Σε έναν κόσμο, όπου έχει κανείς τη δυνατότητα να ανταλλάξει τον θάνατό του με τη ζωή κάποιου άλλου, ο «από σκηνής φιλόσοφος» μεγάλος τραγικός υποβάλλει σε εξονυχιστικό έλεγχο, σχέσεις υπέρτατης ανιδιοτέλειας.
Η Άλκηστη του Ευριπίδη
«Άλκηστις » είναι το όνομα τραγωδίας που έγραψε ο Ευριπίδης και παίχτηκε την άνοιξη του 438 π.Χ. επί άρχοντος Γλυκίνου. Στον τότε αγώνα πρώτος ήλθε ο Σοφοκλής, δεύτερος ο Ευριπίδης, ηλικίας τότε 46 ετών με την τετραλογία του τις «Κρήσσες» (Κρητικές γυναίκες), «Αλκμέων διά Ψήφου», «Τήλεφον» και την «Αλκήστιδα», τη μόνη σωζόμενη. Το έργο δεν είναι σατυρικό δράμα μια και ο χορός δεν αποτελείται από σατύρους. Ούτε και τραγωδία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια και το κωμικο-ειρωνικό στοιχείο αφήνει έντονο το χνάρι του στην υπόθεση όσο και στους χαρακτήρες και ταυτοχρόνως έχει και happy (;) end. Γι’ αυτό και οι μελετητές του έργου συχνά για να το περιγράψουν καταλήγουν στον χαρακτηρισμό τραγικωμωδία. Αν και το αρχαιότερο, δεν λείπει απ' αυτό η τεχνική του ποιητή, δηλαδή ο πρόλογος και ο από μηχανής θεός. Το πρώτο χρονολογικά σωζόμενο έργο του μεγάλου τραγικού αποτελεί μια εξαιρετικά γοητευτική και ταυτόχρονα αινιγματική περίπτωση δράματος. Παρ’ ότι ο Ευριπίδης και στην μεταγενέστερη παραγωγή του δείχνει μέσα από καινοτομίες να εξωθεί την κλασσική φόρμα της τραγωδίας στα όρια της και ο τραγικός ήρωας να αντιμετωπίζεται στα έργα του με υπομειδίαμα, πουθενά η αμφισημία ενός έργου δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στην Άλκηστη. Δεν είναι καθαρή τραγωδία για να σου δώσει την απόλαυση της κάθαρσης, ούτε καθαρή κωµωδία ώστε να φύγεις χωρίς σκιές στην ψυχή σου. (Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε εποχή κρίσιμη για την Αθηναϊκή Δημοκρατία - λίγο μετά τα εγκαίνια του Παρθενώνα και πριν το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου.)
Αρχίζει και τελειώνει τη μέρα που η Άλκηστη οδηγείται στον Κάτω Κόσμο από τον Θάνατο και πάλι πίσω στον Επάνω από τον σχεδόν- από μηχανής- ημίθεο Ηρακλή. Η μητρική αγάπη, η συζυγική φροντίδα, μαζί με τον πόνο της απώλειας εμπλέκονται σε στιγμές που χάνεται η ισορροπία για την ειλημμένη απόφαση της θυσίας. Η Άλκηστη πέρα από αφοσιωμένη σύζυγος όπως παρουσιάζεται, δεν παύει να είναι και μητέρα που μαζί με το νήμα της ζωής της πρέπει να κόψει και το νήμα πουτη συνδέει με τα παιδιά της, όσο και με την υπόλοιπη οικογένειά της. Η γενναία της πράξη, ωστόσο, θα αναγνωριστεί από τους ίδιους τους θεούς και αυτό γίνεται εμφανές με την παρουσία του Απόλλωνα στο έργο. Ο σεβασμός που αποσπά από τους γύρω της, γίνεται γνωστός από τα λόγια του χορού. Ο από μηχανής θεός είναι ικανός να δώσει μια μεταφυσική λύση για την άξια γυναίκα, να ξανακερδίσει τη ζωή της, τη σωτηρία της. Τούτο το στοιχείο της γλυκύτητας, της ανωτερότητας και της αυτοθυσίας ο Ευριπίδης το μεταφέρει σε όλη τη διάρκεια του έργου του, καταφέρνοντας να προσδώσει στην Αλκήστιδα την όψη μιας μοναδικής ηρωίδας, όσο και μητέρας-συζύγου. Αυτό φαίνεται έντονα από την απέχθειά της στην ιδέα μιας μητριάς που θα μπορούσε να αναλάβει τα παιδιά της. Προηγουμένως όμως έχουν εκτυλιχτεί διάφορα ιλαροτραγικά επεισόδια γύρω από την ετοιμοθάνατη ή και νεκρή Άλκηστη, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να αποκρυσταλλωθούν σε θεατρικό λόγο ερωτήματα που απασχολούν έντονα την φιλοσοφία και την σοφιστική της εποχής του ποιητή και όχι μόνο. Παράλληλα ο λυρισμός δεν παύει να διατρέχει το έργο σε μια συμφωνία αρμονίας και παρωδίας, ομορφιάς και παράδοξου. Η αμφιθυμία των ηρώων και η απογύμνωση τους μέσα από την ακραία και δημόσια έκθεσή τους δεν οδηγεί παρ’ όλα σε αποκαθήλωση ούτε και βέβαια σε αποθέωση τους. Είναι σαν ο ποιητής να εμφανίζει μια πλήρως, ανάγλυφη και καθόλου εξιδανικευμένη εικόνα του Ανθρώπου που αγωνιά απέναντι στο άγνωστο του θανάτου ενώ διερωτάται για τον ρόλο της «θεϊκής παρέμβασης» στη ζωή του και τη δική του ευθύνη για όσα παθαίνει.
