Το Murder in the Cathedral του T. S. Eliot έχει χαρακτηριστεί ως τελετουργικό δράμα (Ronald Grimes). Ο χώρος -η εκκλησία, ο Καθεδρικός ναός του Canterbury- και η επιτέλεση του κηρύγματος του Θωμά Μπέκετ προς τους πιστούς είναι μερικοί από τους λόγους που επιβεβαιώνουν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Ακόμη, η χρήση των συμβόλων καθιστά το έργο συγγενικό με την τελετουργία – μέσα από την επανάληψη ή την ύπαρξη ενός εξιλαστήριου θύματος (ο Μάρτυρας), ενώ σημαντικό στοιχείο που καθιστά το έργο μια συνάντηση θεάτρου και τελετουργίας είναι και η επιμονή του συγγραφέα στη διαταραχή των εποχών, στην άνοιξη που γεννά την καταστροφή («η άνοιξη ρημάχτρα» μεταφράζει ο Σεφέρης) ή στο χειμώνα που θα φέρει το θάνατο. Μια εποχή που πάσχει, που νοσεί, είναι σημάδι νόσου της κοινωνίας. Και η νόσος της κοινωνίας απαιτεί έναν εξαγνισμό, έναν καθαρμό. Ένα θύμα. Έναν θύτη. Μία θυσία. Η νέα αυτή μεταγραφή του έργου του Eliot, εστιάζει σε αυτή ακριβώς την πτυχή της ιστορίας του Θωμά Μπέκετ.
Αυτός ο μετά-Θωμάς, που εμφανίζεται στο νέο κείμενο, εμπεριέχει τις ίδιες του τις αντιφάσεις και την ίδια την αμφισβήτηση του εαυτού του, όπως αυτά αναδεικνύονται εξελικτικά στο πρωτότυπο έργο – σε μια στιγμή, ωστόσο, τόσο απόλυτη για τον ίδιο, που η όποια αντίφαση και η όποια αμφισβήτηση έχει πλέον ξεπεραστεί. Τώρα, είναι ένας «τελικός», τέλειος με την αριστοτελική έννοια, χαρακτήρας, που έχοντας αναμετρηθεί πια για τα καλά με τις σκιές αυτές στο έργο του Eliot, στο νέο κείμενο οδεύει προς τη θυσία λευκός, καθαρός και μόνος. Και λίγο πριν το ύστατο ξεψύχισμα παίρνει ακόμα και τον θρήνο από το στόμα των γυναικών της Καντεβρουρίας όπως ακούγεται στο πρωτότυπο και τον μετατρέπει εδώ στο προσωπικό του κύκνειο άσμα. Από την άλλη, η Γυναίκα της Καντερβουρίας, οπως εμφανίζεται στην παρούσα μεταγραφή, αντλεί ασφαλώς και εκείνη από το ίδιο υλικό του πρωτότυπου έργου (Χορός, Ιερείς, Πειρασμοί) την παλέτα με την οποία χρωματίζει τον πίνακα της νέας σκηνικής της συνείδησης, για αυτό και διατηρεί σε όλη την παράσταση αυτή την παλίνδρομη σχέση με τον Θωμά: πότε τον μαλώνει, πότε τον επαινεί, πότε τον θαυμάζει και πότε τον προστατεύει και τον φροντίζει. Μέσα σε αυτή τη μεγάλη προετοιμασία προς τη θυσία εκείνου, η Γυναίκα -σαν μίμος/αφηγητής σε μεσαιωνικό αυλικό θέατρο- φέρνει επί σκηνής με τις αλλαγές στη φωνή της και στις κινήσεις της, μια ολόκληρη διαμάχη από το πρωτότυπο έργο μεταξύ του μαντατοφόρου που αναγγέλλει την επιστροφή του Θωμά στην Καντερβουρία και των ιερέων που αμφισβητούν αν αυτή η επιστροφή σημαίνει ειρήνη ή πόλεμο.
