«Καντίντ ή Αισιοδοξία» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, στο θέατρο Πόρτα, σε μια παράσταση με κέντρο τον αφηγηματικό λόγο.Η θεατροποίηση της λογοτεχνίας είναι ένα σύνηθες πλέον διακύβευμα στην ελληνική σκηνή, ενώ η θεατροποίηση της φιλοσοφικής φόρμας, όχι. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιχειρεί και τα δύο σε μια παράσταση με το «Καντίντ» - το διάσημο σύγγραμμα του Βολταίρου, ένα από τα σημαντικότερα έργα των γαλλικών γραμμάτων και του Διαφωτισμού.Το παράδοξο αυτής της καινότροπης συγκατοίκησης λογοτεχνίας και φιλοσοφίας έγκειται στο ότι το φιλοσοφικό επιχείρημα καθίσταται ευθύς εξαρχής δυνατό εξαιτίας της λογοτεχνικής αφήγησης, χάρη στην πλοκή και το ύφος της
Το κείμενο
Μέσα σε ένα ρευστό περιβάλλον ιδεών και τις διαμάχες των Διαφωτιστών της εποχής, ο Βολταίρος εκδίδει το 1759, ένα μικρό βιβλίο ως απάντηση στον Γερμανό φιλόσοφο και επιστήμονα, -μαθηματικό, διπλωμάτη, φυσικό- Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, που υποστήριζε ότι «ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος από ένα σύνολο πιθανών κόσμων και ότι η θεία πρόνοια πάντα φροντίζει για το καλό μας». Ένα σατιρικό κείμενο, μικρό σε όγκο, του οποίου η δειλή- ή για την ακρίβεια σχεδόν κρυφή- εμφάνιση στα 1759, δεν προϊδέαζε για τη μεγάλη επιρροή και διάρκειά του στους επερχόμενους αιώνες. Σε μια εποχή που ο Διαφωτισμός άρχιζε με πολύ πιο σίγουρα βήματα να καθορίζει το πνευματικό και κοινωνικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού χώρου, ο Καντίντ (γαλλ.: αθώος, απλοϊκός, αγαθός) με τον υπότιτλο Ή η Αισιοδοξία, αντιπαρατέθηκε με σθένος στη βασική αρχή του Γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς, κλείνοντας το μάτι στους μυημένους. Συγγραφέας του κάποιος ανύπαρκτος δόκτωρ Ράλφ. Δεν θα αργούσε να αποκαλυφτεί, ότι πίσω απ' αυτό το ψευδώνυμο κρυβόταν ο διασημότερος ίσως πνευματικός άνθρωπος της εποχής του, ο Φρανσουά Μαρί Αρουσέ, γνωστός σε όλους με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βολταίρος, ο διαβόητος και αντιφατικός συγγραφέας που, για κάποιους συντηρητικούς σύγχρονούς του, είχε ταυτιστεί ακόμα και με τον ίδιο τον Αντίχριστο.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Βολταίρος διατυπώνει έναν ευφυή κριτικό στοχασμό για τον ευρωπαϊκό και τον αποικιοκρατικό κόσμο που έχει ανδρωθεί πάνω στην υποκρισία της τάξης των ευγενών και των ανθρώπων του πνεύματος, στη θρησκοληψία και στο θρησκευτικό φανατισμό, στις ιμπεριαλιστικές βαρβαρικές επιδρομές εντός κι εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων. Βάζοντας στο κέντρο της αφήγησης του, τον Καντίντ έναν «αγαθούλη» (στην ακριβή του μετάφραση από τα γαλλικά) μα και φιλοπερίεργο Βεστφαλό κι αφήνοντας τον ελεύθερο να βιώσει τις αλλεπάληλες φρίκες που ορίζει το ιστορικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής του. Ο Καντίντ είναι το λογοτεχνικό επιχείρημα του Βολταίρου για να εκφράσει αντίλογο, αν όχι να αποκαθηλώσει, την αρχή του φιλοσόφου Λάιμπνιτς για τις