Οι ηρωίδες του Ευρυπίδη
Η ικανότητά του Ευριπίδη να διεισδύει στο ψυχικό βάθος των χαρακτήρων του, όπως και η πολιτική-κοινωνική του στάση προσέδιδαν στα έργα του μια ιδιαίτερη όψη. Στη μεταηρωική εποχή της Αθήνας, πιθανώς θέλησε να αντιπαραθέσει το ρόλο του αντιήρωα. Διακριτικά για να αποφύγει ενδεχόμενη κριτική από τους συμπολίτες του, με το δικαίωμα της έκρηξης, μιας κατάστασης η οποία προκύπτει από ιερή και δίκαιη αγανάκτηση των ηρωίδων του, βγάζει τη γυναίκα-σύζυγο έξω από τα στενά πλαίσια του χώρου που ζει και διαχειρίζεται -δηλαδή την οικία της- και της προσδίδει πιο ενεργό ρόλο. Αν και το σκηνικό της Αλκήστιδας εκτυλίσσεται στα όρια του οίκου, η φωνή της ηρωίδας του ξεπερνά τον αυλόγυρο του οίκου και μεταφέρει στα μάτια και τα αυτιά των ακροατών έντονο προβληματισμό. Θυσιάζεται με ηρωικό τρόπο, με μια ανδροπρεπή θα λέγαμε δυναμική και αποφασιστικότητα. Ο Ευριπίδης παρουσιάζει μεν ελαττώματα που δεν αποτελούν προνόμιο μόνο των γυναικών, -παρουσιάζονταν ωστόσο ως τέτοια στον αρχαίο κόσμο- όπως η ζήλεια, ο θυμός που φτάνει στα επίπεδα του παραλογισμού και από την άλλη προβάλλει με σαφήνεια και τις αιτίες των συγκεκριμένων αντιδράσεων. Δεν κατακρίνει αλλά συζητά και προσπαθεί να εξηγήσει με τον τρόπο του τα όσα συμβαίνουν, καθώς η Άλκηστις ή η Μήδεια συνυπάρχουν με συζύγους όπως ο Ιάσων και ο Άδμητος. Αυτό που αναδεικνύεται στο συγκεκριμένο έργο, είναι το γεγονός πως ο Ευριπίδης δοκίμασε να απελευθερώσει τις ηρωίδες του μέσα από τους ρόλους που τους προσέδωσε. Επέτρεψε στον μέχρι τότε καταπιεσμένο συναισθηματικό κόσμο που εκπροσωπούσαν να γίνει αντικείμενο μελέτης και να ξεφύγει από την κοινωνική απομόνωση που της είχε επιβάλλει ο πατριαρχικός αρχαίος κόσμος της κλασικής εποχής. Εν τέλει ο Ευριπίδης πρώτος από όλους έθεσε ουσιαστικά μέσα από την τέχνη του το συμπέρασμα πως για ανάλογες συμπεριφορές γυναικών κύριο ρόλο κατέχει η συμπεριφορά των συζύγων τους.
Υπόθεση
Η Άλκηστη, ήταν κόρη του Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού, που έστειλε τον ανιψιό του Ιάσονα να ανακτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η Άλκηστη ήταν η πιο όμορφη από τις τρεις κόρες του και δεχόταν πολλές προσφορές γάμου από διάφορους πρίγκιπες και βασιλιάδες. Ο Πελίας γνώριζε ότι οι συνεχείς αρνήσεις της κόρης του σε όλους εκείνους τους ισχυρούς μνηστήρες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη θέση του, κι έτσι επινόησε έναν άθλο που ο μνηστήρας θα έπρεπε να φέρει σε πέρας προτού παντρευτεί την κόρη του. Η πρόκλησή για τον επίδοξο μνηστήρα ήταν να δαμάσει ένα αγριογούρουνο και ένα λιοντάρι μαζί σε ένα άρμα και να κάνει βόλτα γύρω από μια πίστα. Ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους μνηστήρες της Άλκηστης: την εύνοια του θεού Απόλλωνα, ο οποίος είχε κάποτε εκτίσει ποινή που του επιβλήθηκε από τον Δία, τον οποίο είχε εξοργίσει. Η ποινή του ήταν να γίνει υπηρέτης του Άδμητου. Εκείνος όμως του φέρθηκε πολύ καλά και τον βοήθησε παρόλο που μπορούσε να τον ταπεινώσει χωρίς κίνδυνο να τιμωρηθεί. Με τη βοήθεια του Απόλλωνα, ο Άδμητος ολοκλήρωσε τον άθλο του Πελία και παντρεύτηκε την Άλκηστη. Πριν από καιρό, ωστόσο, Άδμητος είχε αρρωστήσει και φάνηκε ότι θα πέθαινε. Για άλλη μια φορά ο Απόλλωνας ήρθε να τον βοηθήσει. Ο θεός μεσολάβησε στις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, και τις έπεισε να σώσουν τη ζωή του Άδμητου με την προϋπόθεση ότι κάποιος άλλος θα έπρεπε να πεθάνει στη θέση του. Ο Άδμητος δεν σκέφτηκε πολύ τις επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας και συμφώνησε αμέσως. Ωστόσο, ούτε οι φίλοι του, ούτε οι γονείς του ήταν ενθουσιώδεις να θυσιάσουν τη ζωή τους γι 'αυτόν. Μόνο η Άλκηστη προσέφερε τον εαυτό της ως αντικαταστάτρια. Πεθαίνοντας, ζητάει από τον άντρα της ένα πράγμα: να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ. Το νεκρό της σώμα είναι ακόμα άταφο, όταν η αναπάντεχη επίσκεψη του Ηρακλή αλλάζει τα δεδομένα. Ο Άδμητος, γνωστός για τη φιλοξενία του, κρύβει το βαρύ πένθος από τον φίλο του και τον φιλοξενεί