιτισμένη δημοκρατία που τους περιβάλλει αποδεικνύεται ουτοπική.
Η Κατερίνα Παπουτσάκη, στο ρόλο της της Κάρολ φέρει το βαρύ φορτίο ενός ρόλου, που έχει χαρακτηριστεί από ξένους κριτικούς ως “ο πιο ολοκληρωμένος ρεαλιστικός γυναικείος χαρακτήρας του Μάμετ”, “ένα μπερδεμένο κρυπτογράφημα”. Στο πρώτο μέρος η ερμηνεία της διαθέτει στοιχεία αμηχανίας, σαν να μην κατανοεί την ανασφάλεια της ηρωίδας της και τα προβλήματα επικοινωνίας που την βασανίζουν. Εκεί, που θα επιθυμούσαμε να δούμε μια ακροβασία διακυμάνσεων και κραδασμών, παρατηρούμε μια Κάρολ επίπεδη και άχρωμη, που δεν επιτυγχάνει να μας πείσει για την μειονεκτική και επώδυνη θέση, στην οποία βρίσκεται. Σταδιακά, όμως, βρίσκει τον βηματισμό της και μας παραδίδει μια καλή ερμηνεία, όταν χρησιμοποιεί την κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση, ως ένα όπλο για να εκδικηθεί τον καθηγητή, γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει: την ανώτερη καθεστηκυία τάξη, το καθηγητικό κατεστημένο, ένα άτομο που από θέση ισχύος, βολεμένο σε θέση έξουσίας, επιδεικνύει άνεση, πόζα, στυλ αγρεύοντας ευήκοα ώτα για να καυχηθολογηθεί για ό,τι έκανε ή δεν έκανε στη ζωή του. Σε αυτό το δεύτερο εκρηκτικό μέρος, η Κάρολ αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της και την ομάδα της, φεύγει από την ατομικότητα παίρνει απρόσμενη δύναμη και αντιστρέφει τους όρους εξουσίας, μεταμορφώνεται της σε μια φεμινιστική λαίλαπα, κάτι που εισπράττουμε απο την υποκριτική παλέτα της ηθοποιού. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, από το πρώτο λεπτό αποσαφηνίζει την ερμηνευτική υπεροχή του, αξιοποιώντας σωστά την επιθυμητή αμφισημία του ρόλου του. Στιβαρη παρουσια, αξιοποιει την όμορφη χροιά της φωνης του και την σκηνική εμπειρια του, ερμηνευοντας με μια απλοτητα και φυσικοτητα τον Τζων. Και αυτό ακριβώς είναι και το δυνατό σημείο του ηθοποιού, ότι ακομη και στις ακραιες στιγμες του εργου παραμένει αληθινος και απόλυτα ρεαλιστικός. Εξαιρετικός, όταν κομπορρημονεί, με μια εκφραστικότητα ανάλαφρων και λεπτών αποχρώσεων, που οδηγεί σιγά σιγά στην πλήρη ασυνεννοησια με την φοιτήτρια του. Εφησυχασμένος στη βεβαιότητα που του παρέχει η ασφάλεια(;) της θέσης του, με σχεδόν αδιανόητη την (συν)αίσθηση της διακύβευσης στη ρουτίνα της καθημερινότητάς του, εξετάζει σχεδόν με νωθρότητα το εκάστοτε δεδομένο, ακόμη και των φοιτητών του, (προσ)φέροντας έτοιμες απαντήσεις από δοκιμασμένες πεπατημένες διόδους (επι)κοινωνίας.
Με το δίκιο μοιρασμένο ισόποσα ανάμεσα στους δύο ήρωες, ο Μάμετ οργανώνει έτσι την πλοκή, ώστε ο θεατής -παρότι μάρτυρας όσων έχουν συμβεί- αδυνατεί να καταλήξει με βεβαιότητα στο ποιος από τους δυο έχει τελικά δίκιο. Επιλέγοντας να τοποθετήσει τη δράση σ’ έναν καθαρό και προστατευμένο χώρο, όπως αυτόν ενός πανεπιστημίου -βιτρίνα των αξιών και του πολιτισμού μας- , ο Μάμετ, γράφει με την “Ολεάννα” ένα έργο για την ίδια τη ζωή, τη ζωή μας. Για τη ζωή που κρύβουμε πίσω από τις λέξεις. Για τη ζωή που παραβλέπουμε μπροστά στις φιλοδοξίες μας. Για τη ζωή που ξοδεύουμε για να κερδίσουμε μια καρέκλα. Για τη ζωή που κατέληξε τελικά να μη μας ανήκει. Είναι, τελικά στον κόσμο του απόλυτου ανταγωνισμού κάθε σχέση, ένας εφαρμοσμένος βιασμός;
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά- Κοστούμια: Έλλη Λιδωρικιώτη
Επιμέλεια Κίνησης: Νατάσα Παπαμιχαήλ
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ηθοποιοί: Δημήτρης Πετρόπουλος, Κατερίνα Παπουτσάκη.
Θέατρο Olvio, Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, Τηλ.: 210 34 14 118
Παραστάσεις: Σάββατο στις 9 μ.μ. και Κυριακή στις 7/30 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 12€ κανονικό, 8€ μειωμένο (για φοιτητές, ανέργους, ΑΜΕΑ).