αιτίες κάθε φυσικού και κοινωνικού φαινομένου και τη θεωρία του πως η καλύτερη εκδοχή του κόσμου είναι η τωρινή, εφόσον αυτή έχει παραδοθεί στους ανθρώπους από το Θεό. Η σαρκαστική αμφισβήτηση των παραπάνω από το Βολταίρο αποσκοπεί στην απομυθοποίηση της αισιοδοξίας αφού αυτή ροκανίζει την ελεύθερη βούληση από τον άνθρωπο να εργαστεί για ένα καλύτερο κόσμο. Γνήσιο παιδί του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος δεν πιστεύει στην γραμμική και a priori πρόοδο του κόσμου αλλά στις διαρκείς εναλλαγές ενός κόσμου ανάμεσα στο καλό και το κακό όπου ο άνθρωπος κάθε φορά καλείται να ενεργήσει ως υπερασπιστής της προόδου. Η επωδός του κειμένου «ωραία τα λέτε αλλά έχουμε και δουλειά: Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας. Είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε τη ζωή ανεκτή», είναι η προτροπή του προς αυτή την κατεύθυνση.
Η υπόθεση
Όλα μοιάζουν υπέροχα για τον Καντίντ, έναν εύπιστο, φιλομαθή και γεμάτο χαρά της ζωής νέο, που μεγαλώνει στην Βεστφαλία, στον πύργο του βαρώνου Θούντερ-τεν Τρονκ. Μολονότι κάποιο ένοχο μυστικό κρύβεται πιθανότατα πίσω από την καταγωγή του, ο Καντίντ δε μοιάζει να έχει λόγους να ανησυχεί για τίποτε. Όλα υπέροχα για τον Καντίντ στην υπέροχη Βεστφαλία και τον υπέροχο πύργο, του υπέροχου βαρώνου, που έχει κόρη την υπέροχη Κυνεγόνδη, για την οποία ο Καντίντ βιώνει το υπέροχο αίσθημα του έρωτα (με ακόμη πιο υπέροχο το γεγονός πως υπάρχει ανταπόκριση από την πλευρά της υπέροχης Κυνεγόνδης). Όλα υπέροχα ως τη στιγμή που σε μια απόμερη γωνιά του υπέροχου κήπου του πύργου ο βαρώνος συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω την Κυνεγόνδη και τον Καντίντ να ασκούν κάποια «πειράματα φυσικής» με σκοπό να μάθουν περισσότερα πάνω στην υπέροχη φύση του έρωτα. Ο Καντίντ ή η Αισιοδοξία έρχεται για να προκαλέσει μ’ έναν τρόπο πνευματώδη και συνάμα πνευματικό ένα ειρωνικό αυτοσαρκαστικό μειδίαμα ή ένα γέλιο τρανταχτό. Για να φέρει λίγο «Διαφωτισμό» μέσα σε τόσο σκοτάδι.
Η Παράσταση
Μια παράσταση πνευματώδης, λυρική, σουρεαλιστική, περιπετειώδης, γρήγορη με λεπτοφυές χιούμορ και μια γλυκιά ποιητική τρυφερότητα προς τον αδύναμο, αγαθό άνθρωπο(candida anima). Στον Καντίντ του Θωμά Μοσχόπουλου όλα περιστρέφονται γύρω από ένα γοητευτικό παιχνίδι εικόνων, σκέψεων, διατυπώσεων και αισθημάτων, μέσα από μια δραματοποιημένη αφήγηση και ένα παιχνίδι ρόλων. Πίσω, όμως, από το παιχνίδι ζητούν επιτακτική την επίλυση τους κοινωνικά θέματα: θρησκοληψία, ταξική ανισότητα, υποκρισία της αριστοκρατίας και του κλήρου, ιδεολογική ακαμψία της αυθεντίας. Ο αισιόδοξος Καντίντ, μέσα από μια ποιητική και κωμική εξιστόρηση μας γνωρίζει την πορεία ενός ανθρώπου προς την ωριμότητα, την ενηλικίωση και τη συνειδητοποίησή του. Η διασκευή αναδεικνύεται σε μεγάλο ατού της παράστασης, αφού μας εισάγει στη φιλοσοφική ρητορική του συγγραφέα, με τρόπο κατανοητό, απλό,αφήνοντας το κείμενο να διαφωτίσει και να λάμψει με τις αλήθειες του, διατηρώντας το απλό, αλληγορικό ύφος της παραβολής.