στο παλάτι. Ο Ηρακλής, χωρίς να γνωρίζει τη συμφορά που βαραίνει το σπίτι, πίνει και γλεντά, εξοργίζοντας με την προκλητική συμπεριφορά του τον υπηρέτη, που του αποκαλύπτει τον θάνατο της Άλκηστης. Ντροπιασμένος, ο ήρωας αποφασίζει κρυφά να πράξει το αδύνατο: να φέρει πίσω τη νεκρή από τον θάνατο. Επιστρέφοντας, παραδίδει στον Άδμητο την πεπλοφορεμένη γυναίκα που συνοδεύει, για να τη φιλοξενήσει, χωρίς να του αποκαλύψει ότι πρόκειται για την Άλκηστη. Αρχικά, ο Άδμητος αντιστέκεται. Όμως, γρήγορα, δέχεται να πάρει στο σπίτι την άγνωστή του γυναίκα, παρά το φρέσκο πένθος και τον όρκο του. Όταν ανασηκώνει το πέπλο της, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βουβό αίνιγμα.
Η Παράσταση
Η παράσταση της Kατερίνας Ευαγγελάτου τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του ΄70, εποχής της στρατοκρατούμενης ελληνικής χούντας, όπου ο αρχηγός-βασιλιάς επιβάλλει την υπακοή και η γυναίκα έχει υπόσταση, μόνο απο τη θέση του άντρα-αφέντη. Είναι το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να δικαιολογήσει την πίστη του λαού, πως ο άρχοντας δεν πρέπει να πεθάνει, ενώ αντίθετα θεωρεί λογικό να πάρει τη θέση του, η σύζυγός του. Η σκηνοθετική γραμμή επιχειρεί να αναδείξει τη συνύπαρξη των δύο κόσμων του έργου, του ρεαλισμού και της ποίησης, του πικρού σαρκαστικού χιούμορ και της αγωνίας του ανθρώπου μπροστά στον θάνατο, σ' ένα αδυσώπητο κυνικό δράμα που γελά σαρκαστικά. Και αυτή η πρόθεση της σκηνοθέτιδας επιτυγχάνεται στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, αφού η συνύπαρξη τραγικού και κωμικού στοιχείου εναγκαλίζονται αρμονικά, τονίζοντας σωστά την αμφισημία και την πικρή ειρωνία του έργου. Η έμφαση στο κωμικό (π.χ.όταν εμφανίζεται ο Ηρακλης) και παρωδιακό στοιχείο, δεν διαταράσσει την ισορροπία με το τραγικό, χωρίς, όμως, η αναμέτρηση αυτή να αποβαίνει τελείως αλώβητη, αφού εμπεριέχει κάποιες υπερβολές. Ο Άδμητος παρουσιάζεται σωστά, ως μια καρικατούρα, καθώς -στην αρχή- είναι προφανές ότι νοιάζεται πιο πολύ για τον εαυτό του παρά για οποιονδήποτε άλλον. Ναι, η Άλκηστις είναι μια καρικατούρα ή πιο σωστά, ένα ανδρείκελο, καθώς μετά το θάνατο δεν έχει "λόγο". Είναι νεκρή, ένα σώμα κενό βουλήσεως που άγεται και φέρεται από τους άλλους κατά το δοκούν. Ακόμα και η σωτηρία της από τον Ηρακλή γίνεται εν απουσία της λογικής ή της γνώμης της. Ο γέρος κυνικός πατέρας του Άδμητου- λέει χαρακτηριστκά: "Πέθανε για σένα;! Μια χαζή ήταν!" Εν ολίγοις, το μεγαλείο των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών ήταν ακριβώς αυτό, ότι μπορούσαν να γράψουν για πανανθρώπινες καταστάσεις με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας θα μπορούσε να τις ερμηνεύσει με τα δικά του μάτια και τα δικά του βιώματα. Η «λοξή» εμφάνιση του Ηρακλή –ό οποιος εμφανίζεται με χαρακτηριστικά κλόουν και στην πρώτη από τις δύο σκηνές του μιλά με ντουντούκα– αποτυπώνει τα αντιφατικά στοιχεία του έργου, με τρόπο ατυχή, παρόλο που υπηρετείται σαν ρόλος εύστοχα απο τον Δημήτρη Παπανικολάου. Το ίδιο και ο Απόλλωνας, του Κώστα Βασαρδάνη, ο οποίος επιδίδεται άκαιρα σε "κοκοράκια", σε μια επιτηδευμένη ερμηνεία, που ξένισε.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντρικών χαρακτήρων, είναι εκείνη ενός πατέρα εγωιστή, ψυχρού και συμφεροντολόγου, που δεν ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του και ενός γιού ασεβούς, που φέρεται ανάρμοστα.Τόσο ο Φέρης όσο και ο Άδμητος βγαίνουν από αυτή την αντιπαράθεση με την αξιοπιστία τους αποδυναμωμένη, καθώς έχουν αμφότεροι εκδηλώσει την πιο μικροπρεπή πλευρά της προσωπικότητάς τους. Ο Φέρης παρουσιάζει τον εαυτό του ως περήφανο άνθρωπο, που έχει διαπαιδαγωγηθεί σε μια κοινωνία όπου ο νόμος, ταυτισμένος με τον πολιτισμό, πρέπει να θεωρείται ως το μοναδικό σημείο αναφοράς της ηθικής. Υπ᾽ αυτήν την έννοια θεωρεί ότι η απαίτηση του Άδμητου να εγκαταλείψει τη ζωή για χάρη του όχι μόνο δεν εμπεριέχεται στις υποχρεώσεις του, αλλά επίσης, όντας πράξη ανάρμοστη για μια πολιτισμένη κοινωνία, θα μπορούσε να λογιστεί ακόμη και ως έγκλημα.
