Η τελευταία τραγωδία του Σοφοκλή που μας σώθηκε και βέβαια η τελευταία που έγραψε ο τραγικός ποιητής στα βαθιά του γεράματα, όταν πια πλησίαζε τα ενενήντα του χρόνια, λίγο πριν από το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου (406-405 π.χ.) .Είναι προφανές ότι το δραματικό σύμβολο του ανθρώπου και της μοίρας του συνέχισε να βασανίζει τη σκέψη του για είκοσι ακόμα χρόνια μετά τον "Οιδίποδα Τύραννο", σα να ένιωθε πως δεν είχε ακόμα ξοφλήσει μαζί του. Ο τραγικός ήρωας τριγυρισμένος από αγαπημένες μορφές -την Αντιγόνη του, την Ισμήνη του, το βασιλιά της Αθήνας Θησέα- μέσα στην ομορφιά της φύσης και τις στερνές χαρές της ζωής, που είναι σε θέση να τις εκτιμήσει και στα βαθύτατα γηρατειά με τα μύρια του βάσανα. Η γαλήνη όμως αυτή κερδίζεται και πάλι με αγώνες του ανυποχώρητου ήρωα: Πρώτα από τους γέρους αγρότες του Κολωνού, που τρομάζουν στη θέα του και προσπαθούν να τον διώξουν από τον ιερό χώρο' ύστερα με τον κυνικό Κρέοντα, που επιχειρεί, για το προσωπικό του συμφέρον, να τον αποσπάσει βάναυσα απ' το καταφύγιό του, για να τον μεταφέρει στη Θήβα, φτάνοντας στη βιαιότητα να απαγάγει τις κόρες του, για να τον εκβιάσει' τέλος με το γιο του Πολυνείκη, που συγκλονισμένος τον εκλιπαρεί να επιστρέψει στη Θήβα, γιατί, σύμφωνα με το χρησμό, από τον Οιδίποδα εξαρτάται η έκβαση του πολέμου με τον αδελφό του και η ειρήνευση της πατρίδας του. Στις συγκρούσεις αυτές ο ανειρήνευτος ήρωας αναπτύσσει όλη τη γνωστή μας ψυχική του δύναμη. Αν και εξουθενωμένος από τα αφόρητα βάσανα και την πολύπαθη ταλαιπωρία του, φανερώνει και πάλι το πάθος του με βιαιότητα, που φτάνει σε ένταση συγκλονιστική στην πιο ζοφερή σκηνή του έργου: Όταν καταριέται με ανατριχιαστική αναλγησία τα ίδια τα παιδιά του! Η έννοια της "τιμής", που έχει προσβληθεί ασυγχώρητα, όπως τη γνωρίσαμε στον Όμηρο με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, παίρνει κι εδώ την κλασική της διάσταση.
Όμως η άτεγκτη αυτή έννοια, σύμφυτη με το ήθος του κλασικού ήρωα, που έχει συνείδηση της αξίας του και αξιώνει την αναγνώριση και το σεβασμό απ' όλους τους ανθρώπους, καθόλου δεν αναστέλλει την τρυφεράδα και την έκταση του ενενηντάχρονου γέροντα ποιητή, ακριβώς όπως και του πολυταλανισμένου ήρωά του, μπροστά στο μέγα θαύμα της ζωής και την ατίμητη ομορφιά της φύσης. Στα πρόθυρα και του δικού του θανάτου ο Σοφοκλής πραγματεύεται το θάνατο του πολυβασανισμένου του ήρωα, βάζοντας ένα μεγαλόπρεπο τέλος στο δράμα του. Θαρρείς και προσπαθεί να ρίξει μια γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και το θείο, λες και η αναλγησία του πεπρωμένου δεν μπορούσε παρά να γλυκάνει κι αυτή μπροστά στο μεγαλείο του ανθρώπινου πόνου και την καρτερική αποδοχή του. Έτσι, ο θάνατος του Οιδίποδα δεν είναι πια ένας κοινός θάνατος, καθώς ο ήρωας εξαφανίζεται μυστηριωδώς μέσα στο φέγγος μιας ζωηρής λάμψης, σα να σταμάτησαν οι θεοί για χάρη του τη φυσική ροή του κόσμου' είναι το πέρασμα στην κατηγορία των ηρώων ενός εκλεκτού των θεών για τη μεγαλοσύνη και τη θαμπωτική του αξιοπρέπεια μέσα στην πρωτοφανή δοκιμασία. Όπως το όρισε ο Γιώργος Σεφέρης στο τελευταίο μέρος της «Κίχλης», μιλώντας για αγγελικό και μαύρο φως που βλέπουν τα τυφλά μάτια του ήρωα, καθώς οδεύει προς τις αόρατες πλάκες του άλσους, οι οποίες σε λίγο θα τον καταπιούν.
