Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου οι πρωταγωνιστές είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν και να πεθάνουν∙ τα μέλη του χορού να υποφέρουν και να επιβιώσουν, να ξανασκεφτούν τα δεινά τους και να βρουν μια διέξοδο. Σε μια πολιτεία που είναι καταδικασμένη στην αυτοκαταστροφή, οι πολίτες −που εκπροσωπούνται από τον χορό− πρέπει να βρουν τη δύναμη και την πίστη να επαναπροσδιορίσουν τις ηθικές και πολιτειακές τους αξίες για να επιβιώσουν.
Ο Αγαμέμνων, τραγωδία του Αισχύλου, στην οποία περιγράφεται η επιστροφή του νικητή στρατηλάτη των Ελλήνων και η δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, αποτελεί το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Τα άλλα δύο είναι οι "Ευμενίδες" και οι "Χοηφόροι" Στον "Αγαμέμνονα" περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως τρόπαιο από την Τροία. Η τραγωδία αποτελείται από 1673 στίχους, με ελάχιστους να λείπουν. Πολλές από τις φράσεις του έργου ξεχωρίζουν, όπως το "κανένα μη λες ευτυχισμένο μέχρι να πεθάνει" που εντυπωσιάζει κυρίως τους ξένους αναλυτές (και που παραπέμπει στο "μηδένα προ του τέλους του μακάριζε") και "όταν το μαύρο αίμα του θνητού πέσει στη γη, δεν ξέρω κανένα που να μπορεί να τον αναστήσει με λόγια" (για τη ματαιοπονία του θρήνου και της αναζήτησης ευθυνών), και το αντιπολεμικό "στέλνουν τους άντρες τους να πολεμήσουν και τους περιμένουν να γυρίσουν, μα δεν γυρνούν αυτοί, γυρίζουν ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη ανθρώπων" όπως και το "σαν ξημέρωσε είδαμε ν' ανθίζει το Αιγαίο από νεκρούς και συντρίμια" για την φοβερή θαλασσοταραχή που βρήκε τους Ελληνες καθώς επέστρεφαν.
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, μετά την επιτυχία του «Επτά επί Θήβας», επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, αξιοποιώντας τους: στο διπλό ρόλο του Αγαμέμνονα και του Αίγισθου, τον Γιάννη Στάνκογλου, Κλυταιμήστρα την Μαρία Πρωτόπαππα. Μαζί τους ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ο Αργύρης Πανταζάρας, η Ιώβη Φραγκάτου και 12μελής χορός. Συμπληρώνουν η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και η πρωτότυπη μουσική του Χάρη Πεγιάζη.
Η Υπόθεση
Ο "Αγαμέμνων", το πιο εκτεταμένο από τα σωζόμενα δράματα του Αισχύλου, ξεκινάει με μια ατμόσφαιρα ελπίδας ανάμεικτης με σκοτεινά προαισθήματα, καθώς ο φρουρός στη στέγη του παλατιού στο Άργος παρακολουθεί με αγωνία να δει το σημάδι της φωτιάς να αναγγέλλει την πτώση της Τροίας. Όταν το σημάδι αυτό φάνηκε, τα νέα επιβεβαιώθηκαν και από έναν κήρυκα που φτάνει στο παλάτι σχεδόν συγχρόνως, χωρίς έγνοια για τη σύμβαση του χρόνου. Η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα, παρουσιάζεται να πανηγυρίζει, ο Χορός όμως των Αργείων γερόντων θυμίζει ότι ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη τους Ιφιγένεια στο βωμό της φιλοδοξίας του, για να μπορέσει ο ελληνικός στόλος να αποπλεύσει από την Αυλίδα, και αναλογίζεται με μελαγχολία τις πιθανές τραγικές συνέπειες. Στο μεταξύ φτάνει ο Αγαμέμνονας φέρνοντας μαζί του ως παλλακίδα του την αιχμάλωτη Τρωαδίτισσα πριγκίπισσα Κασσάνδρα. Η Κλυταιμνήστρα τον υποδέχεται θερμά και δείχνει να αποδέχεται και την Κασσάνδρα, ωστόσο πολύ γρήγορα αποκαλύπτεται πως η ενθουσιώδης της υποδοχή υποκρύπτει ένα οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης για το φόνο της κόρης τους, Ιφιγένειας. Το κόκκινο χαλί που στρώνει για να τον δεχτεί οδηγεί σ’ ένα λουτρό αίματος όπου, με τη συνέργεια του εραστή της Αίγισθου, θα πνιγούν ο βασιλιάς και η ερωμένη του.