-Βρυκόλακες! Όταν άκουσα μέσα κει τη Ρεγκίνα και τον Όσβαλντ ένοιωθα ότι έβλεπα μπροστά μου Βρυκόλακες, πάστωρ Μάντερς. Δεν είναι μόνο τα όσα κληρονομήσαμε από τους γονείς μας που «κυριαρχούν» μέσα μας. Είναι κι όλες οι νεκρές ιδέες, όλες οι δίχως ζωντάνεια γερασμένες πεποιθήσεις και πάει λέγοντας. Αυτές τις βρυκολακιασμένες ιδέες δεν έχουμε τη δύναμη να τις πετάξουμε από πάνω μας. Όταν διαβάζω καμιά εφημερίδα νομίζω ότι βλέπω βρυκόλακες να χοροπηδούν ανάμεσα στις λέξεις. Όλη η χώρα φαίνεται ασφυχτικά γεμάτη από Βρυκόλακες,σαν την άμμο της θάλασσας. Και να που τώρα φοβόμαστε με τόση κακομοιριά το φως.
Οι Βρυκόλακες, νορβηγικά Gengagere (αυτοί που περπατούν ξανά στη γη), ghosts στα αγγλικά, είναι θεατρικό έργο τριών πράξεων του νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Το έργο που γράφτηκε το Φθινόπωρο του 1881, τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους εκδόθηκε σε βιβλίο και το 1882 ανέβηκε στο θέατρο, ανήκει - σύμφωνα με τους κριτικούς στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγγραφέα. Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή του πνευματικού κόσμου. Το κατηγόρησαν για μηδενιστικό, αθεϊστικό, για προαγωγό του ελεύθερου έρωτα, για διαφήμιση της σύφιλης και της έκλυτης ζωής. Οι βιβλιοπώλες το κατέβασαν απο τα ράφια των βιτρίνων τους και τα 10.000 κομμάτια δεν εξαντλήθηκαν παρά το 1894, δεκατρία χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε επανέκδοση. Ο συγγραφέας δεν ένιωσε έκπληξη. Περίμενε κάτι τέτοιο, αφού σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη, γράφει ότι: "είναι λογικό να περιμένουμε οτι οι Βρυκόλακες θα σημάνουν συναγερμό σε μερικούς κύκλους. Αλλά ας γίνει. Αν δεν προκαλούνταν αναστάτωση, δεν θα ήταν και αναγκαίο το γράψιμο τους". Όταν ο Ίψεν έστειλε αντίγραφα του βιβλίου σε διάφορα θέατρα, για να το ανεβάσουν, συνάντησε και εκεί, απόρριψη. Ακόμα και τα θέατρα με τα οποία είχε πολλές φορές συνεργαστεί ο Ίψεν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκαν να το ανεβάσουν.Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Aurora Turner Hall του Σικάγο, στις 20 Μάη του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες.
Υπόθεση
Οι «Βρυκόλακες, πραγματεύονται, μέσα από τη δραματική περιγραφή της οικογένειας των Άλβινγκ, την κοινωνική υποκρισία, τα φαντάσματα και τους «βρυκόλακες» που στοιχειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και κληρονομούνται από τους αυστηρούς θεσμούς, τους συμβιβασμούς, το «νόμο» και την «τάξη» που υποβάλλουν οι αταίριαστες με την ανθρώπινη ψυχή, συμπεριφορές αλλά και την ασφυκτική πίεση που ασκούν συχνά στον άνθρωπο οι κοινωνικοί κανόνες. Σε κάποιο μουντό φιόρδ της νορβηγικής υπαίθρου, στα τέλη του 19ου αιώνα, η κυρία Άλβινγκ ετοιμάζεται με τη συνδρομή του οικογενειακού φίλου, πάστορα Μάντερς, να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του νεκρού συζύγου της. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον γιο της, Όσβαλντ, που επιστρέφει μετά από καιρό στην οικογενειακή εστία. Το πρόσωπο που δεν εμφανίζεται στο έργο, όμως ρίχνει βαριά τη σκιά του στο παρόν και το μέλλον όλων, είναι ο νεκρός Άλβινγκ. Οι αποκαλύψεις, τόσο του διεφθαρμένου οικογενειακού παρελθόντος όσο και της κοινωνικής υποκρισίας, θα είναι για όλους καταστροφικές, αφού κανείς δεν είναι αθώος.