Η υπόθεση
Ο “Ξένος” Οιδίπους, μετά από τη δεκαετή περιπλάνησή του στον κόσμο των ανώνυμων και των κυνηγημένων, φτάνει τυφλός και ρακένδυτος στο άλσος του Κολωνού, στις παρυφές της πόλεως των Αθηνών, ζητώντας “φιλοξενία” από τους ντόπιους. Χρειάζεται επιτέλους έναν τόπο για ν’ αναπαυθεί. Διαισθάνεται ότι το τέλος πλησιάζει. Μόνος συμπαραστάτης του, η κόρη και αδελφή του Αντιγόνη. Μετά από διαπραγματεύσεις με το τάγμα των φυλάκων και τον ίδιο τον βασιλιά Θησέα, του επιτρέπεται να κατοικήσει στα σύνορα. Ένα ενδιάμεσο διαφορετικών πολιτισμών, ένα ενδιάμεσο στη νομιμότητα και την παρανομία, βιώνοντας το ανάμεσα στη Ζωή και τον Θάνατο. Μέσα από τις συναντήσεις του με τον Θησέα, τον Κρέοντα, τη μικρή του κόρη- αδελφή Ισμήνη, αλλά και τον γιο – αδελφό του Πολυνείκη, κάνει την τελευταία ανασκόπηση της ζωής και στοχάζεται για το παράλογο του ανθρώπινου Βίου. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται πως αυτή η τραγωδία αποτελεί το δραματουργικό πυρήνα των έργων του Μπέκετ και του Καμύ και, ίσως, όλου του σύγχρονου θεάτρου.
Η Παράσταση
Το κύκνειο άσμα του μεγάλου τραγωδού, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, έκανε την πρεμιέρα του στο αργολικό θέατρο και συνεχίζει την καλοκαιρινή περιοδεία του. Με άρτια επεξεργασία κειμένου και προσεγμένη δραματουργία, σε μία μοντέρνα και εναργής μετάφραση του Δ. Δημητριάδη και έχοντας ένα μεγάλο πρωταγωνιστή του θεάτρου και ένα θίασο υψηλής ερμηνευτικής δεινότητας, η σοφόκλεια τραγωδία του Τσακίρη διαθέτει θεατρική ενδελέχεια και δυνατή αφηγηματική δομή, στοιχεία που οδηγούν το κοινό σε μια ενδιαφέρουσα και ουσιαστική μέθεξη. Η σκηνοθεσία του παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις υφολογικές μεταπτώσεις του έργου και τις εντυπώνει ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Σπουδαίος ερμηνευτής, ο θεατράνθρωπος Κώστας Καζάκος, στεντόρειος και συνάμα συγκινητικός, με ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα στις συγκινησιακές του κορυφώσεις, με υπέροχους τους τονισμούς και τις αποχρώσεις των μονολόγων του, δείχνει από χρόνια έτοιμος, να να αναμετρηθεί με τον ρόλο του πολυβασανισμένου τραγικού Οιδίποδα. Μια ευτυχής συγκυρία για τον ίδιο και για μας. Η Αντιγόνη, τα μάτια του τυφλού Οιδίποδα και προσωποποίηση της θυσίας ερμηνεύεται με αξιοθαύμαστη ωριμότητα και συγκινητική αφοσίωση από την Κόρα Καρβούνη. Η Τζένη Κόλλια ερμηνεύει τη μικρότερη κόρη Ισμήνη, με τρυφερότητα και συγκατάβαση. Ένας σπουδαίος ηθοποιός, ο Δημήτρης Ήμελλος δίνει πνεύμα και σώμα στο ρόλο του Κρέοντα και τον δικαιώνει. Ο Άρης Τρουπάκης φέρνει με κύρος στη σκηνή τον ρόλο του Θησέα, ενώ ο Πολυνείκης ερμηνεύεται από τον Δημήτρη Λάλο, απέριττα, με καθαρό λόγο και στέρεη ερμηνεία.