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου οι πρωταγωνιστές είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν και να πεθάνουν∙ τα μέλη του χορού να υποφέρουν και να επιβιώσουν, να ξανασκεφτούν τα δεινά τους και να βρουν μια διέξοδο. Σε μια πολιτεία που είναι καταδικασμένη στην αυτοκαταστροφή, οι πολίτες −που εκπροσωπούνται από τον χορό− πρέπει να βρουν τη δύναμη και την πίστη να επαναπροσδιορίσουν τις ηθικές και πολιτειακές τους αξίες για να επιβιώσουν. Κι εδώ όπως και γενικότερα στην Αισχύλεια Τραγωδία, την συλλογική συνείδηση του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από Θεοσέβεια και Θεοφοβία εκφράζει ο Χορός. Στην συγκλονιστική ποιητική δημιουργία του Αισχύλου, αναγνωρίζουμε την τάξη των παλαιών Αρχών και των αρχαίων Θεών του κόσμου, που ορίζουν και τιμωρούν την 'Υβριν. Οι ήρωες της τραγωδίας συνθλίβονται από το βάρος της Ευθύνης που φέρουν και ταυτόχρονα την Αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να υπερβεί το πεπρωμένο της. Ο Αισχύλος στα έργα του ξεφεύγει από κάθε ηθικό φραγμό, απεκδύεται τα στενά περιθώρια του «σωστού» και του «λάθους», δείχνοντας αντιπροσωπευτικές καταστάσεις διφορούμενου νοήματος, προκειμένου να επέλθει «δι΄ελέου και φόβου» η κάθαρση.
Η Παράσταση
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σεβάστηκε το κείμενο, αφήνοντας το να λάμψει και παρόλο που το ύφος του Αισχύλου είναι συχνά στομφώδες και βαρύγδουπο, αυτό δεν επηρέασε τη γενικότερη πλοκή αλλά βοήθησε το κοινό ν’ αντιληφθεί το όλο ιστορικό πλαίσιο. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, στην οποία αξίζουν συγχαρητήρια.Όλα τα αρχαιοελληνικά μετρικά ζεύγματα, καθώς και το ιαμβικό τρίμετρο, αν και μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά αποδόθηκαν με ακρίβεια.
Ο Γιάννης Στάνκογλου μπόρεσε να αποδώσει τον Αγαμέμνονα, ακολουθώντας σχεδόν πιστά τη στασιμότητα, που διακατέχει τις τραγωδίες του Αισχύλου. Υιοθετεί ένα αποφασιστικό και σίγουρο προφίλ, αλλά διατηρεί μία κοφτή και απόλυτα ελεγχόμενη εκφορά λόγου, που του προσδίδει μια εγγενή δυναμική που δείχνει να επιβάλλεται στο περιβάλλον και τους συνομιλητές του, όπως πρέπει σε έναν στρατηλάτη βασιλιά, που γυρίζει νικητής και τροπαιούχος στο παλάτι του. Αγέρωχη, τολμηρή και ηγετική μορφή, η καλή ηθοποιός Μαρία Πρωτόπαππα ήταν η κατάλληλη, για να ενσαρκώσει την "πικραμένη" μα συνάμα οργισμένη βασίλισσα. Με το πηγαίο ταλέντο της κατόρθωσε να βγάλει προς τα έξω τα χαρακτήρα ενός δύσκολου ρόλου, μιας γυναικείας ψυχοσύνθεσης βουτηγμένης στην αμαρτία, το μίσος, τον πόνο και τον εγωισμό, μια γυναίκα ηγέτης, που τολμά να πράξει το αδιανόητο. Ο ρυθμός του λόγου της παλμογραφεί τη συναισθηματική διακύμανση με τα ύψη και τα βάθη της με εύστοχη και στέρεα εκφραστικότητα. Μια πρωταγωνίστρια, ψυχή, μυαλό και σώμα, που κερδίζει ακαριαία το θαυμασμό και το σεβασμό μας.
