Η κατάρα του εκλεκτού: Ανυπόφορη η μοναξιά της κορυφής
O αυτοβιογραφικός αρχιμάστορας
Στον «Αρχιμάστορα Σόλνες»-1892- βλέπουμε να διανθίζονται όλες οι αναγνωρίσιμες ανθρώπινες συμπεριφορές και οι πτυχές τους: τα μυστικά, οι ελπίδες, ο έρωτας ως τελευταία πιθανότητα σωτηρίας και η τελική ματαίωση. Από την επανάσταση ενός νέου έρωτα, τον φόβο για τον χρόνο που περνάει και τα κρυφά δράματα της κεντρικής οικογένειας του έργου, παρακολουθούμε την προσπάθεια που καταβάλλει ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» να ανεγερθεί και ο ίδιος σε κάτι υψηλότερο από τον εαυτό του: «Και καθώς στεκόμουν στην κορυφή και κρεμούσα το στεφάνι στον ανεμοδείκτη, του είπα: Άκουσέ με, παντοδύναμε! Από τη μέρα αυτή θέλω να ‘χω κι εγώ ελευθερία ως αρχιμάστορας. Στο δικό μου πεδίο. Όπως εσύ στο δικό σου» ομολογεί ο αρχιτέκτονας. Το πιο αυτοβιογραφικό, ίσως, έργο του Ίψεν, μια αλληγορία όπου ο ρεαλισμός συναντάει το συμβολισμό, είναι καρπός της σύντομης -το 1906, είχε σκεφτεί ακόμα και να χωρίσει απ’ τη γυναίκα του Σουζάνα- «ερωτικής φιλίας» του, κατά την παραμονή του, το καλοκαίρι του 1889, στο Τιρόλο, όταν ήταν στα 61 του χρόνια, με την 18χρονη βιενέζα φοιτήτρια Έμιλι Μπάρνταχ. «Ερωτική φιλιά» η οποία, όταν γύρισε στο Μόναχο, όπου ήταν τότε εγκατεστημένος, συνεχίστηκε επί ένα χρόνο, περίπου, με αλληλογραφία την οποία ο ίδιος αποφάσισε, κάποια στιγμή, να διακόψει. Για το έργο επηρεάστηκε, όμως, κι απ’ τις σχέσεις του, την ίδια εποχή, μ’ άλλες δυο κοπέλες: την Χελένε Ραφ, την οποία είχε γνωρίσει απ’ την Έμιλι, και την πιανίστα Χίλντουρ Άντερσεν, κόρη φίλων του, απ’ την οποία ίσως, δανείστηκε τ’ όνομα της Χίλντα του έργου. Ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» πρωτοεκδόθηκε το 1892, στην Κοπεγχάγη, κι ανέβηκε για πρώτη φορά, στα γερμανικά, τον Ιανουάριο του 1893, στο Βερολίνο, δυο μήνες πριν γίνει στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη η ταυτόχρονη πρεμιέρα του πρωτότυπου κειμένου. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα τη σεζόν 1924/1925, με τον τίτλο «Αρχιτέκτων Σόλνες», απ’ το θίασο του Θωμά Οικονόμου. Έκτοτε ο ρόλος παίχτηκε, μεταξύ άλλων, απ’ τον Αλέξη Μινωτή, τον Δημήτρη Χορν -ο τελευταίος του ρόλος- ,τον Τάκη Βουτέρη, τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Γιώργο Κιμούλη και τον Άκι Βλουτή.