Η κυρία Αλβινγκ, αν και προτιμά τον πάστορα Μάντερς, «πουλά» τα νιάτα και την ομορφιά της στον πλούσιο γαιοκτήμονα και συνταγματάρχη Αλβινγκ. Πικρή και μοναχική η ζωή της μαζί του. Η συμβατική «ηθική» και η γέννηση του μοναχογιού της, Οσβαλντ, επιβάλλουν στη γυναίκα, να ανέχεται τα σεξουαλικά όργια του μέθυσου άντρα της, ακόμα και το βιασμό της υπηρέτριάς τους, την οποία ο Αλβινγκ πάντρεψε, με το αζημίωτο, με το θεληματάρη του Ενγκστραν. Να ανεχτεί και να δεχθεί ως «ψυχοκόρη» την Ρεγγίνε - το νόθο της υπηρέτριας. Παρότι μετανιωμένη που παντρεύτηκε και ανέχτηκε τον Αλβινγκ, μετά το θάνατό του, ονοματοδοτεί και εγκαινιάζει την «αγαθοεργία» του, ένα ορφανοτροφείο, που καίγεται. Η Αλβινγκ, για να μη μεγαλώσει ο Οσβαλντ, με τον άσωτο πατέρα, οκτάχρονο τον είχε στείλει εσώκλειστο στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα, ενήλικος πια, ο γιος επιστρέφει. Αλλά «αι αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο γιος «κληρονόμησε» τη σύφιλη του πατέρα και η γυναίκα του τον εφιάλτη του θανάτου του. Στους Βρικόλακες, σε εξαίρετη μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ από τα νορβηγικά, ο Ίψεν εξετάζει το δικαίωμα του ανθρώπου στην ευτυχία, σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ιδέες και ηθικούς κώδικες. Με μια δομή που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία, ο Νορβηγός δραματουργός εμφανίζει τους πάσης φύσεως «βρικόλακες» του παρελθόντος και του παρόντος να κατακλύζουν το σπίτι των Άλβινγκ και να οδηγούν στην αναπόφευκτη καταστροφή των πάντων. Πρόσωπα βουτηγμένα στα σκοτάδια του νου τους επιζητούν μια «ανύψωση» στον ήλιο, σε ένα αριστούργημα του παγκόσμιου θεάτρου που παρακολουθεί την αέναη, απελπιστική και αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου.
Η Παράσταση
Σε ένα περιβάλλον στοιχειωμένο από παιδικές μνήμες (ένα μουσείο αναμνήσεων), με αντικείμενα-σύμβολα, στοιχειωμένα από τα κληροδοτήματα του παρελθόντος, ο Δημήτρης Καραντζάς εναποθέτει τη δική του σκηνοθετική ματιά, χτίζοντας μια ενδιαφέρουσα παράσταση που επιχειρεί να αναδεύσει τον βασανιστικο ψυχολογικό πυρήνα του έργου, να φωτίσει με ανατομική ψυχρότητα τους εγκλωβισμένους χαρακτήρες, μέσα από τις σαθρές, συμβατικά αλληλεξαρτητικές σχέσεις που διέπουν τη ζωή τους. Η υπαρξιακή ασφυξία, η θηλιά της αστικής ηθικής και εντέλει το ανθρώπινο αδιέξοδο,σε μια κοινωνία διαφθοράς και υποκρισίας,παρουσιάζονται με έναν στυλιζαρισμένο εκφραστικό, μιμικό και κινησιολογικό κώδικα που αναδεικνύει σκηνικά την καταπιεσμένη φύση των ηρώων, την αγκύλωση που οι «νεκρές ιδέες» τους επιβάλλουν. Η γεωμετρικότητα των κινήσεων και η φορμαλιστική προσέγγιση δίνουν