Στο τέλος, είναι η ίδια που ενδύεται και το σχήμα του Ιππότη / δήμιου, ο οποίος στο νέο κείμενο συμπυκνώνει μέσα σε μία μεγάλη εικόνα και τους 4 σφαγείς απεσταλμένους του Βασιλιά όπως αυτοί παρουσιάζονται στο πρωτότυπο, και ο οποίος μετά από μια σύντομη ανταλλαγή επιχειρημάτων με το θύμα του (τα όποια επιχειρήματα αντλούνται και εκείνα από το πρωτότυπο, αλλά ξαναγράφονται εδώ «για δύο») και ένα πικρό κατηγορητήριο, θα πάρει την ψυχή του Θωμά μακριά από τον κόσμο αυτό για πάντα. Μια συμβολική, τελική, μεταμφίεση που επιθυμεί να φέρει στο φως το αναπάντητο το ερώτημα των κλασικών κειμένων πάνω στο πόσο αθώος ή ένοχος είναι ο χορός – λαός, για τα εγκλήματα που διαπράττονται επί σκηνής και όχι μόνο, καθώς ο ίδιος ταλανίζεται ανάμεσα στο δικό του συμφέρον και στο συμφέρον των ηρώων του δράματος, χωρίς να προβαίνει πότε σε πράξεις. Μήπως το ποίμνιο οδηγεί τον ποιμένα στη θυσία, για να μπορεί να ορίζει τον εαυτό του; Τέλος, το ιντερλούδιο του κηρύγματος του Θωμά, ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη πράξη, παραμένει σχεδόν αυτούσιο από το πρωτότυπο. (Από τις σημειώσεις των Ιόλη Ανδρεάδη & Άρη Ασπρούλη)
Η υπόθεση του έργου
Αγγλία. 12ος αιώνας. Ο Θωμάς Μπέκετ, πρώην καγκελάριος, συγκυβερνήτης, αδελφικός φίλος του βασιλιά Ερρίκου Β’ και διάσημος μπον βιβέρ, γίνεται αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας και, σαν από θείο φως, απαρνιέται μονομιάς τα εγκόσμια αξιώματα και τις ξέφρενες απολαύσεις και αφιερώνει τη ζωή του στην υπηρεσία όσων τον έχουν ανάγκη καθώς και στη μάχη με κάθε μέσο για την κατάλυση της κοσμικής εξουσίας. Ανεπιθύμητος πια στον τόπο του, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά Ερρίκο Β΄ επιστρέφει, γνωρίζοντας ωστόσο τον κίνδυνο που παραμονεύει. Πράγματι, δυο μήνες μετά δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στην ίδια του την εκκλησία, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1170. Λένε πως τα σπαθιά τους ξιφούλκησαν συντονισμένα και βυθίστηκαν στο σώμα του. Τα συναξάρια έγραψαν πως τους καλωσόρισε στον ναό και δέχτηκε τα χτυπήματα χωρίς αντίσταση την ώρα που προσευχόταν. Είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Θωμά. Το έργο ξεκινάει από τη στιγμή που ο Θωμάς Μπέκετ επιστρέφει από την Γαλλία.
Το έργο και η σημασία του
«Murder in the Cathedral» ή «Φονικό στην Εκκλησιά». Δύο κορυφαίοι ποιητές του 20ου αιώνα, δυο νομπελίστες, παραδίδουν στην ελληνική γλώσσα ένα σπουδαίο έργο. Το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο του T.S. Eliot για το θέατρο, ένα ποιητικό όραμα που γράφτηκε για το Φεστιβάλ του Καντέρμπουρι το 1935 και που μεταφράστηκε το 1963 από τον Γιώργο Σεφέρη, λίγους μήνες πριν την βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία. Το έργο αποτελεί μια απόπειρα του Eliot για τη δημιουργία ενός νέου είδους ποίησης που διατηρεί το ύφος της κοινής καθημερινής ομιλίας των απλών ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα μέσα από έναν υπόκωφο λυρισμό και με ελλειπτικούς διαλόγους και παρεμβολές ξένων κειμένων, επινοείται ένας νέος πνευματικός λόγος, βαθιά θεατρικός, σύγχρονος και διαχρονικός, σημερινός και αιώνιος. Όταν ζητήσαν από τον Έλιοτ να περιγράψει μέσα σε μια παράγραφο την πλοκή του έργου, εκείνος έδωσε μόνο μια φράση: «ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Στην ιστορική αυτή φράση βασίζεται και ο τίτλος της παράστασης που παρουσιάζεται εδώ. Αξιοσημείωτο για τη σημασία και τον πνευματικό πλούτο του συγκεκριμένου έργου είναι το γεγονός πως με τα κομμάτια που έγραψε ο Eliot για το «Murder in the Cathedral» αλλά τελικά δεν συμπεριέλαβε στην τελική του εκδοχή, ο ποιητής δημιούργησε το πρώτο από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του.