Υπόθεση
Ο Χάλβαρντ Σόλνες, μεσήλικας αρχιμάστορας -ο οποίος δεν έχει τελειώσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά έχει στο ενεργητικό του σημαντικά κτίρια, διατηρεί αρχιτεκτονικό γραφείο σε μια μικρή νορβιγική πόλη- βρίσκεται στον κολοφώνα της καριέρας του και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη φιλοδοξία και την ευτυχία. Έχει περιχαρακωθεί στις ενοχές, στους φόβους και στα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Είναι παντρεμένος με την Αλίνα Σόλνες η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει τον τραγικό θάνατο των παιδιών της. Ερωτοτροπεί με τη γραμματέα του Κάγια Φόσλι, η οποία είναι αρραβωνιασμένη με τον αρχιτέκτονα Ράγκναρ, γιο του Μπρόβικ, νέο με τεράστια αξία, ταλέντο και ικανότητες που τον απειλούν, στην εξέλιξή του οποίου προσπαθεί να βάλει εμπόδια. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη απ' το πουθενά ενός παράξενου, απελευθερωμένου απ’ τις συμβάσεις, τολμηρού κοριτσιού, της 23χρονης Χίλντα Βάνγκελ. Η οποία, ορμητική και κατακτητική, του θυμίζει ότι τον είχε συναντήσει δέκα χρόνια πριν, κοριτσάκι ακόμα, στην πόλη της κι επιμένει ότι μια ρομαντική ιστορία είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους κι ότι της είχε υποσχεθεί πως θα γυρίσει κοντά της, μετά από δέκα χρόνια, και «θα της χαρίσει ένα βασίλειο». Που, καθώς εκείνος δε γύρισε, έρχεται, επιτακτικά, σχεδόν με θρασύτητα, να του το ζητήσει. Ο Σόλνες δεν το θυμάται ή δε θέλει να το θυμάται, αλλά η ιδεοληπτική κοπέλα εγκαθίσταται στο σπίτι του, κάτω απ’ τα μάτια της ενοχλημένης γυναίκας του, της Αλίνα, απ’ την οποία τον χωρίζει ψυχικά μια τραγική ανάμνηση απ’ την εποχή που το πατρικό της σπίτι, όπου ζούσαν, κάηκε και μαζί τα δίδυμα μωρά τους, πυρκαγιά, που ’ταν η αρχή της καριέρας του Σόλνες ο οποίος πούλησε τη γη για να κτιστούν σπίτια. Στο τέλος, τον παρασύρει, ενώ ξέρει πως πάσχει από ακροφοβία και παρά τις εκκλήσεις της γυναίκας του, που προσπαθεί να τον αποτρέψει, να σκαρφαλώσει στην κορυφή της σκεπής του καινούργιου σπιτιού που κτίζει, για να κρεμάσει, όπως ήταν το έθιμο, ένα δάφνινο στεφάνι. Στην προσπάθεια του να ξεπεράσει τη μεγάλη του φοβία για τα ύψη, για να νιώσει απόλυτος κυρίαρχος του εαυτού του, με τη Χίλντε να τροφοδοτεί αυτήν τη ματαιόδοξη και εγωιστική προοπτική, ο αρχιμάστορας θα συναντηθεί με την πτώση.
Η παράσταση
Η παράσταση της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου «πατάει» σε στέρεα δραματουργικά μονοπάτια και φέρει μια κλασικότροπη αισθητική. Η ενέργειά της αποδεσμεύεται σταδιακά μέχρι να κορυφωθεί το δραματικό ενδιαφέρον, σε ένα έργο που συνυπάρχουν ο ρεαλισμός με την ποιητική των αρχετυπικών συμβόλων. Όψιμος και αυτοβιογραφικός, μυστηριωδώς προκλητικός σαν αρχαίος χρησμός γεμάτος με συμβολισμούς και μία μαγική ποιητικότητα, ο ιψενικός λόγος και οι χαρακτήρες του διαθέτουν μια σύγχρονη ψυχή, που αγγίζει κάθε εποχή. Η σκηνοθετική ακρίβεια, το καλαίσθητο, άρτιο ύφος και οι καλοδουλεμένες ερμηνείες επιβάλλουν αυτή την παράστααση ως «κλασική». Ο Γρηγόρης Βαλτινός, στο ρόλο του αλαζόνα αρχιμάστορα, που αναγκάζεται να πληρώσει με τη ζωή του, το τίμημα, όταν αρνείται την φυσική τάξη των πραγμάτων, την ροή της ζωής από τους παλαιότερους στους νεότερους, δίνεται ολόψυχα, με παράφορο αλλά αξιοσημείωτα εσωτερικό πάθος, σε ένα «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου. Σ'εναν ρόλο που συναντάει τη πιο σωστή στιγμή της καρριέρας του, υπερασπίζεται την αγωνία και τις συναισθηματικές εντάσεις του έργου με συγκλονιστική αυτοσυγκράτηση. Και όταν παίρνει το ρίσκο να σκαρφαλώσει στον πύργο, μας μεταγγίζει τόσο εύστοχα, το συναίσθημα ότι είναι ένας καλύτερος άντρας από αυτόν που είχαμε δει προηγουμένως στο έργο. Μπορεί να μην γνωρίζει ότι οδεύει προς το θάνατό του αλλά είναι έτοιμος γι’ αυτό.