τη θέση τους σιγά σιγά στη συγκινησιακή ορμή που παρασύρει τις αλήθειες και λυτρωτικά,αλλά με βαθιά επώδυνο τρόπο, φέρνει το φως του ήλιου στην εστία των Άλβινγκ. Η παράσταση είναι βραδυφλεγής, δεν βιάζεται ν' αφήσει το στίγμα της, ωριμάζει από μέσα προς τα έξω, καλλιεργώντας μια καλπάζουσα εσωτερικότητα και μια ενέργειά που αποδεσμεύεται σταδιακά μέχρι να κορυφωθεί το δραματικό ενδιαφέρον
Η υπέροχη Ρένη Πιττακή, μια απόμακρη, επιβλητική Έλεν Άλβινγκ, δίνει «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου, ασυγκίνητη και άκαμπτη στην αρχή, παλλόμενη σαν περήφανο δόρυ που τελικά λυγίζει, προδομένη απο τις ίδιες της τις επιλογές. Υπέπεσε και η ίδια σε ένα τραγικό λάθος, στηρίζοντας μια συνέχεια ζωής πάνω σε ένα ψεύδος, που πίστευε ότι θα εξαφάνιζε το πικρό παρελθόν, το ίδιο ψεύδος που είχε η ίδια επινοήσει, έχοντας προδώσει τη φύση και την ελευθερία της. Όπως υπέπεσε και σε μία, ακόμη τραγικότερη, πλάνη, πιστεύοντας ότι ο γιος της θα γινόταν η δική της προέκταση, ενώ αποδείχθηκε μια πιστή ενσάρκωση του πατέρα του, ο βρικόλακάς του. Έτσι στο τέλος του δράματος, ολομόναχοι μέσα στη νύχτα, μένουν οι δυο τους, ο ανίατα ασθενής νέος, ακυρωμένος μέσα στο βούρκο που του κληροδότησε ο πατέρας του, και η μητέρα του, υποχρεωτική πια σύντροφος βρικολάκων, επίσης ακυρωμένη, αφού, ακόμη και αυτή η ακατάβλητη ηρωίδα, δεν έχει πια όπλα ούτε δύναμη να πολεμήσει τον μόνο αήττητο εχθρό: τον θάνατο.Η υπνωτιστική εσωτερικότητα του σπαρακτικού θρήνου της στη τελική σκηνή μας αφήνει με κομμένη την ανάσα.
Ο Ακύλας Καραζήσης είναι υποδειγματικός -σωστά υπαινικτικός- στο ρόλο του συντηρητικού και τυπολάτρη πάστορα Μάντερς. Ικανοποιημένος απόλυτα απ’ τον εαυτό του ακούει αυτάρεσκα την ηχηρή φωνή του ν’ αντιλαλεί την προτεσταντική ηθική. Χωρίς να του απαιτήσει το δόγμα του, έχει κάνει τον όρκο της αγνείας, αλλά η εξωτερική αυτή αγνότητα, κρύβει μέσα της μοναδική ανανδρία. Ο δήθεν οδηγός αυτός της κοινωνίας είναι, κατά βάθος, το οικτρότερο ενεργούμενό της, με τις αδιάλλακτες και τιμωρητικές θεωρίες του και ο πιο σημαντικός φορέας στη σαρκαστική διάθεση του Ιψεν. Η ρητορική του κυλάει θαυμάσια, σα βαθύς ποταμός. Παίρνει από συνήθεια τις στάσεις του ιεροκήρυκα και ώρα πολλή δεν ακούει παρά μόνο τον εαυτό του. Κήνσωρ των άλλων, με μόνη βάση τα κοινωνικά προσχήματα, την επίσημη κοινωνική ηθική που δέχτηκε από ανανδρία και που την πιστεύει από μικροψυχία, αναλαβαίνει να κατακεραυνοβολήσει αφ’ υψηλού την κυρία Άλβιγκ, όχι μόνο σα σύζυγο, αλλά και σα μητέρα. Τα επιχειρήματά του είναι παρμένα μόνο απ’ τα φαινόμενα. Άλλωστε τα φαινόμενα πίστεψε πάντα, την εξωτερική, την επιφανειακή όψη της ζωής.
