«Και τον πόλεμο που λες δεν τον αρχίζω εγώ ούτε μαζί τους ήρθα στην Καδμεία·
μόνο τους νεκρούς ζητώ να θάψω. Ούτε την πόλη σας βλάπτω
ούτε σε σκοτωμούς σας προσκαλώ να παραβγούμε.
Μόνο το πανελλήνιο νόμο υπερασπίζουμε. Τι άνομο λέω;»
μόνο τους νεκρούς ζητώ να θάψω. Ούτε την πόλη σας βλάπτω
ούτε σε σκοτωμούς σας προσκαλώ να παραβγούμε.
Μόνο το πανελλήνιο νόμο υπερασπίζουμε. Τι άνομο λέω;»
Το έργο
Πότε ακριβώς διδάχτηκαν οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη παραμένει αντικείμενο αμφισβήτησης. Μερικοί μελετητές, κυρίως για λόγους μετρικούς, ανεβάζουν τη χρονολογία στο 424 π.Χ. περίπου, πολύ κοντά στην «Εκάβη». Άλλοι όμως θεωρούν το έργο νεότερο, με πιθανότερο το έτος 422 π.Χ. Οπωσδήποτε εντάσσεται μέσα στη δεύτερη πενταετία του Αρχιδάμειου πολέμου, όπως συνηγορούν και έμμεσες αναφορές στα γεγονότα της ταραγμένης εκείνης περιόδου. Το έργο που, όπως και οι «Ηρακλείδες» (και στα δύο, έργα πατριωτικά, χωρίς να πάψουν να είναι και έργα τέχνης, ψέγονται οι εχθροί της Αθήνας, Θηβαίοι και Σπαρτιάτες, οι πρώτοι ως παραβάτες παλαιότατου και πανελλήνιου νόμου, που καθιέρωνε τα δικαιώματα των νεκρών, και οι δεύτεροι ως παραβάτες άλλου νόμου με πανελλήνια καθιέρωση, που καταδικάζει την αφιλοξενία, αυτήν τη δεινή περιφρόνηση του ξένιου Δία, του προστάτη των ξένων), αποτελεί εγκώμιο των Αθηνών, συμβάλλει αποφασιστικά στη διέγερση του πατριωτισμού των Αθηναίων και στην ενίσχυση της αισιοδοξίας τους μέσα στην πολεμική αναταραχή που τους περιβάλλει. Με ιδιαίτερη ένταση εξάλλου προβάλλεται εδώ το θέμα των σχέσεων με το Άργος, που από την εποχή του Περικλή αποτελεί μια μόνιμη επικαιρότητα και δίνει αφορμή για ζωηρές συζητήσεις. Δυο χρόνια πριν παιχθούν οι «Ικέτιδες» (424 π.Χ.), οι Θηβαίοι είχαν επαναλάβει την παλαιά ασέβεια των προγόνων. Αφού είχαν νικήσει τους Αθηναίους στο Δήλιο, κοντά στο σημερινό Δήλεσι, για πολλές μέρες εμπόδιζαν τον ενταφιασμό των Αθηναίων νεκρών. Είναι αδύνατο να μη θυμήθηκαν οι Αθηναίοι, κατά την παράσταση της τραγωδίας, την τωρινή ασέβεια των Θηβαίων (και αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς του Ευριπίδη) και ήταν ακόμα πιο αδύνατο να μην είπαν με το νου τους ότι εκεί, πέρα από τον Κιθαιρώνα, πάντοτε οι ίδιοι και απαράλλαχτοι ωμοί άνθρωποι κατοικούν και ασεβούν, επεκτείνοντας έτσι τις σκέψεις τους και τους χαρακτηρισμούς τους πάνω σε όλους, δίκαιους και άδικους, όπως γίνεται σε κάθε πόλεμο.