Τα κοστούμια της παράστασης, μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που εμπεριέχει στοιχεία ετερόκλητων αισθητικών τάσεων λειτουργούν αρμονικά με τους φωτισμούς και τα σκηνικά, που με τη σειρά τους αναδεικνύουν την θεατρικότητα και αποτελούν ευρηματικό εργαλείο που ενισχύει τον σκηνοθετικό σχεδιασμό. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι η οπτική εκκεντρικότητα δεν γίνεται παγίδα για την ανάγνωση. Χωρίς, βεβαίως, να αποφεύγεται η κατά τόπους φλυαρία, η σκηνοθετική γραμμή υπηρετείται επιδέξια από έναν νεανικό θίασο ερμηνευτών. Εκφραστικός και παιγνιώδης ο Μιχάλης Συριόπουλος, αποδίδει με εσωτερική ένταση και μετρημένες εξάρσεις τον ήρωα, στέρεα η ερμηνεία της Ελένης Βλάχου, απολαυστικά κωμικοί οι Ειρήνη Μπούνταλη, Φοίβος Συμεωνίδης, Δημήτρης Φουρλής και Παντελής Βασιλόπουλος, επιδίδονται σε εσωτερικές, δυναμικές αλλά όχι κραυγαλέες ερμηνείες. Ακολουθούν την ίδια γραμμή οι Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνου Γαλανή και Βασίλης Κουλακιώτης, ενώ η χημεία του συνόλου απογειώνει το αποτέλεσμα.
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Με τους: Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου,
Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη,
Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο,
Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή
θέατρο Πόρτα,Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι
Τηλ.: 2107711333
Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 18.30
Κανονικό εισιτήριο: 15 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό : 12 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ
Το κείμενο
Μέσα σε ένα ρευστό περιβάλλον ιδεών και τις διαμάχες των Διαφωτιστών της εποχής, ο Βολταίρος εκδίδει το 1759, ένα μικρό βιβλίο ως απάντηση στον Γερμανό φιλόσοφο και επιστήμονα, -μαθηματικό, διπλωμάτη, φυσικό- Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, που υποστήριζε ότι «ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος από ένα σύνολο πιθανών κόσμων και ότι η θεία πρόνοια πάντα φροντίζει για το καλό μας». Ένα σατιρικό κείμενο, μικρό σε όγκο, του οποίου η δειλή- ή για την ακρίβεια σχεδόν κρυφή- εμφάνιση στα 1759, δεν προϊδέαζε για τη μεγάλη επιρροή και διάρκειά του στους επερχόμενους αιώνες. Σε μια εποχή που ο Διαφωτισμός άρχιζε με πολύ πιο σίγουρα βήματα να καθορίζει το πνευματικό και κοινωνικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού χώρου, ο Καντίντ (γαλλ.: αθώος, απλοϊκός, αγαθός) με τον υπότιτλο Ή η Αισιοδοξία, αντιπαρατέθηκε με σθένος στη βασική αρχή του Γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς, κλείνοντας το μάτι στους μυημένους. Συγγραφέας του κάποιος ανύπαρκτος δόκτωρ Ράλφ. Δεν θα αργούσε να αποκαλυφτεί, ότι πίσω απ' αυτό το ψευδώνυμο κρυβόταν ο διασημότερος ίσως πνευματικός άνθρωπος της εποχής του, ο Φρανσουά Μαρί Αρουσέ, γνωστός σε όλους με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βολταίρος, ο διαβόητος και αντιφατικός συγγραφέας που, για κάποιους συντηρητικούς σύγχρονούς του, είχε ταυτιστεί ακόμα και με τον ίδιο τον Αντίχριστο.