Η "επί της Γης ευτυχία δεν διαρκεί", γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει "να αντιμετωπίζει τον Διάβολο με γενναίες πράξεις" και τη ζωή με αυτοσυγκράτηση, καθώς τα γήινα πλούτη δεν μπορούν "να συνοδεύσουν τον κτήτορά τους στη μετά θάνατο ζωή", ούτε μπορούν "να ωφελήσουν την ψυχή μετά τον θάνατο".
Το έργο
«Ο φάρος» του Κόνορ ΜακΦέρσον αντλεί τον τίτλο και τη θεματολογία του από το αρχαίο αγγλικό ποίημα αγνώστου συγγραφέα του 8ου αιώνα μ.Χ. «The Seafarer» («Ο θαλασσοπόρος»). Σε αυτό το ελεγειακό ποίημα ο αφηγητής θαλασσοπόρος καταγράφει σε πρώτο ενικό πρόσωπο τις σκέψεις του αρχικά για τα δεινά της θάλασσας, μετά για τις οδύνες του βίου πάνω στη Γη, για να καταλήξει στην αναζήτηση του μονοπατιού που οδηγεί στον Παράδεισο ως τη μόνη σωτηρία. Η "επί της Γης ευτυχία δεν διαρκεί", γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει "να αντιμετωπίζει τον Διάβολο με γενναίες πράξεις" και τη ζωή με αυτοσυγκράτηση, καθώς τα γήινα πλούτη δεν μπορούν "να συνοδεύσουν τον κτήτορά τους στη μετά θάνατο ζωή", ούτε μπορούν "να ωφελήσουν την ψυχή μετά τον θάνατο". Το έργο (2006) μεταφράζει τα ελεγειακά στοιχεία του αρχαίου αγγλικού ποιήματος «The Seafarer» σε νατουραλιστικά, όπου οι κοινωνικές καταβολές των χαρακτήρων, τους καθορίζουν και τους εγκλωβίζουν σε αγωνιώδη αδιέξοδα. Ανεργία,μονοτονία, αλκοολισμός, αυτοκαταστροφή "συνομιλούν" καταστροφικά με την αλκοολική κουλτούρα των Ιρλανδών. Και κάπου εκεί ένας σύγχρονος μεφιστοφελής καιροφυλακτεί για να αρπάξει τις χαμένες ψυχές των χαμένων, που χαραμίζουν ανώφελα τη ζωή τους. Ο νατουραλισμός εμποτίζεται βίαια απο μεταφυσικά στοιχεία, όταν ο μυστηριώδης ξένος, ο κος Λόκχαρτ, αποκαλύπτεται ότι είναι ο Εωσφόρος που ήρθε να περισυλλέξει ανθρώπινες ψυχές, αρχής γενομένης από αυτή του Σάρκι, μέσα από μια παρτίδα πόκερ. Ενώ η νύχτα βαθαίνει κι η καταιγίδα θριαμβεύει, οι πέντε άντρες θα παίξουν την παρτίδα μέχρι το τέλος, ποντάροντας όλο και περισσότερα: μια πιθανότητα να ξεφύγουν απ’ το παρελθόν τους. Και μια τελευταία ευκαιρία να σώσουν την ψυχή τους.