Η Κατερίνα Λέχου κεντάει σε μια ερμηνεία, εύστοχης ψυχολογικής εμβάθυνσης- εύθραυστη και ταυτόχρονα ηλεκτρισμένη- στη προσπάθειά της να νοηματοδοτήσει την ουσία της ζωής της Αλίνας: διακριτική, ευάλωτη,παραδομένη σε μια μακάβρια παθητικότητα, που την οδηγεί να παρατηρεί τη ζωή της απο απόσταση. Όλα γίνονται στο βωμό του καθήκοντος,όλα συμβαίνουν απο το θέλημα του Θεού, αλλά η δυστυχία που την κατακαίει, η χαμένη αθωότητα, που έχει απωλέσει, την οδηγούν στη παραίτηση. Μετρημένος και εσωτερικός,ο Αντίνοος Αλμπάνης, μεστός ερμηνευτικά ο Μιχάλης Αεράκης, άνετος σκηνικά και υποκριτικά ο Κώστας Καστανάς. Η Κατερίνα Κρέπη φιλτράρει το ρόλο της με ήπιων τόνων αντιδράσεις και άπλετο συναίσθημα, κερδίζοντας τις εντυπώσεις.
Και τέλος η Ιώβη Φραγκάτου, υποδυόμενη την νεαρή Χίλντα, που αντιμετωπίζει τον Σόλνες όχι σαν αυτό που είναι, αλλά σαν αυτό που θα έπρεπε να είναι, έρχεται να δώσει ζωή σε αυτό το σχεδόν νεκρικό περιβάλλον. Γίνεται η μούσα του, ένα ηθικό ιδανικό, αλλά παράλληλα και μία σεξουαλική πρόκληση. Είναι υπαρκτό πρόσωπο, ή μία εσωτερική φωνή που τον ωθεί να διεκδικεί διαρκώς το όνειρό του, την αποθέωση, την υπέρβαση; Η ερμηνεία της, εξωστρεφής, δυναμική, είναι στιγμές που αγγίζει την υπερβολή, χωρίς να της στερεί, όμως, την ελκυστική, ζωντανή της παρουσία, που έλκεται από τον Σόλνες και όλους τους κρυμμένους φόβους, επιθυμίες και την αίσθηση ενοχής του. Μοιάζει να ανοίγει τη φυλακή της καθημερινής ζωής του και να του δίνει ελπίδα. Η σχεδόν παραμυθιακή τους διάσταση, με τις μύχιες επιθυμίες και τα αυτοκαταστροφικά ορμέμφυτα, τους απομονώνει από την πραγματικότητα, μέσα σ’ έναν φανταστικό κόσμο και τους παρέχει μια μεταφορική γλώσσα με την οποία μπορούν να μιλούν ελεύθερα. Ψυχρό και καλαίσθητο το σκηνικό αποτύπωμα του Γιάννη Μουρίκη, υπέροχα τα κοστούμια εποχής του Γιώργου Σεγρεδάκη, εύστοχα τοποθετημένοι οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου,χτίζουν κλιμακούμενες δραματικές ατμόσφαιρες.
Ο Σόλνες επιλέγει τον πιο επώδυνο δρόμο. Δεν θέλει να είναι παρών στην προσωπική ήττα του, αφού έχει ήδη προηγηθεί η ύβρις. Αλλά το ίδιο δεν κάνουμε και όλοι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι; Διαπράττουμε ύβρη προς τη φύση, το σύμπαν, τη νομοτέλεια, προς τους συνανθρώπους μας. Ο Σόλνες, μας αναγκάζει να δούμε την θέση μας απέναντι στη ζωή, σε όλο της το μεγαλείο.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ/ΔΙΑΣΚΕΥΗ/ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
ΣΚΗΝΙΚΑ: Γιάννης Μουρίκης
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Γιώργος Σεγρεδάκης
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Λευτέρης Παυλόπουλος
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Έφη Λιάλιου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γεωργία Σιέττου / Στέλιος Δανιήλ
Παίζουν οι: Γρηγόρης Βαλτινός, Κατερίνα Λέχου, Αντίνοος Αλμπάνης,
Ιώβη Φραγκάτου, Μιχάλης Αεράκης, Κατερίνα Κρέπη και Κώστας Καστανάς.
Τετάρτη & Κυριακή: 6.15, Πέμπτη: 8 μμ , Παρασκευή & Σάββατο: 9μμ
Θέατρο Ιλίσια, Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα, τηλ.: 210 7210045
www.theatroilisia.gr
Στον «Αρχιμάστορα Σόλνες»-1892- βλέπουμε να διανθίζονται όλες οι αναγνωρίσιμες ανθρώπινες συμπεριφορές και οι πτυχές τους: τα μυστικά, οι ελπίδες, ο έρωτας ως τελευταία πιθανότητα σωτηρίας και η τελική ματαίωση. Από την επανάσταση ενός νέου έρωτα, τον φόβο για τον χρόνο που περνάει και τα κρυφά δράματα της κεντρικής οικογένειας του έργου, παρακολουθούμε την προσπάθεια που καταβάλλει ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» να ανεγερθεί και ο ίδιος σε κάτι υψηλότερο από τον εαυτό του: «Και καθώς στεκόμουν στην κορυφή και κρεμούσα το στεφάνι στον ανεμοδείκτη, του είπα: Άκουσέ με, παντοδύναμε! Από τη μέρα αυτή θέλω να ‘χω κι εγώ ελευθερία ως αρχιμάστορας. Στο δικό μου πεδίο. Όπως εσύ στο δικό σου» ομολογεί ο αρχιτέκτονας. Το πιο αυτοβιογραφικό, ίσως, έργο του Ίψεν, μια αλληγορία όπου ο ρεαλισμός συναντάει το συμβολισμό, είναι καρπός της σύντομης -το 1906, είχε σκεφτεί ακόμα και να χωρίσει απ’ τη γυναίκα του Σουζάνα- «ερωτικής φιλίας» του, κατά την παραμονή του, το καλοκαίρι του 1889, στο Τιρόλο, όταν ήταν στα 61 του χρόνια, με την 18χρονη βιενέζα φοιτήτρια Έμιλι Μπάρνταχ. «Ερωτική φιλιά» η οποία, όταν γύρισε στο Μόναχο, όπου ήταν τότε εγκατεστημένος, συνεχίστηκε επί ένα χρόνο, περίπου, με αλληλογραφία την οποία ο ίδιος αποφάσισε, κάποια στιγμή, να διακόψει. Για το έργο επηρεάστηκε, όμως, κι απ’ τις σχέσεις του, την ίδια εποχή, μ’ άλλες δυο κοπέλες: την Χελένε Ραφ, την οποία είχε γνωρίσει απ’ την Έμιλι, και την πιανίστα Χίλντουρ Άντερσεν, κόρη φίλων του, απ’ την οποία ίσως, δανείστηκε τ’ όνομα της Χίλντα του έργου. Ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» πρωτοεκδόθηκε το 1892, στην Κοπεγχάγη, κι ανέβηκε για πρώτη φορά, στα γερμανικά, τον Ιανουάριο του 1893, στο Βερολίνο, δυο μήνες πριν γίνει στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη η ταυτόχρονη πρεμιέρα του πρωτότυπου κειμένου. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα τη σεζόν 1924/1925, με τον τίτλο «Αρχιτέκτων Σόλνες», απ’ το θίασο του Θωμά Οικονόμου. Έκτοτε ο ρόλος παίχτηκε, μεταξύ άλλων, απ’ τον Αλέξη Μινωτή, τον Δημήτρη Χορν -ο τελευταίος του ρόλος- ,τον Τάκη Βουτέρη, τον Νικήτα Τσακίρογλου, τον Γιώργο Κιμούλη και τον Άκι Βλουτή.
Υπόθεση
Ο Χάλβαρντ Σόλνες, μεσήλικας αρχιμάστορας -ο οποίος δεν έχει τελειώσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά έχει στο ενεργητικό του σημαντικά κτίρια, διατηρεί αρχιτεκτονικό γραφείο σε μια μικρή νορβιγική πόλη- βρίσκεται στον κολοφώνα της καριέρας του και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη φιλοδοξία και την ευτυχία. Έχει περιχαρακωθεί στις ενοχές, στους φόβους και στα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Είναι παντρεμένος με την Αλίνα Σόλνες η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει τον τραγικό θάνατο των παιδιών της. Ερωτοτροπεί με τη γραμματέα του Κάγια Φόσλι, η οποία είναι αρραβωνιασμένη με τον αρχιτέκτονα Ράγκναρ, γιο του Μπρόβικ, νέο με τεράστια αξία, ταλέντο και ικανότητες που τον απειλούν, στην εξέλιξή του οποίου προσπαθεί να βάλει εμπόδια. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη απ' το πουθενά ενός παράξενου, απελευθερωμένου απ’ τις συμβάσεις, τολμηρού κοριτσιού, της 23χρονης Χίλντα Βάνγκελ. Η οποία, ορμητική και κατακτητική, του θυμίζει ότι τον είχε συναντήσει δέκα χρόνια πριν, κοριτσάκι ακόμα, στην πόλη της κι επιμένει ότι μια ρομαντική ιστορία είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους κι ότι της είχε υποσχεθεί πως θα γυρίσει κοντά της, μετά από δέκα χρόνια, και «θα της χαρίσει ένα βασίλειο». Που, καθώς εκείνος δε γύρισε, έρχεται, επιτακτικά, σχεδόν με θρασύτητα, να του το ζητήσει. Ο Σόλνες δεν το θυμάται ή δε θέλει να το θυμάται, αλλά η ιδεοληπτική κοπέλα εγκαθίσταται στο σπίτι του, κάτω απ’ τα μάτια της ενοχλημένης γυναίκας του, της Αλίνα, απ’ την οποία τον χωρίζει ψυχικά μια τραγική ανάμνηση απ’ την εποχή που το πατρικό της σπίτι, όπου ζούσαν, κάηκε και μαζί τα δίδυμα μωρά τους, πυρκαγιά, που ’ταν η αρχή της καριέρας του Σόλνες ο οποίος πούλησε τη γη για να κτιστούν σπίτια. Στο τέλος, τον παρασύρει, ενώ ξέρει πως πάσχει από ακροφοβία και παρά τις εκκλήσεις της γυναίκας του, που προσπαθεί να τον αποτρέψει, να σκαρφαλώσει στην κορυφή της σκεπής του καινούργιου σπιτιού που κτίζει, για να κρεμάσει, όπως ήταν το έθιμο, ένα δάφνινο στεφάνι. Στην προσπάθεια του να ξεπεράσει τη μεγάλη του φοβία για τα ύψη, για να νιώσει απόλυτος κυρίαρχος του εαυτού του, με τη Χίλντε να τροφοδοτεί αυτήν τη ματαιόδοξη και εγωιστική προοπτική, ο αρχιμάστορας θα συναντηθεί με την πτώση.
Η παράσταση
Η παράσταση της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου «πατάει» σε στέρεα δραματουργικά μονοπάτια και φέρει μια κλασικότροπη αισθητική. Η ενέργειά της αποδεσμεύεται σταδιακά μέχρι να κορυφωθεί το δραματικό ενδιαφέρον, σε ένα έργο που συνυπάρχουν ο ρεαλισμός με την ποιητική των αρχετυπικών συμβόλων. Όψιμος και αυτοβιογραφικός, μυστηριωδώς προκλητικός σαν αρχαίος χρησμός γεμάτος με συμβολισμούς και μία μαγική ποιητικότητα, ο ιψενικός λόγος και οι χαρακτήρες του διαθέτουν μια σύγχρονη ψυχή, που αγγίζει κάθε εποχή. Η σκηνοθετική ακρίβεια, το καλαίσθητο, άρτιο ύφος και οι καλοδουλεμένες ερμηνείες επιβάλλουν αυτή την παράστααση ως «κλασική». Ο Γρηγόρης Βαλτινός, στο ρόλο του αλαζόνα αρχιμάστορα, που αναγκάζεται να πληρώσει με τη ζωή του, το τίμημα, όταν αρνείται την φυσική τάξη των πραγμάτων, την ροή της ζωής από τους παλαιότερους στους νεότερους, δίνεται ολόψυχα, με παράφορο αλλά αξιοσημείωτα εσωτερικό πάθος, σε ένα «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου. Σ'εναν ρόλο που συναντάει τη πιο σωστή στιγμή της καρριέρας του, υπερασπίζεται την αγωνία και τις συναισθηματικές εντάσεις του έργου με συγκλονιστική αυτοσυγκράτηση. Και όταν παίρνει το ρίσκο να σκαρφαλώσει στον πύργο, μας μεταγγίζει τόσο εύστοχα, το συναίσθημα ότι είναι ένας καλύτερος άντρας από αυτόν που είχαμε δει προηγουμένως στο έργο. Μπορεί να μην γνωρίζει ότι οδεύει προς το θάνατό του αλλά είναι έτοιμος γι’ αυτό.