Η Παράσταση
Ένας μεγάλος τίτλος μεν, για ένα επίσης μεγάλο έργο δε. Ένα έργο που έρχεται από το παρελθόν κ χάνεται στο μέλλον. Ένα ποιητικό ορατόριο που τυπικά αναφέρεται στον 12ο αιώνα κ αφορά τη ζωή του Αγίου Θωμά. Σε μια ατμόσφαιρα λιτή και κατανυκτική, όπως αρμόζει στην περίσταση, μιας και αυτή περιγράφει τον δρόμο προς την αγιοποίηση ενός ανθρώπου, η σκηνοθέτης στήνεται Ιόλης Ανδρεάδη χτίζει μια παράσταση μυσταγωγικής εγκαρτέρησης. Μπροστά από τρεις εικόνες - επιζωγραφισμένο γυαλί- θρησκευτικού ενδιαφέροντος, ο Θωμάς Μπέκετ ανακαλύπτει και μας αποκαλύπτει την ουσία της ζωής, την αφοσίωση στον άνθρωπο και την παραίτησή του απ’ το εγώ, μέσα από ένα λόγο καθαρά ποιητικό. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια θυσία, που έχοντας αποβάλλει από επάνω της κάθε διάθεση ηρωοποίησης του πρωταγωνιστή, διαμαρτύρεται αδιαμαρτύρητα κόντρα στην εποχή, θέλοντας να κινητοποιήσει μιαν αντίδραση σιωπηλή μα ουσιαστική απέναντι στην εσωτερική φτώχια και τον εκφυλισμό. Το εξιλαστήριο θύμα πονά, υποφέρει, ματώνει και παραδίδει τον εαυτό του στην ανθρωπότητα, έχοντας κάνει μια επανάσταση διττή. Προς τον κόσμο μα και τον ίδιο του τον εαυτό. Δύσκολες μα όμορφα δοσμένες οι ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές, μας βάζουν βαθειά στην μυσταγωγική ποιητική, όπου διανύουμε τον χρόνο προς τα πίσω, αντλώντας κάτι από το μεγαλείο και την ουσία της θυσίας. Τα στοιχεία της μουσικής της ένδυσης και των φωτισμών όπως όφειλαν να είναι, λιτά μυσταγωγικά και περιεκτικά.Έργο ανθρώπινο, στοχαστικό, πολιτικό, όσο πολιτικά είναι τα Ευαγγέλια, διαχρονικής αξίας, ένα έργο μεταφυσικής δυναμικής, ένας κόσμος υποταγής κ ελπίδας.Της ελπίδας που σε εξυψώνει κ στο τέλος σε διαλύει, όταν τίποτα δεν σε διασώζει από την φρικτή πραγματικότητα. Λόγος λυρικός, λόγος οραμάτων, λόγος αφοσίωσης κ πίστης σε ανθρώπους κ ιδανικά. Ενας λόγος χρέους, αποθέματος ψυχής κ καθήκοντος. Εν τέλει ένας θεατρικός λόγος. Στο υπόγειο του τέχνης, η θεατρική αίσθηση γίνεται κάτι σαν κύμα που σε σκεπαζει κ σε μετατοπίζει. Κι αυτό γιατί η σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη, με φανερή συνειδητότητα κειμένου και μετάφρασης, απογειώνει και εξυψώνει μυαλό και πνεύμα τόσο αθόρυβα όσο και μεγαλόπρεπα. Καθοριστικής σημασίας το σκηνοθετικό εύρημα, όπου η Γυναίκα ‘’λευκαίνει’’ με αργές, τελετουργικές κινήσεις το Σώμα, ’’Αυτού που Λατρεύεται’’ συμβολίζοντας έτσι τον καθαρμό του, την προετοιμασία του προς το ύστατο ξεψύχισμα.