Η Υπόθεση
Ο Ετεοκλής αρνείται να παραδώσει τον θρόνο της Θήβας στον αδελφό του και έτσι ο Πολυνείκης συμμαχεί με το Άργος και τον βασιλιά Άδραστο για να αλώσει την πατρογονική του πόλη. Οι Θηβαίοι νικούν αλλά αρνούνται να επιτρέψουν να ταφούν τα πτώματα των Αργείων ηγητόρων, που προσέβαλαν την πόλη τους, άρνηση που παραβιάζει το καθαγιασμένο έθος των Ελλήνων. Για τους αρχαίους, ήταν η πιο φρικτή απανθρωπιά το να αρνηθεί κανείς σ’ ένα νεκρό τάφο και αυτό προκαλούσε την οργή των θεών, όπως έγινε στη Θήβα, που πλήρωσε με τόσους θανάτους και πρόωρους τοκετούς (Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, 22 κ.ε.) την προσταγή του Κρέοντα να μη ταφεί ο Πολυνείκης. Οι μητέρες των ηγητόρων, που αποτελούν το Χορό των «Ικετίδων», από τον οποίο η τραγωδία πήρε το όνομα της, έχουν έρθει με τον Άδραστο το βασιλιά του Άργους και αρχηγό της επίμαχης εκστρατείας των Επτά, στην Ελευσίνα της Αττικής, στο ιερό της Δήμητρας, και κάνουν ικεσία προς την Αίθρα, τη μητέρα του Θησέα, του βασιλιά της Αθήνας. Ο Θησέας, ανταποκρινόμενος στο δίκαιο αίτημα, ετοιμάζεται να στείλει μήνυμα στον βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, όμως τον προλαβαίνει η άφιξη θηβαίου κήρυκα, που φέρνει το δικό του μήνυμα στον Θησέα: Του ζητά να διώξει τον Άδραστο και τις μητέρες, διαφορετικά θα τους επιτεθούν. Ο Θησέας οδηγεί τον στρατό της Αθήνας ενάντια στους Θηβαίους και φέρνει τους νεκρούς στρατηγούς στην Ελευσίνα, όπου και τους καίουν. Η Ευάδνη, σε παραλήρημα, ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της, Καπανέα. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, με τις στάχτες των αγαπημένων τους.Η τραγωδία κλείνει με το χρησμό της Θεάς Αθηνάς, να ζητά απο τον Άδραστο να ορκιστεί αιώνια φιλία του Αργους με την Αθήνα.
Η Παράσταση
Δύο εθνικά θέατρα, το Εθνικό Θέατρο και ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, συνεργάζονται για το ανέβασμα ενός εμβληματικού έργου. Μια τραγωδία για τον πόλεμο, τους νεκρούς αλλά και την υπαρξιακή αγωνία, την αξιοπρέπεια, την πίστη και την αντοχή, Οι Ικέτιδες είναι ένα έργο-εγκώμιο των Αθηνών, του δημοκρατικού πολιτεύματος και των χρηστών ηγετών και πολιτών, βαθιά ανθρώπινο και οξυδερκές, ανθεκτικό μέσα στους αιώνες. Σε μια νέα λειτουργική και σύγχρονη μετάφραση από τον Γιώργο Κοροπούλη, που αναβλύζει από συγκίνηση και συναίσθημα, ο λυρισμός των χορικών υπερκεράζει την θεατρική πλοκή, για να αναδείξει τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας,γνώρισμα της αθηναϊκής δημοκρατίας αλλά και να βάλει σε πρώτο πλάνο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθηνός δημιούργησε μια ρυθμική -μουσικά άψογη- τονική παράσταση, με την εικόνα,σε δεύτερο πλανο. Μουσική και λόγος, αρμονικά δεμένα,σε ένα καλοσχεδιασμένο ρυθμό λέξεων και φράσεων, σε αυτή την κλασικότροπα δοσμένη τραγωδία,που ευτυχεί να διαθέτει έναν δεμένο, ψυχωμένο θίασο,που ξεχειλίζει απο ταλέντο και μέτρο.
Η Κάτια Δανδουλάκη ως Αίθρα παρά την επιβλητική παρουσία της, που επιβάλλεται στο χώρο, προδίδεται από τη φωνή της.Η κίνηση της είναι εξαιρετική, η φιγούρα της αποτυπώνεται στο μυαλό, και βρίσκεται εκεί πανταχού παρούσα, γύρω-γύρω και μέσα στην ορχήστρα. Υπέροχες όλες οι γυναίκες του χορού (Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου,Κόρα Καρβούνη,Τζίνη Παπαδοπούλου,Μαρία Σαββίδου,Κωνσταντίνα Τάκαλου,Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπου) κατάφεραν να συγκινήσουν ως μητέρες των Αργείων, με την υποκριτική τους δεινότητα, την καλοδουλεμένη κίνηση και τις εξαιρετικές φωνητικές τους ικανότητες. Ο πολυτάλαντος Άκης Σακελλαρίου, κατάφερε να δώσει μια στιβαρή ερμηνεία, με τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ και γελοιότητας,ισορροπώντας στο τραγικοκωμικό στοιχείο που ντύνει ο Ευριπίδης τον ρόλο του, ειδικά μαζί με τον Χάρη Χαραλάμπους, όπου μαζι υπογράφουν έναν εξαιρετικά ενδιαφέρον αγώνα λόγου, ο οποίος παρασύρει τον παλμό της παράστασης και υπογραμμίζει εμφατικά τα νοήματα του έργου. Ο τελευταίος,στο ρόλο του κήρυκα, καταφεύγει σε μια στομφώδη ερμηνεία, άλλων χρόνων, στα όρια της υπερβολής, χωρίς, ωστόσο να την ξεπερνά. Σε μια τραγωδία που βρίθει πολιτικών σχολίων , που αναπτύσσει η ίδια ένα διάλογο για την πολιτική οργάνωση ενός κράτους (η σύγκρουση Κήρυκα-Θησέα για την τυραννία και την δημοκρατία, είναι αποκαλυπτικός επιχειρημάτων. O Θησέας, ο μυθικός ήρωας της Aθήνας, προβάλλεται ως υπέρμαχος του δικαίου και υπερασπιστής των διωκομένων, στηλιτεύοντας την υπερβολή και την αυθαιρεσία στην άσκηση της εξουσίας.
