Η δύναμη του ασυνείδητου ή η προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον αποξενωμένο εαυτό του.
Μετά από 19 χρόνια απουσίας από το θεατρικό γίγνεσθαι, ο Αμερικανός εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου επιστρέφει στο Broadway, το 2002 με το αινιγματικό έργο “The Goat or Who is Sylvia”. Αν και απέσπασε ανάμεικτες κριτικές, το έργο χάρισε στον συγγραφέα του, το Tony Award και μία ακόμη υποψηφιότητα για το βραβείο Pulitzer. Παράδοξο, ίσως, αλλά με τη “Γίδα”, ο Άλμπι επιστρέφει μετά το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” -το έργο που τον καθιέρωσε διεθνώς- και την “Ευαίσθητη Ισορροπία”, στα θέματα του γάμου, της οικογενειακής ζωής και των κοινωνικών ταμπού που κουβαλούν. Όμως, στη “Γίδα” ο συγγραφέας γίνεται πιο κυνικός και πιο ρηξικέλευθος από ποτέ. “Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας.” Είναι το τελευταίο του έργο του βραβευμένου με τέσσερα Πούλιτζερ Αμερικάνου συγγραφέα και θεωρείται ένα από τα κορυφαία και πιο τολμηρά του.Έργο με έντονο χιούμορ, εκρηκτικούς χαρακτήρες, πανέξυπνους διαλόγους,σκληρότητα, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη τρυφερότητα, υποδεικνύει όχι μόνο το μέλλον των παραδοσιακών δομών της κοινωνίας, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Η πρεμιέρα του στο Broadway δόθηκε στις 10 Μαρτίου του 2002 στο John Golden Theatre με το καστ να συμπεριλαμβάνει τον Bill Pullman στο ρόλο του Μάρτιν και τη Mercedes Ruehl στο ρόλο της Στήβι.
Υπόθεση
Ο Μάρτιν, ένας επαγγελματικά άκρως επιτυχημένος οικογενειάρχης, χωρίς να πάψει να αγαπάει την γυναίκα του, ερωτεύεται την Σύλβια, η οποία «τυχαίνει» –όπως λέει ο ίδιος- να είναι… γίδα! Ο δημοσιογράφος και καλύτερός του φίλος Ρος, αναστατώνεται και γράφει ένα γράμμα στη γυναίκα του Μάρτιν, Στήβι, σαν οικογενειακός φίλος, αποκαλύπτοντας της, την πλήρη αλήθεια. Η ισορροπία της οικογένειας πλήττεται ανεπανόρθωτα και οι εξελίξεις που αφορούν τις σχέσεις των μελών της είναι καταιγιστικές.
Η Υπόθεση
Το συγκεκριμένο έργο απαιτεί μια σκηνοθετική ανάγνωση, που θα μπορέσει να αναδείξει τις ευφυείς στιχομυθίες, τα γλωσσικά παιχνίδια του κειμένου και την σωστή ισορροπία μεταξύ λογικού και παραλόγου.Ένα τόσο ανατρεπτικό,ρηξικέλευθο έργο, που αξιοποιεί στο έπακρο ένα ακραίο κοινωνικό ταμπού, για να μιλήσει για τη δύναμη του ασυνείδητου,που δεν υποτάσσεται, αλλά μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε,αυτό που έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας, γιατί είναι δυσβάσταχτο και βασανιστικό.Πόσο μάλλον όταν αυτό διαδραματίζεται σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον απο ένα επιτυχημένο άνδρα, ο οποίος υπερασπίζεται μέχρι τέλους τον ιδιαίτερο, μεν, αλλά καθ’ όλα πραγματικό έρωτά του με μια γίδα, αδυνατώντας να αντιληφθεί γιατί η σχέση αυτή είναι κατακριτέα και μεμπτή, ενώ την ίδια στιγμή δυσκολεύεται να αποδεχτεί το γεγονός ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος. Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης έχει χτίσει μια εύρωστη παράσταση που ισορροπεί περίτεχνα μέσα στο κωμικοτραγικό σύμπαν του Άλμπι.
