Η "ελεγεία της πλήξης και της κενότητας"
Ο Τσέχωφ, σε ένα από τα πρώτα του θεατρικά έργα, προβλέπει το εκρηκτικό, επαναστατικό, περιρρέον κλίμα της Ρωσίας στο γύρισμα του αιώνα. Γραμμένος στα τέλη του 1880 ο «Ιβάνωφ» αποτελεί μια θαυμάσια προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου Άμλετ. Η πρεμιέρα του έργου, στη Μόσχα του 1887, ήταν καταστροφική. Ξαναγράφτηκε από τον συγγραφέα το 1902 και παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1905, δηλαδή ένα χρόνο από το θάνατό του. Το όνομα Ιβάνωφ είναι ένα από τα πλέον κοινά ονόματα στην ρωσική αυτοκρατορία και ο Τσέχωφ το συνδέει με την διάψευση των ονείρων, όταν η πρώτη νεότητα τελειώνει, με το κενό, την απάθεια, την συναισθηματική αδράνεια και εν τέλει τον θάνατο. Στο πρόσωπο του Ιβάνωφ συναντάμε τον κάθε άνθρωπο που στα νιάτα του ονειρεύτηκε ένα νέο κόσμο, αλλά που η ζωή τον διέψευσε, δεν του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και το μόνο του καταφύγιο είναι η διαδρομή του προς την απόλυτη σιωπή.
Ο Τσέχοφ «καθρεφτίζει» με υπόκρυφη ειρωνεία, την παραπαίουσα, αδιέξοδη, αυτοκαταστροφική ρωσική κοινωνία του καιρού του, με επίκεντρο τη νωθρή, άεργη, παραλογισμένη, σε αποσύνθεση άρχουσα μεγαλοαστική τάξη, με τους υποταγμένους, και εν τέλει άχρηστους διανοούμενους, τους μικροαστούς «δορυφόρους». Αναδεικνύει τον κοινωνικά παρηκμασμένο, οικονομικά ετοιμόρροπο, ιδεολογικά αδιέξοδο, ηθικά ανερμάτιστο, εργασιακά νωθρό, ψυχολογικά νοσούντα κόσμο των ξεπεσμένων αριστοκρατών, όπως και την αήθεια των αρπακτικά αναρριχώμενων αστών και των κάθε λογής “υπηρετών” τους. Ο “Ιβάνωφ” είναι ένα έργο για τη φθορά, το χρόνο και τη φθορά του χρόνου. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος που ξοδεύτηκε με τόσο πάθος, που στα 38 του χρόνια νιώθει κιόλας ξοφλημένος. Μια τραγική μορφή ανθρώπινης απόγνωσης με όλη την επίγνωση του μάταιου, του δίχως λύση. Ωστόσο, μέσα από το πέπλο ομίχλης που μοιάζει να καλύπτει τους ήρωες διαφαίνονται το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία του συγγραφέα.
Υπόθεση
O Ιβάνωφ, είναι ένας απογοητευμένος ιδεαλιστής, που στα 35 του αδυνατεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη της άρρωστης συζύγου του για αγάπη και βρίσκεται παγιδευμένος σε μια επαρχιακή κοινωνία που δεν επιδοκιμάζει τα αισθήματά του. Παντρεύεται τη Σάρα, μια πλούσια Εβραία που βαφτίζεται χριστιανή -και γι’ αυτό αποκληρώνεται από τους γονείς της. Τώρα που αυτή πεθαίνει από φυματίωση, ο Ιβάνωφ προσπαθεί να δραπετεύσει με οποιονδήποτε τρόπο, από την ασφυκτική ατμόσφαιρα του περιβάλλοντός του. Μην μπορώντας ν’ ανταπεξέλθει οικονομικά, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη Σάσα, την κόρη της οικογένειας Λιεμπέντεφ, δηλώνοντας πως δεν είναι πια ερωτευμένος με τη γυναίκα του που αργοπεθαίνει. Ο Ιβάνωφ στο έργο ορίζεται ως ο καταθλιπτικός κι ανένταχτος σε ένα σαθρό κοινωνικό σύστημα τοκογλυφίας, ανηθικότητας και μοναξιάς. Παράλληλα όμως αποδίδονται σχεδόν οι ίδιοι χαρακτηρισμοί και στα άλλα πρόσωπα του έργου που με νύχια και με δόντια προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Μια ακμάζουσα νεοπλουτίστικη κοινωνία που καταπιέζεται στους ρόλους της, κυρίες που τρέχουν σε κοσμικές βραδιές προς άγραν εραστών και συζύγων, ηθικολόγοι γιατροί, γυναίκες που πεθαίνουν από έρωτα, ιδεολόγοι που ελλείψει οποιασδήποτε πια ιδεολογίας διαβρώνονται.