Με απαράμιλλη ακρίβεια και ψυχοσυναισθηματική προσήλωση χτίζεται η ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα, ενώ η υποκριτική ωριμότητα του βετεράνου Θοδωρή Κατσαφάδου, με τους τονισμούς και τις αποχρώσεις του μονόλογου του, αποδίδει μια αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία. Τέλος η νεαρή ηθοποιός Ιώβη Φραγκάτου στο ρόλο της Κασάνδρας, καταδύεται με θέρμη και αλήθεια στο ρόλο της, σε μια εκστατική ερμηνευτική κατάθεση. Ο Χορός των γερόντων στον Αγαμέμνονα είναι πρωταγωνιστής, διακριτό στοιχείο στις συγκρούσεις των ηρώων και μοχλός αναστοχασμού του τραγικού στην ανθρώπινη κατάσταση. Ειναι αυτός, ο οποίος υφαίνει το κύριο νήμα του έργου. Η θέση του στην πάροδο και σ’όλο το έργο είναι κυρίαρχη και χαρακτηρίζεται από ένα κρεσέντο, μια αυξητική κλίμακα, που στο τέλος του έργου θα ξεπεράσει τα φυσικά όριά της, όταν με νεανικό σφρίγος θα αντιμετωπίσει, πρώτα με λόγο οξύ και έπειτα με των χεριών, τη δύναμη του σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας. Ο σκηνοθέτης καθοδηγεί υποδειγματικά τους άξιους ηθοποιούς του, καταφέρνοντας να συλλέξει μια ακόμα υποκριτική νίκη. Τα εύσημα θα πρέπει να δοθούν σε όλους ανεξαιρέτως, αφού έχτισαν στο σύνολο τους στιβαρές και ολοκληρωμένες ερμηνείες.
Η αφαιρετική σκηνική σύνθεση στερείται τη γοητεία της εικαστικής ατμόσφαιρας, αφήνοντας πολλάκις τους ηθοποιούς αμήχανους, γεγονός που καλύπτεται με όμορφο δραματικό τρόπο απο την εύρυθμη και ευρηματική μουσική επένδυση, που συνθέτει το ιδανικό υπόστρωμα της παράστασης. Τα κοστούμια αποτελούν δυστυχώς μια ανέμπνευστη, χωρίς χρώμα, επιλογή, που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της παράστασης. Οι φωτισμοί συνθέτουν ωραιες ατμόσφαιρες, που φωτίζουν τις ψυχικές φορτίσεις των ηρώων.
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά – Κουστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Μουσική-Μουσική Διδασκαλία: Χάρης Πεγιάζης
Κίνηση: Έντι Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Συγκλητική Βλαχάκη
Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννης Στάνκογλου,
Αργύρης Πανταζάρας,Ιώβη Φραγκάτου και ο Θοδωρής Κατσαφάδος
Χορός: Μάρκος Γέττος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Τάσος Θεοφιλάτος,
Πανάγος Ιωακείμ, Δημήτρης Καραβιώτης, Ηλίας Μενάγιερ,
Δημήτρης Μηλιώτης, Αλέξανδρος Μούκανος, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης,
Βασίλης Παπαγεωργίου, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Γιώργος Παπανδρέου
Παραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, μετά την επιτυχία του «Επτά επί Θήβας», επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, αξιοποιώντας τους: στο διπλό ρόλο του Αγαμέμνονα και του Αίγισθου, τον Γιάννη Στάνκογλου, Κλυταιμήστρα την Μαρία Πρωτόπαππα. Μαζί τους ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ο Αργύρης Πανταζάρας, η Ιώβη Φραγκάτου και 12μελής χορός. Συμπληρώνουν η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και η πρωτότυπη μουσική του Χάρη Πεγιάζη.