Υπόθεση
Ο Μακφέρσον περιγράφει στον «Φάρο» μια παραμονή Χριστουγέννων,σε ένα παραθαλάσσιο προάστιο του Δουβλίνου, τη ζωή τεσσάρων νευρωτικών ανθρώπων παραδομένων στη λήθη της ζωής. Ήρωες- αντιήρωες, αφού τίποτα καλό δεν έχουν καταφέρει, τίποτα καλό δεν διεκδικούν. Ενοχικοί με έντονο το αίσθημα της ντροπής, θέλουν μόνο να ξεχάσουν και να ξεχαστούν. Άνθρωποι, που ψάχνουν τον φάρο τους, το φως και την ελπίδα στη ζωή τους. Ο Σάρκι Χάρκιν ανάβει ένα κόκκινο ηλεκτρικό καντήλι που τρεμοπαίζει διαρκώς κάτω από ένα εικόνισμα του Χριστού σαν φάρος έτοιμος να σβήσει, καθώς κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα του ιρλανδέζικου σπιτιού του. Έχει επιστρέψει μετά από καιρό, για να προσέχει τον Ρίτσαρντ, τον μεγαλύτερο αδελφό του, που τυφλώθηκε πρόσφατα. Στη γιορτινή βραδιά είναι μαζί τους ο Ιβάν κι ο Νίκυ, δύο αδελφικοί τους φίλου, και συνοδοιπόροι στο ποτό και τις αποτυχίες της ζωής. Κι ένας ακόμη απρόσκλητος επισκέπτης, ο κύριος Λόκχαρτ, που κανείς δεν τον γνωρίζει, ενώ εκείνος μοιάζει να γνωρίζει πολλά. Θα παίξουν πόκερ και θα πιουν για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Ο ηττοπαθής, αυτοκαταστροφικός Σάρκι επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα, χωρίς πολλές ελπίδες να προκόψει, ενώ κρύβει το γεγονός ότι, δεκαεπτά χρόνια πριν, έδειρε έναν άνθρωπο μέχρι θανάτου. Μια ανοιχτή παρτίδα πόκερ «εκκρεμεί» ανάμεσα σ’ αυτόν και στον εωσφόρο, όταν στο παρελθόν αυτός «του τη χάρισε» και έρχεται τώρα να πάρει πίσω αυτά που του οφείλει. Ακολουθώντας τη λογική μιας ειρωνικής φάρσας, ο Μακφέρσον βάζει τον χαρακτήρα αυτόν σε μιαν αγωνιώδη αναμέτρηση με τον υποσυνείδητο ηθικό έλεγχό του, στην ύστατη αυτή παρτίδα.
Η Παράσταση
Με ένα κείμενο που μπλέκει ύφη και είδη για να δημιουργήσει ενδιαφέροντες πόλους και σκηνές ανθολογίας, ακροβατώντας μεταξύ κωμωδίας δράματος και θρίλερ, είδη που μπολιάζονται με θρησκευτικές αποχρωσεις και με επίκεντρο μια αλληγορική παραβολή, η πένα του Ιρλανδού Μάκφέρσον, αν και δεν τοποθετείται σοφά υπέρ της σκηνικής οικονομίας (αργή ψυχαναλυτική σκιαγράφηση των χαρακτήρων εις βάρος της ροής, με αποτέλεσμα να μην πατά πάνω σε μια στέρεη δραματουργία, αλλά σε μία ατέρμονη φλυαρία), βρίσκει στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, έναν διορατικό και εναργή δημιουργό. Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί εύρυθμα και εμπνευσμένα και με χειρουργική ακρίβεια, τους εξαιρετικά καλογραμμένους χαρακτήρες και τους ευφυείς διαλόγους μεταξύ τους, χτίζοντας αριστοτεχνικά αυτό το «μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα», που μιλά για την εξιλέωση και τη λύτρωση. Ο ρυθμός, η κλιμάκωση,οι εναλλαγές ύφους προδίδουν μια παράσταση σε διαρκή συναγερμό, που ωριμάζει από μέσα προς τα έξω, αφήνοντας εν τέλει ένα ισχυρό στίγμα. Η σκηνοθεσία υποτάσσει τα πρόσωπα στη ρητορική του συναισθήματος και παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις υφολογικές μεταπτώσεις του έργου, εντυπώνοντας τες ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Ερμηνείες, που αποτελούν μια θαυμαστή άσκηση εγρήγορσης, ηθοποιοί που καταθέτουν υποδειγματικά δουλεμένες ερμηνείες, έχοντας εντοπίσει τη σωστή θερμοκρασία των ρόλων και την απαραίτητη μεταξύ τους χημεία, προσφέροντας μας μια παράσταση σκηνοθετικής ακρίβειας, σύγχρονου ύφους και σπουδαίων ερμηνειών.