Η στιχομυθία του Οδυσσέα Παπασπηλιώπουλου και του Γιάννη Φέρτη, λογίζεται, ως μια δυνατή ερμηνευτική αποτύπωση, που χτίζεται αριστοτεχνικά, απο τους δύο ηθοποιούς. Ο μεν πρώτος, ο οποίος μας έχει αποδείξει, το μεγάλο χάρισμα του,αλλά και τον ακούραστο κάματο, στον οποίον υποβάλλει το ταλέντο του, περνάει με δεξιοτεχνία και εμφανή σκηνική άνεση, απο το κωμικό στο τραγικό, με μια φυσικότητα παροιμιώδη, χωρίς σχεδόν να προσπαθεί, αφήνοντας για μια ακόμη φορά ένα ισχυρό στίγμα. Η υποκριτική ωριμότητα, ο εξαιρετικός χειρισμός του θεατρικού λόγου και η αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία του Γιάννη Φέρτη, τον έχουν χρόνια τώρα εγγράψει στους αξιόλογους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Εξαιρετική η Κίττυ Παϊταζόγλου, στο ρόλο της Άλκηστης, αποδίδει με ευαισθησία και λυρισμό τη σκηνή του αποχαιρετισμού της, φεύγοντας απο τα εγκόσμια. Οι υφολογικές μεταπτώσεις του έργου εντυπώνονται ωραία πάνω στις ερμηνείες του Ερρίκου Μηλιάρη-υπηρέτη και του Σωτήρη Τσακομίδη-θανάτου, οι οποίοι δίνουν στέρεες ερμηνείες. Η κίνηση του χορού στη σκηνή του θρήνου, υπό την καθοδήγηση της Πατρίτσια Απέργη, ήταν μια δυνατή στιγμή, που δικαίως συγκέντρωσε το χειροκρότημα του κοινού, καταδεικνύοντας την τραγικότητα και το συγκλονιστική δύναμη του πένθους, που παρουσιάζεται σαν μια διονυσιακή παράκρουση.
Το εντυπωσιακό, χωμάτινο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, με τους στρατιώτες να ανοίγουν λάκκο -με το χώμα που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για τις εργασίες στο μνημειακό συγκρότημα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου- χάσκει σαν ένα τραύμα, μια ανοιχτή πληγή, -θα μετασχηματιστεί στη συνέχεια-, δηλώνει εξ αρχής την τραγική κατάληξη της ηρωίδας-βασίλισσας. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ακολουθούν το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, η μουσική βοηθά να αναδειχτεί η δραματική κορύφωση του έργου. Εν κατακλείδι, για μια ακόμη φορά, η ταλαντούχα σκηνοθέτις επιτυγχάνει να διαβάσει σωστά και καίρια το πνεύμα του συγγραφέα, θέτοντας "τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων".
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης,
σκηνοθεσία - επεξεργασία μετάφρασης: Κατερίνα Ευαγγελάτου,
σκηνικά: Εύα Μανιδάκη,
κοστούμια: Βασιλική Σύρμα,
κίνηση: Πατρίσια Απέργη,
μουσική: Γιώργος Πούλιος,
φωτισμοί: Σίμος Σαρκετζής,
μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Διανομή: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Άδμητος,
Κίττυ Παϊταζόγλου: Άλκηστη,
Γιάννης Φέρτης: Φέρης,
Δημήτρης Παπανικολάου: Ηρακλής,
Ερρίκος Μηλιάρης: υπηρέτης,
Κώστας Βασαρδάνης: Απόλλων,
Σωτήρης Τσακομίδης: Θάνατος,
παιδιά: Σπύρος Γουλιέλμος, Νικόλ Φαλτσέτα.
Χορός: Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Γιώργος Ζυγούρης, Στάθης Κόικας, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Αντώνης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Νούσης, Χρήστος Ξυραφάκης, Στέλιος Παυλόπουλος, Δημόκριτος Σηφάκης, Περικλής Σκορδίλης, Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Βαλάντης Φράγκος. Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Κωστίδης, Κωνσταντίνος Τσιώλης, Θοδωρής Σοφόπουλος
Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Κωστίδης, Κωνσταντίνος Τσιώλης,Θοδωρής Σοφόπουλος.
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 28 και 29 Ιουλίου
και συνεχίζει την περιοδεία της.
21 Αυγούστου, Ηράκλειο, Δημοτικό Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης.
23 Αυγούστου, Ρέθυμνο, Θέατρο Ερωφίλη.