Παρατηρείται εμφανής μείωση των χορικών, την απαγγελία των οποίων έχει επωμισθεί ένας αφηγητής, ο Ξένος, πρόσωπο που καθορίζει καίρια την παράσταση τόσο υφολογικά και δομικά όσο ερμηνευτικά. Ο Ξένος είναι ο πυρήνας της αφήγησης χωρίς να είναι αφηγητής. Μια χειρονομία του προσθέτει, αφαιρεί ή ολοκληρώνει ένα θέμα. Διατυπώνει ερωτηματικά που υποχρεώνουν τα πρόσωπα του δράματος να εξελίσσουν το μύθο, αφού το αίτημα θεατών και θεώμενων είναι η εξέλιξη της αφήγησης που θα φέρει και το «έλεος». Τον ρόλο αυτό επωμίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, ένας ηθοποιός με αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία και εξαιρετικό χειρισμό του θεατρικού λόγου. Άριστοι κινησιολογικά, συγκινούν, χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς και κορώνες όλοι οι ηθοποιοί, που ενδύονται τους ήρωες και εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σαν οπτασίες του ετοιμοθάνατου Οιδίποδα, έχοντας σαν αρματωσιά τους, όχι μόνο το ταλέντο τους, αλλά και τον καθαρό λόγο και την σωστή άρθρωση και τοποθέτηση της φωνής τους, στοιχεία σημαντικά σε ηθοποιούς, που ερμηνεύουν αρχαία τραγωδία. Οι τέσσερις επαγγελματίες ψάλτες, (Κ.Τριανταφυλλίδης, Π.Δασκαλοθανάσης, Θ. Παλτόγλου, Π. Διαμαντόπουλος) δίνουν το χρώμα και τον τόνο, που έμαθαν να προσφέρουν με αφοσίωση σε όλη τους τη ζωή. Η σκηνογραφική προσέγγιση λιτή και αφαιρετική, στερείται τη γοητεία της εικαστικής ατμόσφαιρας, αλλά δίνει το στίγμα μιας έντονης δυναμικής . Όμορφης αισθητικής τα κοστούμια της παράστασης, παρουσίαζαν μια ανομοιογένεια και μια ασάφεια ως προς την πρόθεση τους. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα εναρμονίζεται εξαίσια με το χορό των ιεροψαλτών, χτίζοντας μια ατμόσφαιρα ιερατικής παρέμβασης, ενώ εξελίσσεται σαν παράλληλο κείμενο από τις φωνές των ηθοποιών, δίνοντας στο θέαμα τον χαρακτήρα ενός επικολυρικού ποιήματος.
Εν κατακλείδι
Ο θάνατος δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μετέχει το θείο, αφού η έκβαση του θνητού βίου είναι μια νομοτέλεια κοινή για όλους. Στη παράσταση αυτή δεν παρουσιάζεται η αγωνία του θανάτου· περισσεύει το αίσθημα της γαλήνης. Μοιάζει περισσότερο με μια συνάντηση ανθρώπων οι οποίοι αναλογίζονται από κοινού τις δυνατότητες ευτυχίας που παρουσιάζονται στο εναπομείναν μέρος της ζωής μας. Η καινούργια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, μέσα από την ιδιαίτερη χρήση των ιστορικών διαστρωματώσεων της ελληνικής γλώσσας, δίνει τον καμβά για μια πνευματική συνάντηση θεατών και θιάσου με την παράδοση και τη μοντερνικότητα. Ένας παλιός μύθος παρουσιασμένος από έναν ταλαντουχο θίασο που προσπαθεί να τον φέρει σε ζωντανό διάλογο με το σήμερα, με εναρμονισμένα το συναισθηματικό το υπαρξιακό και το λογικό και με εμπνευσμένα στοιχεία (ο χορός των ιεροψαλτών-ο αφηγητής) που καταφέρνουν να κερδίσουν τον θεατή.