Η Παράσταση
Η Άντζελα Μπρούσκου σκηνοθετεί- η ίδια επιμελήθηκε το αφαιρετικό σκηνικό και τα εμπνευσμένα κοστούμια της παράστασης- ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Τσέχωφ, τον «Ιβάνωφ» που αποτελεί μια θαυμάσια προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου Άμλετ. Αφηγείται την ιστορία εύρυθμα,ισορροπώντας όμορφα ανάμεσα στο ρεαλιστικό και ποιητικό σύμπαν του Τσέχωφ, καταφέρνοντας να στήσει μία παράσταση με ενδιαφέρουσες εικόνες,συγκινήσεις και εντάσεις. Γύρω από τον αυτοκαταστροφικό Ιβάνωφ, στροβιλίζεται ένα κοινωνικό μωσαϊκό ανιαρών και βαριεστημένων χαρακτήρων, που αναλώνονται σε αδιέξοδες συζητήσεις, σαν ένας κωμικοτραγικός χορός που με τις σπασμωδικές κινήσεις του περιμένει απαθώς σαν την πεταλούδα να πέσει πάνω στο φως και να καεί. Το σκηνοθετικό ενδιαφέρον δεν φεύγει από τις σχέσεις των ηθοποιών, αντιθέτως η σκηνή γεμίζει με την ενέργειά τους, την εκφραστικότητα των χειρονομιών και την εσωτερικότητα του συναισθήματός τους.
Η διασκευή του Γιώργου Δεπάστα αφουγκράζεται τους βασικούς θεματικούς πυλώνες και το πνεύμα της εποχής, χωρίς να υστερεί σε εκφραστικότητα και πυκνότητα. Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης, καθώς ηθοποιοί ερμηνεύουν επί σκηνής την πρωτότυπη μουσική της Nalyssa Green αλλά και γνωστά κομμάτια της ρωσικής κουλτούρας, με αποκορύφωμα την «Λίμνη των Κύκνων», λίγο πριν την τελευταία σκηνή του Ιβάνωφ.
Ο Αντρέας Κωνσταντίνου βυθισμένος μέσα στην απόλυτη μοναξιά του ήρωά του, κινήθηκε στο χώρο αφημένος σ΄ ένα κινησιολογικό και λεκτικό παραλήρημα με μία έκδηλη και αέναη αγωνία να ορίσει την ύπαρξή του, ανάμεσα σε παρηκμασμένους, χωρίς ιδεολογία και αξίες, νωθρούς, ψυχολογικά και ηθικά ανερμάτιστους αριστοκράτες και αναρριχώμενους, οπορτουνιστές και άξεστους αστούς. Η συναισθηματική του γκάμα δεν μπόρεσε να ισορροπήσει πάντα με επιτυχία: η πλήξη και ο παροξυσμός υπερίσχυσαν της ψυχικής κενότητας, ενός ανθρώπου που ξοδεύτηκε με τόσο πάθος, που στα 38 του χρόνια νιώθει κιόλας ξοφλημένος. Έτσι η τραγικότητα του Ιβάνοφ δεν βρίσκει σ'αυτήν την ερμηνεία την απόλυτη δικαίωση της. Η Παρθενόπη Μπουζούρη φιλτράρει το ρόλο της με ήπιων τόνων αντιδράσεις και άπλετο συναίσθημα, στο ρόλο της συζύγου που καταδικάζεται σε έναν δυστυχισμένο γάμο και τέλος σε έναν άδοξο θάνατο. Ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ ενσαρκώνει με μειλίχιο σαρκασμό το ρόλο του ρέμπελου και αξιολύπητου κόμη. Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου,ισορρόπησε όμορφα ανάμεσα στην λογική και το συναίσθημα,στο ρόλο της ευαίσθητης, ερωτοχτυμένης Σάσα, που διακαώς και ματαίως θέλει να κρατήσει στην αγκαλιά της τον Ιβάνωφ, μακριά απο την μοναξιά και την θλίψη του.