Η μετάφραση, του ιδίου, έχει συνέπεια και ειρμό, σεβόμενη τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας του κειμένου .Οι μετέωροι, γυμνοί, παροπλισμένοι ήρωες προχωρούν πολύ βαθύτερα από την επιφάνεια της σεξουαλικής ηθικής, αφήνοντας έκθετη την υποκρισία της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, η οποία δηλώνει ανοιχτή και φιλελεύθερη, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει κλειστή και απομονωμένη. Οι ψυχολογικές κλιμακώσεις που ακολουθούν την αιφνιδιαστική απογύμνωσης της "ιδανικής" σχέσης του ζευγαριού, συνδυάζονται με το χιούμορ και την τρυφερότητα, σε μια ευθύβολη σκηνοθετική καθοδήγηση που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το κείμενο,χωρίς μάλιστα να αφήνει τους χαρακτήρες να φλερτάρουν με την καρικατούρα.
Σε μια ασφυκτική γυάλινη φυλακή, μέσα στην οποία οι ήρωες ανασαίνουν ασθματικά, βιώνοντας την βαριά ψυχολογική τους κατάσταση, ο θεατής αισθάνεται σαν μια ενοχλητική μύγα που έχει κολλήσει στο τζάμι και αδιάκριτα παρακολουθεί την κατάρευση μιας αστικής "φαινομενικά" τέλειας οικογένειας, που γρονθοκοπιέται ανελέητα σε ένα σαλόνι που μεταμορφώνεται σε ρινγκ. Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και σφιχτός, οι ανάσες αποφόρτισης ελάχιστες, η συντριβή της οικογενειακής τραγωδίας απελευθερώνει όλα τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης, υπενθυμίζοντας μας ότι η πιο βασανιστική φυλακή είναι αυτή που χτίζουμε οι ίδιοι, για τους εαυτούς μας.
Ο Νίκος Κουρής, στέκεται τραγικά μέσα στο κέντρο του ρόλου, ερμηνεύοντας με περισσή προσήλωση και εμβάθυνση τον Μάρτιν, διανύοντας μια οδυνηρή διαδρομή, από τη βασανιστική ενοχή, στην απελευθερωτική εξομολόγηση, μέχρι την συγκινησιακή φόρτιση του σπαρακτικού τέλους. Σωματοποιεί με ορμή και κατάφωρη απελπίσία τον εσωτερικό πανικό, τις ενοχές και τις απεγνωσμένες εκρήξεις του.Προσπαθεί να ξορκίσει τα σκοτάδια του, με γροθιές και κραυγές, αλλά μάταια. Οι άναρθρες, ζωώδεις κραυγές του, επιβεβαιώνουν την κάθοδο του σε ένα εξω-ανθρώπινο στάδιο, όπου ο λόγος δεν έχει θέση. Η κίνησή του νευρώδης,πυρετική, δεν μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη και την αυτοκυριαρχία του. Ρολάρει μεταξύ δράματος και κωμικής ατάκας, με μια φυσικότητα παροιμιώδη, χωρίς να ξεφεύγει ούτε στιγμή από το μέτρο του ρόλου του. Η Λουκία Μιχαλοπούλου έπλασε υπέροχα τον ρόλο της Στήβι, μιας γυναίκας καλοβολεμένης, που βλέπει ξαφνικά την τακτοποιημένη ζωή της να αιμορραγεί. Όλες οι λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων μέσα σε μια συνύπαρξη θυμού, αγάπης, πόνου, απογοήτευσης, δυναμισμού και ευαλωτότητας, εξαπολύονται εύστοχα μέσα απο τη φαρέτρα, του πολυεδρικού ταλέντου της. Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως εκπρόσωπος της «πολιτικής ορθότητας» και των ηθικών προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς,κατέθεσε μια πειστική ερμηνεία, ενώ ο Μιχαήλ Ταμπακάκης είναι πολύ καλός στον ρόλο του έφηβου, ομοφυλόφιλου γιού, παρόλοπου σε κάποιες κορυφώσεις είναι εμφανής η θεατρική του απειρία.
Η μουσική του Γιάννη Μαθέ υπογράμμισε τις εντάσεις των συγκρούσεων, ενώ οι υποβλητικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα έχτισαν τις σωστές ατμόσφαιρες. Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα είναι εύστοχο και λειτουργικό και κάνει το θεατή συμμέτοχο του οικογενειακού δράματος, δημιουργώντας μία ασφυκτική ατμόσφαιρα γύρω από τους πρωταγωνιστές.
Ο Άλμπι σε συνέντευξή του στην «Guardian» το 2004, δήλωνε: «Όλα τα θεατρικά έργα, αν κανένα από αυτά είναι καλό, κατασκευάζονται για να διορθώνουν τα πράγματα. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα: να κρατά τον καθρέφτη μπροστά στους ανθρώπους. Δεν είμαστε απλώς διακοσμητικοί, ούτε κι ευχάριστοι» . Η παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη διερευνά με τολμηρό τρόπο τα ζητήματα του διαφορετικού και του απαγορευμένου, φέρνοντας τους θεατές αντιμέτωπους με τον βαθύτερο εαυτό τους. Αν αυτό τους δημιουργεί δυσφορία, τότε το κείμενο του Άλμπι έχει πετύχει τον στόχο του.