Ο Κώστας Μπερικόπουλος, αληθοφανής, με, σωστές δόσεις ειρωνίας και κωμικής ταχυλογίας απέδωσε την διεφθαρμένη φύση του καιροσκόπου και ηθικά αναιδή Έγκστραντ, με απαράμιλλη σκηνική διπροσωπία. Η τελική έξοδος απο τη σκηνή, χέρι χέρι με τον πάστορα, το έτερο ήμισυ της ψευδο-ηθικότητας (ο αξιολύπητος Μάντερς μάχεται να κρατηθεί ακόμα λίγο στην επιφάνεια, αρπάζοντας την πιο σάπια σανίδα σωτηρίας: τον ύπουλο, παμπόνηρο και ταρτούφικο μαραγκό Έγκστραντ) ,μας κάνουν να αναρωτηθούμε αν οι βρυκόλακες θα σταματήσουν ποτέ να στοιχειώνουν το σπίτι των Άλβινγκ.
Τον ήπιο φορμαλισμό υπερβαίνει με εμφανή υπερβολή η ερμηνεία της Ιωάννας Κολλιοπούλου στο ρόλο της επιπόλαιης Ρεγγίνε, η οποία παγιδευμένη σε ένα έντονο στυλιζαρίσμα και λόγο που εκφέρεται αναίτια σκληρός και αφύσικος, αποστραγγίζει τον χαρακτήρα απο το ρεαλιστικό του βάθος. Τέλος ο Μιχάλης Σαράντης στέκεται με ευαισθησία απέναντι στην καταστρεπτική μοίρα του Όσβαλντ, που μάχεται απελπιστικά εναντίον μιας αδυσώπητης θέλησης, αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει να αποδώσει το βάθος και το μέγεθος της τραγικότητας του.Πολλοί ηθοποιοί παρουσιάζουν τον Όσβαλντ σαν σωματικό και ψυχικό ράκος. Προσκολλημένοι σ’ έναν κούφιο νατουραλισμό, άφηναν έτσι να διαλύεται σαν καπνός το τραγικό περιεχόμενο του ρόλου. Ο Όσβαλντ έχει την όψη υγιούς ανθρώπου. Η μεγάλη εσωτερική ζωτικότητά του πρέπει να πάρει έκφραση θεατρική. Αυτό το ξέρει καλά ο Ίψεν, αφήνοντας να πιστεύεται απ’ όλα τα πρόσωπα του έργου, πως ο Όσβαλντ είναι υγιέστατος. Δυστυχώς το ίδιο σφάλμα διαπράττει και ο Μ.Σαράντης,που χάνει την ευκαιρία να χτίσει πάνω στη επίπλαστη ζωτικότητα του χαρακτήρα του για να περάσει μετά στην υπέρτατη τραγική πτώση του.
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σύμβουλος στη Δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια κίνησης: Τάσος Καραχάλιος
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Παπαγεωργίου
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Ρένη Πιττακή (Κυρία Άλβινγκ)
Ακύλλας Καραζήσης (Πάστορας Μάντερς)
Μιχάλης Σαράντης (Όσβαλντ)
Ιωάννα Κολλιοπούλου (Ρεγκίνε)
Κώστας Μπερικόπουλος (Έγκστραντ)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - ΦΡΥΝΙΧΟΥ
Φρυνίχου 14, Πλάκα, Αθήνα
τηλ. 210-3222464, 210-3236732
Πέμ.-Σάβ. 9.15 μ.μ.,Κυρ. 8.45 μ.μ.,Τετ. 8 μ.μ.