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Βολταίρος διατυπώνει έναν ευφυή κριτικό στοχασμό για τον ευρωπαϊκό και τον αποικιοκρατικό κόσμο που έχει ανδρωθεί πάνω στην υποκρισία της τάξης των ευγενών και των ανθρώπων του πνεύματος, στη θρησκοληψία και στο θρησκευτικό φανατισμό, στις ιμπεριαλιστικές βαρβαρικές επιδρομές εντός κι εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων. Βάζοντας στο κέντρο της αφήγησης του, τον Καντίντ έναν «αγαθούλη» (στην ακριβή του μετάφραση από τα γαλλικά) μα και φιλοπερίεργο Βεστφαλό κι αφήνοντας τον ελεύθερο να βιώσει τις αλλεπάληλες φρίκες που ορίζει το ιστορικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής του. Ο Καντίντ είναι το λογοτεχνικό επιχείρημα του Βολταίρου για να εκφράσει αντίλογο, αν όχι να αποκαθηλώσει, την αρχή του φιλοσόφου Λάιμπνιτς για τις αιτίες κάθε φυσικού και κοινωνικού φαινομένου και τη θεωρία του πως η καλύτερη εκδοχή του κόσμου είναι η τωρινή, εφόσον αυτή έχει παραδοθεί στους ανθρώπους από το Θεό. Η σαρκαστική αμφισβήτηση των παραπάνω από το Βολταίρο αποσκοπεί στην απομυθοποίηση της αισιοδοξίας αφού αυτή ροκανίζει την ελεύθερη βούληση από τον άνθρωπο να εργαστεί για ένα καλύτερο κόσμο. Γνήσιο παιδί του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος δεν πιστεύει στην γραμμική και a priori πρόοδο του κόσμου αλλά στις διαρκείς εναλλαγές ενός κόσμου ανάμεσα στο καλό και το κακό όπου ο άνθρωπος κάθε φορά καλείται να ενεργήσει ως υπερασπιστής της προόδου. Η επωδός του κειμένου «ωραία τα λέτε αλλά έχουμε και δουλειά: Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας. Είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε τη ζωή ανεκτή», είναι η προτροπή του προς αυτή την κατεύθυνση.
Η υπόθεση
Όλα μοιάζουν υπέροχα για τον Καντίντ, έναν εύπιστο, φιλομαθή και γεμάτο χαρά της ζωής νέο, που μεγαλώνει στην Βεστφαλία, στον πύργο του βαρώνου Θούντερ-τεν Τρονκ. Μολονότι κάποιο ένοχο μυστικό κρύβεται πιθανότατα πίσω από την καταγωγή του, ο Καντίντ δε μοιάζει να έχει λόγους να ανησυχεί για τίποτε. Όλα υπέροχα για τον Καντίντ στην υπέροχη Βεστφαλία και τον υπέροχο πύργο, του υπέροχου βαρώνου, που έχει κόρη την υπέροχη Κυνεγόνδη, για την οποία ο Καντίντ βιώνει το υπέροχο αίσθημα του έρωτα (με ακόμη πιο υπέροχο το γεγονός πως υπάρχει ανταπόκριση από την πλευρά της υπέροχης Κυνεγόνδης). Όλα υπέροχα ως τη στιγμή που σε μια απόμερη γωνιά του υπέροχου κήπου του πύργου ο βαρώνος συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω την Κυνεγόνδη και τον Καντίντ να ασκούν κάποια «πειράματα φυσικής» με σκοπό να μάθουν περισσότερα πάνω στην υπέροχη φύση του έρωτα. Ο Καντίντ ή η Αισιοδοξία έρχεται για να προκαλέσει μ’ έναν τρόπο πνευματώδη και συνάμα πνευματικό ένα ειρωνικό αυτοσαρκαστικό μειδίαμα ή ένα γέλιο τρανταχτό. Για να φέρει λίγο «Διαφωτισμό» μέσα σε τόσο σκοτάδι.