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα
Πρωτότυπη μουσική-Επιμέλεια Ήχων: Γιάννης Μαθές
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Παπασάββα
Μακιγιάζ: Ηλίας Λιατσόπουλος
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Παίζουν: Νίκος Κουρής,Λουκία Μιχαλοπούλου,
Γιάννης Δρακόπουλος,Μιχαήλ Ταμπακάκης.
Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες
Τουρναβίτου 7, (Ψυρρή), 210 3255444
Παραστάσεις: Δευτέρα: 21:15, Τρίτη 21:15
Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Υπόθεση
Ο Μάρτιν, ένας επαγγελματικά άκρως επιτυχημένος οικογενειάρχης, χωρίς να πάψει να αγαπάει την γυναίκα του, ερωτεύεται την Σύλβια, η οποία «τυχαίνει» –όπως λέει ο ίδιος- να είναι… γίδα! Ο δημοσιογράφος και καλύτερός του φίλος Ρος, αναστατώνεται και γράφει ένα γράμμα στη γυναίκα του Μάρτιν, Στήβι, σαν οικογενειακός φίλος, αποκαλύπτοντας της, την πλήρη αλήθεια. Η ισορροπία της οικογένειας πλήττεται ανεπανόρθωτα και οι εξελίξεις που αφορούν τις σχέσεις των μελών της είναι καταιγιστικές.
Η Υπόθεση
Το συγκεκριμένο έργο απαιτεί μια σκηνοθετική ανάγνωση, που θα μπορέσει να αναδείξει τις ευφυείς στιχομυθίες, τα γλωσσικά παιχνίδια του κειμένου και την σωστή ισορροπία μεταξύ λογικού και παραλόγου.Ένα τόσο ανατρεπτικό,ρηξικέλευθο έργο, που αξιοποιεί στο έπακρο ένα ακραίο κοινωνικό ταμπού, για να μιλήσει για τη δύναμη του ασυνείδητου,που δεν υποτάσσεται, αλλά μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε,αυτό που έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας, γιατί είναι δυσβάσταχτο και βασανιστικό.Πόσο μάλλον όταν αυτό διαδραματίζεται σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον απο ένα επιτυχημένο άνδρα, ο οποίος υπερασπίζεται μέχρι τέλους τον ιδιαίτερο, μεν, αλλά καθ’ όλα πραγματικό έρωτά του με μια γίδα, αδυνατώντας να αντιληφθεί γιατί η σχέση αυτή είναι κατακριτέα και μεμπτή, ενώ την ίδια στιγμή δυσκολεύεται να αποδεχτεί το γεγονός ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος. Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης έχει χτίσει μια εύρωστη παράσταση που ισορροπεί περίτεχνα μέσα στο κωμικοτραγικό σύμπαν του Άλμπι.
Η μετάφραση, του ιδίου, έχει συνέπεια και ειρμό, σεβόμενη τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας του κειμένου .Οι μετέωροι, γυμνοί, παροπλισμένοι ήρωες προχωρούν πολύ βαθύτερα από την επιφάνεια της σεξουαλικής ηθικής, αφήνοντας έκθετη την υποκρισία της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, η οποία δηλώνει ανοιχτή και φιλελεύθερη, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει κλειστή και απομονωμένη. Οι ψυχολογικές κλιμακώσεις που ακολουθούν την αιφνιδιαστική απογύμνωσης της "ιδανικής" σχέσης του ζευγαριού, συνδυάζονται με το χιούμορ και την τρυφερότητα, σε μια ευθύβολη σκηνοθετική καθοδήγηση που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το κείμενο,χωρίς μάλιστα να αφήνει τους χαρακτήρες να φλερτάρουν με την καρικατούρα.