Η έμπειρη Ρούλα Πατεράκη, μας θυμίζει εικόνες από αναγγενησιακο πίνακα όπου η Παναγία φροντίζει τον Χριστό. Η ερμηνεία της είναι η θαυμαστή μονοκοντυλιά μιας μεγάλης ηθοποιού. Η εναλλαγή των ρόλων που υποδύεται δεν πλήττουν την θεατρική δυναμική, αντιθέτως εντείνουν θαυμαστά την κλιμάκωση του δράματος. Η στωική, γλυκειά, μαρτυρική, σχεδόν αρχαγγελικη παρουσία του Γιώργου Νανούρη εναρμονίζεται εξαιρετικά με την ερμηνεία του, που μας αποκαλύπτει έναν εξαιρετικό αγωγό λόγου. Με απαράμιλλη ακρίβεια και ψυχοσυναισθηματική προσήλωση υποτάσσεται στη ρητορική της θυσίας και του καθήκοντος απέναντι σε θεό και ανθρώπους. Η ερμηνεία του εύθραυστη, ζει εκ των έσω και με πάθος, βουτώντας μέσα στις λέξεις του κειμένου, η δε προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει την ουσία της θυσίας του σχεδόν συγκινητική.
Μπορεί παραστασιακά να μην υπάρχει κάποια κορύφωση ή έντονη θεατρικότητα, όμως οι υποβλητικές ερμηνείες περνάνε στην πλατεία και μετασχηματίζονται σε θεατρική δύναμη. Μια συγκροτημένη, μελετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και με σεβασμό στο κείμενο του T.S. Eliot, παράσταση, για την οποία φυσικά πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος, μιας και ο ποιητικός λόγος αποζητά την αμέριστη προσοχή του θεατή και την απόλυτη διάθεσή του να ταυτιστεί με αυτόν. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια τυπική παράσταση αλλά για μια προσέγγιση που κρύβει μόχθο και όραμα από τους δύο δημιουργούς.
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Κίνηση: Ιόλη Ανδρεάδη
Κείμενο μεταγραφής: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Ειδικές Κατασκευές: Περικλής Πραβήτας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική – Ηχοτοπίο: Γιάννης Χριστοφίδης
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ
Video trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Νικητοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός Παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη
Ερμηνεύουν: Ρούλα Πατεράκη & Γιώργος Νανούρης
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5 | Τηλ. 2103228706
Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15 | Διάρκεια: 90 λεπτά
Εισιτήρια 15 € γενική είσοδος | 10 € μειωμένο | 8 € Ανέργων
Αυτός ο μετά-Θωμάς, που εμφανίζεται στο νέο κείμενο, εμπεριέχει τις ίδιες του τις αντιφάσεις και την ίδια την αμφισβήτηση του εαυτού του, όπως αυτά αναδεικνύονται εξελικτικά στο πρωτότυπο έργο – σε μια στιγμή, ωστόσο, τόσο απόλυτη για τον ίδιο, που η όποια αντίφαση και η όποια αμφισβήτηση έχει πλέον ξεπεραστεί. Τώρα, είναι ένας «τελικός», τέλειος με την αριστοτελική έννοια, χαρακτήρας, που έχοντας αναμετρηθεί πια για τα καλά με τις σκιές αυτές στο έργο του Eliot, στο νέο κείμενο οδεύει προς τη θυσία λευκός, καθαρός και μόνος. Και λίγο πριν το ύστατο ξεψύχισμα παίρνει ακόμα και τον θρήνο από το στόμα των γυναικών της Καντεβρουρίας όπως ακούγεται στο πρωτότυπο και τον μετατρέπει εδώ στο προσωπικό του κύκνειο άσμα. Από την άλλη, η Γυναίκα της Καντερβουρίας, οπως εμφανίζεται στην παρούσα μεταγραφή, αντλεί ασφαλώς και εκείνη από το ίδιο υλικό του πρωτότυπου έργου (Χορός, Ιερείς, Πειρασμοί) την παλέτα με την οποία χρωματίζει τον πίνακα της νέας σκηνικής της συνείδησης, για αυτό και διατηρεί σε όλη την παράσταση αυτή την παλίνδρομη σχέση με τον Θωμά: πότε τον μαλώνει, πότε τον επαινεί, πότε τον θαυμάζει και πότε τον προστατεύει και τον φροντίζει. Μέσα σε αυτή τη μεγάλη προετοιμασία προς τη θυσία εκείνου, η Γυναίκα -σαν μίμος/αφηγητής σε μεσαιωνικό αυλικό θέατρο- φέρνει επί σκηνής με τις αλλαγές στη φωνή της και στις κινήσεις της, μια ολόκληρη διαμάχη από το πρωτότυπο έργο μεταξύ του μαντατοφόρου που αναγγέλλει την επιστροφή του Θωμά στην Καντερβουρία και των ιερέων που αμφισβητούν αν αυτή η επιστροφή σημαίνει ειρήνη ή πόλεμο.