Ο Κ.Μαρκουλάκης στο ρόλο του τυφλού Ρίτσαρντ, με σκηνική άνεση και ωριμότητα, ρολάρει υποδειγματικά μεταξύ κωικών και δραματικών στιγμών, συμβάλλοντας στο να αποκτήσει η παράσταση ποιητικό μέγεθος. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο άσωτος Σάρκυ, για μια ακόμη φορά παραδίδει μια εκστατική ερμηνευτική κατάθεση, ξεδιπλώνοντας το μεγάλο ταλέντο του. Αποδίδει με εσωτερική ένταση και μετρημένες εξάρσεις τον ήρωα που βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του. Ο Νίκος Ψαρράς , στο ρόλο του Ιβάν, με μια απαράμιλλη παιγνιώδη τακτική και μια χειρονομιακή γλαφυρότητα, αλαφραίνει τις μελαγχολικές κι αβάσταχτες αλήθειες, κλέβοντας τις εντυπώσεις με την κωμική του δεινότητα. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, στο ρόλο του υπερφίαλου Νίκυ, είναι απόλυτα πειστικός, ως προς την εκφραστικότητα των χειρονομιών και την εξωτερίκευση του συναισθήματός. Τέλος ο Αιμίλιος Χειλάκης, στο ρόλο του γοητευτικού ξένου,που έρχεται να κλέψει ψυχές σε ένα παιχνίδι πόκερ όπου όλοι πίνουν μέχρι τελικής πτώσεως, διαθέτει την αινιγματική λάμψη, την σκηνική δύναμη, ενώ η ερμηνευτική του παρουσία είναι μια μαθητεία πάνω στην τέχνη της εκφοράς του λόγου.
Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή συνεπικουρεί στην ανάδειξη τόσο της κοινωνικής τάξης των χαρακτήρων, όσο και της χαοτικής ζωής τους. Η μουσική του Μίνου Μάτσα και οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου συμβάλλουν στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης, οδηγώντας τα ίχνη της λήθης στο τέλος του τούνελ που περιμένει η λύτρωση. Μια παράσταση που “σκάβει” στην ψυχή των ηρώων χωρίς να απωθεί την διασκεδαστική υφή της διαδικασίας, αφήνοντας να διαφανεί ένα παιχνίδι chiaroscuro, με το φως να διαδέχεται το σκοτάδι και να φέρνει μαζί του την ελπίδα.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – Αθανασία Σμαραγδή
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Διανομή (με σειρά εμφάνισης)
Σάρκυ: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Ρίτσαρντ: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Ιβάν: Νίκος Ψαρράς
Νίκυ: Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Κύριος Λόκχαρτ: Αιμίλιος Χειλάκης
Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10
τηλ. 2103312343
Τετάρτη-Κυριακή: 9:00μμ Λαϊκή απογευματινή: Σάββατο: 6:00μμ
«Ο φάρος» του Κόνορ ΜακΦέρσον αντλεί τον τίτλο και τη θεματολογία του από το αρχαίο αγγλικό ποίημα αγνώστου συγγραφέα του 8ου αιώνα μ.Χ. «The Seafarer» («Ο θαλασσοπόρος»). Σε αυτό το ελεγειακό ποίημα ο αφηγητής θαλασσοπόρος καταγράφει σε πρώτο ενικό πρόσωπο τις σκέψεις του αρχικά για τα δεινά της θάλασσας, μετά για τις οδύνες του βίου πάνω στη Γη, για να καταλήξει στην αναζήτηση του μονοπατιού που οδηγεί στον Παράδεισο ως τη μόνη σωτηρία. Η "επί της Γης ευτυχία δεν διαρκεί", γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει "να αντιμετωπίζει τον Διάβολο με γενναίες πράξεις" και τη ζωή με αυτοσυγκράτηση, καθώς τα γήινα πλούτη δεν μπορούν "να συνοδεύσουν τον κτήτορά τους στη μετά θάνατο ζωή", ούτε μπορούν "να ωφελήσουν την ψυχή μετά τον θάνατο". Το έργο (2006) μεταφράζει τα ελεγειακά στοιχεία του αρχαίου αγγλικού ποιήματος «The Seafarer» σε νατουραλιστικά, όπου οι κοινωνικές καταβολές των χαρακτήρων, τους καθορίζουν και τους εγκλωβίζουν σε αγωνιώδη αδιέξοδα. Ανεργία,μονοτονία, αλκοολισμός, αυτοκαταστροφή "συνομιλούν" καταστροφικά με την αλκοολική κουλτούρα των Ιρλανδών. Και κάπου εκεί ένας σύγχρονος μεφιστοφελής καιροφυλακτεί για να αρπάξει τις χαμένες ψυχές των χαμένων, που χαραμίζουν ανώφελα τη ζωή τους. Ο νατουραλισμός εμποτίζεται βίαια απο μεταφυσικά στοιχεία, όταν ο μυστηριώδης ξένος, ο κος Λόκχαρτ, αποκαλύπτεται ότι είναι ο Εωσφόρος που ήρθε να περισυλλέξει ανθρώπινες ψυχές, αρχής γενομένης από αυτή του Σάρκι, μέσα από μια παρτίδα πόκερ. Ενώ η νύχτα βαθαίνει κι η καταιγίδα θριαμβεύει, οι πέντε άντρες θα παίξουν την παρτίδα μέχρι το τέλος, ποντάροντας όλο και περισσότερα: μια πιθανότητα να ξεφύγουν απ’ το παρελθόν τους. Και μια τελευταία ευκαιρία να σώσουν την ψυχή τους.