26 Αυγούστου, Χανιά, Θέατρο Ανατολικής Τάφρου.
6 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους.
11 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο
18 Σεπτεμβρίου,Θέατρο Βράχων "Μελίνα Μερκούρη"
«Άλκηστις » είναι το όνομα τραγωδίας που έγραψε ο Ευριπίδης και παίχτηκε την άνοιξη του 438 π.Χ. επί άρχοντος Γλυκίνου. Στον τότε αγώνα πρώτος ήλθε ο Σοφοκλής, δεύτερος ο Ευριπίδης, ηλικίας τότε 46 ετών με την τετραλογία του τις «Κρήσσες» (Κρητικές γυναίκες), «Αλκμέων διά Ψήφου», «Τήλεφον» και την «Αλκήστιδα», τη μόνη σωζόμενη. Το έργο δεν είναι σατυρικό δράμα μια και ο χορός δεν αποτελείται από σατύρους. Ούτε και τραγωδία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια και το κωμικο-ειρωνικό στοιχείο αφήνει έντονο το χνάρι του στην υπόθεση όσο και στους χαρακτήρες και ταυτοχρόνως έχει και happy (;) end. Γι’ αυτό και οι μελετητές του έργου συχνά για να το περιγράψουν καταλήγουν στον χαρακτηρισμό τραγικωμωδία. Αν και το αρχαιότερο, δεν λείπει απ' αυτό η τεχνική του ποιητή, δηλαδή ο πρόλογος και ο από μηχανής θεός. Το πρώτο χρονολογικά σωζόμενο έργο του μεγάλου τραγικού αποτελεί μια εξαιρετικά γοητευτική και ταυτόχρονα αινιγματική περίπτωση δράματος. Παρ’ ότι ο Ευριπίδης και στην μεταγενέστερη παραγωγή του δείχνει μέσα από καινοτομίες να εξωθεί την κλασσική φόρμα της τραγωδίας στα όρια της και ο τραγικός ήρωας να αντιμετωπίζεται στα έργα του με υπομειδίαμα, πουθενά η αμφισημία ενός έργου δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στην Άλκηστη. Δεν είναι καθαρή τραγωδία για να σου δώσει την απόλαυση της κάθαρσης, ούτε καθαρή κωµωδία ώστε να φύγεις χωρίς σκιές στην ψυχή σου. (Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε εποχή κρίσιμη για την Αθηναϊκή Δημοκρατία - λίγο μετά τα εγκαίνια του Παρθενώνα και πριν το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου.)
Αρχίζει και τελειώνει τη μέρα που η Άλκηστη οδηγείται στον Κάτω Κόσμο από τον Θάνατο και πάλι πίσω στον Επάνω από τον σχεδόν- από μηχανής- ημίθεο Ηρακλή. Η μητρική αγάπη, η συζυγική φροντίδα, μαζί με τον πόνο της απώλειας εμπλέκονται σε στιγμές που χάνεται η ισορροπία για την ειλημμένη απόφαση της θυσίας. Η Άλκηστη πέρα από αφοσιωμένη σύζυγος όπως παρουσιάζεται, δεν παύει να είναι και μητέρα που μαζί με το νήμα της ζωής της πρέπει να κόψει και το νήμα πουτη συνδέει με τα παιδιά της, όσο και με την υπόλοιπη οικογένειά της. Η γενναία της πράξη, ωστόσο, θα αναγνωριστεί από τους ίδιους τους θεούς και αυτό γίνεται εμφανές με την παρουσία του Απόλλωνα στο έργο. Ο σεβασμός που αποσπά από τους γύρω της, γίνεται γνωστός από τα λόγια του χορού. Ο από μηχανής θεός είναι ικανός να δώσει μια μεταφυσική λύση για την άξια γυναίκα, να ξανακερδίσει τη ζωή της, τη σωτηρία της. Τούτο το στοιχείο της γλυκύτητας, της ανωτερότητας και της αυτοθυσίας ο Ευριπίδης το μεταφέρει σε όλη τη διάρκεια του έργου του, καταφέρνοντας να προσδώσει στην Αλκήστιδα την όψη μιας μοναδικής ηρωίδας, όσο και μητέρας-συζύγου. Αυτό φαίνεται έντονα από την απέχθειά της στην ιδέα μιας μητριάς που θα μπορούσε να αναλάβει τα παιδιά της. Προηγουμένως όμως έχουν εκτυλιχτεί διάφορα ιλαροτραγικά επεισόδια γύρω από την ετοιμοθάνατη ή και νεκρή Άλκηστη, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να αποκρυσταλλωθούν σε θεατρικό λόγο ερωτήματα που απασχολούν έντονα την φιλοσοφία και την σοφιστική της εποχής του ποιητή και όχι μόνο. Παράλληλα ο λυρισμός δεν παύει να διατρέχει το έργο σε μια συμφωνία αρμονίας και παρωδίας, ομορφιάς και παράδοξου. Η αμφιθυμία των ηρώων και η απογύμνωση τους μέσα από την ακραία και δημόσια έκθεσή τους δεν οδηγεί παρ’ όλα σε αποκαθήλωση ούτε και βέβαια σε αποθέωση τους. Είναι σαν ο ποιητής να εμφανίζει μια πλήρως, ανάγλυφη και καθόλου εξιδανικευμένη εικόνα του Ανθρώπου που αγωνιά απέναντι στο άγνωστο του θανάτου ενώ διερωτάται για τον ρόλο της «θεϊκής παρέμβασης» στη ζωή του και τη δική του ευθύνη για όσα παθαίνει.