Ο Ανδρέας Τσέλεπος, στο ρόλο του Άγγελου,εντυπωσιάζει με την δυναμική παρουσία του και την σωστή και καθαρή τοποθέτηση της φωνής του, ενώ ο Χρήστος Σουγάρης, καταθέτει μια ερμηνεία, που διαθέτει το μέγεθος και το συγκινησιακό φορτίο που απαιτεί η τραγωδία. Δυστυχώς η Ευάνδη της Κατερίνας Λούρα, αποδείχτηκε επιφανειακή και παράταιρη με το όλο κλίμα, αφού κατέφυγε στην εύκολη λύση του μελοδραματισμού και της υπερβολής, σε μια σκηνή,που άποδείχτηκε πολύ αδύναμη τεχνικά (όταν ρίχνεται στη φωτιά για να "συναντήσει" τον πεθαμένο άντρα της). Στο αντίθετο σημείο κινείται η ερμηνεία του πάντα καλού και έμπειρου Θοδωρή Κατσαφάδου, που καταφέρνει να συγκινήσει με τη δύναμη ψυχής και τον ιδαίτερο λυγμό του.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Κύπριου σκηνογράφου Γιώργου Σουγλίδη, δεν παρουσιάζουν κάποια καινοτόμα σκηνική πρόταση. Η μουσική σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου, μέσα από κλασικά και πιο σύγχρονα μουσικά μοτίβα (από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, την τζαζ, το beat, τη ραπ και την ορχηστρική μουσική), επιτυγχάνει να εναρμονιστεί άψογα και να δημιουργήσει δραματικές κλιμακώσεις σε μια παράσταση, που δεν την συνοδεύει απλά, αλλά την ορίζει και την κατευθύνει. Οι φωτισμοί του έμπειρου Αλέκου Αναστασίου,ισορροπούν άψογα με την λιτή,δωρική σκηνοθετικη γραμμή. Στα συν της παράστασης, η σωστά τοποθετημένη στο χώρο, στέρεη κίνηση του θιάσου από τον Φώτη Νικολάου και η μουσική προσεγμένη διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου. Με χαρακτηριστικά τζαμαρίσματος, το έργο έρχεται στα αυτιά των θεατών κατά κύματα αλλά οι ριπές του δεν αλλοιώνουν ούτε το νόημα ούτε το μέγεθος του. Η συμμετοχή των παιδικών χορωδιών Ναυπλίου και Λυγουριού υπό τη διέυθυνση του μαέστρου Γιάννη Νικολόπουλου στο ρόλο των «Επιγόνων», συγκίνησε και έκλεψε τις εντυπώσεις.
Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Χορογραφία: Φώτης Νικολάου
Κινησιολογία: Μαρία Σμαγιέβιτς
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Συνεργάτης σκηνοθέτης Βασίλης Ανδρέου
Παίζουν (αλφαβητικά): Άννα Γιαγκιώζη,
Κάτια Δανδουλάκη,
Άνδρη Θεοδότου,
Κόρα Καρβούνη,
Θοδωρής Κατσαφάδος,
Κατερίνα Λούρα,
Τζίνη Παπαδοπούλου,
Αγλαΐα Παππά,
Μαρία Σαββίδου,
Άκης Σακελλαρίου,
Χρήστος Σουγάρης,
Κωνσταντίνα Τάκαλου,
Τάνια Τρύπη,
Ανδρέας Τσέλεπος,
Νιόβη Χαραλάμπους,
Χάρης Χαραλάμπους