Η Υπόθεση
Ο "Αγαμέμνων", το πιο εκτεταμένο από τα σωζόμενα δράματα του Αισχύλου, ξεκινάει με μια ατμόσφαιρα ελπίδας ανάμεικτης με σκοτεινά προαισθήματα, καθώς ο φρουρός στη στέγη του παλατιού στο Άργος παρακολουθεί με αγωνία να δει το σημάδι της φωτιάς να αναγγέλλει την πτώση της Τροίας. Όταν το σημάδι αυτό φάνηκε, τα νέα επιβεβαιώθηκαν και από έναν κήρυκα που φτάνει στο παλάτι σχεδόν συγχρόνως, χωρίς έγνοια για τη σύμβαση του χρόνου. Η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα, παρουσιάζεται να πανηγυρίζει, ο Χορός όμως των Αργείων γερόντων θυμίζει ότι ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη τους Ιφιγένεια στο βωμό της φιλοδοξίας του, για να μπορέσει ο ελληνικός στόλος να αποπλεύσει από την Αυλίδα, και αναλογίζεται με μελαγχολία τις πιθανές τραγικές συνέπειες. Στο μεταξύ φτάνει ο Αγαμέμνονας φέρνοντας μαζί του ως παλλακίδα του την αιχμάλωτη Τρωαδίτισσα πριγκίπισσα Κασσάνδρα. Η Κλυταιμνήστρα τον υποδέχεται θερμά και δείχνει να αποδέχεται και την Κασσάνδρα, ωστόσο πολύ γρήγορα αποκαλύπτεται πως η ενθουσιώδης της υποδοχή υποκρύπτει ένα οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης για το φόνο της κόρης τους, Ιφιγένειας. Το κόκκινο χαλί που στρώνει για να τον δεχτεί οδηγεί σ’ ένα λουτρό αίματος όπου, με τη συνέργεια του εραστή της Αίγισθου, θα πνιγούν ο βασιλιάς και η ερωμένη του.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου οι πρωταγωνιστές είναι καταδικασμένοι να υποφέρουν και να πεθάνουν∙ τα μέλη του χορού να υποφέρουν και να επιβιώσουν, να ξανασκεφτούν τα δεινά τους και να βρουν μια διέξοδο. Σε μια πολιτεία που είναι καταδικασμένη στην αυτοκαταστροφή, οι πολίτες −που εκπροσωπούνται από τον χορό− πρέπει να βρουν τη δύναμη και την πίστη να επαναπροσδιορίσουν τις ηθικές και πολιτειακές τους αξίες για να επιβιώσουν. Κι εδώ όπως και γενικότερα στην Αισχύλεια Τραγωδία, την συλλογική συνείδηση του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από Θεοσέβεια και Θεοφοβία εκφράζει ο Χορός. Στην συγκλονιστική ποιητική δημιουργία του Αισχύλου, αναγνωρίζουμε την τάξη των παλαιών Αρχών και των αρχαίων Θεών του κόσμου, που ορίζουν και τιμωρούν την 'Υβριν. Οι ήρωες της τραγωδίας συνθλίβονται από το βάρος της Ευθύνης που φέρουν και ταυτόχρονα την Αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να υπερβεί το πεπρωμένο της. Ο Αισχύλος στα έργα του ξεφεύγει από κάθε ηθικό φραγμό, απεκδύεται τα στενά περιθώρια του «σωστού» και του «λάθους», δείχνοντας αντιπροσωπευτικές καταστάσεις διφορούμενου νοήματος, προκειμένου να επέλθει «δι΄ελέου και φόβου» η κάθαρση.
Η Παράσταση
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σεβάστηκε το κείμενο, αφήνοντας το να λάμψει και παρόλο που το ύφος του Αισχύλου είναι συχνά στομφώδες και βαρύγδουπο, αυτό δεν επηρέασε τη γενικότερη πλοκή αλλά βοήθησε το κοινό ν’ αντιληφθεί το όλο ιστορικό πλαίσιο. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, στην οποία αξίζουν συγχαρητήρια.Όλα τα αρχαιοελληνικά μετρικά ζεύγματα, καθώς και το ιαμβικό τρίμετρο, αν και μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά αποδόθηκαν με ακρίβεια.