Στο τέλος, είναι η ίδια που ενδύεται και το σχήμα του Ιππότη / δήμιου, ο οποίος στο νέο κείμενο συμπυκνώνει μέσα σε μία μεγάλη εικόνα και τους 4 σφαγείς απεσταλμένους του Βασιλιά όπως αυτοί παρουσιάζονται στο πρωτότυπο, και ο οποίος μετά από μια σύντομη ανταλλαγή επιχειρημάτων με το θύμα του (τα όποια επιχειρήματα αντλούνται και εκείνα από το πρωτότυπο, αλλά ξαναγράφονται εδώ «για δύο») και ένα πικρό κατηγορητήριο, θα πάρει την ψυχή του Θωμά μακριά από τον κόσμο αυτό για πάντα. Μια συμβολική, τελική, μεταμφίεση που επιθυμεί να φέρει στο φως το αναπάντητο το ερώτημα των κλασικών κειμένων πάνω στο πόσο αθώος ή ένοχος είναι ο χορός – λαός, για τα εγκλήματα που διαπράττονται επί σκηνής και όχι μόνο, καθώς ο ίδιος ταλανίζεται ανάμεσα στο δικό του συμφέρον και στο συμφέρον των ηρώων του δράματος, χωρίς να προβαίνει πότε σε πράξεις. Μήπως το ποίμνιο οδηγεί τον ποιμένα στη θυσία, για να μπορεί να ορίζει τον εαυτό του; Τέλος, το ιντερλούδιο του κηρύγματος του Θωμά, ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη πράξη, παραμένει σχεδόν αυτούσιο από το πρωτότυπο. (Από τις σημειώσεις των Ιόλη Ανδρεάδη & Άρη Ασπρούλη)
Η υπόθεση του έργου
Αγγλία. 12ος αιώνας. Ο Θωμάς Μπέκετ, πρώην καγκελάριος, συγκυβερνήτης, αδελφικός φίλος του βασιλιά Ερρίκου Β’ και διάσημος μπον βιβέρ, γίνεται αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας και, σαν από θείο φως, απαρνιέται μονομιάς τα εγκόσμια αξιώματα και τις ξέφρενες απολαύσεις και αφιερώνει τη ζωή του στην υπηρεσία όσων τον έχουν ανάγκη καθώς και στη μάχη με κάθε μέσο για την κατάλυση της κοσμικής εξουσίας. Ανεπιθύμητος πια στον τόπο του, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά Ερρίκο Β΄ επιστρέφει, γνωρίζοντας ωστόσο τον κίνδυνο που παραμονεύει. Πράγματι, δυο μήνες μετά δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στην ίδια του την εκκλησία, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1170. Λένε πως τα σπαθιά τους ξιφούλκησαν συντονισμένα και βυθίστηκαν στο σώμα του. Τα συναξάρια έγραψαν πως τους καλωσόρισε στον ναό και δέχτηκε τα χτυπήματα χωρίς αντίσταση την ώρα που προσευχόταν. Είναι η πραγματική ιστορία του Άγιου Θωμά. Το έργο ξεκινάει από τη στιγμή που ο Θωμάς Μπέκετ επιστρέφει από την Γαλλία.