Η Βάλια Παπαχρήστου, στο ρόλο της πλούσιας χήρας Μπαμπάκινα, απέδωσε σωστά όλη τη συναισθηματική γκάμα του ρόλου της. Ταιριαστός στο ρόλο του αγροίκου,αριβίστα και πανούργου επιστάτη, ο Κρις Ραντάνοφ.Ο Τσιμάρας Τζανάτος υπερασπίζεται με τη σειρά του, την αγωνία και τις συναισθηματικές εντάσεις του έργου, μέσα από τον ρόλο του σαν καλόψυχος,αλλά αδύναμος Λιέμπεντεφ, που ζει και αναπνέει στη σκιά της συζύγου του.Στο ρολο της τελευταίας, η ίδια η σκηνοθέτιδα κρατά το ρόλο της φιλοχρήματης, μοχθηρής Ζινάιντα, που αρέσκεται να κουτσομπολεύει και να συκοφαντεί, σαν τη κακιά μάγισσα της κυνικής ομήγυρης. Όλος ο θίασος αποδεικνύεται μια ακούραστη ομάδα που διατηρεί το υψηλό επίπεδο ενέργειας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σκηνική θέρμη.
Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά - Κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου
Μουσική: Nalyssa Green
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Συμπαραγωγή: Θέατρο Δωματίου και Constantly Productions
Ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Αλμπέρτο Εσκενάζυ
Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Τσιμάρας Τζανάτος, Κρις Ραντάνοφ, Ιλία Αλγκάερ,
Βάλια Παπαχρήστου, Άντζελα Μπρούσκου, Αλέξανδρος Μαράκης, Αντώνης Τσίλλερ.
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας,
Τηλ.: 6987611889, 2108217877
Παραστάσεις : Πέμ.-Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ. 7.30 μ.μ.
Τιμή : Tιμή : € 15, 10.
Ο Τσέχοφ «καθρεφτίζει» με υπόκρυφη ειρωνεία, την παραπαίουσα, αδιέξοδη, αυτοκαταστροφική ρωσική κοινωνία του καιρού του, με επίκεντρο τη νωθρή, άεργη, παραλογισμένη, σε αποσύνθεση άρχουσα μεγαλοαστική τάξη, με τους υποταγμένους, και εν τέλει άχρηστους διανοούμενους, τους μικροαστούς «δορυφόρους». Αναδεικνύει τον κοινωνικά παρηκμασμένο, οικονομικά ετοιμόρροπο, ιδεολογικά αδιέξοδο, ηθικά ανερμάτιστο, εργασιακά νωθρό, ψυχολογικά νοσούντα κόσμο των ξεπεσμένων αριστοκρατών, όπως και την αήθεια των αρπακτικά αναρριχώμενων αστών και των κάθε λογής “υπηρετών” τους. Ο “Ιβάνωφ” είναι ένα έργο για τη φθορά, το χρόνο και τη φθορά του χρόνου. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος που ξοδεύτηκε με τόσο πάθος, που στα 38 του χρόνια νιώθει κιόλας ξοφλημένος. Μια τραγική μορφή ανθρώπινης απόγνωσης με όλη την επίγνωση του μάταιου, του δίχως λύση. Ωστόσο, μέσα από το πέπλο ομίχλης που μοιάζει να καλύπτει τους ήρωες διαφαίνονται το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία του συγγραφέα.