Υπόθεση
Οι «Βρυκόλακες, πραγματεύονται, μέσα από τη δραματική περιγραφή της οικογένειας των Άλβινγκ, την κοινωνική υποκρισία, τα φαντάσματα και τους «βρυκόλακες» που στοιχειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και κληρονομούνται από τους αυστηρούς θεσμούς, τους συμβιβασμούς, το «νόμο» και την «τάξη» που υποβάλλουν οι αταίριαστες με την ανθρώπινη ψυχή, συμπεριφορές αλλά και την ασφυκτική πίεση που ασκούν συχνά στον άνθρωπο οι κοινωνικοί κανόνες. Σε κάποιο μουντό φιόρδ της νορβηγικής υπαίθρου, στα τέλη του 19ου αιώνα, η κυρία Άλβινγκ ετοιμάζεται με τη συνδρομή του οικογενειακού φίλου, πάστορα Μάντερς, να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του νεκρού συζύγου της. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον γιο της, Όσβαλντ, που επιστρέφει μετά από καιρό στην οικογενειακή εστία. Το πρόσωπο που δεν εμφανίζεται στο έργο, όμως ρίχνει βαριά τη σκιά του στο παρόν και το μέλλον όλων, είναι ο νεκρός Άλβινγκ. Οι αποκαλύψεις, τόσο του διεφθαρμένου οικογενειακού παρελθόντος όσο και της κοινωνικής υποκρισίας, θα είναι για όλους καταστροφικές, αφού κανείς δεν είναι αθώος.
Η κυρία Αλβινγκ, αν και προτιμά τον πάστορα Μάντερς, «πουλά» τα νιάτα και την ομορφιά της στον πλούσιο γαιοκτήμονα και συνταγματάρχη Αλβινγκ. Πικρή και μοναχική η ζωή της μαζί του. Η συμβατική «ηθική» και η γέννηση του μοναχογιού της, Οσβαλντ, επιβάλλουν στη γυναίκα, να ανέχεται τα σεξουαλικά όργια του μέθυσου άντρα της, ακόμα και το βιασμό της υπηρέτριάς τους, την οποία ο Αλβινγκ πάντρεψε, με το αζημίωτο, με το θεληματάρη του Ενγκστραν. Να ανεχτεί και να δεχθεί ως «ψυχοκόρη» την Ρεγγίνε - το νόθο της υπηρέτριας. Παρότι μετανιωμένη που παντρεύτηκε και ανέχτηκε τον Αλβινγκ, μετά το θάνατό του, ονοματοδοτεί και εγκαινιάζει την «αγαθοεργία» του, ένα ορφανοτροφείο, που καίγεται. Η Αλβινγκ, για να μη μεγαλώσει ο Οσβαλντ, με τον άσωτο πατέρα, οκτάχρονο τον είχε στείλει εσώκλειστο στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα, ενήλικος πια, ο γιος επιστρέφει. Αλλά «αι αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο γιος «κληρονόμησε» τη σύφιλη του πατέρα και η γυναίκα του τον εφιάλτη του θανάτου του. Στους Βρικόλακες, σε εξαίρετη μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ από τα νορβηγικά, ο Ίψεν εξετάζει το δικαίωμα του ανθρώπου στην ευτυχία, σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ιδέες και ηθικούς κώδικες. Με μια δομή που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία, ο Νορβηγός δραματουργός εμφανίζει τους πάσης φύσεως «βρικόλακες» του παρελθόντος και του παρόντος να κατακλύζουν το σπίτι των Άλβινγκ και να οδηγούν στην αναπόφευκτη καταστροφή των πάντων. Πρόσωπα βουτηγμένα στα σκοτάδια του νου τους επιζητούν μια «ανύψωση» στον ήλιο, σε ένα αριστούργημα του παγκόσμιου θεάτρου που παρακολουθεί την αέναη, απελπιστική και αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου.