Το έργο και η σημασία του
«Murder in the Cathedral» ή «Φονικό στην Εκκλησιά». Δύο κορυφαίοι ποιητές του 20ου αιώνα, δυο νομπελίστες, παραδίδουν στην ελληνική γλώσσα ένα σπουδαίο έργο. Το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο του T.S. Eliot για το θέατρο, ένα ποιητικό όραμα που γράφτηκε για το Φεστιβάλ του Καντέρμπουρι το 1935 και που μεταφράστηκε το 1963 από τον Γιώργο Σεφέρη, λίγους μήνες πριν την βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία. Το έργο αποτελεί μια απόπειρα του Eliot για τη δημιουργία ενός νέου είδους ποίησης που διατηρεί το ύφος της κοινής καθημερινής ομιλίας των απλών ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα μέσα από έναν υπόκωφο λυρισμό και με ελλειπτικούς διαλόγους και παρεμβολές ξένων κειμένων, επινοείται ένας νέος πνευματικός λόγος, βαθιά θεατρικός, σύγχρονος και διαχρονικός, σημερινός και αιώνιος. Όταν ζητήσαν από τον Έλιοτ να περιγράψει μέσα σε μια παράγραφο την πλοκή του έργου, εκείνος έδωσε μόνο μια φράση: «ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Στην ιστορική αυτή φράση βασίζεται και ο τίτλος της παράστασης που παρουσιάζεται εδώ. Αξιοσημείωτο για τη σημασία και τον πνευματικό πλούτο του συγκεκριμένου έργου είναι το γεγονός πως με τα κομμάτια που έγραψε ο Eliot για το «Murder in the Cathedral» αλλά τελικά δεν συμπεριέλαβε στην τελική του εκδοχή, ο ποιητής δημιούργησε το πρώτο από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του.
Η Παράσταση
Ένας μεγάλος τίτλος μεν, για ένα επίσης μεγάλο έργο δε. Ένα έργο που έρχεται από το παρελθόν κ χάνεται στο μέλλον. Ένα ποιητικό ορατόριο που τυπικά αναφέρεται στον 12ο αιώνα κ αφορά τη ζωή του Αγίου Θωμά. Σε μια ατμόσφαιρα λιτή και κατανυκτική, όπως αρμόζει στην περίσταση, μιας και αυτή περιγράφει τον δρόμο προς την αγιοποίηση ενός ανθρώπου, η σκηνοθέτης στήνεται Ιόλης Ανδρεάδη χτίζει μια παράσταση μυσταγωγικής εγκαρτέρησης. Μπροστά από τρεις εικόνες - επιζωγραφισμένο γυαλί- θρησκευτικού ενδιαφέροντος, ο Θωμάς Μπέκετ ανακαλύπτει και μας αποκαλύπτει την ουσία της ζωής, την αφοσίωση στον άνθρωπο και την παραίτησή του απ’ το εγώ, μέσα από ένα λόγο καθαρά ποιητικό. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια θυσία, που έχοντας αποβάλλει από επάνω της κάθε διάθεση ηρωοποίησης του πρωταγωνιστή, διαμαρτύρεται αδιαμαρτύρητα κόντρα στην εποχή, θέλοντας να κινητοποιήσει μιαν αντίδραση σιωπηλή μα ουσιαστική απέναντι στην εσωτερική φτώχια και τον εκφυλισμό. Το εξιλαστήριο θύμα πονά, υποφέρει, ματώνει και παραδίδει τον εαυτό του στην ανθρωπότητα, έχοντας κάνει μια επανάσταση διττή. Προς τον κόσμο μα και τον ίδιο του τον εαυτό. Δύσκολες μα όμορφα δοσμένες οι ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές, μας βάζουν βαθειά στην μυσταγωγική ποιητική, όπου διανύουμε τον χρόνο προς τα πίσω, αντλώντας κάτι από το μεγαλείο και την ουσία της θυσίας. Τα στοιχεία της μουσικής της ένδυσης και των φωτισμών όπως όφειλαν να είναι, λιτά μυσταγωγικά και περιεκτικά.Έργο ανθρώπινο, στοχαστικό, πολιτικό, όσο πολιτικά είναι τα Ευαγγέλια, διαχρονικής αξίας, ένα έργο μεταφυσικής δυναμικής, ένας κόσμος υποταγής κ ελπίδας.