Σε μια ασφυκτική γυάλινη φυλακή, μέσα στην οποία οι ήρωες ανασαίνουν ασθματικά, βιώνοντας την βαριά ψυχολογική τους κατάσταση, ο θεατής αισθάνεται σαν μια ενοχλητική μύγα που έχει κολλήσει στο τζάμι και αδιάκριτα παρακολουθεί την κατάρευση μιας αστικής "φαινομενικά" τέλειας οικογένειας, που γρονθοκοπιέται ανελέητα σε ένα σαλόνι που μεταμορφώνεται σε ρινγκ. Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και σφιχτός, οι ανάσες αποφόρτισης ελάχιστες, η συντριβή της οικογενειακής τραγωδίας απελευθερώνει όλα τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης, υπενθυμίζοντας μας ότι η πιο βασανιστική φυλακή είναι αυτή που χτίζουμε οι ίδιοι, για τους εαυτούς μας.
Ο Νίκος Κουρής, στέκεται τραγικά μέσα στο κέντρο του ρόλου, ερμηνεύοντας με περισσή προσήλωση και εμβάθυνση τον Μάρτιν, διανύοντας μια οδυνηρή διαδρομή, από τη βασανιστική ενοχή, στην απελευθερωτική εξομολόγηση, μέχρι την συγκινησιακή φόρτιση του σπαρακτικού τέλους. Σωματοποιεί με ορμή και κατάφωρη απελπίσία τον εσωτερικό πανικό, τις ενοχές και τις απεγνωσμένες εκρήξεις του.Προσπαθεί να ξορκίσει τα σκοτάδια του, με γροθιές και κραυγές, αλλά μάταια. Οι άναρθρες, ζωώδεις κραυγές του, επιβεβαιώνουν την κάθοδο του σε ένα εξω-ανθρώπινο στάδιο, όπου ο λόγος δεν έχει θέση. Η κίνησή του νευρώδης,πυρετική, δεν μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη και την αυτοκυριαρχία του. Ρολάρει μεταξύ δράματος και κωμικής ατάκας, με μια φυσικότητα παροιμιώδη, χωρίς να ξεφεύγει ούτε στιγμή από το μέτρο του ρόλου του. Η Λουκία Μιχαλοπούλου έπλασε υπέροχα τον ρόλο της Στήβι, μιας γυναίκας καλοβολεμένης, που βλέπει ξαφνικά την τακτοποιημένη ζωή της να αιμορραγεί. Όλες οι λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων μέσα σε μια συνύπαρξη θυμού, αγάπης, πόνου, απογοήτευσης, δυναμισμού και ευαλωτότητας, εξαπολύονται εύστοχα μέσα απο τη φαρέτρα, του πολυεδρικού ταλέντου της. Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως εκπρόσωπος της «πολιτικής ορθότητας» και των ηθικών προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς,κατέθεσε μια πειστική ερμηνεία, ενώ ο Μιχαήλ Ταμπακάκης είναι πολύ καλός στον ρόλο του έφηβου, ομοφυλόφιλου γιού, παρόλοπου σε κάποιες κορυφώσεις είναι εμφανής η θεατρική του απειρία.
Η μουσική του Γιάννη Μαθέ υπογράμμισε τις εντάσεις των συγκρούσεων, ενώ οι υποβλητικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα έχτισαν τις σωστές ατμόσφαιρες. Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα είναι εύστοχο και λειτουργικό και κάνει το θεατή συμμέτοχο του οικογενειακού δράματος, δημιουργώντας μία ασφυκτική ατμόσφαιρα γύρω από τους πρωταγωνιστές.
Ο Άλμπι σε συνέντευξή του στην «Guardian» το 2004, δήλωνε: «Όλα τα θεατρικά έργα, αν κανένα από αυτά είναι καλό, κατασκευάζονται για να διορθώνουν τα πράγματα. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα: να κρατά τον καθρέφτη μπροστά στους ανθρώπους. Δεν είμαστε απλώς διακοσμητικοί, ούτε κι ευχάριστοι» . Η παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη διερευνά με τολμηρό τρόπο τα ζητήματα του διαφορετικού και του απαγορευμένου, φέρνοντας τους θεατές αντιμέτωπους με τον βαθύτερο εαυτό τους. Αν αυτό τους δημιουργεί δυσφορία, τότε το κείμενο του Άλμπι έχει πετύχει τον στόχο του.
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα
Πρωτότυπη μουσική-Επιμέλεια Ήχων: Γιάννης Μαθές
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Παπασάββα
Μακιγιάζ: Ηλίας Λιατσόπουλος
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Παίζουν: Νίκος Κουρής,Λουκία Μιχαλοπούλου,
Γιάννης Δρακόπουλος,Μιχαήλ Ταμπακάκης.
Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες
Τουρναβίτου 7, (Ψυρρή), 210 3255444
Παραστάσεις: Δευτέρα: 21:15, Τρίτη 21:15
Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)