Υπόθεση
O Ιβάνωφ, είναι ένας απογοητευμένος ιδεαλιστής, που στα 35 του αδυνατεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη της άρρωστης συζύγου του για αγάπη και βρίσκεται παγιδευμένος σε μια επαρχιακή κοινωνία που δεν επιδοκιμάζει τα αισθήματά του. Παντρεύεται τη Σάρα, μια πλούσια Εβραία που βαφτίζεται χριστιανή -και γι’ αυτό αποκληρώνεται από τους γονείς της. Τώρα που αυτή πεθαίνει από φυματίωση, ο Ιβάνωφ προσπαθεί να δραπετεύσει με οποιονδήποτε τρόπο, από την ασφυκτική ατμόσφαιρα του περιβάλλοντός του. Μην μπορώντας ν’ ανταπεξέλθει οικονομικά, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη Σάσα, την κόρη της οικογένειας Λιεμπέντεφ, δηλώνοντας πως δεν είναι πια ερωτευμένος με τη γυναίκα του που αργοπεθαίνει. Ο Ιβάνωφ στο έργο ορίζεται ως ο καταθλιπτικός κι ανένταχτος σε ένα σαθρό κοινωνικό σύστημα τοκογλυφίας, ανηθικότητας και μοναξιάς. Παράλληλα όμως αποδίδονται σχεδόν οι ίδιοι χαρακτηρισμοί και στα άλλα πρόσωπα του έργου που με νύχια και με δόντια προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Μια ακμάζουσα νεοπλουτίστικη κοινωνία που καταπιέζεται στους ρόλους της, κυρίες που τρέχουν σε κοσμικές βραδιές προς άγραν εραστών και συζύγων, ηθικολόγοι γιατροί, γυναίκες που πεθαίνουν από έρωτα, ιδεολόγοι που ελλείψει οποιασδήποτε πια ιδεολογίας διαβρώνονται.
Η Παράσταση
Η Άντζελα Μπρούσκου σκηνοθετεί- η ίδια επιμελήθηκε το αφαιρετικό σκηνικό και τα εμπνευσμένα κοστούμια της παράστασης- ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Τσέχωφ, τον «Ιβάνωφ» που αποτελεί μια θαυμάσια προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου Άμλετ. Αφηγείται την ιστορία εύρυθμα,ισορροπώντας όμορφα ανάμεσα στο ρεαλιστικό και ποιητικό σύμπαν του Τσέχωφ, καταφέρνοντας να στήσει μία παράσταση με ενδιαφέρουσες εικόνες,συγκινήσεις και εντάσεις. Γύρω από τον αυτοκαταστροφικό Ιβάνωφ, στροβιλίζεται ένα κοινωνικό μωσαϊκό ανιαρών και βαριεστημένων χαρακτήρων, που αναλώνονται σε αδιέξοδες συζητήσεις, σαν ένας κωμικοτραγικός χορός που με τις σπασμωδικές κινήσεις του περιμένει απαθώς σαν την πεταλούδα να πέσει πάνω στο φως και να καεί. Το σκηνοθετικό ενδιαφέρον δεν φεύγει από τις σχέσεις των ηθοποιών, αντιθέτως η σκηνή γεμίζει με την ενέργειά τους, την εκφραστικότητα των χειρονομιών και την εσωτερικότητα του συναισθήματός τους.
Η διασκευή του Γιώργου Δεπάστα αφουγκράζεται τους βασικούς θεματικούς πυλώνες και το πνεύμα της εποχής, χωρίς να υστερεί σε εκφραστικότητα και πυκνότητα. Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης, καθώς ηθοποιοί ερμηνεύουν επί σκηνής την πρωτότυπη μουσική της Nalyssa Green αλλά και γνωστά κομμάτια της ρωσικής κουλτούρας, με αποκορύφωμα την «Λίμνη των Κύκνων», λίγο πριν την τελευταία σκηνή του Ιβάνωφ.