Η Παράσταση
Σε ένα περιβάλλον στοιχειωμένο από παιδικές μνήμες (ένα μουσείο αναμνήσεων), με αντικείμενα-σύμβολα, στοιχειωμένα από τα κληροδοτήματα του παρελθόντος, ο Δημήτρης Καραντζάς εναποθέτει τη δική του σκηνοθετική ματιά, χτίζοντας μια ενδιαφέρουσα παράσταση που επιχειρεί να αναδεύσει τον βασανιστικο ψυχολογικό πυρήνα του έργου, να φωτίσει με ανατομική ψυχρότητα τους εγκλωβισμένους χαρακτήρες, μέσα από τις σαθρές, συμβατικά αλληλεξαρτητικές σχέσεις που διέπουν τη ζωή τους. Η υπαρξιακή ασφυξία, η θηλιά της αστικής ηθικής και εντέλει το ανθρώπινο αδιέξοδο,σε μια κοινωνία διαφθοράς και υποκρισίας,παρουσιάζονται με έναν στυλιζαρισμένο εκφραστικό, μιμικό και κινησιολογικό κώδικα που αναδεικνύει σκηνικά την καταπιεσμένη φύση των ηρώων, την αγκύλωση που οι «νεκρές ιδέες» τους επιβάλλουν. Η γεωμετρικότητα των κινήσεων και η φορμαλιστική προσέγγιση δίνουν τη θέση τους σιγά σιγά στη συγκινησιακή ορμή που παρασύρει τις αλήθειες και λυτρωτικά,αλλά με βαθιά επώδυνο τρόπο, φέρνει το φως του ήλιου στην εστία των Άλβινγκ. Η παράσταση είναι βραδυφλεγής, δεν βιάζεται ν' αφήσει το στίγμα της, ωριμάζει από μέσα προς τα έξω, καλλιεργώντας μια καλπάζουσα εσωτερικότητα και μια ενέργειά που αποδεσμεύεται σταδιακά μέχρι να κορυφωθεί το δραματικό ενδιαφέρον
Η υπέροχη Ρένη Πιττακή, μια απόμακρη, επιβλητική Έλεν Άλβινγκ, δίνει «μάθημα» ερμηνευτικού ελέγχου, ασυγκίνητη και άκαμπτη στην αρχή, παλλόμενη σαν περήφανο δόρυ που τελικά λυγίζει, προδομένη απο τις ίδιες της τις επιλογές. Υπέπεσε και η ίδια σε ένα τραγικό λάθος, στηρίζοντας μια συνέχεια ζωής πάνω σε ένα ψεύδος, που πίστευε ότι θα εξαφάνιζε το πικρό παρελθόν, το ίδιο ψεύδος που είχε η ίδια επινοήσει, έχοντας προδώσει τη φύση και την ελευθερία της. Όπως υπέπεσε και σε μία, ακόμη τραγικότερη, πλάνη, πιστεύοντας ότι ο γιος της θα γινόταν η δική της προέκταση, ενώ αποδείχθηκε μια πιστή ενσάρκωση του πατέρα του, ο βρικόλακάς του. Έτσι στο τέλος του δράματος, ολομόναχοι μέσα στη νύχτα, μένουν οι δυο τους, ο ανίατα ασθενής νέος, ακυρωμένος μέσα στο βούρκο που του κληροδότησε ο πατέρας του, και η μητέρα του, υποχρεωτική πια σύντροφος βρικολάκων, επίσης ακυρωμένη, αφού, ακόμη και αυτή η ακατάβλητη ηρωίδα, δεν έχει πια όπλα ούτε δύναμη να πολεμήσει τον μόνο αήττητο εχθρό: τον θάνατο.Η υπνωτιστική εσωτερικότητα του σπαρακτικού θρήνου της στη τελική σκηνή μας αφήνει με κομμένη την ανάσα.
Ο Ακύλας Καραζήσης είναι υποδειγματικός -σωστά υπαινικτικός- στο ρόλο του συντηρητικού και τυπολάτρη πάστορα Μάντερς. Ικανοποιημένος απόλυτα απ’ τον εαυτό του ακούει αυτάρεσκα την ηχηρή φωνή του ν’ αντιλαλεί την προτεσταντική ηθική. Χωρίς να του απαιτήσει το δόγμα του, έχει κάνει τον όρκο της αγνείας, αλλά η εξωτερική αυτή αγνότητα, κρύβει μέσα της μοναδική ανανδρία. Ο δήθεν οδηγός αυτός της κοινωνίας είναι, κατά βάθος, το οικτρότερο ενεργούμενό της, με τις αδιάλλακτες και τιμωρητικές θεωρίες του και ο πιο σημαντικός φορέας στη σαρκαστική διάθεση του Ιψεν. Η ρητορική του κυλάει θαυμάσια, σα βαθύς ποταμός. Παίρνει από συνήθεια τις στάσεις του ιεροκήρυκα και ώρα πολλή δεν ακούει παρά μόνο τον εαυτό του. Κήνσωρ των άλλων, με μόνη βάση τα κοινωνικά προσχήματα, την επίσημη κοινωνική ηθική που δέχτηκε από ανανδρία και που την πιστεύει από μικροψυχία, αναλαβαίνει να κατακεραυνοβολήσει αφ’ υψηλού την κυρία Άλβιγκ, όχι μόνο σα σύζυγο, αλλά και σα μητέρα. Τα επιχειρήματά του είναι παρμένα μόνο απ’ τα φαινόμενα. Άλλωστε τα φαινόμενα πίστεψε πάντα, την εξωτερική, την επιφανειακή όψη της ζωής.
Ο Κώστας Μπερικόπουλος, αληθοφανής, με, σωστές δόσεις ειρωνίας και κωμικής ταχυλογίας απέδωσε την διεφθαρμένη φύση του καιροσκόπου και ηθικά αναιδή Έγκστραντ, με απαράμιλλη σκηνική διπροσωπία. Η τελική έξοδος απο τη σκηνή, χέρι χέρι με τον πάστορα, το έτερο ήμισυ της ψευδο-ηθικότητας (ο αξιολύπητος Μάντερς μάχεται να κρατηθεί ακόμα λίγο στην επιφάνεια, αρπάζοντας την πιο σάπια σανίδα σωτηρίας: τον ύπουλο, παμπόνηρο και ταρτούφικο μαραγκό Έγκστραντ) ,μας κάνουν να αναρωτηθούμε αν οι βρυκόλακες θα σταματήσουν ποτέ να στοιχειώνουν το σπίτι των Άλβινγκ.
Τον ήπιο φορμαλισμό υπερβαίνει με εμφανή υπερβολή η ερμηνεία της Ιωάννας Κολλιοπούλου στο ρόλο της επιπόλαιης Ρεγγίνε, η οποία παγιδευμένη σε ένα έντονο στυλιζαρίσμα και λόγο που εκφέρεται αναίτια σκληρός και αφύσικος, αποστραγγίζει τον χαρακτήρα απο το ρεαλιστικό του βάθος. Τέλος ο Μιχάλης Σαράντης στέκεται με ευαισθησία απέναντι στην καταστρεπτική μοίρα του Όσβαλντ, που μάχεται απελπιστικά εναντίον μιας αδυσώπητης θέλησης, αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει να αποδώσει το βάθος και το μέγεθος της τραγικότητας του.Πολλοί ηθοποιοί παρουσιάζουν τον Όσβαλντ σαν σωματικό και ψυχικό ράκος. Προσκολλημένοι σ’ έναν κούφιο νατουραλισμό, άφηναν έτσι να διαλύεται σαν καπνός το τραγικό περιεχόμενο του ρόλου. Ο Όσβαλντ έχει την όψη υγιούς ανθρώπου. Η μεγάλη εσωτερική ζωτικότητά του πρέπει να πάρει έκφραση θεατρική. Αυτό το ξέρει καλά ο Ίψεν, αφήνοντας να πιστεύεται απ’ όλα τα πρόσωπα του έργου, πως ο Όσβαλντ είναι υγιέστατος. Δυστυχώς το ίδιο σφάλμα διαπράττει και ο Μ.Σαράντης,που χάνει την ευκαιρία να χτίσει πάνω στη επίπλαστη ζωτικότητα του χαρακτήρα του για να περάσει μετά στην υπέρτατη τραγική πτώση του.
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σύμβουλος στη Δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Επιμέλεια κίνησης: Τάσος Καραχάλιος
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Παπαγεωργίου
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Ρένη Πιττακή (Κυρία Άλβινγκ)
Ακύλλας Καραζήσης (Πάστορας Μάντερς)
Μιχάλης Σαράντης (Όσβαλντ)
Ιωάννα Κολλιοπούλου (Ρεγκίνε)
Κώστας Μπερικόπουλος (Έγκστραντ)
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - ΦΡΥΝΙΧΟΥ
Φρυνίχου 14, Πλάκα, Αθήνα
τηλ. 210-3222464, 210-3236732
Πέμ.-Σάβ. 9.15 μ.μ.,Κυρ. 8.45 μ.μ.,Τετ. 8 μ.μ.