Οι ηρωίδες του Ευρυπίδη
Η ικανότητά του Ευριπίδη να διεισδύει στο ψυχικό βάθος των χαρακτήρων του, όπως και η πολιτική-κοινωνική του στάση προσέδιδαν στα έργα του μια ιδιαίτερη όψη. Στη μεταηρωική εποχή της Αθήνας, πιθανώς θέλησε να αντιπαραθέσει το ρόλο του αντιήρωα. Διακριτικά για να αποφύγει ενδεχόμενη κριτική από τους συμπολίτες του, με το δικαίωμα της έκρηξης, μιας κατάστασης η οποία προκύπτει από ιερή και δίκαιη αγανάκτηση των ηρωίδων του, βγάζει τη γυναίκα-σύζυγο έξω από τα στενά πλαίσια του χώρου που ζει και διαχειρίζεται -δηλαδή την οικία της- και της προσδίδει πιο ενεργό ρόλο. Αν και το σκηνικό της Αλκήστιδας εκτυλίσσεται στα όρια του οίκου, η φωνή της ηρωίδας του ξεπερνά τον αυλόγυρο του οίκου και μεταφέρει στα μάτια και τα αυτιά των ακροατών έντονο προβληματισμό. Θυσιάζεται με ηρωικό τρόπο, με μια ανδροπρεπή θα λέγαμε δυναμική και αποφασιστικότητα. Ο Ευριπίδης παρουσιάζει μεν ελαττώματα που δεν αποτελούν προνόμιο μόνο των γυναικών, -παρουσιάζονταν ωστόσο ως τέτοια στον αρχαίο κόσμο- όπως η ζήλεια, ο θυμός που φτάνει στα επίπεδα του παραλογισμού και από την άλλη προβάλλει με σαφήνεια και τις αιτίες των συγκεκριμένων αντιδράσεων. Δεν κατακρίνει αλλά συζητά και προσπαθεί να εξηγήσει με τον τρόπο του τα όσα συμβαίνουν, καθώς η Άλκηστις ή η Μήδεια συνυπάρχουν με συζύγους όπως ο Ιάσων και ο Άδμητος. Αυτό που αναδεικνύεται στο συγκεκριμένο έργο, είναι το γεγονός πως ο Ευριπίδης δοκίμασε να απελευθερώσει τις ηρωίδες του μέσα από τους ρόλους που τους προσέδωσε. Επέτρεψε στον μέχρι τότε καταπιεσμένο συναισθηματικό κόσμο που εκπροσωπούσαν να γίνει αντικείμενο μελέτης και να ξεφύγει από την κοινωνική απομόνωση που της είχε επιβάλλει ο πατριαρχικός αρχαίος κόσμος της κλασικής εποχής. Εν τέλει ο Ευριπίδης πρώτος από όλους έθεσε ουσιαστικά μέσα από την τέχνη του το συμπέρασμα πως για ανάλογες συμπεριφορές γυναικών κύριο ρόλο κατέχει η συμπεριφορά των συζύγων τους.
Υπόθεση
Η Άλκηστη, ήταν κόρη του Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού, που έστειλε τον ανιψιό του Ιάσονα να ανακτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η Άλκηστη ήταν η πιο όμορφη από τις τρεις κόρες του και δεχόταν πολλές προσφορές γάμου από διάφορους πρίγκιπες και βασιλιάδες. Ο Πελίας γνώριζε ότι οι συνεχείς αρνήσεις της κόρης του σε όλους εκείνους τους ισχυρούς μνηστήρες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη θέση του, κι έτσι επινόησε έναν άθλο που ο μνηστήρας θα έπρεπε να φέρει σε πέρας προτού παντρευτεί την κόρη του. Η πρόκλησή για τον επίδοξο μνηστήρα ήταν να δαμάσει ένα αγριογούρουνο και ένα λιοντάρι μαζί σε ένα άρμα και να κάνει βόλτα γύρω από μια πίστα. Ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους μνηστήρες της Άλκηστης: την εύνοια του θεού Απόλλωνα, ο οποίος είχε κάποτε εκτίσει ποινή που του επιβλήθηκε από τον Δία, τον οποίο είχε εξοργίσει. Η ποινή του ήταν να γίνει υπηρέτης του Άδμητου. Εκείνος όμως του φέρθηκε πολύ καλά και τον βοήθησε παρόλο που μπορούσε να τον ταπεινώσει χωρίς κίνδυνο να τιμωρηθεί. Με τη βοήθεια του Απόλλωνα, ο Άδμητος ολοκλήρωσε τον άθλο του Πελία και παντρεύτηκε την Άλκηστη. Πριν από καιρό, ωστόσο, Άδμητος είχε αρρωστήσει και φάνηκε ότι θα πέθαινε. Για άλλη μια φορά ο Απόλλωνας ήρθε να τον βοηθήσει. Ο θεός μεσολάβησε στις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, και τις έπεισε να σώσουν τη ζωή του Άδμητου με την προϋπόθεση ότι κάποιος άλλος θα έπρεπε να πεθάνει στη θέση του. Ο Άδμητος δεν σκέφτηκε πολύ τις επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας και συμφώνησε αμέσως. Ωστόσο, ούτε οι φίλοι του, ούτε οι γονείς του ήταν ενθουσιώδεις να θυσιάσουν τη ζωή τους γι 'αυτόν. Μόνο η Άλκηστη προσέφερε τον εαυτό της ως αντικαταστάτρια. Πεθαίνοντας, ζητάει από τον άντρα της ένα πράγμα: να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ. Το νεκρό της σώμα είναι ακόμα άταφο, όταν η αναπάντεχη επίσκεψη του Ηρακλή αλλάζει τα δεδομένα. Ο Άδμητος, γνωστός για τη φιλοξενία του, κρύβει το βαρύ πένθος από τον φίλο του και τον φιλοξενεί στο παλάτι. Ο Ηρακλής, χωρίς να γνωρίζει τη συμφορά που βαραίνει το σπίτι, πίνει και γλεντά, εξοργίζοντας με την προκλητική συμπεριφορά του τον υπηρέτη, που του αποκαλύπτει τον θάνατο της Άλκηστης. Ντροπιασμένος, ο ήρωας αποφασίζει κρυφά να πράξει το αδύνατο: να φέρει πίσω τη νεκρή από τον θάνατο. Επιστρέφοντας, παραδίδει στον Άδμητο την πεπλοφορεμένη γυναίκα που συνοδεύει, για να τη φιλοξενήσει, χωρίς να του αποκαλύψει ότι πρόκειται για την Άλκηστη. Αρχικά, ο Άδμητος αντιστέκεται. Όμως, γρήγορα, δέχεται να πάρει στο σπίτι την άγνωστή του γυναίκα, παρά το φρέσκο πένθος και τον όρκο του. Όταν ανασηκώνει το πέπλο της, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βουβό αίνιγμα.