Η Παράσταση
Μια παράσταση πνευματώδης, λυρική, σουρεαλιστική, περιπετειώδης, γρήγορη με λεπτοφυές χιούμορ και μια γλυκιά ποιητική τρυφερότητα προς τον αδύναμο, αγαθό άνθρωπο(candida anima). Στον Καντίντ του Θωμά Μοσχόπουλου όλα περιστρέφονται γύρω από ένα γοητευτικό παιχνίδι εικόνων, σκέψεων, διατυπώσεων και αισθημάτων, μέσα από μια δραματοποιημένη αφήγηση και ένα παιχνίδι ρόλων. Πίσω, όμως, από το παιχνίδι ζητούν επιτακτική την επίλυση τους κοινωνικά θέματα: θρησκοληψία, ταξική ανισότητα, υποκρισία της αριστοκρατίας και του κλήρου, ιδεολογική ακαμψία της αυθεντίας. Ο αισιόδοξος Καντίντ, μέσα από μια ποιητική και κωμική εξιστόρηση μας γνωρίζει την πορεία ενός ανθρώπου προς την ωριμότητα, την ενηλικίωση και τη συνειδητοποίησή του. Η διασκευή αναδεικνύεται σε μεγάλο ατού της παράστασης, αφού μας εισάγει στη φιλοσοφική ρητορική του συγγραφέα, με τρόπο κατανοητό, απλό,αφήνοντας το κείμενο να διαφωτίσει και να λάμψει με τις αλήθειες του, διατηρώντας το απλό, αλληγορικό ύφος της παραβολής.
Τα κοστούμια της παράστασης, μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που εμπεριέχει στοιχεία ετερόκλητων αισθητικών τάσεων λειτουργούν αρμονικά με τους φωτισμούς και τα σκηνικά, που με τη σειρά τους αναδεικνύουν την θεατρικότητα και αποτελούν ευρηματικό εργαλείο που ενισχύει τον σκηνοθετικό σχεδιασμό. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι η οπτική εκκεντρικότητα δεν γίνεται παγίδα για την ανάγνωση. Χωρίς, βεβαίως, να αποφεύγεται η κατά τόπους φλυαρία, η σκηνοθετική γραμμή υπηρετείται επιδέξια από έναν νεανικό θίασο ερμηνευτών. Εκφραστικός και παιγνιώδης ο Μιχάλης Συριόπουλος, αποδίδει με εσωτερική ένταση και μετρημένες εξάρσεις τον ήρωα, στέρεα η ερμηνεία της Ελένης Βλάχου, απολαυστικά κωμικοί οι Ειρήνη Μπούνταλη, Φοίβος Συμεωνίδης, Δημήτρης Φουρλής και Παντελής Βασιλόπουλος, επιδίδονται σε εσωτερικές, δυναμικές αλλά όχι κραυγαλέες ερμηνείες. Ακολουθούν την ίδια γραμμή οι Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνου Γαλανή και Βασίλης Κουλακιώτης, ενώ η χημεία του συνόλου απογειώνει το αποτέλεσμα.
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Με τους: Μιχάλη Συριόπουλο, Ελένη Βλάχου,
Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη,
Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο,
Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή
θέατρο Πόρτα,Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι
Τηλ.: 2107711333
Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 18.30
Κανονικό εισιτήριο: 15 ευρώ
Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό : 12 ευρώ
Ανέργων 8 ευρώ