Υπόθεση
Ο Μακφέρσον περιγράφει στον «Φάρο» μια παραμονή Χριστουγέννων,σε ένα παραθαλάσσιο προάστιο του Δουβλίνου, τη ζωή τεσσάρων νευρωτικών ανθρώπων παραδομένων στη λήθη της ζωής. Ήρωες- αντιήρωες, αφού τίποτα καλό δεν έχουν καταφέρει, τίποτα καλό δεν διεκδικούν. Ενοχικοί με έντονο το αίσθημα της ντροπής, θέλουν μόνο να ξεχάσουν και να ξεχαστούν. Άνθρωποι, που ψάχνουν τον φάρο τους, το φως και την ελπίδα στη ζωή τους. Ο Σάρκι Χάρκιν ανάβει ένα κόκκινο ηλεκτρικό καντήλι που τρεμοπαίζει διαρκώς κάτω από ένα εικόνισμα του Χριστού σαν φάρος έτοιμος να σβήσει, καθώς κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα του ιρλανδέζικου σπιτιού του. Έχει επιστρέψει μετά από καιρό, για να προσέχει τον Ρίτσαρντ, τον μεγαλύτερο αδελφό του, που τυφλώθηκε πρόσφατα. Στη γιορτινή βραδιά είναι μαζί τους ο Ιβάν κι ο Νίκυ, δύο αδελφικοί τους φίλου, και συνοδοιπόροι στο ποτό και τις αποτυχίες της ζωής. Κι ένας ακόμη απρόσκλητος επισκέπτης, ο κύριος Λόκχαρτ, που κανείς δεν τον γνωρίζει, ενώ εκείνος μοιάζει να γνωρίζει πολλά. Θα παίξουν πόκερ και θα πιουν για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Ο ηττοπαθής, αυτοκαταστροφικός Σάρκι επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα, χωρίς πολλές ελπίδες να προκόψει, ενώ κρύβει το γεγονός ότι, δεκαεπτά χρόνια πριν, έδειρε έναν άνθρωπο μέχρι θανάτου. Μια ανοιχτή παρτίδα πόκερ «εκκρεμεί» ανάμεσα σ’ αυτόν και στον εωσφόρο, όταν στο παρελθόν αυτός «του τη χάρισε» και έρχεται τώρα να πάρει πίσω αυτά που του οφείλει. Ακολουθώντας τη λογική μιας ειρωνικής φάρσας, ο Μακφέρσον βάζει τον χαρακτήρα αυτόν σε μιαν αγωνιώδη αναμέτρηση με τον υποσυνείδητο ηθικό έλεγχό του, στην ύστατη αυτή παρτίδα.