Η Παράσταση
Η παράσταση της Kατερίνας Ευαγγελάτου τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του ΄70, εποχής της στρατοκρατούμενης ελληνικής χούντας, όπου ο αρχηγός-βασιλιάς επιβάλλει την υπακοή και η γυναίκα έχει υπόσταση, μόνο απο τη θέση του άντρα-αφέντη. Είναι το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να δικαιολογήσει την πίστη του λαού, πως ο άρχοντας δεν πρέπει να πεθάνει, ενώ αντίθετα θεωρεί λογικό να πάρει τη θέση του, η σύζυγός του. Η σκηνοθετική γραμμή επιχειρεί να αναδείξει τη συνύπαρξη των δύο κόσμων του έργου, του ρεαλισμού και της ποίησης, του πικρού σαρκαστικού χιούμορ και της αγωνίας του ανθρώπου μπροστά στον θάνατο, σ' ένα αδυσώπητο κυνικό δράμα που γελά σαρκαστικά. Και αυτή η πρόθεση της σκηνοθέτιδας επιτυγχάνεται στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, αφού η συνύπαρξη τραγικού και κωμικού στοιχείου εναγκαλίζονται αρμονικά, τονίζοντας σωστά την αμφισημία και την πικρή ειρωνία του έργου. Η έμφαση στο κωμικό (π.χ.όταν εμφανίζεται ο Ηρακλης) και παρωδιακό στοιχείο, δεν διαταράσσει την ισορροπία με το τραγικό, χωρίς, όμως, η αναμέτρηση αυτή να αποβαίνει τελείως αλώβητη, αφού εμπεριέχει κάποιες υπερβολές. Ο Άδμητος παρουσιάζεται σωστά, ως μια καρικατούρα, καθώς -στην αρχή- είναι προφανές ότι νοιάζεται πιο πολύ για τον εαυτό του παρά για οποιονδήποτε άλλον. Ναι, η Άλκηστις είναι μια καρικατούρα ή πιο σωστά, ένα ανδρείκελο, καθώς μετά το θάνατο δεν έχει "λόγο". Είναι νεκρή, ένα σώμα κενό βουλήσεως που άγεται και φέρεται από τους άλλους κατά το δοκούν. Ακόμα και η σωτηρία της από τον Ηρακλή γίνεται εν απουσία της λογικής ή της γνώμης της. Ο γέρος κυνικός πατέρας του Άδμητου- λέει χαρακτηριστκά: "Πέθανε για σένα;! Μια χαζή ήταν!" Εν ολίγοις, το μεγαλείο των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών ήταν ακριβώς αυτό, ότι μπορούσαν να γράψουν για πανανθρώπινες καταστάσεις με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας θα μπορούσε να τις ερμηνεύσει με τα δικά του μάτια και τα δικά του βιώματα. Η «λοξή» εμφάνιση του Ηρακλή –ό οποιος εμφανίζεται με χαρακτηριστικά κλόουν και στην πρώτη από τις δύο σκηνές του μιλά με ντουντούκα– αποτυπώνει τα αντιφατικά στοιχεία του έργου, με τρόπο ατυχή, παρόλο που υπηρετείται σαν ρόλος εύστοχα απο τον Δημήτρη Παπανικολάου. Το ίδιο και ο Απόλλωνας, του Κώστα Βασαρδάνη, ο οποίος επιδίδεται άκαιρα σε "κοκοράκια", σε μια επιτηδευμένη ερμηνεία, που ξένισε.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντρικών χαρακτήρων, είναι εκείνη ενός πατέρα εγωιστή, ψυχρού και συμφεροντολόγου, που δεν ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του και ενός γιού ασεβούς, που φέρεται ανάρμοστα.Τόσο ο Φέρης όσο και ο Άδμητος βγαίνουν από αυτή την αντιπαράθεση με την αξιοπιστία τους αποδυναμωμένη, καθώς έχουν αμφότεροι εκδηλώσει την πιο μικροπρεπή πλευρά της προσωπικότητάς τους. Ο Φέρης παρουσιάζει τον εαυτό του ως περήφανο άνθρωπο, που έχει διαπαιδαγωγηθεί σε μια κοινωνία όπου ο νόμος, ταυτισμένος με τον πολιτισμό, πρέπει να θεωρείται ως το μοναδικό σημείο αναφοράς της ηθικής. Υπ᾽ αυτήν την έννοια θεωρεί ότι η απαίτηση του Άδμητου να εγκαταλείψει τη ζωή για χάρη του όχι μόνο δεν εμπεριέχεται στις υποχρεώσεις του, αλλά επίσης, όντας πράξη ανάρμοστη για μια πολιτισμένη κοινωνία, θα μπορούσε να λογιστεί ακόμη και ως έγκλημα.