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Σ. Τσακίρης
Επεξεργασία κειμένου: Σταύρος Τσακίρης - Δήμητρα Πετροπούλου
Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Δραματουργός: Λουίζα Αρκουμανέα
Μάσκες: Εύα Νικολοπούλου
Αφίσα: Αλέξανδρος Ψυχούλης
Μουσική προετοιμασία: Μάριον Πελεκάνου
Μουσική διδασκαλία: Bαλέρια Δημητριάδου
Διανομή (Με Σειρά Εμφάνισης):
Ξένος: Δημήτρης Λιγνάδης
Οιδίπους: Κώστας Καζάκος
Αντιγόνη: Κόρα Καρβούνη
Ισμήνη: Τζέννυ Κόλλια
Θησέας: Άρης Τρουπάκης
Κρέων: Δημήτρης Ήμελλος
Πολυνείκης: Δημήτρης Λάλος
Χορός Ψαλτών: Πέτρος Δασκαλοθανάσης,
Παναγιώτης Διαμαντόπουλος, Θεόδωρος Παλτόγλου,
Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης
Χορός Πολιτών: Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Βαλέρια Δημητριάδου,
Παναγιώτης Καμμένος, Ορέστης Καρύδας, Αγγελίνα Κλαυδιανού
Τετάρτη 26/7, Πετρούπολη, Θέατρο Πέτρας
Σάββατο 29/7, Γιάννενα, Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ – Φρόντζου
Δευτέρα 31/7, Πάτρα, Αρχαίο Ωδείο Πάτρας
Τρίτη 1/8, Πάτρα, Αρχαίο Ωδείο Πάτρας
Πέμπτη 3/8, Μεσολόγγι, Αρχαίο θέατρο Οινιαδών
Κυριακή 17/9, Πειραιάς, Βεάκειο Θέατρο
Όμως η άτεγκτη αυτή έννοια, σύμφυτη με το ήθος του κλασικού ήρωα, που έχει συνείδηση της αξίας του και αξιώνει την αναγνώριση και το σεβασμό απ' όλους τους ανθρώπους, καθόλου δεν αναστέλλει την τρυφεράδα και την έκταση του ενενηντάχρονου γέροντα ποιητή, ακριβώς όπως και του πολυταλανισμένου ήρωά του, μπροστά στο μέγα θαύμα της ζωής και την ατίμητη ομορφιά της φύσης. Στα πρόθυρα και του δικού του θανάτου ο Σοφοκλής πραγματεύεται το θάνατο του πολυβασανισμένου του ήρωα, βάζοντας ένα μεγαλόπρεπο τέλος στο δράμα του. Θαρρείς και προσπαθεί να ρίξει μια γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και το θείο, λες και η αναλγησία του πεπρωμένου δεν μπορούσε παρά να γλυκάνει κι αυτή μπροστά στο μεγαλείο του ανθρώπινου πόνου και την καρτερική αποδοχή του. Έτσι, ο θάνατος του Οιδίποδα δεν είναι πια ένας κοινός θάνατος, καθώς ο ήρωας εξαφανίζεται μυστηριωδώς μέσα στο φέγγος μιας ζωηρής λάμψης, σα να σταμάτησαν οι θεοί για χάρη του τη φυσική ροή του κόσμου' είναι το πέρασμα στην κατηγορία των ηρώων ενός εκλεκτού των θεών για τη μεγαλοσύνη και τη θαμπωτική του αξιοπρέπεια μέσα στην πρωτοφανή δοκιμασία. Όπως το όρισε ο Γιώργος Σεφέρης στο τελευταίο μέρος της «Κίχλης», μιλώντας για αγγελικό και μαύρο φως που βλέπουν τα τυφλά μάτια του ήρωα, καθώς οδεύει προς τις αόρατες πλάκες του άλσους, οι οποίες σε λίγο θα τον καταπιούν.
Η υπόθεση
Ο “Ξένος” Οιδίπους, μετά από τη δεκαετή περιπλάνησή του στον κόσμο των ανώνυμων και των κυνηγημένων, φτάνει τυφλός και ρακένδυτος στο άλσος του Κολωνού, στις παρυφές της πόλεως των Αθηνών, ζητώντας “φιλοξενία” από τους ντόπιους. Χρειάζεται επιτέλους έναν τόπο για ν’ αναπαυθεί. Διαισθάνεται ότι το τέλος πλησιάζει. Μόνος συμπαραστάτης του, η κόρη και αδελφή του Αντιγόνη. Μετά από διαπραγματεύσεις με το τάγμα των φυλάκων και τον ίδιο τον βασιλιά Θησέα, του επιτρέπεται να κατοικήσει στα σύνορα. Ένα ενδιάμεσο διαφορετικών πολιτισμών, ένα ενδιάμεσο στη νομιμότητα και την παρανομία, βιώνοντας το ανάμεσα στη Ζωή και τον Θάνατο. Μέσα από τις συναντήσεις του με τον Θησέα, τον Κρέοντα, τη μικρή του κόρη- αδελφή Ισμήνη, αλλά και τον γιο – αδελφό του Πολυνείκη, κάνει την τελευταία ανασκόπηση της ζωής και στοχάζεται για το παράλογο του ανθρώπινου Βίου. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται πως αυτή η τραγωδία αποτελεί το δραματουργικό πυρήνα των έργων του Μπέκετ και του Καμύ και, ίσως, όλου του σύγχρονου θεάτρου.