Η Κατερίνα Λέχου κεντάει σε μια ερμηνεία, εύστοχης ψυχολογικής εμβάθυνσης- εύθραυστη και ταυτόχρονα ηλεκτρισμένη- στη προσπάθειά της να νοηματοδοτήσει την ουσία της ζωής της Αλίνας: διακριτική, ευάλωτη,παραδομένη σε μια μακάβρια παθητικότητα, που την οδηγεί να παρατηρεί τη ζωή της απο απόσταση. Όλα γίνονται στο βωμό του καθήκοντος,όλα συμβαίνουν απο το θέλημα του Θεού, αλλά η δυστυχία που την κατακαίει, η χαμένη αθωότητα, που έχει απωλέσει, την οδηγούν στη παραίτηση. Μετρημένος και εσωτερικός,ο Αντίνοος Αλμπάνης, μεστός ερμηνευτικά ο Μιχάλης Αεράκης, άνετος σκηνικά και υποκριτικά ο Κώστας Καστανάς. Η Κατερίνα Κρέπη φιλτράρει το ρόλο της με ήπιων τόνων αντιδράσεις και άπλετο συναίσθημα, κερδίζοντας τις εντυπώσεις.
Και τέλος η Ιώβη Φραγκάτου, υποδυόμενη την νεαρή Χίλντα, που αντιμετωπίζει τον Σόλνες όχι σαν αυτό που είναι, αλλά σαν αυτό που θα έπρεπε να είναι, έρχεται να δώσει ζωή σε αυτό το σχεδόν νεκρικό περιβάλλον. Γίνεται η μούσα του, ένα ηθικό ιδανικό, αλλά παράλληλα και μία σεξουαλική πρόκληση. Είναι υπαρκτό πρόσωπο, ή μία εσωτερική φωνή που τον ωθεί να διεκδικεί διαρκώς το όνειρό του, την αποθέωση, την υπέρβαση; Η ερμηνεία της, εξωστρεφής, δυναμική, είναι στιγμές που αγγίζει την υπερβολή, χωρίς να της στερεί, όμως, την ελκυστική, ζωντανή της παρουσία, που έλκεται από τον Σόλνες και όλους τους κρυμμένους φόβους, επιθυμίες και την αίσθηση ενοχής του. Μοιάζει να ανοίγει τη φυλακή της καθημερινής ζωής του και να του δίνει ελπίδα. Η σχεδόν παραμυθιακή τους διάσταση, με τις μύχιες επιθυμίες και τα αυτοκαταστροφικά ορμέμφυτα, τους απομονώνει από την πραγματικότητα, μέσα σ’ έναν φανταστικό κόσμο και τους παρέχει μια μεταφορική γλώσσα με την οποία μπορούν να μιλούν ελεύθερα. Ψυχρό και καλαίσθητο το σκηνικό αποτύπωμα του Γιάννη Μουρίκη, υπέροχα τα κοστούμια εποχής του Γιώργου Σεγρεδάκη, εύστοχα τοποθετημένοι οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου,χτίζουν κλιμακούμενες δραματικές ατμόσφαιρες.
Ο Σόλνες επιλέγει τον πιο επώδυνο δρόμο. Δεν θέλει να είναι παρών στην προσωπική ήττα του, αφού έχει ήδη προηγηθεί η ύβρις. Αλλά το ίδιο δεν κάνουμε και όλοι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι; Διαπράττουμε ύβρη προς τη φύση, το σύμπαν, τη νομοτέλεια, προς τους συνανθρώπους μας. Ο Σόλνες, μας αναγκάζει να δούμε την θέση μας απέναντι στη ζωή, σε όλο της το μεγαλείο.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ/ΔΙΑΣΚΕΥΗ/ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
ΣΚΗΝΙΚΑ: Γιάννης Μουρίκης
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Γιώργος Σεγρεδάκης
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Λευτέρης Παυλόπουλος
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Έφη Λιάλιου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γεωργία Σιέττου / Στέλιος Δανιήλ
Παίζουν οι: Γρηγόρης Βαλτινός, Κατερίνα Λέχου, Αντίνοος Αλμπάνης,
Ιώβη Φραγκάτου, Μιχάλης Αεράκης, Κατερίνα Κρέπη και Κώστας Καστανάς.
Τετάρτη & Κυριακή: 6.15, Πέμπτη: 8 μμ , Παρασκευή & Σάββατο: 9μμ
Θέατρο Ιλίσια, Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα, τηλ.: 210 7210045
www.theatroilisia.gr