Η στιχομυθία του Οδυσσέα Παπασπηλιώπουλου και του Γιάννη Φέρτη, λογίζεται, ως μια δυνατή ερμηνευτική αποτύπωση, που χτίζεται αριστοτεχνικά, απο τους δύο ηθοποιούς. Ο μεν πρώτος, ο οποίος μας έχει αποδείξει, το μεγάλο χάρισμα του,αλλά και τον ακούραστο κάματο, στον οποίον υποβάλλει το ταλέντο του, περνάει με δεξιοτεχνία και εμφανή σκηνική άνεση, απο το κωμικό στο τραγικό, με μια φυσικότητα παροιμιώδη, χωρίς σχεδόν να προσπαθεί, αφήνοντας για μια ακόμη φορά ένα ισχυρό στίγμα. Η υποκριτική ωριμότητα, ο εξαιρετικός χειρισμός του θεατρικού λόγου και η αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία του Γιάννη Φέρτη, τον έχουν χρόνια τώρα εγγράψει στους αξιόλογους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Εξαιρετική η Κίττυ Παϊταζόγλου, στο ρόλο της Άλκηστης, αποδίδει με ευαισθησία και λυρισμό τη σκηνή του αποχαιρετισμού της, φεύγοντας απο τα εγκόσμια. Οι υφολογικές μεταπτώσεις του έργου εντυπώνονται ωραία πάνω στις ερμηνείες του Ερρίκου Μηλιάρη-υπηρέτη και του Σωτήρη Τσακομίδη-θανάτου, οι οποίοι δίνουν στέρεες ερμηνείες. Η κίνηση του χορού στη σκηνή του θρήνου, υπό την καθοδήγηση της Πατρίτσια Απέργη, ήταν μια δυνατή στιγμή, που δικαίως συγκέντρωσε το χειροκρότημα του κοινού, καταδεικνύοντας την τραγικότητα και το συγκλονιστική δύναμη του πένθους, που παρουσιάζεται σαν μια διονυσιακή παράκρουση.
Το εντυπωσιακό, χωμάτινο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, με τους στρατιώτες να ανοίγουν λάκκο -με το χώμα που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για τις εργασίες στο μνημειακό συγκρότημα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου- χάσκει σαν ένα τραύμα, μια ανοιχτή πληγή, -θα μετασχηματιστεί στη συνέχεια-, δηλώνει εξ αρχής την τραγική κατάληξη της ηρωίδας-βασίλισσας. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ακολουθούν το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, η μουσική βοηθά να αναδειχτεί η δραματική κορύφωση του έργου. Εν κατακλείδι, για μια ακόμη φορά, η ταλαντούχα σκηνοθέτις επιτυγχάνει να διαβάσει σωστά και καίρια το πνεύμα του συγγραφέα, θέτοντας "τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων".
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης,
σκηνοθεσία - επεξεργασία μετάφρασης: Κατερίνα Ευαγγελάτου,
σκηνικά: Εύα Μανιδάκη,
κοστούμια: Βασιλική Σύρμα,
κίνηση: Πατρίσια Απέργη,
μουσική: Γιώργος Πούλιος,
φωτισμοί: Σίμος Σαρκετζής,
μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Διανομή: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Άδμητος,
Κίττυ Παϊταζόγλου: Άλκηστη,
Γιάννης Φέρτης: Φέρης,
Δημήτρης Παπανικολάου: Ηρακλής,
Ερρίκος Μηλιάρης: υπηρέτης,
Κώστας Βασαρδάνης: Απόλλων,
Σωτήρης Τσακομίδης: Θάνατος,
παιδιά: Σπύρος Γουλιέλμος, Νικόλ Φαλτσέτα.
Χορός: Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Γιώργος Ζυγούρης, Στάθης Κόικας, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Αντώνης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Νούσης, Χρήστος Ξυραφάκης, Στέλιος Παυλόπουλος, Δημόκριτος Σηφάκης, Περικλής Σκορδίλης, Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Βαλάντης Φράγκος. Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Κωστίδης, Κωνσταντίνος Τσιώλης, Θοδωρής Σοφόπουλος
Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Κωστίδης, Κωνσταντίνος Τσιώλης,Θοδωρής Σοφόπουλος.
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 28 και 29 Ιουλίου
και συνεχίζει την περιοδεία της.
21 Αυγούστου, Ηράκλειο, Δημοτικό Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης.
23 Αυγούστου, Ρέθυμνο, Θέατρο Ερωφίλη.
26 Αυγούστου, Χανιά, Θέατρο Ανατολικής Τάφρου.
6 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους.
11 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο
18 Σεπτεμβρίου,Θέατρο Βράχων "Μελίνα Μερκούρη"