Ο Γιάννης Στάνκογλου μπόρεσε να αποδώσει τον Αγαμέμνονα, ακολουθώντας σχεδόν πιστά τη στασιμότητα, που διακατέχει τις τραγωδίες του Αισχύλου. Υιοθετεί ένα αποφασιστικό και σίγουρο προφίλ, αλλά διατηρεί μία κοφτή και απόλυτα ελεγχόμενη εκφορά λόγου, που του προσδίδει μια εγγενή δυναμική που δείχνει να επιβάλλεται στο περιβάλλον και τους συνομιλητές του, όπως πρέπει σε έναν στρατηλάτη βασιλιά, που γυρίζει νικητής και τροπαιούχος στο παλάτι του. Αγέρωχη, τολμηρή και ηγετική μορφή, η καλή ηθοποιός Μαρία Πρωτόπαππα ήταν η κατάλληλη, για να ενσαρκώσει την "πικραμένη" μα συνάμα οργισμένη βασίλισσα. Με το πηγαίο ταλέντο της κατόρθωσε να βγάλει προς τα έξω τα χαρακτήρα ενός δύσκολου ρόλου, μιας γυναικείας ψυχοσύνθεσης βουτηγμένης στην αμαρτία, το μίσος, τον πόνο και τον εγωισμό, μια γυναίκα ηγέτης, που τολμά να πράξει το αδιανόητο. Ο ρυθμός του λόγου της παλμογραφεί τη συναισθηματική διακύμανση με τα ύψη και τα βάθη της με εύστοχη και στέρεα εκφραστικότητα. Μια πρωταγωνίστρια, ψυχή, μυαλό και σώμα, που κερδίζει ακαριαία το θαυμασμό και το σεβασμό μας.
Με απαράμιλλη ακρίβεια και ψυχοσυναισθηματική προσήλωση χτίζεται η ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα, ενώ η υποκριτική ωριμότητα του βετεράνου Θοδωρή Κατσαφάδου, με τους τονισμούς και τις αποχρώσεις του μονόλογου του, αποδίδει μια αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία. Τέλος η νεαρή ηθοποιός Ιώβη Φραγκάτου στο ρόλο της Κασάνδρας, καταδύεται με θέρμη και αλήθεια στο ρόλο της, σε μια εκστατική ερμηνευτική κατάθεση. Ο Χορός των γερόντων στον Αγαμέμνονα είναι πρωταγωνιστής, διακριτό στοιχείο στις συγκρούσεις των ηρώων και μοχλός αναστοχασμού του τραγικού στην ανθρώπινη κατάσταση. Ειναι αυτός, ο οποίος υφαίνει το κύριο νήμα του έργου. Η θέση του στην πάροδο και σ’όλο το έργο είναι κυρίαρχη και χαρακτηρίζεται από ένα κρεσέντο, μια αυξητική κλίμακα, που στο τέλος του έργου θα ξεπεράσει τα φυσικά όριά της, όταν με νεανικό σφρίγος θα αντιμετωπίσει, πρώτα με λόγο οξύ και έπειτα με των χεριών, τη δύναμη του σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας. Ο σκηνοθέτης καθοδηγεί υποδειγματικά τους άξιους ηθοποιούς του, καταφέρνοντας να συλλέξει μια ακόμα υποκριτική νίκη. Τα εύσημα θα πρέπει να δοθούν σε όλους ανεξαιρέτως, αφού έχτισαν στο σύνολο τους στιβαρές και ολοκληρωμένες ερμηνείες.
Η αφαιρετική σκηνική σύνθεση στερείται τη γοητεία της εικαστικής ατμόσφαιρας, αφήνοντας πολλάκις τους ηθοποιούς αμήχανους, γεγονός που καλύπτεται με όμορφο δραματικό τρόπο απο την εύρυθμη και ευρηματική μουσική επένδυση, που συνθέτει το ιδανικό υπόστρωμα της παράστασης. Τα κοστούμια αποτελούν δυστυχώς μια ανέμπνευστη, χωρίς χρώμα, επιλογή, που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της παράστασης. Οι φωτισμοί συνθέτουν ωραιες ατμόσφαιρες, που φωτίζουν τις ψυχικές φορτίσεις των ηρώων.
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά – Κουστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Μουσική-Μουσική Διδασκαλία: Χάρης Πεγιάζης
Κίνηση: Έντι Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Συγκλητική Βλαχάκη
Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννης Στάνκογλου,
Αργύρης Πανταζάρας,Ιώβη Φραγκάτου και ο Θοδωρής Κατσαφάδος
Χορός: Μάρκος Γέττος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Τάσος Θεοφιλάτος,
Πανάγος Ιωακείμ, Δημήτρης Καραβιώτης, Ηλίας Μενάγιερ,
Δημήτρης Μηλιώτης, Αλέξανδρος Μούκανος, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης,
Βασίλης Παπαγεωργίου, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Γιώργος Παπανδρέου
Παραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου