"Κάποιος θα πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Γιόζεφ Κ., καθώς χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη". Το άγνωστο είναι πάντα πιο τρομαχτικό. Γιατί η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης. Ο Κ. δεν πρέπει να μάθει ποτέ γιατί κατηγορείται, γιατι θα αντιδράσει κι αυτό απέχει ένα βήμα απ’ τον ηρωισμό. Μόνο το άγνωστο καθηλώνει. Μόνο το άγνωστο μπορεί να μετατρέψει το παράλογο σε λογικό. Μόνο το άγνωστο εξασφαλίζει την καθημερινή ανασφάλεια και την πρόσκαιρη ελπίδα, δηλαδή τη μέγιστη υποταγή
Ο καφκικός κόσμος του παραλόγου
Το έργο του Κάφκα, δημοσιεύεται το 1925. Ξεκίνησε ήδη να γράφεται από το 1914, αλλά δημοσιεύτηκε έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα από τον φίλο του Max Brod, παρά την επιθυμία του Κάφκα να καταστραφούν τα χειρόγραφα του ημιτελούς του έργου. Στα χαρτιά του Κάφκα δεν βρέθηκε διαθήκη. Στο γραφείο του κάτω από μια στοίβα άλλα χαρτιά, ήταν ένα διπλωμένο σημείωμα, γραμμένο με μελάνι και απευθυνόμενο στον φίλο του, έγραφε:" Αγαπημένε μου Μαξ, η τελευταία μου παράκληση: Οτιδήποτε αφήνω πίσω μου (δηλαδή, στην βιβλιοθήκη, στα συρτάρια, στο γραφείο, είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά μου είτε οπουδήποτε αλλού, οτιδήποτε σου τύχει να βρεις), σημειωματάρια, χειρόγραφα, γράμματα, δικά μου και τρίτων, προσχέδια κτλ., πρέπει να καούν χωρίς να διαβαστούν, μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το ίδιο και όλα τα γραπτά μου, τα σημειώματά μου που έχεις τυχόν εσύ ή άλλοι και που θα τους παρακαλέσεις εξ ονόματός μου να σου τα δώσουν. Επιστολές που δε θα σου παραδοθούν πρέπει τουλάχιστον να καούν από τους κατόχους τους. Δικός σου, Φραντς Κάφκα."
Η ιστορία
Ο Κ. κατηγορείται τελείως παράλογα από τους ανθρώπους του κράτους για ένα αδίκημα που δεν διευκρινίζεται ποτέ. Άνθρωποι της αστυνομίας εισβάλλουν στο σπίτι του, τον οδηγούν στο τμήμα και τελικά του ανακοινώνουν ότι θα δικαστεί. Εντελώς ανίσχυρος μπροστά στον ακατανόητο κυκεώνα απευθύνεται σ’ έναν καταξιωμένο δικηγόρο. Προσπαθεί να μάθει για τι πράγμα κατηγορείται. Ο δικηγόρος αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει το κουβάρι, προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, αλλά τελικά αδυνατεί να βοηθήσει τον Κ. Βρισκόμαστε μπροστά στον σκοτεινό, καφκικό κόσμο του παραλόγου, όπου όλα κινούνται αποκλειστικά στα πλαίσια του ακατανόητου. Μπροστά σε απροσπέλαστα βουνά γραφειοκρατίας και απροσδιόριστους κρατικούς μηχανισμούς που σταδιακά συνθλίβουν τον Κ. σ’ ένα ντελίριο ασυνεννοησίας και ανολοκλήρωτων διαδικασιών. Κατόπιν τούτου, μπλέκει σε έναν γκροτέσκο εφιάλτη στον οποίο βυθίζεται σταδιακά όλο και πιο βαθιά προσπαθώντας αφενός να καταλάβει τη λειτουργία του συστήματος που τον διώκει μέσα από τους παρανοϊκούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που εμφανίζει και ταυτόχρονα να βρει, μέσα από τους προσωπικούς δαιδάλους του νου του, τη ρίζα της ενοχής που του προσάπτουν. Υπάρχει ένα σύστημα που τον συνθλίβει άδικα ή είναι και ο ίδιος ένα ακόμα γρανάζι που ενισχύει το σύστημα και την πολυπλοκότητα;
Η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης.
Ο κρατικός ολοκληρωτισμός διαγράφεται αργά και μεθοδικά σαν προμελετημένο έγκλημα που όμως δεν θα εκπληρωθεί ακαριαία, αλλά θα παρατείνεται στο χρόνο αόριστα, σαν αιωνιότητα. Οι διαρκείς ελπίδες που αφήνει στο θύμα είναι το κερασάκι μιας ολοκάθαρης σαδιστικής φάρσας. Γιατί το θύμα οφείλει να ελπίζει μέχρι το τέλος, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να γίνει ανεξέλεγκτο. Το σκοτάδι που σκεπάζει τα πάντα και η ξεκάθαρα οργανωμένη άγνοια του θύματος είναι η επιβολή του τρόμου που γίνεται επιστήμη. Γιατί το άγνωστο είναι πάντα πιο τρομαχτικό. Γιατί η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης. Ο Κ. δεν πρέπει να μάθει ποτέ γιατί κατηγορείται, γιατί αν το μάθει θα ξεκινήσει προσπάθειες αντιμετώπισης κι αυτό απέχει ένα βήμα απ’ τον ηρωισμό. Μόνο το άγνωστο καθηλώνει. Μόνο το άγνωστο μπορεί να μετατρέψει το παράλογο σε λογικό. Μόνο το άγνωστο εξασφαλίζει την καθημερινή ανασφάλεια και την πρόσκαιρη ελπίδα, δηλαδή τη μέγιστη υποταγή. Ο Κ. ουσιαστικά ξέρει ότι είναι χαμένος από την αρχή. Συνειδητοποιεί ότι το τέλος πλησιάζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα και ταυτόχρονα ελπίζει. Ελπίζει γιατί όλα είναι τόσο παράλογα που φυσικά αποκλείεται να υλοποιηθούν. Εξάλλου λαμβάνει και τις μικροδιαβεβαιώσεις του από το δικηγόρο κι από άλλους μικροϋπαλλήλους του κράτους. Και κάπως έτσι βιώνει τη μεγαλύτερη αντίφαση, το μέγιστο παραλογισμό που προσπαθεί να εκλογικεύσει. Γνωρίζοντας καθαρά το θάνατο κάθε μακροπρόθεσμης ελπίδας, τρέφεται με τις αυταπάτες της εφήμερης ελπίδας. Όπως ο φορέας της θανατηφόρας αρρώστιας που ξέρει το τέλος αλλά νιώθει ευτυχής που για δυο μέρες δεν είχε τα συμπτώματα. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην ολοκληρωτική μετατροπή του ανθρώπου σε κατσαρίδα. Του ανθρώπου που ξέρει ότι η μοναδική του ανέλπιδη ελπίδα είναι η υποταγή. Του ανθρώπου που δεν πρέπει να προκαλεί γιατί το τέλος διαρκώς έπεται και διαρκώς μπορεί να αποφευχθεί. Του ανθρώπου που επί της ουσίας απαρνιέται κάθε του δικαίωμα αναζητώντας την επιβίωση του οίκτου που μόνο η υπακοή μπορεί να εξασφαλίσει. Του ανθρώπου που μεταβάλλει την παθητικότητα σε μοναδική επιλογή και που εντέχνως του εμφυτεύεται η μηδαμινότητα ως μοναδική συνείδηση. Ο Κ. παλεύει να βγάλει άκρη με τα ανεξιχνίαστα κρατικά γρανάζια που τον συνθλίβουν, χωρίς τελικά να διεκδικήσει ποτέ ανθρώπινη μεταχείριση, γιατί ποτέ δεν κατορθώνει να υψώσει τη φωνή του. Ο, ο Γιόζεφ Κ., είναι ένας κατηγορούμενος χωρίς κατηγορία, γιατί η ενοχή είναι εσωτερική και αιώνια. Κινείται μέσα σ’ ένα κόσμο γκρίζο, γραφειοκρατικό, γελοίο και εφιαλτικό .
Ένα δικαστήριο συνείδησης
«Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει. Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική.Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα».
Η Παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί στο θέατρο Πόρτα, την Δίκη του Κ., μια παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα. Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. «Η δίκη» πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση: δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται ένα πρωί στο σπίτι του Κ. που βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, και κατά τη διάρκεια μιας μάλλον ευχάριστης συζήτησης του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος και πως η διαλεύκανση της υπόθεσής του αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση είναι παράλογη κι αστεία. Εξάλλου, όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, όλοι γέλασαν. Αυτή την ανάγνωση επέλεξε ο σκηνοθέτης, στήνοντας μια σφιχτή, καταιγιστική παράσταση, με οπτική εκκεντρικότητα, που αναδυκνύει με τον καλύτερο τρόπο την καφκική θεματολογία. Ένας ονειρικός κόσμος, ανησυχητικά παρόμοιος με πραγματικότητα χωρίς υπόσταση, μας τυρρανάει και μας αγχώνει, μέσα απο τον εφιαλτικό, δαιδαλώδη κόσμο της κρατικής παντοκυριαρχίας, που σαν ένας μεγάλος αδελφός, μας επιβάλλει τους νόμους και τους κανόνες της. Συγχρόνως φωτίζεται αριστοτεχνικά το γελοίο, το παράλογο της ύπαρξης, κυρίαρχα στοιχεία του θέατρου του Παραλόγου, του οποίου ο Τσέχος συγγραφέας, μπορεί δικαιωματικά να θεωρείται πνευματικός πατέρας.
Η υιοθέτηση της παρωδίας, στοιχεία παντομίμας, Yiddish ( η επαφή του Κάφκα με το θέατρο Yiddish - μια μορφή λαϊκού εβραϊκού θεάτρου που αναπτύχθηκε από το τέλος του 18ου αιώνα - προκαλεί μια “φώτιση” στον εκκολαπτόμενο τότε συγγραφέα. Οι μελετητές αναγνωρίζουν άμεσες αναφορές και δείγματα παρωδίας σκηνών των έργων που παρακολούθησε στα μετέπειτα γραπτά του), επιρροές απο το βωβό κινηματογράφο, δένουν αρμονικά και επιτελούνται άψογα με χειρουργική ακρίβεια, υπηρετώντας έναν Κάφκα που μέσα απο την αίσθηση του μαύρου χιούμορ και της λεπτής ειρωνίας, παρωδεί, σχολιάζει και ασκεί αμείλικτη κριτική.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών βεβαίως είναι αυτές που πείθουν και υποστηρίζουν αυτή την αξιόλογη δραματουργία: έξοχα δουλεμένες ερμηνείες, μια θαυμαστή άσκηση εγρήγορσης λόγου και σωματικότητας, αξιοπρόσεχτη προσήλωση στην λεπτομερή, ευρηματική κινησιολογία, εκφραστική διαύγεια,που υποστηρίζεται από την καθαρότητα της αφήγησης. Στο σύνολο του καλογυμνασμένου θιάσου δεν λείπουν στιγμές αγνής υποκριτικής απόλαυσης.Ο Μιχάλης Συριόπουλος,που υποδύεται τον Γιόζεφ Κ. μας θυμίζει τον θρύλο του βωντβίλ και μετέπειτα ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κήτον, συνδυάζοντας μοναδικά εκφράσεις κωμικοτραγικές, δίνοντας υπόσταση σ'έναν ήρωα με εύθραστη ψυχοσύνθεση, σωματικοποιώντας τις μύχιες σκέψεις του με τρόπο μοναδικό. Η σκηνογραφία εξίσου λιτή και με σημειολογική αξία, μοιάζει να συνομιλεί με τον Καφκα, βοηθά δε να διαφανούν όλα τα γνώριμα στοιχεία της καφκικής συλλογιστικής. Άψογη πρόταση συνιστούν τα κοστούμια της παράστασης, λιτά, σε κοντράστ μαύρου-λευκού, αναδεικνύουν φιγούρες υπαρξιακής σύγχισης, μέσα σ'ενα ντελίριο γελοίου παραλογισμού. Λειτουργικοί φωτισμοί, λεπτομερής και άρτια ενορχηστρωμένη επιμέλεια κίνησης. Μια παράσταση, που επιβάλλεται να παρακολουθήσουν οι μυημένοι, συνάμα συστήνεται και σε αυτούς που ανήκουν στην λιγότερη απαιτητική μερίδα θεατών, γιατι αφενός μια τόσο καλοδουλεμένη μείξη θεατρικών στοιχείων και αφετέρου μια τόσο ισορροπημένη έκφραση μέσων, συνιστά θεατρική απόλαυση.
Διασκευή- Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Ηθοποιοί: Σωκράτης Πατσίκας, Μιχάλης Συριόπουλος, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Λέκκας, Μάνος Γαλανής,
Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Ελένη Βλάχου, Φοίβος Συμεωνίδης
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59, Αθήνα, τηλ.: 210 77 11 333
Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Παρασκευή και Σάββατο: Κανονικό 15€, Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65,
ομαδικό (άνω των 10 ατόμων) 10€, Ανέργων 8€, Κυριακή: 12€, Ανέργων 8€
Το έργο του Κάφκα, δημοσιεύεται το 1925. Ξεκίνησε ήδη να γράφεται από το 1914, αλλά δημοσιεύτηκε έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα από τον φίλο του Max Brod, παρά την επιθυμία του Κάφκα να καταστραφούν τα χειρόγραφα του ημιτελούς του έργου. Στα χαρτιά του Κάφκα δεν βρέθηκε διαθήκη. Στο γραφείο του κάτω από μια στοίβα άλλα χαρτιά, ήταν ένα διπλωμένο σημείωμα, γραμμένο με μελάνι και απευθυνόμενο στον φίλο του, έγραφε:" Αγαπημένε μου Μαξ, η τελευταία μου παράκληση: Οτιδήποτε αφήνω πίσω μου (δηλαδή, στην βιβλιοθήκη, στα συρτάρια, στο γραφείο, είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά μου είτε οπουδήποτε αλλού, οτιδήποτε σου τύχει να βρεις), σημειωματάρια, χειρόγραφα, γράμματα, δικά μου και τρίτων, προσχέδια κτλ., πρέπει να καούν χωρίς να διαβαστούν, μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το ίδιο και όλα τα γραπτά μου, τα σημειώματά μου που έχεις τυχόν εσύ ή άλλοι και που θα τους παρακαλέσεις εξ ονόματός μου να σου τα δώσουν. Επιστολές που δε θα σου παραδοθούν πρέπει τουλάχιστον να καούν από τους κατόχους τους. Δικός σου, Φραντς Κάφκα."
Η ιστορία
Ο Κ. κατηγορείται τελείως παράλογα από τους ανθρώπους του κράτους για ένα αδίκημα που δεν διευκρινίζεται ποτέ. Άνθρωποι της αστυνομίας εισβάλλουν στο σπίτι του, τον οδηγούν στο τμήμα και τελικά του ανακοινώνουν ότι θα δικαστεί. Εντελώς ανίσχυρος μπροστά στον ακατανόητο κυκεώνα απευθύνεται σ’ έναν καταξιωμένο δικηγόρο. Προσπαθεί να μάθει για τι πράγμα κατηγορείται. Ο δικηγόρος αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει το κουβάρι, προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, αλλά τελικά αδυνατεί να βοηθήσει τον Κ. Βρισκόμαστε μπροστά στον σκοτεινό, καφκικό κόσμο του παραλόγου, όπου όλα κινούνται αποκλειστικά στα πλαίσια του ακατανόητου. Μπροστά σε απροσπέλαστα βουνά γραφειοκρατίας και απροσδιόριστους κρατικούς μηχανισμούς που σταδιακά συνθλίβουν τον Κ. σ’ ένα ντελίριο ασυνεννοησίας και ανολοκλήρωτων διαδικασιών. Κατόπιν τούτου, μπλέκει σε έναν γκροτέσκο εφιάλτη στον οποίο βυθίζεται σταδιακά όλο και πιο βαθιά προσπαθώντας αφενός να καταλάβει τη λειτουργία του συστήματος που τον διώκει μέσα από τους παρανοϊκούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που εμφανίζει και ταυτόχρονα να βρει, μέσα από τους προσωπικούς δαιδάλους του νου του, τη ρίζα της ενοχής που του προσάπτουν. Υπάρχει ένα σύστημα που τον συνθλίβει άδικα ή είναι και ο ίδιος ένα ακόμα γρανάζι που ενισχύει το σύστημα και την πολυπλοκότητα;
Η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης.
Ο κρατικός ολοκληρωτισμός διαγράφεται αργά και μεθοδικά σαν προμελετημένο έγκλημα που όμως δεν θα εκπληρωθεί ακαριαία, αλλά θα παρατείνεται στο χρόνο αόριστα, σαν αιωνιότητα. Οι διαρκείς ελπίδες που αφήνει στο θύμα είναι το κερασάκι μιας ολοκάθαρης σαδιστικής φάρσας. Γιατί το θύμα οφείλει να ελπίζει μέχρι το τέλος, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να γίνει ανεξέλεγκτο. Το σκοτάδι που σκεπάζει τα πάντα και η ξεκάθαρα οργανωμένη άγνοια του θύματος είναι η επιβολή του τρόμου που γίνεται επιστήμη. Γιατί το άγνωστο είναι πάντα πιο τρομαχτικό. Γιατί η γνώση δημιουργεί την ανεπιθύμητη οικειότητα της διεκδίκησης. Ο Κ. δεν πρέπει να μάθει ποτέ γιατί κατηγορείται, γιατί αν το μάθει θα ξεκινήσει προσπάθειες αντιμετώπισης κι αυτό απέχει ένα βήμα απ’ τον ηρωισμό. Μόνο το άγνωστο καθηλώνει. Μόνο το άγνωστο μπορεί να μετατρέψει το παράλογο σε λογικό. Μόνο το άγνωστο εξασφαλίζει την καθημερινή ανασφάλεια και την πρόσκαιρη ελπίδα, δηλαδή τη μέγιστη υποταγή. Ο Κ. ουσιαστικά ξέρει ότι είναι χαμένος από την αρχή. Συνειδητοποιεί ότι το τέλος πλησιάζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα και ταυτόχρονα ελπίζει. Ελπίζει γιατί όλα είναι τόσο παράλογα που φυσικά αποκλείεται να υλοποιηθούν. Εξάλλου λαμβάνει και τις μικροδιαβεβαιώσεις του από το δικηγόρο κι από άλλους μικροϋπαλλήλους του κράτους. Και κάπως έτσι βιώνει τη μεγαλύτερη αντίφαση, το μέγιστο παραλογισμό που προσπαθεί να εκλογικεύσει. Γνωρίζοντας καθαρά το θάνατο κάθε μακροπρόθεσμης ελπίδας, τρέφεται με τις αυταπάτες της εφήμερης ελπίδας. Όπως ο φορέας της θανατηφόρας αρρώστιας που ξέρει το τέλος αλλά νιώθει ευτυχής που για δυο μέρες δεν είχε τα συμπτώματα. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην ολοκληρωτική μετατροπή του ανθρώπου σε κατσαρίδα. Του ανθρώπου που ξέρει ότι η μοναδική του ανέλπιδη ελπίδα είναι η υποταγή. Του ανθρώπου που δεν πρέπει να προκαλεί γιατί το τέλος διαρκώς έπεται και διαρκώς μπορεί να αποφευχθεί. Του ανθρώπου που επί της ουσίας απαρνιέται κάθε του δικαίωμα αναζητώντας την επιβίωση του οίκτου που μόνο η υπακοή μπορεί να εξασφαλίσει. Του ανθρώπου που μεταβάλλει την παθητικότητα σε μοναδική επιλογή και που εντέχνως του εμφυτεύεται η μηδαμινότητα ως μοναδική συνείδηση. Ο Κ. παλεύει να βγάλει άκρη με τα ανεξιχνίαστα κρατικά γρανάζια που τον συνθλίβουν, χωρίς τελικά να διεκδικήσει ποτέ ανθρώπινη μεταχείριση, γιατί ποτέ δεν κατορθώνει να υψώσει τη φωνή του. Ο, ο Γιόζεφ Κ., είναι ένας κατηγορούμενος χωρίς κατηγορία, γιατί η ενοχή είναι εσωτερική και αιώνια. Κινείται μέσα σ’ ένα κόσμο γκρίζο, γραφειοκρατικό, γελοίο και εφιαλτικό .
Ένα δικαστήριο συνείδησης
«Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει. Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική.Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα».
Η Παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί στο θέατρο Πόρτα, την Δίκη του Κ., μια παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα. Αυτό το παράλογο εκ πρώτης όψεως μυθιστόρημα, ανέκαθεν προκαλούσε τις πιο ποικιλόμορφες ερμηνείες. Θεωρήθηκε διαδοχικά καταγγελία κατά της γραφειοκρατικής απανθρωποποίησης, κατηγορητήριο κατά του ολοκληρωτισμού, μεταφορά για τον αντισημιτισμό. «Η δίκη» πλέον αναγιγνώσκεται ολοένα και περισσότερο ως παράλογο χιούμορ ή σουρεαλιστικό κείμενο. Αρχικά όλα διαδραματίζονται με μάλλον κωμική διάθεση: δύο εντελώς συνηθισμένοι κύριοι εμφανίζονται ένα πρωί στο σπίτι του Κ. που βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι του, και κατά τη διάρκεια μιας μάλλον ευχάριστης συζήτησης του ανακοινώνουν πως είναι κατηγορούμενος και πως η διαλεύκανση της υπόθεσής του αναμένεται να διαρκέσει πάρα πολύ καιρό. Η όλη κατάσταση είναι παράλογη κι αστεία. Εξάλλου, όταν ο Κάφκα ανέγνωσε το κεφάλαιο αυτό για πρώτη φορά στους φίλους του, όλοι γέλασαν. Αυτή την ανάγνωση επέλεξε ο σκηνοθέτης, στήνοντας μια σφιχτή, καταιγιστική παράσταση, με οπτική εκκεντρικότητα, που αναδυκνύει με τον καλύτερο τρόπο την καφκική θεματολογία. Ένας ονειρικός κόσμος, ανησυχητικά παρόμοιος με πραγματικότητα χωρίς υπόσταση, μας τυρρανάει και μας αγχώνει, μέσα απο τον εφιαλτικό, δαιδαλώδη κόσμο της κρατικής παντοκυριαρχίας, που σαν ένας μεγάλος αδελφός, μας επιβάλλει τους νόμους και τους κανόνες της. Συγχρόνως φωτίζεται αριστοτεχνικά το γελοίο, το παράλογο της ύπαρξης, κυρίαρχα στοιχεία του θέατρου του Παραλόγου, του οποίου ο Τσέχος συγγραφέας, μπορεί δικαιωματικά να θεωρείται πνευματικός πατέρας.
Η υιοθέτηση της παρωδίας, στοιχεία παντομίμας, Yiddish ( η επαφή του Κάφκα με το θέατρο Yiddish - μια μορφή λαϊκού εβραϊκού θεάτρου που αναπτύχθηκε από το τέλος του 18ου αιώνα - προκαλεί μια “φώτιση” στον εκκολαπτόμενο τότε συγγραφέα. Οι μελετητές αναγνωρίζουν άμεσες αναφορές και δείγματα παρωδίας σκηνών των έργων που παρακολούθησε στα μετέπειτα γραπτά του), επιρροές απο το βωβό κινηματογράφο, δένουν αρμονικά και επιτελούνται άψογα με χειρουργική ακρίβεια, υπηρετώντας έναν Κάφκα που μέσα απο την αίσθηση του μαύρου χιούμορ και της λεπτής ειρωνίας, παρωδεί, σχολιάζει και ασκεί αμείλικτη κριτική.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών βεβαίως είναι αυτές που πείθουν και υποστηρίζουν αυτή την αξιόλογη δραματουργία: έξοχα δουλεμένες ερμηνείες, μια θαυμαστή άσκηση εγρήγορσης λόγου και σωματικότητας, αξιοπρόσεχτη προσήλωση στην λεπτομερή, ευρηματική κινησιολογία, εκφραστική διαύγεια,που υποστηρίζεται από την καθαρότητα της αφήγησης. Στο σύνολο του καλογυμνασμένου θιάσου δεν λείπουν στιγμές αγνής υποκριτικής απόλαυσης.Ο Μιχάλης Συριόπουλος,που υποδύεται τον Γιόζεφ Κ. μας θυμίζει τον θρύλο του βωντβίλ και μετέπειτα ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπάστερ Κήτον, συνδυάζοντας μοναδικά εκφράσεις κωμικοτραγικές, δίνοντας υπόσταση σ'έναν ήρωα με εύθραστη ψυχοσύνθεση, σωματικοποιώντας τις μύχιες σκέψεις του με τρόπο μοναδικό. Η σκηνογραφία εξίσου λιτή και με σημειολογική αξία, μοιάζει να συνομιλεί με τον Καφκα, βοηθά δε να διαφανούν όλα τα γνώριμα στοιχεία της καφκικής συλλογιστικής. Άψογη πρόταση συνιστούν τα κοστούμια της παράστασης, λιτά, σε κοντράστ μαύρου-λευκού, αναδεικνύουν φιγούρες υπαρξιακής σύγχισης, μέσα σ'ενα ντελίριο γελοίου παραλογισμού. Λειτουργικοί φωτισμοί, λεπτομερής και άρτια ενορχηστρωμένη επιμέλεια κίνησης. Μια παράσταση, που επιβάλλεται να παρακολουθήσουν οι μυημένοι, συνάμα συστήνεται και σε αυτούς που ανήκουν στην λιγότερη απαιτητική μερίδα θεατών, γιατι αφενός μια τόσο καλοδουλεμένη μείξη θεατρικών στοιχείων και αφετέρου μια τόσο ισορροπημένη έκφραση μέσων, συνιστά θεατρική απόλαυση.
Διασκευή- Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Ηθοποιοί: Σωκράτης Πατσίκας, Μιχάλης Συριόπουλος, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Λέκκας, Μάνος Γαλανής,
Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Ελένη Βλάχου, Φοίβος Συμεωνίδης
Θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59, Αθήνα, τηλ.: 210 77 11 333
Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Παρασκευή και Σάββατο: Κανονικό 15€, Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65,
ομαδικό (άνω των 10 ατόμων) 10€, Ανέργων 8€, Κυριακή: 12€, Ανέργων 8€