Η Παράσταση
Με ένα κείμενο που μπλέκει ύφη και είδη για να δημιουργήσει ενδιαφέροντες πόλους και σκηνές ανθολογίας, ακροβατώντας μεταξύ κωμωδίας δράματος και θρίλερ, είδη που μπολιάζονται με θρησκευτικές αποχρωσεις και με επίκεντρο μια αλληγορική παραβολή, η πένα του Ιρλανδού Μάκφέρσον, αν και δεν τοποθετείται σοφά υπέρ της σκηνικής οικονομίας (αργή ψυχαναλυτική σκιαγράφηση των χαρακτήρων εις βάρος της ροής, με αποτέλεσμα να μην πατά πάνω σε μια στέρεη δραματουργία, αλλά σε μία ατέρμονη φλυαρία), βρίσκει στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, έναν διορατικό και εναργή δημιουργό. Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί εύρυθμα και εμπνευσμένα και με χειρουργική ακρίβεια, τους εξαιρετικά καλογραμμένους χαρακτήρες και τους ευφυείς διαλόγους μεταξύ τους, χτίζοντας αριστοτεχνικά αυτό το «μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα», που μιλά για την εξιλέωση και τη λύτρωση. Ο ρυθμός, η κλιμάκωση,οι εναλλαγές ύφους προδίδουν μια παράσταση σε διαρκή συναγερμό, που ωριμάζει από μέσα προς τα έξω, αφήνοντας εν τέλει ένα ισχυρό στίγμα. Η σκηνοθεσία υποτάσσει τα πρόσωπα στη ρητορική του συναισθήματος και παρακολουθεί με προσοχή και διαύγεια τις υφολογικές μεταπτώσεις του έργου, εντυπώνοντας τες ωραία πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Ερμηνείες, που αποτελούν μια θαυμαστή άσκηση εγρήγορσης, ηθοποιοί που καταθέτουν υποδειγματικά δουλεμένες ερμηνείες, έχοντας εντοπίσει τη σωστή θερμοκρασία των ρόλων και την απαραίτητη μεταξύ τους χημεία, προσφέροντας μας μια παράσταση σκηνοθετικής ακρίβειας, σύγχρονου ύφους και σπουδαίων ερμηνειών.
Ο Κ.Μαρκουλάκης στο ρόλο του τυφλού Ρίτσαρντ, με σκηνική άνεση και ωριμότητα, ρολάρει υποδειγματικά μεταξύ κωικών και δραματικών στιγμών, συμβάλλοντας στο να αποκτήσει η παράσταση ποιητικό μέγεθος. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο άσωτος Σάρκυ, για μια ακόμη φορά παραδίδει μια εκστατική ερμηνευτική κατάθεση, ξεδιπλώνοντας το μεγάλο ταλέντο του. Αποδίδει με εσωτερική ένταση και μετρημένες εξάρσεις τον ήρωα που βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του. Ο Νίκος Ψαρράς , στο ρόλο του Ιβάν, με μια απαράμιλλη παιγνιώδη τακτική και μια χειρονομιακή γλαφυρότητα, αλαφραίνει τις μελαγχολικές κι αβάσταχτες αλήθειες, κλέβοντας τις εντυπώσεις με την κωμική του δεινότητα. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, στο ρόλο του υπερφίαλου Νίκυ, είναι απόλυτα πειστικός, ως προς την εκφραστικότητα των χειρονομιών και την εξωτερίκευση του συναισθήματός. Τέλος ο Αιμίλιος Χειλάκης, στο ρόλο του γοητευτικού ξένου,που έρχεται να κλέψει ψυχές σε ένα παιχνίδι πόκερ όπου όλοι πίνουν μέχρι τελικής πτώσεως, διαθέτει την αινιγματική λάμψη, την σκηνική δύναμη, ενώ η ερμηνευτική του παρουσία είναι μια μαθητεία πάνω στην τέχνη της εκφοράς του λόγου.
Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή συνεπικουρεί στην ανάδειξη τόσο της κοινωνικής τάξης των χαρακτήρων, όσο και της χαοτικής ζωής τους. Η μουσική του Μίνου Μάτσα και οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου συμβάλλουν στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης, οδηγώντας τα ίχνη της λήθης στο τέλος του τούνελ που περιμένει η λύτρωση. Μια παράσταση που “σκάβει” στην ψυχή των ηρώων χωρίς να απωθεί την διασκεδαστική υφή της διαδικασίας, αφήνοντας να διαφανεί ένα παιχνίδι chiaroscuro, με το φως να διαδέχεται το σκοτάδι και να φέρνει μαζί του την ελπίδα.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – Αθανασία Σμαραγδή
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Διανομή (με σειρά εμφάνισης)
Σάρκυ: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Ρίτσαρντ: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Ιβάν: Νίκος Ψαρράς
Νίκυ: Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Κύριος Λόκχαρτ: Αιμίλιος Χειλάκης
Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10
τηλ. 2103312343
Τετάρτη-Κυριακή: 9:00μμ Λαϊκή απογευματινή: Σάββατο: 6:00μμ