Η Παράσταση
Το κύκνειο άσμα του μεγάλου τραγωδού, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, έκανε την πρεμιέρα του στο αργολικό θέατρο και συνεχίζει την καλοκαιρινή περιοδεία του. Με άρτια επεξεργασία κειμένου και προσεγμένη δραματουργία, σε μία μοντέρνα και εναργής μετάφραση του Δ. Δημητριάδη και έχοντας ένα μεγάλο πρωταγωνιστή του θεάτρου και ένα θίασο υψηλής ερμηνευτικής δεινότητας, η σοφόκλεια τραγωδία του Τσακίρη διαθέτει θεατρική ενδελέχεια και δυνατή αφηγηματική δομή, στοιχεία που οδηγούν το κοινό σε μια ενδιαφέρουσα και ουσιαστική μέθεξη. Η σκηνοθεσία του παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις υφολογικές μεταπτώσεις του έργου και τις εντυπώνει ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Σπουδαίος ερμηνευτής, ο θεατράνθρωπος Κώστας Καζάκος, στεντόρειος και συνάμα συγκινητικός, με ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα στις συγκινησιακές του κορυφώσεις, με υπέροχους τους τονισμούς και τις αποχρώσεις των μονολόγων του, δείχνει από χρόνια έτοιμος, να να αναμετρηθεί με τον ρόλο του πολυβασανισμένου τραγικού Οιδίποδα. Μια ευτυχής συγκυρία για τον ίδιο και για μας. Η Αντιγόνη, τα μάτια του τυφλού Οιδίποδα και προσωποποίηση της θυσίας ερμηνεύεται με αξιοθαύμαστη ωριμότητα και συγκινητική αφοσίωση από την Κόρα Καρβούνη. Η Τζένη Κόλλια ερμηνεύει τη μικρότερη κόρη Ισμήνη, με τρυφερότητα και συγκατάβαση. Ένας σπουδαίος ηθοποιός, ο Δημήτρης Ήμελλος δίνει πνεύμα και σώμα στο ρόλο του Κρέοντα και τον δικαιώνει. Ο Άρης Τρουπάκης φέρνει με κύρος στη σκηνή τον ρόλο του Θησέα, ενώ ο Πολυνείκης ερμηνεύεται από τον Δημήτρη Λάλο, απέριττα, με καθαρό λόγο και στέρεη ερμηνεία.
Παρατηρείται εμφανής μείωση των χορικών, την απαγγελία των οποίων έχει επωμισθεί ένας αφηγητής, ο Ξένος, πρόσωπο που καθορίζει καίρια την παράσταση τόσο υφολογικά και δομικά όσο ερμηνευτικά. Ο Ξένος είναι ο πυρήνας της αφήγησης χωρίς να είναι αφηγητής. Μια χειρονομία του προσθέτει, αφαιρεί ή ολοκληρώνει ένα θέμα. Διατυπώνει ερωτηματικά που υποχρεώνουν τα πρόσωπα του δράματος να εξελίσσουν το μύθο, αφού το αίτημα θεατών και θεώμενων είναι η εξέλιξη της αφήγησης που θα φέρει και το «έλεος». Τον ρόλο αυτό επωμίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, ένας ηθοποιός με αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία και εξαιρετικό χειρισμό του θεατρικού λόγου. Άριστοι κινησιολογικά, συγκινούν, χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς και κορώνες όλοι οι ηθοποιοί, που ενδύονται τους ήρωες και εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σαν οπτασίες του ετοιμοθάνατου Οιδίποδα, έχοντας σαν αρματωσιά τους, όχι μόνο το ταλέντο τους, αλλά και τον καθαρό λόγο και την σωστή άρθρωση και τοποθέτηση της φωνής τους, στοιχεία σημαντικά σε ηθοποιούς, που ερμηνεύουν αρχαία τραγωδία. Οι τέσσερις επαγγελματίες ψάλτες, (Κ.Τριανταφυλλίδης, Π.Δασκαλοθανάσης, Θ. Παλτόγλου, Π. Διαμαντόπουλος) δίνουν το χρώμα και τον τόνο, που έμαθαν να προσφέρουν με αφοσίωση σε όλη τους τη ζωή. Η σκηνογραφική προσέγγιση λιτή και αφαιρετική, στερείται τη γοητεία της εικαστικής ατμόσφαιρας, αλλά δίνει το στίγμα μιας έντονης δυναμικής . Όμορφης αισθητικής τα κοστούμια της παράστασης, παρουσίαζαν μια ανομοιογένεια και μια ασάφεια ως προς την πρόθεση τους. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα εναρμονίζεται εξαίσια με το χορό των ιεροψαλτών, χτίζοντας μια ατμόσφαιρα ιερατικής παρέμβασης, ενώ εξελίσσεται σαν παράλληλο κείμενο από τις φωνές των ηθοποιών, δίνοντας στο θέαμα τον χαρακτήρα ενός επικολυρικού ποιήματος.