Ο Αντρέας Κωνσταντίνου βυθισμένος μέσα στην απόλυτη μοναξιά του ήρωά του, κινήθηκε στο χώρο αφημένος σ΄ ένα κινησιολογικό και λεκτικό παραλήρημα με μία έκδηλη και αέναη αγωνία να ορίσει την ύπαρξή του, ανάμεσα σε παρηκμασμένους, χωρίς ιδεολογία και αξίες, νωθρούς, ψυχολογικά και ηθικά ανερμάτιστους αριστοκράτες και αναρριχώμενους, οπορτουνιστές και άξεστους αστούς. Η συναισθηματική του γκάμα δεν μπόρεσε να ισορροπήσει πάντα με επιτυχία: η πλήξη και ο παροξυσμός υπερίσχυσαν της ψυχικής κενότητας, ενός ανθρώπου που ξοδεύτηκε με τόσο πάθος, που στα 38 του χρόνια νιώθει κιόλας ξοφλημένος. Έτσι η τραγικότητα του Ιβάνοφ δεν βρίσκει σ'αυτήν την ερμηνεία την απόλυτη δικαίωση της. Η Παρθενόπη Μπουζούρη φιλτράρει το ρόλο της με ήπιων τόνων αντιδράσεις και άπλετο συναίσθημα, στο ρόλο της συζύγου που καταδικάζεται σε έναν δυστυχισμένο γάμο και τέλος σε έναν άδοξο θάνατο. Ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ ενσαρκώνει με μειλίχιο σαρκασμό το ρόλο του ρέμπελου και αξιολύπητου κόμη. Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου,ισορρόπησε όμορφα ανάμεσα στην λογική και το συναίσθημα,στο ρόλο της ευαίσθητης, ερωτοχτυμένης Σάσα, που διακαώς και ματαίως θέλει να κρατήσει στην αγκαλιά της τον Ιβάνωφ, μακριά απο την μοναξιά και την θλίψη του.
Η Βάλια Παπαχρήστου, στο ρόλο της πλούσιας χήρας Μπαμπάκινα, απέδωσε σωστά όλη τη συναισθηματική γκάμα του ρόλου της. Ταιριαστός στο ρόλο του αγροίκου,αριβίστα και πανούργου επιστάτη, ο Κρις Ραντάνοφ.Ο Τσιμάρας Τζανάτος υπερασπίζεται με τη σειρά του, την αγωνία και τις συναισθηματικές εντάσεις του έργου, μέσα από τον ρόλο του σαν καλόψυχος,αλλά αδύναμος Λιέμπεντεφ, που ζει και αναπνέει στη σκιά της συζύγου του.Στο ρολο της τελευταίας, η ίδια η σκηνοθέτιδα κρατά το ρόλο της φιλοχρήματης, μοχθηρής Ζινάιντα, που αρέσκεται να κουτσομπολεύει και να συκοφαντεί, σαν τη κακιά μάγισσα της κυνικής ομήγυρης. Όλος ο θίασος αποδεικνύεται μια ακούραστη ομάδα που διατηρεί το υψηλό επίπεδο ενέργειας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σκηνική θέρμη.
Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά - Κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου
Μουσική: Nalyssa Green
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Συμπαραγωγή: Θέατρο Δωματίου και Constantly Productions
Ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Αλμπέρτο Εσκενάζυ
Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Τσιμάρας Τζανάτος, Κρις Ραντάνοφ, Ιλία Αλγκάερ,
Βάλια Παπαχρήστου, Άντζελα Μπρούσκου, Αλέξανδρος Μαράκης, Αντώνης Τσίλλερ.
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας,
Τηλ.: 6987611889, 2108217877
Παραστάσεις : Πέμ.-Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ. 7.30 μ.μ.
Τιμή : Tιμή : € 15, 10.