Της ελπίδας που σε εξυψώνει κ στο τέλος σε διαλύει, όταν τίποτα δεν σε διασώζει από την φρικτή πραγματικότητα. Λόγος λυρικός, λόγος οραμάτων, λόγος αφοσίωσης κ πίστης σε ανθρώπους κ ιδανικά. Ενας λόγος χρέους, αποθέματος ψυχής κ καθήκοντος. Εν τέλει ένας θεατρικός λόγος. Στο υπόγειο του τέχνης, η θεατρική αίσθηση γίνεται κάτι σαν κύμα που σε σκεπαζει κ σε μετατοπίζει. Κι αυτό γιατί η σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη, με φανερή συνειδητότητα κειμένου και μετάφρασης, απογειώνει και εξυψώνει μυαλό και πνεύμα τόσο αθόρυβα όσο και μεγαλόπρεπα. Καθοριστικής σημασίας το σκηνοθετικό εύρημα, όπου η Γυναίκα ‘’λευκαίνει’’ με αργές, τελετουργικές κινήσεις το Σώμα, ’’Αυτού που Λατρεύεται’’ συμβολίζοντας έτσι τον καθαρμό του, την προετοιμασία του προς το ύστατο ξεψύχισμα.
Η έμπειρη Ρούλα Πατεράκη, μας θυμίζει εικόνες από αναγγενησιακο πίνακα όπου η Παναγία φροντίζει τον Χριστό. Η ερμηνεία της είναι η θαυμαστή μονοκοντυλιά μιας μεγάλης ηθοποιού. Η εναλλαγή των ρόλων που υποδύεται δεν πλήττουν την θεατρική δυναμική, αντιθέτως εντείνουν θαυμαστά την κλιμάκωση του δράματος. Η στωική, γλυκειά, μαρτυρική, σχεδόν αρχαγγελικη παρουσία του Γιώργου Νανούρη εναρμονίζεται εξαιρετικά με την ερμηνεία του, που μας αποκαλύπτει έναν εξαιρετικό αγωγό λόγου. Με απαράμιλλη ακρίβεια και ψυχοσυναισθηματική προσήλωση υποτάσσεται στη ρητορική της θυσίας και του καθήκοντος απέναντι σε θεό και ανθρώπους. Η ερμηνεία του εύθραυστη, ζει εκ των έσω και με πάθος, βουτώντας μέσα στις λέξεις του κειμένου, η δε προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει την ουσία της θυσίας του σχεδόν συγκινητική.
Μπορεί παραστασιακά να μην υπάρχει κάποια κορύφωση ή έντονη θεατρικότητα, όμως οι υποβλητικές ερμηνείες περνάνε στην πλατεία και μετασχηματίζονται σε θεατρική δύναμη. Μια συγκροτημένη, μελετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και με σεβασμό στο κείμενο του T.S. Eliot, παράσταση, για την οποία φυσικά πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος, μιας και ο ποιητικός λόγος αποζητά την αμέριστη προσοχή του θεατή και την απόλυτη διάθεσή του να ταυτιστεί με αυτόν. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια τυπική παράσταση αλλά για μια προσέγγιση που κρύβει μόχθο και όραμα από τους δύο δημιουργούς.
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Κίνηση: Ιόλη Ανδρεάδη
Κείμενο μεταγραφής: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Ειδικές Κατασκευές: Περικλής Πραβήτας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική – Ηχοτοπίο: Γιάννης Χριστοφίδης
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ
Video trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Νικητοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός Παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη
Ερμηνεύουν: Ρούλα Πατεράκη & Γιώργος Νανούρης
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5 | Τηλ. 2103228706
Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15 | Διάρκεια: 90 λεπτά
Εισιτήρια 15 € γενική είσοδος | 10 € μειωμένο | 8 € Ανέργων