Εν κατακλείδι
Ο θάνατος δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μετέχει το θείο, αφού η έκβαση του θνητού βίου είναι μια νομοτέλεια κοινή για όλους. Στη παράσταση αυτή δεν παρουσιάζεται η αγωνία του θανάτου· περισσεύει το αίσθημα της γαλήνης. Μοιάζει περισσότερο με μια συνάντηση ανθρώπων οι οποίοι αναλογίζονται από κοινού τις δυνατότητες ευτυχίας που παρουσιάζονται στο εναπομείναν μέρος της ζωής μας. Η καινούργια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, μέσα από την ιδιαίτερη χρήση των ιστορικών διαστρωματώσεων της ελληνικής γλώσσας, δίνει τον καμβά για μια πνευματική συνάντηση θεατών και θιάσου με την παράδοση και τη μοντερνικότητα. Ένας παλιός μύθος παρουσιασμένος από έναν ταλαντουχο θίασο που προσπαθεί να τον φέρει σε ζωντανό διάλογο με το σήμερα, με εναρμονισμένα το συναισθηματικό το υπαρξιακό και το λογικό και με εμπνευσμένα στοιχεία (ο χορός των ιεροψαλτών-ο αφηγητής) που καταφέρνουν να κερδίσουν τον θεατή.
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Σ. Τσακίρης
Επεξεργασία κειμένου: Σταύρος Τσακίρης - Δήμητρα Πετροπούλου
Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Δραματουργός: Λουίζα Αρκουμανέα
Μάσκες: Εύα Νικολοπούλου
Αφίσα: Αλέξανδρος Ψυχούλης
Μουσική προετοιμασία: Μάριον Πελεκάνου
Μουσική διδασκαλία: Bαλέρια Δημητριάδου
Διανομή (Με Σειρά Εμφάνισης):
Ξένος: Δημήτρης Λιγνάδης
Οιδίπους: Κώστας Καζάκος
Αντιγόνη: Κόρα Καρβούνη
Ισμήνη: Τζέννυ Κόλλια
Θησέας: Άρης Τρουπάκης
Κρέων: Δημήτρης Ήμελλος
Πολυνείκης: Δημήτρης Λάλος
Χορός Ψαλτών: Πέτρος Δασκαλοθανάσης,
Παναγιώτης Διαμαντόπουλος, Θεόδωρος Παλτόγλου,
Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης
Χορός Πολιτών: Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Βαλέρια Δημητριάδου,
Παναγιώτης Καμμένος, Ορέστης Καρύδας, Αγγελίνα Κλαυδιανού
Τετάρτη 26/7, Πετρούπολη, Θέατρο Πέτρας
Σάββατο 29/7, Γιάννενα, Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ – Φρόντζου
Δευτέρα 31/7, Πάτρα, Αρχαίο Ωδείο Πάτρας
Τρίτη 1/8, Πάτρα, Αρχαίο Ωδείο Πάτρας
Πέμπτη 3/8, Μεσολόγγι, Αρχαίο θέατρο Οινιαδών
Κυριακή 17/9, Πειραιάς, Βεάκειο Θέατρο